Το παραμύθι της εβδομάδας:Ένα σύννεφο αλεύρι!

«Επιτέλους! Μόνο μια βδομάδα έμεινε και μετά διακοπές!» σκεφτόταν ο Τίτος, που περίμενε με ανυπομονησία τις διακοπές του Πάσχα.

Το παραμύθι της εβδομάδας:Ένα σύννεφο αλεύρι!

Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου

«Θα κάνω όλες μου τις εργασίες και τις επαναλήψεις από την πρώτη μέρα για να μου μείνουν οι υπόλοιπες δεκατέσσερεις να ευχαριστηθώ τις βόλτες και τα παιχνίδια με τους φίλους μου στο χωριό».

------------------easter

Κι αυτά τα σκεφτόταν γιατί είχε να δει "τους φίλους από το χωριό" από το προηγούμενο καλοκαίρι. Και του είχαν λείψει. Κι αυτοί και όλα τους τα παιχνίδια και οι σκανταλιές. Να σκαρφαλώνουν στα δέντρα και να κοιτούν από ψηλά, να κυνηγιούνται στα σοκάκια που δεν περνά ποτέ αυτοκίνητο και δεν κινδυνεύουν και οι μεγάλοι τους αφήνουν ελεύθερους να κάνουν ό,τι θέλουν. Να τρομάζουν τις κότες στο κοτέτσι της γιαγιάς και να γελάνε μέχρι δακρύων. Να τρώνε ψωμοτύρι στα σκαλιά της εκκλησίας και να έχει αυτός ο μεζές την ωραιότερη γεύση του κόσμου. Ν' ακούνε τους παππούδες στο καφενείο να λένε ιστορίες από τα παλιά τα χρόνια, τότε που εκείνοι ήταν παιδιά. Πόσα όμορφα πράγματα έχει να κάνει ένα παιδί στο χωριό! Τι ξεγνοιασιά!

------------------easter

Μα, δεν του έμελλε του καημένου του Τίτου να πάει στο χωριό φέτος. Το έμαθε γυρίζοντας στο σπίτι το μεσημέρι. «Είπαμε φέτος να έρθουν ο παππούς με τη γιαγιά εδώ για το Πάσχα! Θα είναι πολύ όμορφα να τους περιποιηθούμε κι εμείς μια φορά!» του ανακοίνωσε η μαμά του με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό της. Μα πώς είναι δυνατόν να χαμογελάει με τέτοια νέα; Δεν λυπάται που δεν θα πάει στο χωριό;

«Και τι να κάνουν εδώ ο παππούς με τη γιαγιά Πασχαλιάτικα, μαμά;» Ο Τίτος δεν μπορούσε να το χωνέψει. «Το Πάσχα είναι να πηγαίνει κανείς σε εκείνους κι όχι το ανάποδο! Πού θα σουβλίσουμε αρνί; Πώς θα κάνουμε κοκορέτσι; Από πού θα μαζέψουμε λουλούδια για τον επιτάφιο; Γίνονται τέτοια πράγματα στην Αθήνα;»

------------------easter

«Πώς δεν γίνονται, άκου λέει; Κι αν βρέχει θα βάλουμε το αρνί στο φούρνο μας, κι αν δεν βρέχει θα το ψήσουμε στην ταράτσα μας. Λουλούδια για τον επιτάφιο θα πάρουμε από το ανθοπωλείο και κάθε απόγευμα θα πηγαίνουμε σε διαφορετική εκκλησία, υπάρχουν τόσα όμορφα μέρη στην πόλη μας! Να τα δουν κι οι γονείς μου τώρα, ευκαιρία είναι, και να ξεκουραστούν κι αυτοί λιγάκι!»

«Και δηλαδή, δεν θα δω τους φίλους μου;» Αυτό τον έκαιγε τον Τίτο περισσότερο από όλα. Και το χάσιμο της ξεγνοιασιάς. Πάλι θα έμενε στους τέσσερεις τοίχους του σπιτιού του. Θα έχανε τα πράσινα λιβάδια με τα κίτρινα λουλουδάκια τους, τον ξάστερο ουρανό που μπορείς να μετρήσεις όσα άστρα αντέχεις κάθε βράδυ, τα κεράσματα, τις βόλτες. Και πρέπει να χαίρεται κι από πάνω; Έφυγε μουτρωμένος και βρόντηξε την πόρτα του δωματίου του με θυμό. Ήταν σίγουρος πως το αρνάκι στο φούρνο θα ήταν νόστιμο, αλλά σε καμία περίπτωση πεντα-νόστιμο, όπως του παππού που το σούβλιζε με υπομονή ώρες πολλές. Και τα μαρούλια του μανάβη καλά θα ήταν μα δεν θα τα είχε κόψει με τα χέρια του από το μποστανάκι της γιαγιάς. Ούτε θα μάζευε τα φασουλάκια και τον αρακά για τις μέρες της νηστείας. «Τι κακό με βρήκε, τι κακό με βρήκε!» μονολογούσε κάθε λίγο και λιγάκι.

------------------easter

Αλλ' αυτή η ιστορία είχε τουλάχιστον δύο καλά. Το πρώτο ήταν πως τα σχολεία θα έκλειναν έτσι κι αλλιώς. Πράγμα που ήταν μεγάλη ανακούφιση για τον Τίτο. Και το δεύτερο ήταν πως η γιαγιά και ο παππούς θα έμεναν μαζί τους, και θα μπορούσε να τους έχει εντελώς, τελείως δικούς του όλη μέρα. Ξέροντας δε τη γιαγιά, που όλο τον κανακεύει κι όλο νοστιμιές του πασάρει, μάλλον καλά θα περάσει.

Μετά από μια-δυο μέρες, ήρθαν κι οι παππούδες από το χωριό, και κάπως έφτιαξε η διάθεση του Τίτου. Ήταν λίγο "συννεφιασμένος" όπως του είπε η γιαγιά και για να του περνά η στεναχώρια, κάθισε κι έκανε μια λίστα με όλα τα όμορφα μέρη της πόλης του που θα ήθελε να τους δείξει. Πάντως, Πασχαλιά χωρίς "τους φίλους από το χωριό", δεν θα είχε και πολύ γούστο. Το εκμυστηρεύτηκε αυτό της γιαγιάς, νομίζοντας πως θα βρει κάποιον να τον υποστηρίξει. Μα η γιαγιά, έβαλε τα γέλια για τα καλά.

------------------easter

Αχ, καημένο μου παιδάκι!» του είπε, «εγώ νόμιζα πως θα χαιρόσουν μ' αυτή την αλλαγή, μα σου έπεσε βαριά! Ε, δεν πειράζει όμως, να θυμάσαι πως δεν έχουν όλα τα παιδιά την δική σου τύχη, να έχουν δηλαδή ένα χωριό να τους περιμένει. Γι' αυτό σταμάτα να κλαψουρίζεις κι έλα να βάλεις ένα χεράκι να στολίσουμε το σπίτι, να το κάνουμε Πασχαλινό. Θα σου περάσει η ώρα έτσι καλύτερα».

Με την συνηθισμένη φούρια της η γιαγιά, αφού πέρασε ένα χεράκι γερής καθαριότητας τα πάντα – και λίγο έλειψε ν' ασπρίσει και τους τοίχους κατά πώς κάνουν στα χωριά τούτες τις μέρες -, γέμισε κάθε ελεύθερο χώρο σε τραπεζάκια, κομοδίνα, σερβάντες και μπουφέδες με χαρούμενους κούνελους και φουντωτές κοτούλες, καλάθια, καλαθάκια και πασχαλίτσες. Το σπίτι γέμισε χρώματα – κι ακόμη δεν είχαν βάψει καν τα αυγά!

------------------easter

«Ααααχχ...» αναστέναξε και έπεσε βαριά στην πολυθρόνα. «Κουράστηκα πολύ! Μα είναι όλα τόσο όμορφα που δεν χορταίνω να τα βλέπω!» Και μέχρι να πουν όλοι τι όμορφα που είχε στολίσει το σπίτι τους, η γιαγιά είχε αποκοιμηθεί, εκεί στην ίδια αυτή θέση.

«Πολύ κουράστηκε η μητέρα σήμερα» είπε η μαμά του Τίτου καθώς την σκέπαζε απαλά με μια κουβερτούλα. «Εκατό φορές της έχω πει πως στην ηλικία της δεν πρέπει να κάνει τόσα πράγματα μαζεμένα αλλά δεν με ακούει!»
«Αφού της αρέσει καλέ μαμά!»

------------------easter

«Ναι, και καλά κάνει, μα θα μπορούσε ν' αφήσει και μερικά πράγματα να γίνουν αύριο»
«Αύριο λέει πως θα κάνει κουλούρια» Για τον Τίτο, μεγαλύτερη αξία είχαν τα κουλούρια της γιαγιάς και τα τσουρέκια της παρά το στόλισμα.

«Αποκλείεται να την αφήσω! Εδώ ήρθε για να ξεκουραστεί κι όχι για να την εξαντλήσουμε!» η μαμά ήταν ανένδοτη.
«Και δηλαδή δεν θα κάνουμε κουλούρια φέτος;» Τι κακό ήταν αυτό! Ούτε Πάσχα στο χωριό, ούτε ανεμελιά, ούτε "φίλοι από το χωριό", μα ούτε και κουλούρια; Τραγωδία....

------------------easter

«Μια χαρά κουλούρια κάνει ο φούρνος της γειτονιάς μας! Και το ζαχαροπλαστείο επίσης! Δεν χάθηκε δα κι ο κόσμος μια φορά ν' αγοράσουμε κι εμείς! Στη γιαγιά χρειάζεται ξεκούραση!» Πάλι ανένδοτη η μαμά. Περισσότερο απελπισμένος ο Τίτος. Λίγο ακόμη και θα βροντούσε την πόρτα του δωματίου του αλλά δεν θέλησε να τρομάξει την κοιμισμένη γιαγιά του.
Μα ο Τίτος, όπως κι όλα τα παιδιά δηλαδή, άμα θέλουν κάτι πολύ, βάζουν το μυαλό τους και δουλεύει και τελικά τη βρίσκουν τη λύση. Έτσι, προς το βραδάκι, έπιασε μια κουβεντούλα με τη γιαγιά ώστε να την ψαρέψει.

«Α, γιαγιά μου, τα δικά σου κουλούρια είναι να τα πιο νόστιμα του κόσμου όλου! Και σαν τι βάζεις μέσα και γίνονται έτσι φοβερά;» τη ρώτησε με τρόπο.
«Μπα, τίποτε σπουδαίο παιδάκι μου. Ό,τι βάζουν όλες οι νοικοκυρές. Βούτυρο, αλεύρι, σόδα, λεμόνι, βανίλια, ζάχαρη, αυγά...»

Σαν πολλά του φάνηκαν του Τίτου όλα αυτά τα υλικά και βιάστηκε να τα σημειώσει ενώ ρωτούσε «και πόσα αυγά γιαγιά;»

------------------easter

«Για μια δόση, τέσσερα αυγά παιδάκι μου. Αλλά εγώ έβαζα περισσότερα γιατί μαζευόμαστε πολλοί. Έδινα και της κυρα-Ζαχαρούλας της γειτόνισσας που δεν μπορούσε να κάνει γιατί την πονάν τα χέρια της. Και το λεμόνι, λίγο το λεμόνι, με ένα κουταλάκι σόδα, αλλά το τρίμα του να είναι μπόλικο, να μοσχομυρίζουν, και τη βανίλια, δεν την λυπόμουνα, μ' αρέσει η μυρωδιά της...»

«Η βανίλια τα κάνει τόσο νόστιμα γιαγιά;» Ο Τίτος ρωτούσε μεν, έγραφε όμως όλα όσα έλεγε η γιαγιά βιαστικά, να μην ξεχάσει τίποτε.

«Όχι! Έχω βλέπεις το μαγικό μου συστατικό που δεν το λέω σε κανέναν!» είπε η γιαγιά και του έκλεισε πονηρά το μάτι.
Ωχ! Αυτό ήταν ένα πρόβλημα που δεν θα μπορούσε να το έχει υπολογίσει ο Τίτος. Και τώρα; Θα του το πει η γιαγιά του; Άρχισε τα παρακάλια ... αλλά δεν κατάλαβε και πολύ καλά στο τέλος.

«Ένα είναι το μυστικό, Τίτο μου. Ένα και μοναδικό! Πρέπει να αγαπάς αυτό που κάνεις κι αυτούς για τους οποίους το κάνεις! Η αγάπη τα νοστιμίζει όλα!»

------------------easter

Είχε λοιπόν ο Τίτος στα χέρια του όλα τα στοιχεία που θα του επέτρεπαν να βάλει μπρος το σχέδιό του. Τη λίστα με τα υλικά και τις λεπτομέρειες. Ανοιγόκλεισε τα ντουλάπια της μαμάς του για να τα εντοπίσει. Έλεγξε δυο φορές και τρεις. Από όλα είχαν. Ευτυχώς. Γιατί δεν ήξερε αν θα του έφτανε το χαρτζιλίκι του για ν' αγοράσει κάποιο που θα έλειπε.

Το επόμενο απόγευμα αποχαιρέτησε γεμάτος χαρά τη μαμά και τη γιαγιά του, που έφευγαν στολισμένες να πάνε για τα ψώνια των βαφτιστηριών. Ο μπαμπάς θ' αργούσε να γυρίσει ακόμη. Υποσχέθηκε πως θα είναι καλό παιδί, άκουσε υπομονετικά τις χίλιες οδηγίες της μαμάς του που τις είχε ξανακούσει, τις φίλησε, ευχήθηκε «καλά ψώνια» και «καλή διασκέδαση», κι έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω τους, τρίβοντας τα χέρια του με χαρά.

------------------easter

«Και τώρα, ο μικρός ζαχαροπλάστης Τίτος, θα καταπλήξει τους πάντες! Θα φτιάξει ολομόναχος τα ωραιότερα πασχαλινά κουλούρια του κόσμου!» Και μια και δυο, στρώθηκε στη δουλειά. Πολύ γρήγορα, ο πάγκος της κουζίνας γέμισε μπωλ, λεκάνες, λεκανάκια, τα υλικά, το χτυπητήρι, το ανακατευτήρι, τις σημειώσεις, τις διευκρινιστικές σημειώσεις. Μέσα σε όλα αυτά ο Τίτος ήταν ευτυχής. Και σε λίγο, θα ήταν και πολύ περήφανος.

Ε, τι κι αν πιτσίλισε τα πλακάκια της κουζίνας σπάζοντας τα αυγά; Λίγες ακόμη πιτσιλιές ήρθαν να προστεθούν όσο χτυπούσε τα αυγά μεταξύ τους. «Μα, πώς το κάνει η μαμά και δε λερώνει;» αναρωτήθηκε αλλά δεν πτοήθηκε.

------------------easter

Κι η ζάχαρη, είχε την τάση να πέφτει από το μεγάλο βάζο παντού αλλού εκτός από το κέντρο της μεγάλης γαβάθας που θα έπρεπε να πέσει. Όχι. Δεν θα πτοηθεί ο Τίτος ούτε με αυτό. Και το βούτυρο, πώς λιώνει το βούτυρο; Έστυψε το μυαλό του να θυμηθεί πώς το κάνει η μαμά, τίποτε. Στο τέλος το ακούμπησε πάνω στο καλοριφέρ και με μεγάλη του χαρά το είδε σε λιγάκι να ... "νεροτζουλάει" προς τα κάτω και το πρόλαβε στο τσακ για να μην καταλήξει στα πλακάκια.

Ανακάτευε, χτύπαγε, ανακάτευε ξανά. Στο τέλος, ένας ζουμερός χυλός είχε σχηματιστεί στη λεκάνη του ζυμώματος και τον περίμενε να ρίξει το αλεύρι. Μετά τα πράγματα θα ήταν εύκολα, μια και ο Τίτος είχε βοηθήσει τη γιαγιά του να πλάσει τα "κοτσιδάτα" κουλούρια της πάρα πολλές φορές. Σαν την πλαστελίνη ένα πράγμα.

Ανυπόμονα, σήκωσε το Τίτος την σακούλα με το αλεύρι, κι άρχισε να ρίχνει στο χυλό. Μα το αλεύρι είναι βαρύ κι ο Τίτος ακόμη μικρό παιδί, και φεύγει η σακούλα από τα χέρια του και προσγειώνεται με ένα μεγάλο "πλαφ" στο πάτωμα! "Πλαφ" και ... ένα τεράστιο άσπρο σύννεφο γέμισε την κουζίνα κι ο Τίτος δεν έβλεπε μήτε πού είναι οι άκρες των χεριών του! "Πλαφ" και το σύννεφο του αλευριού πήγαινε παντού, και καθόταν με την ησυχία του πάνω στα ντουλάπια, τα κατσαρολικά, τις καρέκλες, τα εξαρτήματα. "Πλαφ" και το αλεύρι έκανε τα πάντα άσπρα, ακόμη και τον Τίτο, χωρίς να καταφέρει να μπει στο χυλό παρά ελάχιστο...., αφήνοντας τον καημένο τον μικρό έτοιμο να βάλει είτε τις φωνές είτε τα κλάματα.

------------------easter

Εκείνη την ώρα διάλεξαν η μαμά με τη γιαγιά να επιστρέψουν από τα ψώνια τους. Χειρότερη ώρα απ' αυτή δεν ήταν δυνατόν να διαλέξουν! Ας είχαν σταματήσει τουλάχιστον να πιούν έναν καφέ, να προλάβει ο φουκαράς ο Τίτος να μαζέψει το χάος – αν μπορούσε να το μαζέψει δηλαδή. «Γιατί να εμφανιστούν τώρα;» Κι εκείνο το σύννεφο από τ΄ αλεύρι δεν έλεγε να καθίσει φρόνιμο σε μιαν άκρη....

«Αααααα!» έκανε η μαμά μόλις το είδε και της έπεσαν οι σακούλες από τα χέρια.
«Αααα!» έκανε κι η γιαγιά αλλ' αυτή είχε κι ένα χαμόγελο πίσω από τα «αααα».

------------------easter

«Τίτο, τι συμβαίνει εδώ; Τι έγινε; Πώς προέκυψε αυτή η καταστροφή;» Η μαμά ... "έβρεχε" ερωτήσεις και συνάμα κουνούσε τα χέρια της να διώξει από μπροστά της το σύννεφο να βλέπει καλύτερα. Τι να δει καλύτερα; Τον Τίτο που έστεκε παγωμένος καταμεσής της κουζίνας ή τα έπιπλά της που αντιμετώπιζαν ολοκληρωτική καταστροφή; «Ευτυχώς που δεν φαίνονται όλες οι πιτσιλιές!» Αυτό ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να σκεφτεί ο Τίτος εκείνη την ώρα.

«Α!» τώρα, το «Α!» της γιαγιάς είχε έναν τόνο διαφορετικό. «Γι' αυτό με ρωτούσες χθες πώς κάνω τα κουλούρια μου; Ήθελες να τα κάνεις μοναχός σου και να έχουμε μιαν όμορφη έκπληξη!» Πώς τον καταλάβαινε η γιαγιά!

------------------easter

Η μαμά του κοίταζε μια τον έναν και μια την άλλη. Αν μπορούσε, θα τους έστελνε και τους δύο τιμωρία και θα έμενε εκεί μέχρι να συμμαζέψει όλο αυτό το χάος – τέτοιο βλέμμα είχε. Κι όταν η μαμά έχει αυτό το βλέμμα δεν αστειεύεται καθόλου!

«Πολύ καλή η ιδέα σου παιδί μου» συνέχισε η γιαγιά, απτόητη από τα δολοφονικά βλέμματα της μαμάς. «Μα, αν μου το έλεγες, θα έμενα να σε βοηθήσω και τώρα θα είχαμε τελειώσει χωρίς να κάνουμε το μισό σπίτι άνω – κάτω!» Η μαμά μάζευε ότι μπορούσε και το έριχνε με θόρυβο στο πλυντήριο των πιάτων. Πολύ θα ήθελε να βάλει εκεί μέσα και τον ίδιο τον Τίτο, μιας και η μπλε φόρμα του δεν αναγνωριζόταν από τους λεκέδες και όσο από το άσπρο σύννεφο είχε καθίσει πάνω της.

«Νίνα», είπε η γιαγιά βρίσκοντας την συνηθισμένη της ενεργητικότητα, «δώσε μου μια ποδιά και άντε να βοηθήσεις το γιο σου ν' αλλάξει. Να έρθετε εδώ όταν σας φωνάξω – όχι νωρίτερα!» Και με τα λόγια αυτά, η γιαγιά τους έδιωξε από την κουζίνα, τη μαμά εκνευρισμένη για τα καλά και τον Τίτο να μοιάζει με βρεμένη γάτα. Τα ρούχα του Τίτου φάγανε δυο χέρια τρίψιμο μπας και καθαρίσουν από τη μαμά κι ο ίδιος κάθισε πολύ φρόνιμα στον καναπέ. Ούτε τα κλάματα δεν είχε κουράγιο να βάλει.

------------------easter

«Για ελάτε λοιπόν! Βάλτε ένα χεράκι! Από εμένα τα περιμένετε όλα;» Η γιαγιά, με το χαμόγελό της να φτάνει μέχρι τα αυτιά, τους έκανε νόημα να πάνε στην κουζίνα – μια κουζίνα που έλαμπε από καθαριότητα. Λες κι είχε φωνάξει όλες τις νεράιδες και τα ξωτικά για να την βοηθήσουν, η γιαγιά έδειχνε κεφάτη και ξεκούραστη. Μα πολύ κεφάτη!
«Πώς μπορείς καλέ μητέρα και γελάς; Δεν είδες τι έκανε ο κανακάρης μου;» Η μαμά εξακολουθούσε να είναι φουρκισμένη μα δεν θ' αντιμιλούσε στη δική της μητέρα. Ευτυχώς!
«Τι έκανε το παιδί δηλαδή;»

«Όλον τον κόσμο χάλια, να τι έκανε! Είναι πράγματα αυτά; Ενώ υποσχέθηκε να είναι φρόνιμος; Ούτε δυο ώρες δε λείψαμε και κόντεψε να γκρεμίσει το σπίτι!»

------------------easter

«Νίνα νομίζω πως υπερβάλεις» Η γιαγιά δεν αστειευόταν. Ο Τίτος νόμιζε πως τώρα θα έτρωγε μεγαλύτερη τιμωρία. Αλλά κράτησε το στόμα του κλειστό. Δίκιο είχε η μαμά, δίκιο. Δεν έκανε καλά που την παράκουσε. Μόλις ηρεμούσε θα της το έλεγε και θα ζήταγε και συγνώμη. Κατάλαβε το λάθος του.
«Ο Τίτος Νίνα μου, το έκανε για να μας ευχαριστήσει και να μας κάνει έκπληξη! Δεν υπολόγισε πόσα πράγματα μπορούν να πάνε στραβά. Το έκανε από την καλή του την καρδιά. Σίγουρα έπρεπε να σε ρωτήσει πρώτα. Να ρωτήσει κι εμένα για περισσότερες οδηγίες. Αλλά έτσι είναι τα παιδιά. Λιγάκι απρόβλεπτα κι αρκετά σκανταλιάρικα».

------------------easter

Η μαμά κοίταξε τον Τίτο. Στα μάτια. Μετά του χάιδεψε τα μαλλιά – τα λουσμένα μαλλιά. Και μετά ο Τίτος πήρε φόρα κι έπεσε στην αγκαλιά της και χωρίς να λέει τίποτε είπε το μεγαλύτερο "συγνώμη μαμά" της ζωής του. Και θα έμενε εκεί να κλαίει με τις ώρες, χωρίς καθόλου να ντρέπεται γι' αυτό, αν δεν ήταν η γιαγιά που του είπε:

«Ξέρεις Τίτο μου, αν τελικά κατάφερνες να κάνεις τα κουλούρια, αυτά θα ήταν νοστιμότερα κι από τα δικά μου!»
«Αλήθεια γιαγιά; Μα πώς; Εγώ ήμουν σκέτη καταστροφή, όχι ζαχαροπλάστης!»

------------------easter

«Μπορεί ... αλλά, θα είχες βάλει μέσα το ένα και μοναδικό και αξεπέραστο συστατικό, το "μυστικό" μου συστατικό. Και σου εγγυώμαι πως άλλα καλύτερα δεν θα υπήρχαν στον κόσμο όλο!»
«Και πιο είναι αυτό το συστατικό γιαγιά;»

«Η αγάπη! Η αγάπη σου για εμάς! Η αγάπη που σε έκανε να θες να μας κάνεις την έκπληξη για να μας ευχαριστήσεις. Τι λες; Βάζουμε πάλι τα υλικά από την αρχή, μαζί με την αγάπη σου, να δούμε αν στο τέλος θα έχω δίκιο;»

Ο Τίτος δεν ήξερε τι να πει. Κοίταξε τη μαμά, κοίταξε τη γιαγιά, και στο τέλος είπε περήφανα : «Για δώστε μου κι εμένα μια ποδιά! Να μην ξανα-λερωθώ δηλαδή...»

------------------easter
© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved