Το παραμύθι της εβδομάδας: Ανάποδοι ρόλοι!
Η Ματούλα είναι πολύ κουρασμένη. Μετά από τόσες μέρες καθισιό με τις γιορτές, οι πρώτες μέρες ξανά στο σχολείο της φάνηκαν..."βουνό"! Ξανά προπαίδεια, ξανά γλώσσα, κανόνες, εργασίες και ασκήσεις. Κι εξω-σχολικές δραστηριότητες.
Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου
Αφού "έφαγαν" – όπως είπε η κυρία – την πρώτη μέρα με τις χαιρετούρες και τις ευχές, τις διηγήσεις για το πώς πέρασαν, πού πήγαν, ποια βιβλία διάβασαν κι όλα αυτά, έπεσαν ξανά στο γράψε-διάβασε-μελέτησε. Που σε όλα τα παιδιά έφερε μία γκρίνια, και στη Ματούλα φυσικά.
Κάτι η κούραση, κάτι η γκρίνια, κάτι ένα παράπονο που θα ήθελε να δει κι άλλη τηλεόραση αλλά πρέπει ντε και καλά να πάει στο κρεβάτι της, η Ματούλα δεν είπε καν μια γλυκιά «καληνύχτα» στη μαμά και στον μπαμπά. Χώθηκε κάτω από το πάπλωμα, άναψε το πορτατίφ δίπλα στο κομοδίνο της και πήρε αγκαλιά το βιβλίο της – που το έβρισκε εξαιρετικά ενδιαφέρον τις προηγούμενες ημέρες. Έκλεισε και την πόρτα του δωματίου της, σα να έλεγε σε όλους "αφήστε με ήσυχη".
Παρ' όλη της την κούραση, είχε αποφασίσει να διαβάσει μερικές σελίδες πριν κοιμηθεί – έτσι, για να μην κάνει το χατίρι της μαμάς που της έκοψε το αγαπημένο της σήριαλ. Βολεύτηκε λοιπόν όσο πιο αναπαυτικά γινόταν με τα μαξιλάρια της, μάζεψε το πάπλωμα γύρω της για να ζεσταίνεται καλύτερα κι άρχισε να διαβάζει.
Αλλά, φυσικά, όταν είναι κανείς κουρασμένος ..... ο ύπνος έρχεται γρηγορότερα από ότι υπολογίζει! Κι έτσι η Ματούλα ούτε μιαν ολόκληρη σελίδα δεν είχε προλάβει να διαβάσει πριν γείρει στο πλάι και παραδοθεί στην αγκαλιά του.
Δεν πήρε είδηση τη μαμά που άνοιξε σιγά την πόρτα της, έσβησε το πορτατίφ και της πήρε το βιβλίο από το χέρι. Ούτε φυσικά το γλυκό φιλί της μαμάς στο μαγουλάκι της κατάλαβε, ούτε και το απαλό χάδι στα μαλλιά της. Η μαμά ήξερε πόσο κουρασμένο ήταν το παιδάκι της και καθόλου δεν παρεξήγησε τα κατεβασμένα μούτρα και τη γκρίνια της. Κι η ίδια άλλωστε, με πολύ κόπο ξαναγύρισε στο γραφείο της μετά της διακοπές, μπορούσε λοιπόν να την καταλάβει.
«Ξύπνα Φανή! Θα αργήσουμε στο σχολείο!», άκουσε έκπληκτη τον εαυτό της να λέει μετά από λίγο. Μα, πώς είναι δυνατόν; Ήταν ίδια η μαμά, ντυμένη με το σκούρο ταγέρ που το έλεγε "εργασιακό", κρατούσε έναν μεγάλο χαρτοφύλακα, έπινε βιαστικές γουλιές από τον καφέ της μπροστά στον πάγκο της κουζίνας και ... φώναζε την κόρη της να ετοιμαστεί για το σχολείο. Μα, πώς είναι δυνατόν; Κοίταξε ολόγυρά της. Όλα ήταν ίδια, μόνο που αυτή ήταν πια μεγάλη κι ετοιμαζόταν για τη δουλειά της. Φορούσε μάλιστα και τακούνια. Άκου τακούνια!
«Έλα κοριτσάκι μου, θα κρυώσει το γάλα σου!». Ο εαυτός της τα έλεγε αυτά! Η Ματούλα δεν ήξερε τι να υποθέσει. Αυτή ήταν ένα μικρό, ένα τόσο δα κοριτσάκι, πώς έγινε και ξύπνησε μεγάλη; Κι έχει και μια κόρη που δε λέει να σηκωθεί από το κρεβάτι να δούμε και πώς μοιάζει!
Συνεχίζοντας να τα έχει χαμένα, είδε τον εαυτό της – το μεγάλο εαυτό της – να βάζει βούτυρο και μέλι σε μια φέτα ψωμί και να ξαναφωνάζει τα παιδιά της να ετοιμαστούν. Παιδιά; Πόσα έχει άραγε; «Φανή, Περικλή, είπα ελάτε, πόση ώρα θα πλένεστε; Ντυθήκατε;» Αααααα.... Έχει και δύο παιδιά....
Δυο πιτσιρίκια εμφανίστηκαν με φόρα στην κουζίνα, ο ένας βουτώντας τη φέτα το ψωμί με το μέλι κι η άλλη έπιασε να πίνει το γάλα της μονορούφι, χωρίς να της δώσουν και πολλή σημασία.
Και πριν προλάβει η Ματούλα να καταλάβει το πώς, βρέθηκε να κουβαλά την τσάντα της και τον χαρτοφύλακα, τη σάκα του .... "Περικλή" και το παλτό της στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο κλείδωνε την πόρτα του σπιτιού και άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου.
«Εμπρός μικρά τερατάκια, πάμε πριν μας κλείσουν την πόρτα κατάμουτρα!» είπε στα ... "παιδιά της". Ολόιδια η μαμά δηλαδή...
«Γιατί καλέ μαμά; Στο τσακ θα φτάσουμε!» Αυτός ο περιβόητος Περικλής, δεν την άκουγε καθόλου.
«Μα, το θέμα είναι πως δεν πρέπει να φτάνουμε "στο τσακ" πρέπει να φτάνουμε ΕΓΚΑΙΡΩΣ! Δηλαδή στην ώρα μας. Να μην τρέχουμε. Να μην καθυστερούμε. Να μην αναγκάζουμε άλλους να μας περιμένουν». Φτου! Έχει και κίνηση. Η Ματούλα οδηγεί απελπισμένη και σκέφτεται πώς και πού θα βρει να παρκάρει κοντά στο σχολείο. Πώς το καταφέρνει η μαμά κάθε μέρα αυτό;
Τελικώς, τα παιδιά έφτασαν στο σχολείο στην ώρα τους, η Ματούλα τα φίλησε και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες τύπου «μη φας όλο σου το χαρτζιλίκι σήμερα δεν θα έχεις για αύριο» και «θα σας δω στο σχόλασμα» και έφτασε στο γραφείο της κι αυτή "εγκαίρως". Θυμήθηκε κάποια στιγμή στη διαδρομή πως δεν είχε προλάβει να βάλει τα πρωινά πιάτα στο πλυντήριο και κράτησε μια νοερή σημείωση να είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνει μπαίνοντας σπίτι το απόγευμα – αλλά στην πορεία της ημέρας, άλλα πράγματα ήρθαν κι έγιναν προτεραιότητές της.
Κάποια στιγμή η Ματούλα είδε τον εαυτό της να πληκτρολογεί με μανία στον υπολογιστή, να απαντά τα τηλέφωνα το ένα μετά το άλλο και κάποιος της μιλούσε από το γραφείο πίσω της κι εκείνη απαντούσε κανονικότατα! Πω – πω! Πώς το κάνει αυτό η μαμά;
Η μέρα δεν είχε φτάσει καν στα μισά της κι η Ματούλα ένιωθε ... ερείπιο! Κι αυτά τα τηλέφωνα να μη σταματάνε καθόλου! «Θα καταλήξω να έχω πονοκέφαλο όταν γυρίσω σπίτι, σαν τη μαμά», σκέφτηκε.
Κι αφού πέρασε τη μέρα της στο γραφείο και φορτώθηκε και λίγη δουλειά για το σπίτι, μάζεψε τσάντα, κινητό, παλτό, χαρτοφύλακα κι έφυγε τρεχάτη να πάρει τα πιτσιρίκια από το σχολείο. Η κίνηση στους δρόμους ήταν μεγάλη κι η Ματούλα είχε αγωνία μην αργήσει και τι θα κάνουν τα παιδιά μόνα τους να την περιμένουν;
Τέτοιο άγχος είχε να νιώσει από το τεστ της ιστορίας....
Τελικώς, κάποιο θαύμα πρέπει να έγινε και δεν άργησε καθόλου – αλλά ακόμη είχε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Το μυαλό της έτρεχε στις δουλειές που έπρεπε να κάνει μπαίνοντας στο σπίτι, τα ρούχα που ήθελαν μάζεμα από την απλώστρα, τα σιδερωμένα να μπουν στα συρτάρια τους, το φαγητό να ετοιμαστεί – δεν θα έφτανε αυτό που τους είχε μείνει από χθες! – κι ένα σωρό άλλα. Α, ήταν κι εκείνα τα πιάτα που δεν θα είχαν μπει μοναχά τους στο πλυντήριο....
«Μαμά, να δω λίγη τηλεόραση πρώτα;» ρώτησε ο Περικλής που ως φαίνεται έψαχνε ευκαιρία να μην μελετήσει. «Να ξεκουραστώ λιγάκι...»
«Να ξεκουραστείς χωρίς τηλεόραση!» του πέταξε η Ματούλα βιαστικά, καθώς μάζευε τα ρούχα από το σχοινί. «Κι αυτό για ένα δεκάλεπτο – μετά διάβασμα!»
«Μα μαμάααα....» πήγε να διαμαρτυρηθεί ο μικρός και του πέταξε ένα βλέμμα που αν ήταν μαγισούλα θα τον έκανε να μαρμαρώσει. Για μια στιγμή φοβήθηκε μήπως και στ' αλήθεια μαρμάρωνε, τόσο αυστηρή ήταν η ματιά της!
«Μαμά θα με βοηθήσεις με τη γεωγραφία;» ρώτησε η κόρη της η Φανούλα. Μπλιαχ! Τη γεωγραφία τη σιχαινόταν κι εκείνη η ίδια, πώς θα γινόταν να βοηθήσει το παιδί της; «Κάνε όλα τα υπόλοιπα και αυτό ας το αφήσουμε τελευταίο .... Να έχω ηρεμήσει κι εγώ λιγάκι!» Αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να σκεφτεί εκείνη την ώρα, καθώς άνοιγε τα ντουλάπια για να βρει όσα θα της χρειάζονταν για το βραδινό φαγητό.
«Λέω να κάνω φακές για αύριο», πέταξε κάποια στιγμή στα παιδιά της, έτσι, για να πάρει την άτυπη έγκρισή τους. «Κι άμα φάω το πιάτο μου θα μου κάνεις και πατατούλες τηγανητές μετά;», ρώτησε φουριόζος ο Περικλής και της ήρθε το αίμα στο κεφάλι. «Αν εξακολουθείς να πεινάς μετά νεαρέ μου, μπορείς να φας και δεύτερο πιάτο φακές!» Μα, καλά, αυτό το παιδί δεν καταλάβαινε πόσο κουρασμένη και αγχωμένη είναι;
Πως με το ζόρι – και μόνο εξ αιτίας της μεγάλης αγάπης που τους έχει – μπορεί και στέκεται ακόμη στα πόδια της και δεν έχει πάει να πέσει ξερή για ύπνο; Κι όταν του τα είπε όλα αυτά του ... "νεαρού" έξω από τα δόντια, και τον είδε να στραβώνει τη μούρη του γιατί φυσικά οι φακές δεν είναι και το καλύτερο φαγητό του – για να έλεγε γιουβαρλάκια για παράδειγμα, μέχρι και φιλί θα έπαιρνε! – της ήρθε να μαγειρέψει την αμέσως επόμενη μέρα μπάμιες και μετά αγκινάρες! Να δούμε σαν τι θα έκανε τότε;
Όταν όλα αυτά τελείωσαν – κι ευτυχώς στο μεταξύ είχε έρθει κι ο μπαμπάς στο σπίτι και του έκανε πάσα κανονικά τη γεωγραφία της Φανής, - η Ματούλα ήταν τόσο, μα τόσο κουρασμένη, που νόμιζε πως έτσι κι ακουμπούσε το κεφάλι της σε μαξιλάρι δεν θα σηκωνόταν ποτέ ξανά! Και πράγματι, έτσι βαριά κοιμήθηκε, σκεπτόμενη πώς ήταν άραγε δυνατόν τη μια μέρα να είναι παιδί και την άλλη κοτζάμ γυναίκα, σύζυγος, νοικοκυρά και εργαζόμενη και την πήρε το παράπονο. Όχι επειδή τα έπαθε όλα αυτά σε μία νύχτα αλλά επειδή ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο να τα καταφέρει –ΑΝ υποθέσουμε ότι τα κατάφερε δηλαδή. Κι επειδή, ούτε μια φορά προηγουμένως δεν είχε περάσει από το μυαλό της το πόσο κοπιαστικά ήταν όλα αυτά όταν τα έκανε η μαμά της!
«Πρέπει οπωσδήποτε να ζητήσω συγνώμη από τη μαμά μου! Δεν είχα καταλάβει πόσο δύσκολα είναι όλα αυτά που κάνει για όλους μας!». Τα μάτια της έκλειναν βαριά από την κούραση. «Αχ, μαμά μου, πόσες φορές σε αδίκησα! Αλλά δεν θα το ξανακάνω, στο υπόσχομαι! Θα προσπαθήσω να σε βοηθάω όσο περισσότερο μπορώ! Και θα σου δίνω πολλά – πολλά φιλιά.... Για να ξέρεις πόσο σε αγαπάω!»
Η τελευταία σκέψη που πέρασε από το μυαλό της – όσο της είχε μείνει δηλαδή της καημένης της Ματούλας από τα τόσα πράγματα που έκανε σε μία μέρα κι από την επανάληψη της προπαίδειας με τον Περικλή, πράγμα που είναι από μόνο του ένας μεγάλος άθλος -, ήταν μήπως την επόμενη μέρα δεν ξυπνήσει ... "Ματούλα" αλλά "μαμά" .... Κι αυτό δεν θα το άντεχε καθόλου!
«Ματούλα μου, έλα καλή μου, το πρωινό είναι έτοιμο!» Η φωνή της μαμάς, ΤΗΣ ΜΑΜΑ ΤΗΣ, ερχόταν το ίδιο γλυκιά και τρυφερή στ' αυτιά της. «Λες; Αχ Παναγίτσα μου, άκουσες την προσευχή μου! Σ' ευχαριστώ!», είπε βιαστικά μέσα της η Ματούλα κι έτρεξε στην κουζίνα. Η μαμά ήταν εκεί. Κι έκανε όλα αυτά τα "μαμαδίστικα" πράγματα που έκανε κάθε μέρα : ντυμένη με το σκούρο ταγέρ που το έλεγε "εργασιακό", κρατούσε έναν μεγάλο χαρτοφύλακα, έπινε βιαστικές γουλιές από τον καφέ της μπροστά στον πάγκο της κουζίνας και ... φώναζε την κόρη της να ετοιμαστεί για το σχολείο.
ΕΥΤΥΧΩΣ! Ευτυχώς που η μαμά ήταν πάλι μαμά κι η Ματούλα ήταν πάλι ένα μικρό κοριτσάκι, που, για να πούμε την αλήθεια, μετά το χθεσινό της όνειρο δεν βιαζόταν καθόλου να μεγαλώσει!