Το παραμύθι της εβδομάδας: Πάρης ο ξεχασιάρης!

Ο Πάρης είναι ένα πολύ πρόθυμο αγόρι. Τρέχει να βοηθήσει όποιον του ζητά βοήθεια. Τα μικρά του βήματα σταματημό δεν έχουν.

Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου

«Πάρη, κατέβασέ μου το αλεύρι από το πάνω ράφι» λέει η γιαγιά, κι ο Πάρης σκαρφαλώνει στην καρέκλα χωρίς δισταγμό και το φτάνει. Η γιαγιά δεν μπορεί ν' ανέβει στην καρέκλα κι ο Πάρης αναρωτιέται συχνά – πυκνά πώς θα τα κατάφερνε μοναχή της αν δεν ήταν κι εκείνος να την βοηθά.

«Πάρη, πήγαινε σε παρακαλώ το πιάτο με την τυρόπιτα στη θεία Βούλα!» λέει η μαμά, κι ο Πάρης φορά τα παπούτσια του βιαστικά, χωρίς να δέσει τα κορδόνια εννοείται, το μπουφάν του, το σκουφί του, βουτάει το πιάτο και τρέχει στο διπλανό σπίτι της θείας Βούλας – όσο γρηγορότερα πάει, τόσο πιο ζεστή θα είναι η τυρόπιτα που αρέσει σε όλους!

«Πάρη, μήπως βλέπεις πουθενά τα γυαλιά μου; Δεν τα βρίσκω!» λέει ο μπαμπάς, κι ο Πάρης πετιέται ορθός και γυρνά όλα τα δωμάτια, ψάχνει τα κομοδίνα και τα τραπεζάκια, τον πάγκο της κουζίνας, το έπιπλο της τηλεόρασης, την τσάντα του μπαμπά και την τσέπη του σακακιού του. Στο τέλος ανακαλύπτει πως ο μπαμπάς τα φορά τα γυαλιά του μια χαρά και γι' αυτό δεν βρίσκονται πουθενά αλλού! Ο μπαμπάς απορεί κι ο Πάρης βάζει τα γέλια.

Ποτέ του δεν έχει πει «όχι» ότι κι αν του ζητήσουν να κάνει, όσο κουρασμένος κι αν είναι. Μόνο που .... μόνο που πρέπει να του πουν να κάνει ΕΝΑ πράγμα τη φορά. Όταν έχει να κάνει περισσότερα μπερδεύεται πολύ, και πάντα ξεχνά κάτι.
Μάταια προσπαθούσε η μαμά να τον κάνει να θυμηθεί τι πρέπει να αγοράσει από το περίπτερο. «Την εφημερίδα του μπαμπά, τις καραμέλες της γιαγιάς και ένα οικογενειακό παγωτό». Εκείνο το απόγευμα που τον έστειλε η μαμά, είχαν επισκέψεις και το παγωτό θα ήταν μια καλή ιδέα τραταρίσματος. Ο Πάρης πήγε στο περίπτερο, ήταν πολύ καλό και προσεκτικό παιδί στο δρόμο, ευγενέστατος με τον κύριο Τριαντάφυλλο τον περιπτερά τους – αν και του ερχόταν πάντα να γελάσει με τούτο το όνομα – και γύρισε σπίτι χωρίς να χαζέψει πουθενά. Η εφημερίδα του μπαμπά είχε αντικατασταθεί από ένα περιοδικό με τα τερατάκια που τόσο άρεσαν στον Πάρη, οι καραμέλες της γιαγιάς από ένα τεύχος με σταυρόλεξα, που πάλι κι αυτά άρεσαν στον μικρό και ευτυχώς τουλάχιστον που ήρθε στο σπίτι το παγωτό και δεν έγιναν ρεζίλι στους επισκέπτες. Σίγουρα, το παγωτό δεν το ξέχασε επειδή του αρέσει κι εκείνου!

Μια άλλη φορά ο Πάρης είχε πάει στο ζαχαροπλαστείο. Με τη συνοδεία της γιαγιάς γιατί το ζαχαροπλαστείο δεν είναι κοντά στο σπίτι τους. Ο Πάρης λατρεύει τα γλυκά. Είπε λοιπόν ο μπαμπάς εκείνο το απόγευμα: «δεν πας αγόρι μου να μας πάρεις από μια παστούλα;» και του έδωσε χρήματα. Ο Πάρης υπολόγισε ότι έπρεπε να αγοράσει μία πάστα στον καθένα τους, και ρώτησε μάλιστα και σαν τι πάστα προτιμούσαν. Εκείνος ήξερε την δική του: αυτήν με την περισσότερη σοκολάτα από όλες! Φτάνοντας όμως εκεί, είχε εντελώς ξεχάσει πως η μαμά ήθελε ένα προφιτερόλ κι ο μπαμπάς μια τάρτα με φρούτα. Και δεν φτάνει μόνο αυτό, μόλις είδε όλα τα γλυκά στολισμένα στις βιτρίνες, πήρε ένα σωρό πράγματα: τρουφάκια, μηλόπιτα, γαλακτομπούρεκο, τσουρέκι, σοκολατένια βραχάκια.

Αυτό τώρα είχε τρία αποτελέσματα. Το πρώτο ήταν πως γύρισε σπίτι χωρίς ρέστα – με τόσα πολλά πράγματα που πήρε πάλι καλά που είχε και τα χρήματα να τα πληρώσει. Το δεύτερο πως εκείνος έφαγε από όλα και τόσο πολλά που μετά τον πονούσε η κοιλιά του μέχρι και την επόμενη μέρα! Το τρίτο "αποτέλεσμα" δεν χρειάζεται να το πούμε : άκουσε μία πολύ γερή κατσάδα από τους γονείς του. «Δεν μπορείς έστω και για μια φορά να είσαι συγκεντρωμένος; Τρία πράγματα έπρεπε να αγοράσεις!» και επίσης «πού άφησες το μυαλό σου;» Καθώς και μπόλικη κατήχηση από πάνω. Και οδηγίες για να μην ξανασυμβεί αυτό.

Σωστά. Κάπου έχει ... "αφήσει το μυαλό του". Λες να ισχύει πράγματι αυτό; Ο Πάρης πολύ θα ήθελε να μην κάνει τέτοια λάθη, αλλά, δεν ξέρει και τον τρόπο να το πετύχει αυτό. Μερικές φορές δεν είναι τόσο τρομερό το πρόβλημά του, μερικές άλλες όμως .... Όπως η σημερινή.

Το περίεργο είναι πως σπανίως ξεχνά πράγματα σχετικά με το σχολείο του. Αντιγραφή, ορθογραφία, εργασίες, έξτρα εργασίες, φυλλάδια, ένα σωρό πράγματα. Και την προπαίδεια ακόμη, την θυμόταν τέλεια! Και την πρόσθεση με το κρατούμενο. Αμέ! Αυτά, γιατί άραγε τα θυμάται; Ε, καλά, μια φορά είχε φύγει από το σπίτι με τις παντόφλες κι έσκασε μύτη στο σχολείο κανονικότατα, χαμογελαστός και φρεσκοχτενισμένος – πλην όμως με τις παντόφλες! Το τι γέλια έκαναν οι συμμαθητές και ο δάσκαλός του δεν περιγράφεται! Μέχρι κι ο ίδιος γελούσε....

«Μαμά, υπάρχει κάποιος τρόπος να μπορώ να θυμάμαι;», ρώτησε τη μαμά του την επόμενη μέρα, που είχε περάσει κάπως η μεγάλη κρίση – και δεν είχε μείνει κανένα γλυκό στο ψυγείο να τους την θυμίζει.
«Βεβαίως! Πρέπει παιδί μου να είσαι και λιγάκι συγκεντρωμένος σε όσα σου λέμε. Να δίνεις σημασία».
«Μα, δίνω!» Διαμαρτυρήθηκε. «Δίνω σημασία, αλήθεια, μετά όμως κάτι γίνεται και ή τα μπερδεύω ή τα ξεχνώ εντελώς. Μετά είστε όλοι δυσαρεστημένοι!» Ο Πάρης είχε πολύ θλιμμένο ύφος.

Η μαμά του αναστέναξε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκαναν μια τέτοια συζήτηση. «Να σου πω τι έκανα εγώ όταν ήμουν μικρή;» Είχε λιγάκι συνωμοτικό ύφος και δεν του φώναζε πια.

«Τι; Κι εσύ ξεχνούσες τα ψώνια της γιαγιάς;» Είναι δυνατόν; Το παθαίνουν κι οι μαμάδες αυτό; Μπααα...
«Εεεε... δεν ήμουν σαν κι εσένα, ξεχασιάρη μου, αλλά πάντως, τις έκανα κι εγώ τις γκάφες μου! Μερικές φορές ακόμη και τώρα μου διαφεύγουν κάποια πράγματα. Να, δεν πήγα σουπερμάρκετ το Σάββατο και ξέχασα να πάρω σκυλοτροφή; Κι έτρεχα μετά σαν τρελή πέντε λεπτά πριν κλείσει; Διαφορετικά, τι θα έτρωγε ο Μπούμπης μας;» Η μαμά τώρα χαμογελούσε με το πάθημά της αλλά όταν συνέβη αυτό δεν γελούσε καθόλου, ήταν πολύ θυμωμένη. «Το κακό, όταν ξεχνάς κάτι, δεν είναι ότι το ξέχασες. Είναι ότι κάπως πρέπει να διορθώσεις αυτήν την αφηρημάδα. Εγώ έτρεχα πανικόβλητη γιατί δεν θα είχα τίποτε να ταΐσω το σκυλί μου. Θυμάσαι μια φορά που ο μπαμπάς σου ξέχασε τα γυαλιά στο γραφείο και ξανα-πήγε πάλι πίσω, τόσο δρόμο, γιατί πώς αλλιώς θα έβλεπε να διαβάσει;»

«Εγώ όμως δεν ξανα-πήγα στο ζαχαροπλαστείο. Αγόρασα απλώς όσα περισσότερα γλυκά μπορούσα να πληρώσω με την ελπίδα κάτι να αρέσει στον καθένα για να μην μείνει παραπονεμένος κανείς».

«Λοιπόν, εγώ είχα το συνήθειο να λέω πολλές φορές από μέσα μου το τι ήθελα να ψωνίσω. Σαν ποιηματάκι. Κι όταν έφτανα στο κατάστημα ξαναέλεγα – φωναχτά αυτή τη φορά – το ποιηματάκι. Ας πούμε έλεγα πολλές φορές "σαπούνι ρούχων και μαλλακτικό" και το θυμόμουν. Με είχε βοηθήσει αρκετά τότε. Γιατί δεν δοκιμάζεις κι εσύ;»
Στον Πάρη άρεσε πολύ αυτή η ιδέα κι ήθελε μάλιστα να την εφαρμόσει αμέσως. «Πες μου πού να πάω και τι να ψωνίσω μαμά! Έλα, πρέπει να δοκιμάσω!» της είπε όλο φούρια.

«Καλώς λοιπόν! Να πας στο μικρό μπακαλικάκι, αυτό που είναι στρίβοντας τη γωνία. Πάρε αλεύρι, βούτυρο, αυγά και ζάχαρη, να φτιάξω ένα κέικ να έχεις αύριο μαζί σου στο σχολείο. Τι λες; Θα τα καταφέρεις να μου φέρεις όλα τα υλικά; Και να μην ψωνίσεις τίποτε άλλο με τα χρήματα που θα σου περισσέψουν;»

«Εννοείται!» Ο Πάρης έφυγε χαρούμενος και τρεχάτος – ξεχνώντας να φορέσει μπουφάν. «Χμμμμ....» έκανε η μαμά του.
Προχωρούσε στο δρόμο κι έλεγε συνέχεια από μέσα του : «αλεύρι, βούτυρο, αυγά και ζάχαρη». Μισό τετράγωνο είχε να περπατήσει μέχρι το μπακαλικάκι. Το είπε όσες περισσότερες φορές πρόλαβε.

«Καλώς τον λεβέντη μου!» τον χαιρέτησε ο κυρ-Χαράλαμπος που είχε το κατάστημα και τον ήξερε από μωρό.
Κόκκαλο ο Πάρης. Πού πήγε το ποιηματάκι; Εκτός από αλεύρι, τι άλλο ήθελε να αγοράσει; Κοιτούσε γύρω του στα ράφια. Τα διάφορα πράγματα όμως, αντί να τον βοηθήσουν τον έκαναν να μπερδευτεί ακόμη περισσότερο. «Μήπως είπε η μαμά να πάρει και πελτέ; Βάζουν πελτέ στο κέικ; Τι άλλο βάζουν στο κέικ; Ουφφφ....». Παρέμενε κόκκαλο τόση ώρα, που ο κυρ-Χαράλαμπος τον σκούντησε για να δει αν είναι καλά.

«Ε, νεαρέ! Σαν τι έπαθες; Έχασες τη μιλιά σου; Μήτε "καλησπέρα" δεν μου είπες!»
«Δεν θυμάμαι όλα όσα μου είπε η μαμά μου ν' αγοράσω». Τώρα ο Πάρης κοίταζε το ταβάνι. «Αλεύρι .... Γάλα ... όχι γάλα... αυγά! Ναι, αυγά!».

«Χμμμ...» έκανε ο κυρ-Χαράλαμπος. «Κι εγώ ξεχνάω πράγματα, αλλά εγώ είμαι πια πολύ μεγάλος και ξέρεις, αυτό συμβαίνει καμιά φορά μ' εμάς τα γεροντάκια. Εσύ όμως, που είσαι τόσο έξυπνο παιδί, δεν περίμενα πως θα είσαι τόσο ξεχασιάρης! Αλλά, παιδάκι μου, γιατί δεν τα' γραφες κι εσύ σε ένα χαρτάκι να μη σπαζοκεφαλάς τώρα;»

Μπαμ! Κεραυνός να έπεφτε μέσα στο μπακάλικο, λιγότερο κρότο θα έκανε! Μπαμ! Κι η λύση στο πρόβλημα του Πάρη-ξεχασιάρη εμφανίστηκε μεμιάς μπροστά του. «Έχεις δίκιο κυρ-Χαράλαμπε, αυτό έπρεπε να έχω κάνει!», είπε, κι έφυγε τρεχάτος, με μεγαλύτερη φόρα από πριν, για το σπίτι του, αφήνοντας τον καημένο το μπακάλη να τον κοιτά και να μονολογεί «τι καμώματα είναι τούτα;».

Πώς δεν το είχε σκεφτεί μοναχός του; Ήταν κατά βάθος πολύ απλό! Στο σχολείο πάντα ο δάσκαλός του έγραφε στον πίνακα το τι έχουν να κάνουν στο σπίτι και τα παιδιά το αντέγραφαν. «Αντιγράφω τρεις φορές την δεύτερη παράγραφο του μαθήματος. Κάνω στο τετράδιο εργασιών τις ασκήσεις 6 – 14». Κι έτσι ήξεραν ακριβώς τι έπρεπε να κάνουν......

Το ίδιο – ή σχεδόν το ίδιο – θα έκανε λοιπόν κι εκείνος. Θα έγραφε σε ένα μικρό χαρτάκι τι του λένε να αγοράσει. Και θα το έπαιρνε μαζί του. Έτσι, δεν θα έκανε ποτέ πια λάθος! Μα, για στάσου .... το ίδιο δεν έλεγε κι ένα ποιηματάκι που είχαν στο περσινό τους βιβλίο; Να δεις πώς ήτανε ... πώς ήτανε ....

«Μάνα μ΄ έστειλ΄ο μπακάλης
σε μια λίστα να τα βάλεις
δεν πουλάει πια σε κανένα
αν δεν τα' χει όλα γραμμένα!»

«Πω-πω! Μπροστά στα μάτια μου ήταν – στην κυριολεξία! Θα τα γράφω. Τέλος. Αυτό ήταν. Τώρα κι εκατό πράγματα να μου πουν ν' αγοράσω, θα τα θυμηθώ όλα. Πώς κάνει η μαμά με τα ψώνια της; Πώς κάνει ο μπαμπάς με τις δουλειές που έχει να κάνει την επόμενη μέρα; Εγώ γιατί δεν έκανα το ίδιο τόσον καιρό;»

Κι ο Πάρης έβαλε τη μαμά του να του τα ξαναπεί, υποσχόμενος ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που γινόταν κάτι τέτοιο. Βρήκε μάλιστα σ' ένα του συρτάρι ένα μπλοκάκι μικρό, που είχε δεμένο στην άκρη του ένα τοσοδούλι μολυβάκι. Ποιος να θυμάται από πού είχε έρθει αυτό και πότε. Εκεί θα κρατούσε τις σημειώσεις του και, καθώς θα το έπαιρνε μαζί του, μπορούσε να σβύνει από τη λίστα του ό,τι αγόραζε. Η μαμά κουνούσε το κεφάλι της χωρίς να είναι βέβαιη για το αποτέλεσμα, αλλά αναγνώρισε πως αυτή θα ήταν μια πολύ καλή αρχή.

Ο Πάρης βγήκε από το σπίτι – με μπουφάν αυτή τη φορά και το μαγικό μπλοκάκι στην τσέπη του – και πήγε στον κυρ-Χαράλαμπο με ένα χαμόγελο ως τ' αυτιά του.

«Καλησπέρα σας κύριε Χαράλαμπε!» βροντοφώναξε από την πόρτα ακόμη. «Η μητέρα μου με έστειλε ν' αγοράσω – κι εδώ έβγαλε από την τσέπη το μπλοκάκι με τη λίστα - αυγά, αλεύρι, βούτυρο και ζάχαρη. Θα φτιάξουμε κέικ!» Και βλέποντας το έκπληκτο ύφος του κυρ-Χαράλαμπου που λίγο έλειψε να κάνει το σταυρό του, συμπλήρωσε: «Προς το παρόν είμαι ο Πάρης – ξεχασιάρης, αλλά σε λίγο καιρό το "ξεχασιάρης" θα πάει περίπατο!»

Πέντε λεπτά αργότερα έμπαινε σπίτι του φορτωμένος με καμάρι τα – περιβόητα – ψώνια. Και δεν έλειπε τίποτε και δεν υπήρχε κανένα λάθος. Η μαμά ήταν πολύ περήφανη κι ο Πάρης της είπε κλείνοντάς της το μάτι:

«Μάνα μ΄ έστειλ΄ο μπακάλης
σε μια λίστα να τα βάλεις
δεν πουλάει πια σε κανένα
αν δεν τα' χει όλα γραμμένα!»
«Το μάθαμε στο σχολείο πέρσι μαμά!»

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved