Το παραμύθι της εβδομάδας: Δίδυμα … όχι όμως ίδια!
«Αχ, κακό που πάθαμε πάλι!» σκεφτόταν ο Μανώλης. «Πάλι θα πάμε "επίσκεψη" στη θεία Ελπινίκη και πάλι θα μας ντύσουν και τους δύο με τα μπλε παντελόνια και τα καρώ πουκάμισα. Ασορτί κάλτσες, ίδια παπούτσια. Και θα είναι μαζεμένες κι οι άλλες αδελφές της γιαγιάς με τις κόρες τους και τα άλλα τους παιδιά και θα μας φτύνουν – αυτό δεν ξέρω γιατί το κάνουν αλλά πάντως άμα το κάνουμε εμείς η μαμά μαλώνει! – και θα λένε πόσο μοιάζουμε! Και τι καλά παιδιά που είναι, και κοίτα τα δίδυμα δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις, κι άλλα τέτοια σαχλά.»
Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου
«Μόνος σου μιλάς;» ρώτησε ο Πέτρος
«Ακουγόμουνα;»
«Ναι αλλά δεν κατάλαβα τι έλεγες!»
«Να ... που θα πάμε το απόγευμα στη θεία Ελπινίκη ...»
«Γιούπιιιιιι! Λες να έχει κάνει εκείνα τα καταπληκτικά κεκάκια με τα κομματάκια σοκολάτας; Θα φάω όσα περισσότερα μπορώ – άμα με αφήσει η μαμά δηλαδή...»
«Το μυαλό σου εσένα στα γλυκά!»
«Εμ, πού να είναι το μυαλό μου, στις αγκαλιές της θείας Ελπινίκης ή στο καινούριο "κάτι" που θα έχει μόλις ράψει η μοδίστρα της θείας Νότας και θα πρέπει να το δείξει σε όλους και να εξηγήσει τι μοναδικό κομμάτι είναι και πόσο της πηγαίνει; Όταν πάμε εκεί, τα γλυκά και μόνο με κάνουν να νιώθω βασιλιάς! Αν δε η θεία τα έχει καταφέρει να κάνει και μπουγάτσα, θα γίνω ένας πολύ χαρούμενος και έτοιμος να σκάσει από το πολύ φαί βασιλιάς!»
Ο Μανώλης έβραζε. Αυτός ο Πέτρος, όλο στις λιχουδιές έχει το μυαλό του.
«Δεν κοιτάς το χάλι μας καημένε που ονειρεύεσαι τα γλυκά μονάχα;»
Ο Πέτρος κοίταξε το Μανώλη, μετά κοίταξε τον εαυτό του. Είδε πως η μισή του φανέλα ήταν μέσα στο παντελόνι του κι η άλλη μισή κρεμόταν απ' έξω και το ένα του κορδόνι ήταν λυμένο. Έσκυψε, έδεσε το κορδόνι μην τύχει και το πατήσει και πέσει, έβαλε όπως – όπως την φανέλα στη θέση της, αλλά δεν είδε κανένα άλλο "χάλι" που θα έπρεπε να διορθώσει. «Ποιο χάλι;» ρώτησε στο τέλος.
«Κοίταξέ μας καλά!» πρόσταξε επιτακτικά ο Μανώλης.
Και πάλι όμως ο αδελφός του δεν έβρισκε τίποτε. «Τι έγινε; Ψηλώσαμε; Καιρός ήτανε...»
«Αμάν Πέτρο, αμάν! Κοίτα μας και δες, είμαστε ίδιοι!» ο Μανώλης ήθελε να φωνάξει περισσότερο αλλά είχε μάθει πια πως ο αδελφός του έβλεπε μονάχα όσα ήθελε να δει – όπως ας πούμε τις λιχουδιές και τους μεζέδες – κι όχι μερικά πράγματα για τα οποία αδιαφορούσε εντελώς.
«Και δεν είναι αυτό φυσικό αφού είμαστε δίδυμα;»
«Μοιάζουμε, μοιάζουμε πολύ, αλλά όχι, δεν είμαστε ίδιοι, είμαστε ο καθένας δια-φο-ρε-τι-κός!» Ο Μανώλης τώρα φώναζε λες κι έτσι ο Πέτρος θα καταλάβαινε καλύτερα. «Μοιάζουμε, σαν δυο σταγόνες νερό όπως λένε οι μεγάλοι, αλλά, από την άλλη μεριά είμαστε και πολύ διαφορετικοί σε μερικά πράγματα».
«Σωστά. Εσένα σου αρέσει το ποδόσφαιρο, εμένα το μπάσκετ». Ο Πέτρος κατάλαβε πως δεν εννοούσε αυτό ακριβώς ο αδελφός του αλλά από κάπου έπρεπε να ξεκινήσει. «Και η δική σου χωρίστρα είναι πάντοτε τέλεια ενώ τα δικά μου μαλλιά λες κι ανακατεύονται μόνα τους!». Τι; Ούτε τώρα το πέτυχε το πού μοιάζουν και πού όχι;
«Αυτό λέω κι εγώ. Εσένα σου αρέσουν τα βιβλία και το διάβασμα, εμένα το παιχνίδι με τους πειρατές και τα καράβια μου. Εσύ θες να πηγαίνουμε εκδρομές στο βουνό, και κάθεσαι και χαζεύεις κάθε χορταράκι και κάθε λουλουδάκι με τις ώρες, εμένα εκεί με πιάνει η αλλεργία μου και φτερνίζομαι. Εγώ απολαμβάνω την τηλεόραση κι εσύ το σινεμά. ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΙΔΙΟΙ !!!»
«Εντάξει, δεν είμαστε ίδιοι. Αυτό το ξέραμε, για νέο μας το λες; Και τι σχέση έχει αυτό με τα κεκάκια της θείας Ελπινίκης;»
«Με τα κεκάκια δεν έχει σχέση. Αυτά είναι το μόνο καλό που θα μας τύχει το σημερινό απόγευμα». Ο Μανώλης ήταν πολύ σκεφτικός. «Αλλά;»
«Αλλά ... να, κοίτα, βαρέθηκα να μας πηγαίνουν παντού μαζί, να μας φοράνε ίδια ρούχα, να μας κόβουν τα μαλλιά με τον ίδιο τρόπο. Είμαστε δίδυμα και σε αγαπάω πολύ, αλλά νομίζω πως το ίδιο θα αγαπούσα κι έναν οποιονδήποτε άλλον αδελφό που δεν θα ήταν ο δίδυμός μου!»
Ο Πέτρος αγκάλιασε τον Μανώλη από τον ώμο, όπως ακριβώς έκανε κάθε φορά που έπρεπε να λύσουν ένα ζήτημα οι δυο τους και του είπε – πιο χαμηλόφωνα αυτή τη φορά: «κι εμένα με ενοχλεί που όταν είσαι απέναντί μου είναι σα να βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη!»
Κοιτάχτηκαν με απορία και έκπληξη. Κι έμειναν εκεί να κοιτάζονται, λες και εξομολογήθηκαν κάποιο φοβερό μυστικό ο ένας στον άλλον. «Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε ο Πέτρος τελικά.
«Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να τους το πούμε» είπε ο Μανώλης.
«Πώς; Δεν είναι τόσο εύκολο. Όλοι νομίζουν πως επειδή μοιάζουμε τόσο πολύ, μας αρέσουν και τα ίδια πράγματα, προτιμούμε το ίδιο φαγητό, θέλουμε να δούμε την ίδια ταινία, έχουμε τους ίδιους φίλους.»
«Ε, να ... θα ξεκινήσουμε από τα ρούχα. Θα σταματήσουμε να φοράμε τα ίδια».
«Ωραία! Κι είναι αυτό εύκολο; Αφού μέχρι τώρα τα ίδια ρούχα έχουμε! Πού θα τα βρούμε τα διαφορετικά;»
Αυτό αλήθεια ήταν ένα πρόβλημα μεγάλο. Γιατί, τα περισσότερα ρούχα που τους αγόραζαν, ήταν ακριβώς ίδια. Λες και με τον τρόπο αυτό θα τόνιζαν περισσότερο τις ομοιότητές τους – που εμφανισιακά τουλάχιστον ήταν πολλές!
«Πάμε να ψάξουμε!» είπε ο Μανώλης με μια νότα σκανταλιάς στη φωνή του.
«Πού;»
«Στη ντουλάπα, τι θα πει "πού";»
«Ε, και τι θα βρούμε στη ντουλάπα καημένε; Μπλε παντελόνια, γαλάζια πουκάμισα, καφέ παντελόνια, μπεζ πουκάμισα, πράσινα παντελόνια, άσπρα πουκάμισα. Πλάκα μου κάνεις; Όσο και να ψάξουμε αυτά έχει. Γκρι φόρμες, μπλε φόρμες. Δύο από το κάθε χρώμα. Ίδια νούμερα. Υπάρχει περίπτωση να βρούμε κανέναν θησαυρό;».
«Όχι στην δική μας ντουλάπα, στην δική τους!» Και ο Μανώλης έσυρε τον – σαστισμένο – Πέτρο στο δωμάτιο της μαμάς και του μπαμπά.
«Α, ωραία!» είπε ο Πέτρος μόλις άνοιξαν και τα δύο φύλλα της πόρτας της ντουλάπας. «Δίκιο είχες. Άμα βάλουμε τα φορέματα της μαμάς θα φαινόμαστε διαφορετικοί!» Ο Πέτρος είχε λυθεί στα γέλια. Η μαμά είχε αδυναμία στα μακριά φουστάνια και σκέφτηκε πως θα μπουρδουκλωνόταν με αυτά και θα έσκαγε με πάταγο στο πάτωμα. Του θύμιζε λίγο Απόκριες όλο αυτό. Αλλά ο αδελφός του τον κοίταξε σοβαρά και του κόπηκαν τα γέλια – προς το παρόν.
«Όχι τα φορέματα της μαμάς! Εμείς είμαστε αγόρια! Θα βρούμε καμιά μπλούζα του μπαμπά και ίσως πάρουμε και τις κάλτσες του. Διαφορετικά πράγματα ο καθένας. Κατάλαβες;» Ο Μανώλης είχε μια ιδέα. Κι όταν ο Μανώλης είχε μια ιδέα, του άρεσε δεν του άρεσε του Πέτρου, έπρεπε να την εφαρμόσουν.
Αλλά στον Πέτρο είχε μείνει ακόμη εκείνη η αίσθηση του μασκαρέματος και τον ξανάπιασαν τα γέλια, ενώ έλεγε στον αδελφό του: «χαχαχα, εγώ θέλω πουκάμισο και γραβάτα, ακούς, γρα-βά-τα! Αν είναι να ντυθώ σαν το μπαμπά, οπωσδήποτε πρέπει να βάλω γραβάτα! Χαχαχα...». Ξανασταμάτησε τα χάχανα.
«Μμμμ....» έκανε ο Μανώλης και ταυτόχρονα ανακάτευε τα ρούχα εκεί μέσα, «τώρα που σου πέρασε το γέλιο, κοίτα να βρούμε κάτι της προκοπής. Και αλίμονό σου αν διαλέξεις το ίδιο χρώμα με μένα!». Απτόητος, πήρε το μπλε πουλόβερ του μπαμπά, εκείνο με την κόκκινη ρίγα. Και τις κάλτσες με τα πρασινο-κόκκινα καρώ, που του μπαμπά δεν του άρεσαν καθόλου γιατί έλεγε πως ήταν πολύ "νεανικές".
Ο Πέτρος χάζεψε περισσότερη ώρα. Τα ρούχα του μπαμπά μύριζαν αφρό ξυρίσματος και κολόνια. Τα παπούτσια του ήταν αραδιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σαν στρατιωτάκια. Τα πουκάμισα κρέμονταν στη σειρά, το ίδιο και τα παντελόνια του. Οι ζώνες ήταν τυλιγμένες σε ομοιόμορφους κύκλους μέσα στο συρτάρι του. Μακάρι να μπορούσε να έχει κι εκείνος τακτικά τα ρούχα του σαν τον μπαμπά!
Στο τέλος διάλεξε εκείνο το ριγέ πουκάμισο, λευκό με απαλό θαλασσί, που είχε κι ωραίο άσπρο γιακά. Αλλά με ποια γραβάτα να το συνδύαζε; Εκείνη με το φωτεινό ροζ χρώμα λες να του ταίριαζε; Τέλος πάντων. Πήρε μια μπλε σκούρα, που είχε όμορφα γεωμετρικά σχέδια με ένα σωρό χρώματα – του θύμιζε μια ζωγραφιά του.
Το επόμενο πρόβλημα παρουσιάστηκε μετά από λίγα λεπτά. Η μαμά φώναξε «ετοιμαστείτε παιδιά να πηγαίνουμε» και τα παιδιά προσπαθούσαν να φορέσουν αυτά που διάλεξαν. Αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν κι εύκολο.
Πρώτα – πρώτα, ο Μανώλης διαπίστωσε πως το πουλόβερ του μπαμπά ήταν πολύ μακρύ. Έφτανε στα γόνατά του. «Μικρό το κακό» σκέφτηκε. Αλλά με τα μανίκια ήταν πολύ χειρότερη η κατάσταση. Κανονικά, ολόκληρος ο Μανώλης χωρούσε στο ένα μανίκι. Το υπόλοιπο πουλόβερ περίσσευε. Με επιμονή, στρίβοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά, το φόρεσε τελικά. Και γύρισε τα μανίκια τέσσερεις φορές μπας και καταφέρει να τα κάνει στα μέτρα του. Σαν λουκάνικα ήταν τα γυρισμένα μανίκια γύρω από τα χέρια του! Οι κάλτσες του έφταναν απλά μέχρι το γόνατο – αλλά αυτό δεν φαινόταν με την πρώτη ματιά.
Ο Πέτρος πάλι, με τα μανίκια δεν είχε πρόβλημα. Άμα κουμπώσεις τις μανσέτες του πουκαμίσου, κάπως στέκονται αυτά και δεν κατεβαίνουν και πολύ χαμηλά. Με τη γραβάτα όμως .... Τα βρήκε μπαστούνια. Τυλίχτηκε, ξανα-τυλίχτηκε με δαύτη γύρω από τον γιακά, την έφερε από εδώ, την έφερε από εκεί, με τίποτε δεν έμοιαζε με την γραβάτα και τον άψογο κόμπο που έκανε ο μπαμπάς. «Χίλιες φορές τον έχω δει να το κάνει, δεν πρέπει να είναι τόσο δύσκολο!». Αφού πάλεψε μέχρι που άκουσε για δεύτερη φορά τη μαμά να λέει «ελάτε, αργήσαμε!», έδεσε τη γραβάτα του σε έναν φιόγκο, που ήταν λιγάκι λοξός, έμοιαζε όμως με παπιγιόν, και πολύ καμάρωνε.
Τα δύο πιτσιρίκια μπήκαν στο αυτοκίνητο με τα μπουφάν κουμπωμένα ως το λαιμό – κι έχοντας κρύψει τα ρούχα που φορούσαν από μέσα όσο καλύτερα γινόταν. Σε όλο το δρόμο κρυφογελούσαν.
Μετά τα καλωσορίσματα στο σπίτι της θείας Ελπινίκης, και βγάζοντας τα πανωφόρια τους, έμειναν στην αρχή όλοι ... μουγγοί. Τους κοιτούσαν καλά – καλά. Η μαμά, που συνήλθε πρώτη, πήγε κοντά κι έσκυψε πάνω τους να δει τι ακριβώς φορούσαν. «Τι φοράτε; Τι σας είχα πει να φορέσετε; Το πουκάμισο του μπαμπά είναι αυτό Πέτρο;»
«Μάλιστα μαμά!»
«Και αυτή είναι η μπλούζα του μπαμπά Μανώλη;»
«Ω, ναι, μανούλα!»
«Και γιατί τα φορέσατε; Δεν έχετε δικά σας ρούχα; Και τι είναι αυτό το μπερδεμένο πράγμα στο λαιμό σου Πέτρο; Μη μου πεις! Η γραβάτα; Πώς την έκανες σε τέτοιο χάλι;» Λίγο ακόμη και η μαμά θα τους έπιανε και τους δύο από το αυτί, τον έναν από τη μια και τον άλλον από την άλλη μεριά, όπως τότε που είχαν παίξει μαξιλαροπόλεμο και γέμισαν το σπίτι πούπουλα!
«Μασκαράδες ντυθήκατε;» ρώτησε η θεία Νότα. «Δεν ήρθαν ακόμη οι Απόκριες!»
Η μόνη που γελούσε με την καρδιά της – και σα να τους καμάρωνε λιγάκι, αν ήταν δηλαδή δυνατόν κάτι τέτοιο – ήταν η θεία Ελπινίκη, η αδελφή της γιαγιάς τους. «Αφήστε τα παιδιά» είπε, όταν κατάφερε να σταματήσει για λίγο να γελά. Τα άσπρα της μαλλιά είχαν ανακατευτεί και ξέφευγαν από τον κότσο της, κι αυτό από τα γέλια – όπως συνέβαινε πολύ συχνά και με τα μαλλιά του Πέτρου.
«Τι λέτε θεία μου; Πώς είναι δυνατόν; Τα παιδιά πήραν τα ρούχα του πατέρα τους και τα έκαναν πατσαβούρια!» η μαμά ήταν έτοιμη να τους μοιράσει γερές τιμωρίες, η θεία όμως την σταμάτησε.
«Μεγαλώνουν τα παιδιά Βαρβάρα μου, μεγαλώνουν, δεν το βλέπεις; Σου δείχνουν – με τον τρόπο τους – πως θέλουν να μπορούν να επιλέξουν το τι θα φορέσουν»
«Αυτά είναι ακόμη μωρά!»
«Δεν είμαστε μωρά μαμά!» πετάχτηκε ο Μανώλης που νόμισε πως πιο καλή στιγμή από αυτήν δεν θα έβρισκε για να πει όσα ήθελε. Και συνέχισε με τη γνωστή του φόρα: «Είμαστε απλώς δίδυμα. Εσείς μας θέλετε και εντελώς όμοια. Πράγμα που δεν είναι αλήθεια και το ξέρεις. Δεν είμαστε ίδιοι. Στην πραγματικότητα είμαστε μάλιστα πολύ διαφορετικοί μεταξύ μας!»
«Πολύ διαφορετικοί!» επανέλαβε ο Πέτρος που δεν βρήκε κάτι περισσότερο να πει.
«Μας ντύνετε με τα ίδια ρούχα κι είναι σα να φοράμε στολές. Εγώ όμως σιχαίνομαι τα καφετιά ενώ του Πέτρου του πάνε, κι εκείνος έχει βαρεθεί το μπλε, που τον κάνει να μοιάζει με ναύτη αλλά εμένα είναι το αγαπημένο μου χρώμα!»
Ο Μανώλης έσκυψε το κεφάλι του βέβαιος πως η μαμά δεν είχε καταλάβει τίποτε από όσα της είπε – ούτε και κανείς άλλος δηλαδή. Κι ήταν σχεδόν βουρκωμένος – γιατί τα παιδιά δεν μπορούν να βρουν τα σωστά λόγια να πουν αυτό που θέλουν;
Αλλά η μαμά γονάτισε μπροστά του και του είπε : «και γιατί απλώς δεν μου το λέγατε;»
«Μα πώς να το πούμε μαμά; Στο κάτω κάτω, δεν είναι άσχημα τα ρούχα μας, είναι απλώς ... επί δύο! Κι αυτό είναι το κακό...» Ο Πέτρος είχε βρει τη μιλιά του και ήξερε μάλιστα και τι ήθελε να πει. «Θα μπορούσες να μας τα παίρνεις διαφορετικά, και μερικές φορές να λέμε κι εμείς τι μας αρέσει – κάτι που κάνουμε μόνο στα παπούτσια».
«Βαρβάρα!» η θεία Ελπινίκη μάζευε τα τσουλούφια της όπως μπορούσε «δίδυμα δεν θα πει ίδια! Έχετε δυο παιδιά που απλώς γεννήθηκαν την ίδια ώρα! Έτυχε να είναι και τα δύο αγόρια. Αν ήταν δηλαδή ένα αγόρι κι ένα κορίτσι θα τα έντυνες με τα ίδια κουστουμάκια και σε αυτή την περίπτωση; Όχι, φυσικά!»
«Θεία μου, το κάνω απλώς για λόγους οικονομίας αλλά και για να μην ζηλεύουν!». Η μαμά τους κοίταξε και τους δύο – και το χέρι της δεν είχε βουτήξει κανένα αυτί για τράβηγμα παρά τους αγκάλιαζε με λατρεία. «Όταν ήσασταν μωρά, ζηλεύατε ο ένας ό,τι είχε ο άλλος. Αν ο Μανώλης έπαιζε με τον δεινόσαυρο, τον ήθελες κι εσύ Πέτρο μου. Αν ο Πέτρος φορούσε παπούτσια, ήθελες να βάλεις εσύ τα δικά του Μανώλη μου! Όλη την ώρα ένας τέτοιος καβγάς γινόταν. Κι είπα κι εγώ πως αν είχατε ακριβώς τα ίδια πράγματα δεν θα τσακωνόσασταν! Γι' αυτό σας έπαιρνα πάντα τα ίδια ρουχαλάκια. Ο Μανώλης μια φορά θυμάμαι, κόντεψε να ξεριζώσει τα μαλλιά του Πέτρου γιατί δεν είχε ίδιο σκουφί!»
Η μαμά κατάπιε και συνέχισε. «Φυσικά και ξέρω πως δεν είστε ίδιοι. Ούτε κι είχα σκοπό να σας κάνω ίδιους. Είχα απλώς την ιδέα πως με τα ίδια πράγματα θα είχαμε λιγότερους καβγάδες – και ήταν σωστό αυτό. Μόνο που συνήθισα αυτή την τακτική και στο μεταξύ πέρασε ο καιρός και μου έμεινε η συνήθεια»
Ο Πέτρος κοίταξε το Μανώλη. Κι οι δύο μαζί μετά τη μαμά τους.
«Τώρα όμως μεγαλώσαμε και δεν τσακωνόμαστε για τέτοια πράγματα, ε, Μανώλη;» είπε ο Πέτρος.
«Όοοχι» έκανε ο Μανώλης κουνώντας το κεφάλι του.
«Μου φαίνεται ότι κατάλαβα τι θέλετε. Θα πηγαίνουμε για ψώνια μαζί κι ο καθένας θα διαλέγει μόνος του το τι θα φοράει» Τα παιδιά κοιτάχτηκαν με ανακούφιση. «Αλλά», συνέχισε η μαμά κι αυτό τους έκοψε τη φόρα, «να ξέρετε πως δεν θα είναι εύκολο κάτι τέτοιο, αφού θα υπάρχουν μερικοί κανόνες που θα πρέπει να τηρήσετε, για να μην καταλήξουμε να αγοράζουμε κάθε χαζομάρα που θα σας έρχεται στο κεφάλι! Τα ρούχα των παιδιών πρέπει να είναι απλά, πρακτικά, και ευκολοφόρετα. Και δώστε μου επιτέλους τη γραβάτα του μπαμπά, δεν αντέχω να σε βλέπω, Πέτρο, σαν γατάκι με φιόγκο στο λαιμό!»
«Είδες; Έπιασε το κόλπο!» περηφανεύτηκε ο Μανώλης
«Τι λες καημένε! Μπορούσαμε απλώς να της το είχαμε ζητήσει, δεν ήταν ανάγκη να κάνουμε όλο αυτό το θέατρο!» Ο Πέτρος έβρισκε πως πολύ κόπο είχαν κάνει....
«Τελικά, είμαστε πράγματι διαφορετικοί!» είπε με καμάρι ο Μανώλης