Το παραμύθι της εβδομάδας: Μία τρύπα στο βουνό των κουραμπιέδων!
Επιτέλους. Επιτέλους. Η μαμά και η γιαγιά .... συζητούν για τα γλυκά που θα ετοιμάσουν για τα Χριστούγεννα – για την Πρωτοχρονιά θα μιλήσουν σε ... «δεύτερο γύρο».
Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου
Έτσι κάνουν πάντα. Η μαμά της Ελίνας και η μαμά της μαμάς, το πρώτο πράγμα που κάνουν είναι να συζητήσουν. Κι αυτό μπορεί να κρατήσει πολύ. Κανα-δυο ώρες τηλεφωνικά και σίγουρα τρία απογεύματα. Τα γνωστά: καφεδάκι, τα νέα της ημέρας, τα νέα του γραφείου (της μαμάς), της γειτονιάς (της γιαγιάς), τα μαθήματα των παιδιών (της Ελίνας και του Κωστή δηλαδή), μετά τα νέα για τον καιρό, οι προσφορές των καταστημάτων, και τέλος, ναι στο τέλος, θα πούνε και για τα γλυκά.
Ποιος θα κάνει τι και πότε. Ποιος θα αγοράσει τα υλικά. Πόσα άτομα να υπολογίσουν. Περιμένουν καλεσμένους; Ξανά υπολογισμοί. Νέα λίστα υλικών. Θα πάνε επίσκεψη; Εμ, με άδεια χέρια θα πάνε χρονιάρες μέρες; Νέος προβληματισμός για τα υλικά.
Στο μεταξύ, η Ελίνα και ο αδελφός της ο Κωστής, έχουν κουραστεί να κρυφακούνε και οι δύο μαζί, οπότε ... «μοίρασαν βάρδιες» και στέκονται πίσω από την πόρτα της κουζίνας με τη σειρά.
«Πάντα στην κουζίνα συζητάμε τα μεγάλα θέματα αυτής της οικογένειας!», σκεφτόταν ο Κωστής, ρίχνοντας το βάρος του πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο. «Λες και δεν έχουμε σαλόνι!». Που θα τον βόλευε πάρα πολύ ομολογουμένως, γιατί καθώς ήταν – το σαλόνι – δίπλα στο δωμάτιό του, μπορούσε να ακούει μια χαρά χωρίς να ξεροσταλιάζει.
Η Ελίνα από την άλλη μεριά, φοβόταν πως με τόσες συζητήσεις και σχέδια επί σχεδίων, στο τέλος θα περνούσαν οι "χρονιάρες μέρες" και κανένα γλυκό δεν θα φτιαχνόταν.
Και τα δύο παιδιά περίμεναν πώς και τι τα γλυκά, ο καθένας όμως για διαφορετικούς λόγους: ο Κωστής για να τα φάει – και χωρίς πολλούς περιορισμούς μια και ήταν πράγματι "χρονιάρες μέρες" και δεν θα τον μάλωναν και τόσο πολύ – και η Ελίνα για να τα φτιάξει. Επειδή ονειρευόταν μια μέρα να γίνει ζαχαροπλάστης κι ήθελε ν' αποκτήσει εμπειρία!
«Ψιτ! Ελίνα!». Ο Κωστής έδωσε το σύνθημα. Έφτασε η ώρα. Η Ελίνα γκρεμοτσακίστηκε να φτάσει κοντά του. «Τώρα λένε για τα γλυκά», την πληροφόρησε. Και είπανε. Μία δόση υλικών κάνει τόσα κομμάτια μελομακάρονα, πρέπει να κάνουμε περισσότερα, να διπλασιάσουμε τα υλικά. Η μαμά και η γιαγιά είχαν ανοίξει τα βιβλία με τις συνταγές τους και είχαν και ένα μεγάλο άσπρο χαρτί για να καταγράφουν όλα αυτά που θα έπρεπε να αγοραστούν και τις πιατέλες που θα χρησιμοποιούσαν και, τέλος πάντων, πράγματα που είναι τόσο σημαντικά για τις μαμάδες και εντελώς ασήμαντα για τα πιτσιρίκια.
«Κατάααααλαβα» είπε περίλυπος ο Κωστής. «Του χρόνου θα τα φάμε τα γλυκά!»
«Σσσς... θα μας ακούσουν!»
«Καλύτερα. Όπως το πάνε θα έρθει ο καημένος ο Άγιος Βασίλης κι εμείς θα του πούμε "συγνώμη, περάστε άλλη φορά για το κέρασμα!"»
Δεν είχε κι άδικο.
Πέρασε μία μέρα, πέρασε δεύτερη μέρα. Οι βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων είχαν γεμίσει βουνά από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και δίπλες, αλλά στο σπίτι ούτε ένα τόσο δα ψιχουλάκι δεν είχε εμφανιστεί.
«Μαμά, πότε θα κάνουμε μελομακάρονα;» ρώτησε ο Κωστής, που ήταν ο μεγάλος γλυκατζής της οικογένειας.
«Την Κυριακή αγάπη μου, να έχετε διαβάσει τα μαθήματά σας, να έχω κάνει κι εγώ τις δουλειές μου και να βάλουμε όλοι ένα χεράκι! Γιατί ρωτάς;»
«Γιατί τα ονειρεύεται κάθε βράδυ, γι' αυτό!» πετάχτηκε η Ελίνα.
«Εσένα δεν σου αρέσουν;»
«Φυσικά και μου αρέσουν! Αφού έχεις την καλύτερη συνταγή μαμά! Αλλά πιο πολύ μου αρέσει να μαθαίνω πώς τα φτιάχνουν. Θέλω να γίνω ζαχαροπλάστης όταν μεγαλώσω...»
«Τστς...» έκανε ο Κωστής και στράβωσε τη μούρη του.
Ήρθε και η Κυριακή. Επιτέλους. Γιατί η εβδομάδα φαινόταν να σέρνεται. Πανηγύρι. Η κουζίνα τους γέμισε ταψιά, κατσαρολικά, χτυπητήρια, μιξεράκια, μέλι, καρύδια και άχνη ζάχαρη. Η Ελίνα έκανε σχέδια με τη ζάχαρη πάνω σ' ένα κομμάτι χρωματιστό χαρτόνι – πολύ που βοηθούσε δηλαδή!
Ο Κωστής μπερδευόταν στα πόδια της μαμάς, μια να κοιτάει τα ζυμάρια, μια το φούρνο, και πολύ θα ήθελε η μαμά να τον στείλει στο σαλόνι να μείνει εκεί μέχρι να τελειώσουν, αλλά αυτό που είπε η γιαγιά ότι «οι γιορτές είναι για τα παιδιά, το ίδιο και τα γλυκύσματα» τον γλίτωσε από σίγουρη τιμωρία. Κι έτσι βρέθηκε ο Κωστής να κάνει στρογγυλά μπαλάκια τους κουραμπιέδες και να τα βάζει το ένα δίπλα στο άλλο στη λαμαρίνα. «Σαν στρατιωτάκια» σκέφτηκε για να παρηγορηθεί που τον έστρωσαν στη δουλειά.
Για την Ελίνα αυτή η μέρα ήταν το ίδιο μαγική, όσο και η Πρωτοχρονιά. Όσο ανυπομονούσε ν' ανοίξει τα δώρα της εκείνο το πρωινό, άλλο τόσο – κι ίσως και περισσότερο – ανυπομονούσε να φτιάξουν μελομακάρονα και κουραμπιέδες και δίπλες. Τρελαινόταν μ' αυτή τη διαδικασία. Της άρεσε να ζυμώνει και να πλάθει και να γεμίζει το φουστάνι της άχνη ζάχαρη όταν γελούσε κι αυτή πεταγόταν παντού. Οι μεγάλες πιατέλες που γέμιζαν με τα γλυκά, ήταν πάντα στολισμένες με τα χεράκια της. Κι είχε αλήθεια ταλέντο σε αυτό. Καμάρωνε. Στον μπουφέ, στο μεγάλο τραπέζι, στο πάσο, παντού υπήρχαν πιατέλες στολισμένες με γιρλάντες κι ένα σωρό γλυκά. Οι γιορτές ήταν πια μέσα στο σπίτι τους, που μοσχομύριζε φρέσκο βούτυρο, μέλι και κανέλα.
«Έτσι έρχονται οι γιορτές! Πρέπει να μυρίσει κανέλα! Και ο καινούριος χρόνος πάντα μυρίζει μαχλέπι, που βάζει μπόλικο η γιαγιά στην βασιλόπιτα!». Η Ελίνα ήταν ευτυχισμένη. «Τελικά οι γιορτές δεν είναι μόνο το δέντρο ή μόνο τα δώρα!» είπε στον Κωστή, που έτρωγε το ένα μελομακάρονο πίσω από το άλλο – κι είχε σταματήσει να τα μετράει πια, σίγουρα θα ήταν πλέον πρωταθλητής!
«Όχι φυσικά! Είναι και το παζάρι του σχολείου! Τα παιδιά που πρέπει να σκεφτούμε και να δούμε πώς θα βοηθήσουμε όσα έχουν ανάγκη...». Μπουκωμένος μεν, όλα τα θυμόταν ο Κωστής δε.
«Είναι τα τραπεζώματα και τα τσουγκρίσματα και οι ευχές. Τα κόκκινα μάγουλα της μαμάς – νομίζω ότι της αρέσει πολύ που μαζευόμαστε όλοι εδώ, τα αδέρφια της, οι οικογένειές τους, η γιαγιά. Θυμάσαι τον μπαμπά που τραγουδούσε πέρσι όλα εκείνα τα χαρούμενα τραγούδια τόσο παράφωνα; Μας έκανε όλους να γελάμε!» Ο Κωστής είχε καταφέρει να καταπιεί χωρίς να πνιγεί.
«Αμέ! Αλλά ευτυχώς που αυτό το κάνει μόνο μια φορά το χρόνο – γιατί με πόνεσε η κοιλιά μου από τα γέλια!»
«Χριστούγεννα είναι και η επόμενη μέρα. Που η μαμά λέει ..."απεργεί" και δεν κάνει τίποτε ολημερίς! Πολύ πλάκα έχει που εκείνη βουλιάζει στον καναπέ και τα κάνουμε όλα μόνοι μας! Θυμάσαι που στρώσαμε το τραπεζομάντηλο ανάποδα;» είπε ο Κωστής και γελούσε περισσότερο.
«Κι όλες αυτές οι υπέροχες ταινίες που έχει η τηλεόραση όλη τη μέρα!» η Ελίνα δεν έβλεπε την ώρα να σταματήσουν τα σχολεία για να την βγάζει ολημερίς μπροστά στην τηλεόραση, με τις κίτρινες – αγαπημένες – πιτζάμες της και τα παντοφλάκια-σκυλάκια της. Ε, καλά, στα ενδιάμεσα, θα έτρωγε και κανένα γλυκάκι! Αλλά όμορφα και τακτικά. Με πιατάκι και χαρτοπετσέτα από κάτω. Όχι σαν τον αδελφό της που ήταν ικανός να γεμίσει σιρόπια και καρύδια όλο το χώρο γύρω του.
Το βράδυ της Κυριακής, ήταν όλοι κουρασμένοι. Η γιαγιά γιατί όλη μέρα έδινε οδηγίες, «τόση η ζάχαρη, τόσο το μέλι, τόση ώρα να βράσει το σιρόπι, έτσι κοπανάνε τα καρύδια, βάλε το λάδι να κάψει για να τηγανίσουμε τις δίπλες», κι ένα σωρό άλλες. Η μαμά κουράστηκε περισσότερο μετά, αφού ήταν η μόνη που ασχολήθηκε να πλύνει και να τακτοποιήσει όλα αυτά τα πιθανά και απίθανα εργαλεία και ταψιά που χρειάστηκαν. Η Ελίνα γιατί βοηθούσε παντού, και έπρεπε να ξεκολλήσει και λίγες πιτσίλες ζυμαριού από τα μαλλιά της.
Ο μπαμπάς γιατί είχε κάνει "αναδιάρθρωση" των επίπλων στο σαλόνι, ώστε να υπάρχει χώρος για όλους – και για όλα, δέντρο, δώρα, γλυκά. Κι ο Κωστής.... ααααα, αυτός ήταν κουρασμένος γιατί δεν έπαυε να τρώει γλυκά, όσο κι αν τον κυνηγούσε η μαμά πως θα αρρωστήσει. «Ποτέ δεν άκουσα κανέναν να αρρωστήσει από μελομακάρονα, όλοι από ιώσεις αρρωσταίνουν!» της απαντούσε.
Το βράδυ της Τετάρτης όμως .....
Την είχε πιάσει μια ανησυχία την Ελίνα. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Μα δεν ήξερε να πει τι ακριβώς. Κοιτούσε γύρω της στο σαλόνι. Η μεγάλη πιατέλα με τις δίπλες είχε τώρα πια λιγότερους ... "ορόφους". Εκείνη περίμενε απλώς να ... φτάσουν στον πάτο της πιατέλας. Εκεί που στραγγίζει το περισσότερο μέλι κι όλα σχεδόν τα καρύδια! Άφηνε τους υπόλοιπους να "επιτεθούν" στα πρώτα κομμάτια πάνω – πάνω και για εκείνην έμεναν οι τελευταίες δίπλες, που ήταν και περισσότερο μελωμένες.
Έπεσε το βλέμμα της και στα μελομακάρονα – μάλλον η γιαγιά και η μαμά δεν τα είχαν υπολογίσει καλά τα πράγματα ή είχαν ξεχάσει πόσο δυναμικά επιτίθεται στα γλυκά ο αδελφός της. Όπως και να έχει, μέχρι το τέλος της εβδομάδας δεν θα υπάρχει τίποτε.
«Και πώς να γίνει αλλιώς;» σκέφτηκε. «Όλοι περνάμε από εδώ, ρίχνουμε μια ματιά, μετά παίρνουμε μια χαρτοπετσέτα, βάζουμε πάνω δυο γλυκά, μετά η μαμά φωνάζει "αν λερώσετε τα χαλιά αλίμονό σας", κανένας δεν πτοείται, βάζουμε και δεύτερη δόση αφού φάμε όπως – όπως την πρώτη και θα μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό άλλη μια τρίτη φορά, αλλά ... το αφήνουμε γι' αργότερα!»
Αυτές οι απώλειες γλυκών, ήταν, μπορεί να πει κανείς, αναμενόμενες. Για πολλούς λόγους. «Πρώτον, γιατί αυτά τα γλυκά είναι α-χτύ-πη-τα! Δεύτερον, γιατί τα κάνουμε μόνο μια φορά το χρόνο! Και τα λιγουρευόμαστε ένα μήνα πριν τα κάνουμε. Αλήθεια, γιατί μόνο μια φορά; Απαγορεύεται άραγε να φτιάξουμε κουραμπιέδες τον Δεκαπενταύγουστο;» Η Ελίνα κρατά μια σημείωση στο μυαλό της να ρωτήσει σχετικά τη μαμά. «Τρίτον, άμα δεν φας πολλά μελομακάρονα, ή παράξενος είσαι ή άρρωστος. Πώς θα δείξεις ότι εκτιμάς τον κόπο της μαμάς σου άμα δεν τα τσακίσεις; Να την θίξεις θες και να στεναχωρηθεί; Άσχετα αν η ίδια αυτή μαμά σε κυνηγάει να μην φας ακόμη περισσότερα γιατί τάχαμου θα πονέσει η κοιλιά σου. Σιγά! Έχει πάθει κανείς τίποτε από τις δίπλες ποτέ; Δίκιο έχει ο Κωστής!»
Να το! Αυτό είναι! Οι κουραμπιέδες. Οι κουραμπιέδες. Που .... στέκονται περήφανοι στο ύψος τους! Πώς είναι δυνατόν; Η Ελίνα πάει πιο κοντά. Το ... "βουνό" με τους κουραμπιέδες παραμένει το ίδιο βουνό, όπως την Κυριακή που τους στόλισαν. Ίσως να έχει εξαφανιστεί η ... "κορυφή", αλλά πιο κάτω δεν έχει πάει .... Μα, είναι δυνατόν; Κανείς δεν έχει φάει κουραμπιέδες; Η ίδια θυμάται τον μπαμπά που είχε λερώσει το πουλόβερ του με άχνη ζάχαρη και γελούσε μόνος του με το κατόρθωμά του και τον Κωστή, που της είπε "γεια στα χέρια σου".
Κοίταξε λίγο καλύτερα. Δεν φαινόταν να λείπουν πολλοί – κι από κοντά, μόνο οι πάνω – πάνω είχαν εξαφανιστεί. Στο τραπέζι όμως ολόγυρα, υπήρχαν ίχνη. Όχι, όχι ίχνη. Υπήρχε "άχνη". Ζάχαρη. Πώς γίνεται όταν δεν βάζεις από κάτω το πιατάκι και σου κουνιέται ο κουραμπιές και πριν τον φέρεις στο στόμα έχεις ήδη πασπαλίσει τα πάντα; Τέτοια ίχνη λοιπόν.
Αααα.... Μυστήριο. Η Ελίνα ανέβηκε στη μεγάλη καρέκλα της τραπεζαρίας. Αυτό το μυστήριο έπρεπε να λυθεί. Να δει κι από την άλλη μεριά. Και είδε. Όοοοχι από την άλλη μεριά, αλλά από πάνω προς τα κάτω. Μια μεγάλη τρύπα, έφτανε σχεδόν μέχρι την πιατέλα – και φαίνονταν πως έλειπαν πολλά κομμάτια από εκεί μέσα. Το βουνό με τους κουραμπιέδες δεν ήταν βουνό, ήταν ... «ηφαίστειο»! Ένας μεγάλος κώνος που στο κέντρο του ήταν άδειος!
«Κωστήηηηηη!» τσίριξε με όλη της τη δύναμη. «Κωστή!» Στο δεύτερο κάλεσμα ο Κωστής εμφανίστηκε στο σαλόνι με ύφος πολύ απορημένο και άλλο τόσο ένοχο.
«Τι έγιναν οι κουραμπιέδες αδελφούλη μου;»
«Φαγώθηκαν! Γιατί, είχε πει κανείς να μην τους φάμε;», ρώτησε με το πιο αθώο ύφος που μπορούσε να πάρει η μούρη του.
«Μα, τόσους πολλούς;» η Ελίνα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Γιατί δεν ήταν μόνο οι κουραμπιέδες. Δίπλες και μελομακάρονα είχαν υποστεί την ίδια – κι ίσως μεγαλύτερη – επίθεση από τον αδελφούλη της. Ούτε το ότι τόσες μέρες, χάρη στο κόλπο του, να παίρνει δηλαδή τους από μέσα κουραμπιέδες που δεν φαίνονταν ότι λείπουν, δεν τον πήρε χαμπάρι κανείς μπορούσε να πιστέψει – αλλά δεν ήταν ώρα γι' αυτό. Η ποσότητα των γλυκών που έχει φάει ο αδελφός της αυτή τη χρονιά, ξεπερνά όλες τις προηγούμενες!
«Θα μου πεις κι εσύ σαν τη μαμά πως θα με πονέσει η κοιλιά μου; Δε μου λες, παραπονέθηκα για τίποτε; Όχι ! αυτό θα πει πως δεν διατρέχω κανέναν κίνδυνο, άρα τι μας λέει αυτό;»
«Πως είσαι λιχούδης μήπως;» η Ελίνα είχε σηκώσει το ένα φρύδι.
«Πως έχω γερό στομάχι και μπορώ να φάω ότι θέλω!» περηφανεύτηκε ο Κωστής. «Άλλωστε η μαμά δεν έχει καταλάβει τίποτε μέχρι τώρα – κι αυτό, αν θες να ξέρεις, είναι μεγάλο κατόρθωμα!» Τώρα είχαν σηκωθεί και τα δύο φρύδια της Ελίνας.
«Μπορεί να έχεις γερό στομάχι αλλά μέχρι να τελειώσουν οι γιορτές δεν θα έχεις κανένα γερό δόντι έτσι όπως πας, στο εγγυώμαι!»
Αυτό δεν το είχε υπολογίσει ο Κωστής-με-το-γερό-στομάχι. Ούτε είχε θυμηθεί φυσικά να πλύνει τα δόντια του καμιά φορά περισσότερη τώρα που κατανάλωνε γλυκά. Αλλά τον οδοντίατρο τον θυμόταν μια χαρά – ο ίδιος έκανε το παλικάρι αλλά το ένα και μοναδικό σφράγισμα που έκανε δεν μπορούσε να το ξεχάσει!
Ευκαιρία βρήκε η Ελίνα που τον είδε διστακτικό. «Καλό το τέχνασμά σου, οφείλω να το παραδεχτώ, αν και κάπως επικίνδυνο, μια και αν κατά λάθος σπρώχναμε τους κουραμπιέδες, το βουνό θα γκρεμιζόταν και ποιος θα άκουγε τη μαμά! Αλλά, Κωστή μου, όσο και να τα αγαπάς τα γλυκά, δεν είναι δυνατόν να καταναλώνεις τέτοιες ποσότητες. Αν σου μείνει – αν! στο ξαναλέω – έστω κι ένα δόντι γερό, τυχερός θα είσαι. Σίγουρα όμως, θα πρέπει να πάρεις καινούρια ρούχα, αφού θα έχεις γίνει σαν βαρέλι!».
Κι επειδή τον είδε να σκύβει λίγο το κεφάλι, παραδεχόμενος περισσότερα από όσα κι εκείνη κατάλαβε, δεν τον άφησε ήσυχο, μπας και βάλει μυαλό επιτέλους. «Είσαι γλυκατζής και λιχούδης. Κι εμένα μου αρέσουν τα γλυκά. Αλλά βάλε ένα φρένο αδελφούλη μου! Για το καλό της υγείας σου δηλαδή!»
«Έχεις δίκιο ... το παράκανα.... Δεν θα με μαρτυρήσεις όμως, σωστά;»
«Δεν θέλω να σε μαρτυρήσω, να σε σώσω θέλω. Αρκεί να μου υποσχεθείς πως, τις επόμενες μέρες, θα τρως μόνο ένα γλυκό τη μέρα. Μόνο ένα! Όχι, όχι, όχι ένα από το καθένα, μόνο ένα!» του είπε κουνώντας το δάκτυλό της μπροστά στη – ντροπιασμένη – μύτη του.
Κι όσο κι αν δεν του άρεσε η ιδέα του Κωστή, ήξερε πως η Ελίνα είχε δίκιο.... «Μόνο ένα!», συμφώνησε τελικά με μισή καρδιά.