Το παραμύθι της εβδομάδας: Η «χαμένη» χριστουγεννιάτικη μπότα…
Τι κούραση κι αυτή σήμερα! Δε φτάνει που είχαν επανάληψη στην προπαίδεια – τουλάχιστον από το ένα μέχρι το πέντε – και χθες μελετούσε μέχρι αργά το βράδυ.
Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου
Είχε ξυπνήσει κι από τα χαράματα με την αγωνία μην τύχει και κάνει κανένα λάθος, οπότε έριξε κι ένα φρεσκάρισμα πριν φύγει για το σχολείο. Αλλά μήπως κι εκεί καλοπέρασε; Γλώσσα, μαθηματικά, γυμναστική. Μούσκεμα έγινε. Και μετά αγγλικά, και μελέτη στο σπίτι. Πόσα πια πράγματα να κάνει ένα μικρό κοριτσάκι;
«Φταίει κι αυτός ο καιρός», μονολογούσε η Μυρτώ. «Κάνει τόση ζέστη! Νοέμβρης μήνας, δεν θα έπρεπε να έκανε περισσότερο κρύο;» Ρώτησε τη μαμά της. «Μπα, μερικές φορές ο καιρός κρατά ζεστός μέχρι το τέλος του μήνα!», της απάντησε και πρόσθεσε: «οι παππούδες λέγανε πως "του Αγ' Αντρεός αντρειώνει το κρύο", δηλαδή, όταν γιορτάζει ο Άγιος Ανδρέας τότε βάζει κρύο για τα καλά. Έχουμε λοιπόν καιρό!».
Η μαμά μπορεί να λέει πως "έχουμε καιρό" αλλά η Μυρτώ ... βιάζεται. Γιατί, γύρευε τώρα, αν καθυστερήσουν τα κρύα, λες να καθυστερήσουν και τα Χριστούγεννα; Α, πα, πα! Αυτό δεν ήθελε καθόλου να το σκέφτεται. Τι κακό μεγάλο θα' ταν!
Σήμερα δε, με την κούραση που είχε, έπιασε τον εαυτό της να λαχταράει τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές περισσότερο. Δεν θα είχε σχολείο. Δεν θα ξυπνούσε νωρίς. Δεν θα είχε μελέτη – εντάξει, θα είχε λιγότερη. Και – κυρίως – θα έχουμε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά! Δέντρο, δώρα, γλυκά, γιορτές, τραπεζώματα, κάλαντα! Είναι δυνατόν να μην λαχταράς να έρθουν αυτές οι μέρες;
Η Μυρτώ δεν χρειάστηκε και πολλά παρακάλια για να πάει στο κρεβάτι της νωρίς. Έκανε το μπάνιο της, βούρτσισε πολύ καλά τα δόντια της, έλυσε τα κοτσίδια της, φόρεσε και τις πιτζάμες και σερνόταν από τον ένα καναπέ στον άλλο χωρίς να έχει κέφι ούτε καν να δει τηλεόραση. Τεντώθηκε με απίστευτη ανακούφιση στο κρεβάτι της. Μμμμ.... Τι ωραία που μυρίζουν τα καθαρά σεντόνια! Και πριν γυρίσει πλευρό – αγκαλιά με το πάπλωμα εννοείται – κοιμόταν ήδη "του καλού καιρού" όπως θα έλεγε και ο μπαμπάς της.
Κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα, κι ενώ όλα τα φώτα του σπιτιού ήταν σβηστά εκτός από ένα μικρό στον διάδρομο και βασίλευε απόλυτη ησυχία, η Μυρτώ άκουσε έναν γδούπο στο περβάζι του παραθύρου της. Αλλά δεν έδωσε σημασία. «Κάποια γάτα κάνει βόλτες στο μπαλκόνι μου», σκέφτηκε. Ούτε που άνοιξε τα μάτια της. Μετά από λίγο όμως – αν και λίγο ή πολύ δεν θα ήξερε να πει επειδή κοιμόταν τόσο βαριά – ξανακούστηκε ο ίδιος θόρυβος. Τώρα η Μυρτώ άνοιξε το ένα μάτι της και κοίταξε προς τα κλειστά παντζούρια. Και πάνω που αποφάσιζε να μην δώσει σημασία, ένα μικρό φως πέρασε μέσα από τις γρίλιες κι έφτασε ως το κρεβάτι της.
Σηκώθηκε και ξυπόλητη – πού εξαφανίζονται οι παντόφλες όταν τις χρειάζεται κανείς; - άνοιξε το παράθυρό της. Η νύχτα ήταν πολύ γλυκιά και γεμάτη μυρωδιές. Ανοίγοντας το παντζούρι όμως, η Μυρτώ ... έχασε και τον ύπνο της – όσον της είχε απομείνει – και την φωνή της. Καθότι μπροστά της, κατάφατσα, ήταν ο ίδιος ο Άγιος Βασίλης, χοντρούλης, ασπρομάλλης και με την τεράστια γενειάδα του. «Έλα τώρα!» είπε στον εαυτό της, χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω του, «ξύπνα επιτέλους! Τι δουλειά έχει ο Άγιος Βασίλης σπίτι σου; Δεν ήρθαν ακόμη τα Χριστούγεννα!».
Αλλά, ως φαίνεται, η φωνή της διάλεξε να μείνει βαθιά μέσα στο λαιμό της και δεν έλεγε να βγει από εκεί. Τώρα και τα δύο της μάτια ήταν ανοιχτά – και δεν την γελούσαν. Ο Άγιος Βασίλης στεκόταν στο μπαλκόνι της. Όμως, χωρίς έλκηθρο, χωρίς τάρανδους και χωρίς τα κόκκινα ρούχα του. Μα, τι στο καλό γινόταν;
«Γεια σου κοριτσάκι!» της είπε με την βαθιά φωνή του. «Είσαι η Μυρτώ ή κάνω λάθος;»
«Εεε... δε... δεν .... Εεε... δεν κάνετε λάθος κύριε Άγιε Βασίλη...» κατάφερε να πει ή νόμιζε ότι είπε.
«Λοιπόν; Δεν θα μου πεις να περάσω μέσα;»
«Πώς, ορίστε!» παραμέρισε η Μυρτώ, έχοντας θυμηθεί τους καλούς της τρόπους.
«Ευχαριστώ Μυρτώ. Έχει πολύ υγρασία εκεί έξω για τα γέρικα κόκκαλά μου!»
«Τι ... τι κάνετε εδώ κύριε Άγιε Βασίλη;»
«Εδώ; Σε τούτο το δωμάτιο;»
«Μάλιστα». Η Μυρτώ δεν τον φοβόταν καθόλου έτσι κουρασμένο όπως τον έβλεπε. Μόνο που είχε ένα σωρό απορίες, πολλές απορίες. «Δηλαδή τι κάνετε εδώ, στην πόλη μου, στο δωμάτιό μου και ... και τώρα, Νοέμβρη μήνα! Αν ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς θα το καταλάβαινα. Σήμερα όμως γιατί ήρθατε;»
«Μμμμ...» έκανε ο Άγιος Βασίλης, βγάζοντας το πανωφόρι του. Από κάτω φορούσε ένα καφετί παντελόνι που είχε δει και καλύτερες μέρες κι ένα πουλόβερ που το στόλιζαν άσπρα σχέδια σα χιονονιφάδες. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της και της έγνεψε να πάει κοντά του. «Ας τα πάρουμε από την αρχή, κοριτσάκι».
Αν δεν ήταν αγένεια να τον διακόψει, η Μυρτώ θα πεταγόταν εκείνη τη στιγμή να του πει πως ήδη έχει έτοιμη τη λίστα με τα δώρα που πολύ θα ήθελε να της φέρει φέτος – πολλά δώρα, αφού ήταν τόσο καλό παιδί κι όχι μονάχα ένα. Αλλά δεν έβγαλε άχνα. Δεν είναι λίγο πράγμα να έρχεται επίσκεψη ένας κοτζάμ Άγιος Βασίλης!
«Ξέρεις, έχω ένα μεγάλο πρόβλημα», είπε ο Άγιος Βασίλης «και για να το λύσω έχω μιλήσει με όλα τα καλά παιδιά που ξέρω, ώστε να με βοηθήσουν». Την κοίταξε με τα μελένια μάτια του, γεμάτα καλοσύνη. Της Μυρτώς δεν της έμεινε καμιά αμφιβολία. Αυτός ήταν στ' αλήθεια! Πώς αλλιώς ήξερε πως ήταν τόσο καλό παιδί; Κάθισε λοιπόν φρόνιμα στην καρέκλα απένταντί του και περίμενε τη συνέχεια.
«Πρόβλημα; Είναι δυνατόν;»
«Κι όμως είναι, κοριτσάκι. Βλέπεις, έχασα τη μπότα μου. Μάλιστα. Έχασα τη μπότα μου!»
«Αααα...» Άλλο και τούτο πάλι! «Πώς δηλαδή χάσατε τη μπότα σας;»
«Ε, να.... Για να λέμε την αλήθεια, μπορεί να μην την έχασα ακριβώς, μπορεί απλά κάπου να την έχω βάλει και να μην θυμάμαι πού είναι. Ξέρεις τώρα πώς είναι αυτές τις μέρες το εργαστήριό μου: ξωτικά τρέχουν δεξιά κι αριστερά, οι παραγγελίες παιχνιδιών πέφτουν βροχή, τα γράμματα είναι πάρα πολλά και ακόμη περισσότερα τα δώρα που ετοιμάζουμε για τα παιδιά. Βουνά ολόκληρα! Αν μάλιστα λογαριάσουμε και τα χρωματιστά χαρτιά περιτυλίγματος, τις κορδέλες, τους φιόγκους κι όλα αυτά, δεν υπάρχει και πολύς ελεύθερος χώρος. Κανονικά είναι να τρελαίνεται κανείς αλλά εμάς μας αρέσει όλο αυτό το χάος και το έχουμε συνηθίσει.
Κάπου λοιπόν άφησα τις μπότες μου – τα βράδια είμαι πολύ κουρασμένος και προτιμώ να φορώ τις παντόφλες μου. Τη μία, την αριστερή, τη βρήκα, αφού πρώτα έψαχνα παντού μέσα στο εργαστήρι για δυο ολόκληρες μέρες. Την δεξιά όμως, δεν την βρίσκω πουθενά!»
Η Μυρτώ σκεφτόταν πόσο δύσκολο θα ήταν μέσα σε αυτό το "χάος" να βρει κανείς οτιδήποτε, πόσο μάλλον την μπότα του. Εκείνη μόνο είχε ζητήσει καμιά δεκαριά πράγματα για φέτος, κι ήταν σίγουρη ότι και τα περισσότερα παιδιά το ίδιο θα είχαν κάνει. Πω-πω! Τι όμορφος χαμός θα ήταν αυτός! Και πόσο όμορφο πράγμα αν ζεις ολόκληρο τον χρόνο σα να είναι Χριστούγεννα...
Απίστευτο της φαινόταν που καθόταν ωραία και καλά, στο δωμάτιό της, και συζητούσε με τον Άγιο Βασίλη για όλα αυτά και μάλιστα έπρεπε να τον βοηθήσει και σε κάτι – όσο μικρό και χαζό κι αν ήταν αυτό. Ή ... μήπως δεν ήταν;
«Και είστε σίγουρος ότι ψάξατε καλά;» Ο Άγιος Βασίλης όμως την κοίταξε λοξά και βιάστηκε να προσθέσει: «θέλω να πω πως τα παπούτσια συνήθως πάνε δύο – δύο, το ίδιο κι οι μπότες, σωστά; Μήπως κάπου εκεί γύρω από την αριστερή μπότα βρίσκεται και η δεξιά και δεν το είδατε;»
«Χμμμ.. πρέπει να έρθεις μαζί μου μια φορά να δεις τι πραγματικά γίνεται εκεί πάνω τέτοιες μέρες! Είναι φοβερός ο συνωστισμός. Μεγάλη φασαρία. Πάρα πολλά τα κουτιά. Ακόμη περισσότερα τα δώρα που δεν έχουν μπει ακόμη στα κουτιά τους. Πέρσι θυμάμαι, ψάχναμε ένα ξωτικό και πού λες ότι το βρήκαμε; Μέσα σε ένα κουτί μαζί με μια μεγάλη λούτρινη φώκια! Το είχε πάρει ο ύπνος το καημένο αγκαλιά με το παιχνίδι που έφτιαχνε!»
«Εμ, άμα χάσατε το ξωτικό, σίγουρα θα έχετε χάσει κι άλλα πράγματα, διόλου απίθανο λοιπόν να χάσατε και τη μπότα σας ....» είπε η Μυρτώ σκεφτική. «Αλλά, τι σας εμποδίζει να αγοράσετε ένα καινούριο ζευγάρι μπότες; Πρέπει να βρεθεί ειδικά αυτή, που θα είναι και παλιά;» Όσο περνούσε η ώρα η Μυρτώ προσευχόταν να βρεθεί ΕΝΑΣ τουλάχιστον άνθρωπος να την πιστέψει όταν θα διηγούταν την περιπέτεια του Αγιο-Βασίλη! Γιατί ποιος λογικός, μικρός ή μεγάλος, θα πίστευε πως συζητούσε όλα αυτά καταμεσής της νύχτας; Και με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου; Σα να μιλούσε με τον αγαπημένο της παππού; Ούτε η ίδια δεν το πίστευε!
Αφού το σκέφτηκε λίγο, είπε: «Νομίζω ότι το καλύτερο που έχετε να κάνετε, είναι να αγοράσετε ένα ζευγάρι καινούριες μπότες! Αφού δεν θα είναι εύκολο να βρεθεί αυτή που χάσατε – εκτός κι αν εμφανιστεί σε καμιά γωνία ΑΦΟΥ μοιράσετε όλα τα δώρα, σωστά; Ή, ακόμη καλύτερα, γιατί δεν ζητάτε από τα ξωτικά να σας φτιάξουν μία;» Η Μυρτώ ήταν πολύ πρακτική. Σαν τη μαμά.
«Αχ, Μυρτώ!» αναστέναξε ο Άγιος Βασίλης. «Δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα.... Ξέρεις, οι μπότες αυτές είναι πολύ παλιές. Τις φορώ όμως μόνο λίγες μέρες το χρόνο, στις γιορτές. Κι έτσι, διατηρούνται σε καλή κατάσταση. Γιατί είναι πολύ σημαντικές αυτές οι μπότες....Είναι αυτές που μου δείχνουν το δρόμο, πού ακριβώς είναι το σπίτι του κάθε παιδιού. Όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορώ να ξέρω την κάθε γωνιά αυτού του πλανήτη και πρέπει οπωσδήποτε να βρω όλα τα παιδιά. Ένας χάρτης δεν αρκεί. Οι μπότες μου έκαναν πολύ σημαντική δουλειά σε όλο αυτό.
Με οδηγούσαν. Λες κι αναγνώριζαν πού μένει ένα καλό παιδί και τι έχει ζητήσει. Τα παιδιά παίρνουν τα σωστά δώρα. Μ' αυτές γλιστρώ άνετα από τις καμινάδες, χωρίς να κινδυνεύω να σκοτωθώ! Κι όπου δεν υπάρχει καμινάδα, με βοηθούν να σκαρφαλώσω και το πιο ψηλό παράθυρο». Την κοίταξε πολύ θλιμμένος. «Οι γιορτές έρχονται αλλά η δεξιά μου μπότα είναι άφαντη! Πώς θα κάνω τώρα τόση δουλειά; Και κυρίως, πώς θα αποφύγω το να αφήσω κάποιο παιδί παραπονεμένο;».
Η Μυρτώ ανατρίχιασε. «Δηλαδή, υπάρχει κίνδυνος να μην πάρουμε δώρα φέτος;» Και μόνο που το ξεστόμισε αυτό, της ήρθε να βάλει τα κλάματα. Είχε ήδη βουρκώσει όταν ο Άγιος Βασίλης της είπε: «σκέψου κοριτσάκι, εσένα οι γονείς σου όλο και κάποιο δώρο θα σου κάνουν, υπάρχουν όμως παιδιά που θα έχουν μόνο το δικό μου δώρο για να καλωσορίσουν τη νέα χρονιά! Εκείνα τα παιδιά τι θα απογίνουν;».
Ο Άγιος Βασίλης έμεινε σιωπηλός. «Θα μπορούσα κάπως να σε βοηθήσω;», ρώτησε τέλος η Μυρτώ. Σκέφτηκε όλα εκείνα τα παιδιά που θα τον περίμεναν σε λίγες μέρες με λαχτάρα. Κατάλαβε ότι, ίδια κι απαράλλαχτα όπως κι εκείνη, το κάθε παιδί σε αυτή τη γη, ανυπομονούσε για την μοναδική αυτή μέρα. Τόσα όνειρα, τόσες ελπίδες, τόση προσπάθεια να είναι όλα τους "καλά παιδιά". Ύστερα σκέφτηκε και τα παιδιά που δεν είχαν ίσως τίποτε άλλο να περιμένουν παρά μόνο αυτό, για να γελάσει λίγο το χειλάκι τους, για να πιστέψουν στο όνειρο. Δεν γινόταν λοιπόν να ... "στραβώσει" το πράγμα, τουλάχιστον όχι αν περνούσε από το χέρι της. «Θα μπορούσα να βοηθήσω;» ξαναρώτησε.
«Μπορείς! Γι' αυτό ήρθα!» Ο Άγιος Βασίλης έσκυψε κοντά της και της είπε σχεδόν συνωμοτικά : «Μια παλιά γραφή λέει πως αν εκατό παιδιά ενώσουν την αγάπη τους για όλα τα παιδιά του κόσμου, η μπότα μου θα εμφανιστεί για να κάνει πάλι την δουλειά της!».
«Ε, τότε, πάμε γρήγορα παππούλη! Πάμε γρήγορα να βρούμε τα εκατό παιδιά – ενενήντα εννέα, δηλαδή, αφού μετράω κι εγώ! Ξέρω τουλάχιστον καμιά εικοσαριά κι αυτά θα ξέρουν κι άλλους! Στάσου να βάλω το μπουφάν μου!», πετάχτηκε η μικρή βιαστικά. Ούτε μια στιγμή δεν έπρεπε να πάει χαμένη.
«Στάσου, κοριτσάκι μου, στάσου! Δε είναι ανάγκη να πάμε πουθενά!»
«Και πώς θα τους ενημερώσουμε; Χρειαζόμαστε την αγάπη τους!»
«Θα σου πω ... κάνε λίγη υπομονή ακόμη». Ο Άγιος Βασίλης χαμογελούσε. «Αύριο που θα πας στο σχολείο σου, να πεις σε όλους τους καλούς σου φίλους την αποψινή μας συνάντηση. Να τους εξηγήσεις το πρόβλημα. Και να τους παρακαλέσεις να βοηθήσουν κι εκείνοι».
«Φυσικά και θα το κάνω Άγιε μου Βασίλη, δεν θέλει ρώτημα!» Η Μυρτώ ένιωθε έτοιμη να κάνει τα πάντα προκειμένου να μην χαλάσει το όνειρο όλων των παιδιών του κόσμου, αν και, κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού της, ένα μικρό "καμπανάκι" της έλεγε ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να τα πει όλα αυτά και να την πιστέψουν οι φίλοι της. Το αγνόησε αυτό το καμπανάκι. Θα εύρισκε τρόπο. Έπρεπε! «Τι άλλο πρέπει να γίνει μετά;». Είπαμε, έχει πρακτικό μυαλό.
«Θα πρέπει να καθίσουν και να μου γράψουν ένα γράμμα. Αυτό το γράμμα θα είναι πολύ διαφορετικό από όσα μου έχουν στείλει μέχρι τώρα. Βλέπεις, θα πρέπει να μου ζητήσουν να χαρίσω ένα δώρο ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟΝ, κι όχι στον εαυτό τους! Να σκεφτούν καλά. Να σκεφτούν τι στ' αλήθεια θ' άρεσε και θα επιθυμούσε ένα άλλο παιδί, που είτε το γνωρίζουν είτε όχι, είτε μένει δίπλα τους, απέναντί τους, στη Σαχάρα, την Αμερική ή την Κίνα. Και να βάλουν όλη τους την αγάπη. Την αγάπη και την φροντίδα για ένα παιδί που δεν είναι αυτοί οι ίδιοι παρά – ίσως – κάποιος που δεν έχει κάποιον άλλον να τον νοιαστεί τέτοιες μέρες. Αυτή η αγάπη θ' αναγκάσει την μπότα μου να εμφανιστεί στην ώρα της! Όσο περισσότερη αγάπη, τόσο πιο γρήγορα θα βρούμε τη μπότα. Κι έτσι, το ταξίδι μου δεν θ' αναβληθεί».
Ο Άγιος Βασίλης ετοιμάστηκε να φύγει. «Θα τα καταφέρεις;» Το χέρι του ακουμπούσε στον ώμο της, ίδια κι απαράλλαχτα όπως του μπαμπά όταν ήθελε να την ενθαρρύνει σε κάτι. «Σίγουρα!» απάντησε η Μυρτώ και δεν είχε καμία αμφιβολία.
Ο Άγιος Βασίλης εξαφανίστηκε το ίδιο μυστηριωδώς όπως είχε έρθει, αλλά η απαλή φωνή του ήταν ακόμη στ' αυτιά της μικρούλας ... «να βάλουν όλη τους την αγάπη»....
Την επόμενη μέρα μίλησε πρώτα στον Γιώργο και την Έφη. Που στην αρχή την κοίταξαν παράξενα αλλά σε λίγη ώρα – ευτυχώς πριν περάσει το πρώτο διάλειμμα – ένιωσαν πως η καλή τους φίλη δεν έπαιζε κανένα καινούριο παιχνίδι. Κατάλαβαν και τι έπρεπε να κάνουν.
Μέχρι να έρθει η ώρα να σχολάσουν, περισσότερα από είκοσι παιδιά είχαν ενημερωθεί από την ίδια τη Μυρτώ – και, περίεργο πράγμα, κανένα δεν έφερε αντίρρηση σε αυτό που τους ανέθεσε. Λες κι όλοι είχαν ακούσει με τα αυτιά τους τη φωνή του Αγιο-Βασίλη να λέει «να βάλουν όλη τους την αγάπη»....
«Εγώ θα ζητήσω ένα ζευγάρι παπούτσια για εκείνο το παιδάκι στην Αφρική που περπατούσε ξυπόλητο. Να μην καίγονται τα ποδαράκια του στην καυτή άμμο!», είπε η Έφη.
«Εγώ θα ζητήσω τετράδια και μολύβια και μια εγκυκλοπαίδεια για το αγόρι στην Ινδία, που είναι τόσο καλός μαθητής κι όμως τόσο φτωχός που δεν έχει να πάρει ούτε καν τα βασικά για να προοδεύσει στο σχολείο του. Μου είχε κάνει εντύπωση όταν το είδα στην τηλεόραση...», είπε ο Γιώργος, που ήταν κι ο ίδιος εξαιρετικός μαθητής κι έμοιαζε να καταλαβαίνει το αγόρι στην Ινδία καλύτερα από κάθε άλλον.
«Πάντως, εγώ θα ζητήσω ένα ζεστό μπουφάν για την Ισμήνη», δήλωσε η Ιωάννα.
«Την Ισμήνη;» απόρησαν όλοι μαζί.
«Ναι, την Ισμήνη. Δεν βλέπετε πως σε αυτό που φορά έχουν κοντύνει τα μανίκια και τα χεράκια της κρυώνουν; Άσε που δεν κουμπώνει κιόλας ....»
Τα παιδιά κοιτάζονταν μεταξύ τους. Κοντά ή μακριά τους, δεν είχε σημασία, κάποιος είχε την ανάγκη του Αγιο-Βασίλη. Περισσότερο από τους ίδιους. Κι έπρεπε να τον ειδοποιήσουν. Το να βάλουν όλη τους την αγάπη σε αυτό που θα έκαναν, αποδείχτηκε τελικά πολύ εύκολο. Έβαλαν πολλή!
Από την επόμενη μέρα, σωροί τέτοια γράμματα έφταναν στο εργαστήρι του Αγιο-Βασίλη. Κάθε φίλος της Μυρτώς είχε μιλήσει στους δικούς του, κι εκείνοι πάλι σε ένα σωρό άλλους. Το κάθε παιδί, μικρό ή μεγάλο, έβαζε τα δυνατά του για δυο πράγματα: να σκεφτεί ποιο άλλο παιδί είχε πραγματικά την οποιαδήποτε ανάγκη που θα μπορούσε να βοηθήσει ο Άγιος Βασίλης και να βάλει όλη του την αγάπη και το ενδιαφέρον σε μερικές γραμμές ενός γράμματος.
Μένουν αρκετές μέρες ακόμη για την Πρωτοχρονιά. Κι η Μυρτώ κοιτά τ' αστέρια κάθε βράδυ, προσπαθώντας να μαντέψει αν βρέθηκε επιτέλους η χαμένη μπότα – και να ησυχάσει! Είχε βάλει τα δυνατά της να μην απογοητεύσει τον Άγιο Βασίλη, αλλά είχε καταλάβει τώρα πια πως ακόμη σημαντικότερο ήταν να καλλιεργηθεί η αγάπη στα παιδιά. Για τα παιδιά της διπλανής μας πόρτας, τους συμμαθητές, τους φίλους μας. Για τα παιδιά που είναι χιλιόμετρα μακριά, τόσο διαφορετικά από εμάς αλλά και τόσο ίδια... τόσο ίδια στα όνειρά τους!
Νιώθει ακόμη στον ώμο της το χέρι του Αγιο-Βασίλη κι ακούει τη φωνή του να την ρωτά: «θα τα καταφέρεις;»
«Αααχ, καλέ μου Άγιε Βασίλη! Σίγουρα θα τα καταφέρω. Εσύ θα βρεις την χαμένη σου μπότα, αλλά ΕΓΩ θα πετώ στα σύννεφα, αφού μαθαίνω μέρα με τη μέρα ν' αγαπώ όλα τα παιδιά αυτού του πλανήτη! Και, πού ξέρεις; Μπορεί του χρόνου, να έρθω να βάλω ένα χεράκι....»