Το παραμύθι της εβδομάδας: Ο Μερκούριος, το καναρίνι!
«Τι υπέροχα που περάσαμε το Πάσχα!» μονολογούσε η Στέλλα ... τόσες φορές το είπε που η μαμά της στο τέλος μούτρωσε. Προφανώς γιατί η μαμά κουράστηκε πολύ αυτές τις μέρες.
Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου
Όπως όλες οι μαμάδες... Αλλά η Στέλλα είναι τόσο χαρούμενη και τόσο ενθουσιασμένη, που δε λέει να σταματήσει. Και πώς να μην είναι;
Και στον Επιτάφιο πήγε και την ωραιότερη λαμπάδα του κόσμου κρατούσε στην Ανάσταση και στη νονά της πήγαν εκδρομή την Κυριακή. Η νονά μένει στην εξοχή. Κάτι που από μόνο του είναι ονειρεμένο! «Το σπίτι της είναι μικρό μα η καρδιά της είναι μεγάλη» είχε πει κάποτε ο μπαμπάς κι είχε δίκιο. Η τεράστια αυλή της νονάς, γεμάτη γλάστρες με λουλούδια ανθισμένα και δέντρα, ήταν ένας μικρός παράδεισος. Για την Στέλλα, αυτό ήταν το ωραιότερο μέρος από όλα όσα είχε πάει.
Μπορούσε να ποτίζει τις γλάστρες, να σκάβει το χώμα, να κλαδεύει τις τριανταφυλλιές, να «αλαφρώνει» τις περικοκλάδες από τα ξερά φύλλα, πράγματα που είναι θαυμαστά για ένα παιδί της πόλης... Κι η νονά πάντα είχε κάτι καινούριο να της εξηγήσει, κάτι να της μάθει. Ε, πώς να μην περνά καλά εκεί;
Αλλά φέτος το Πάσχα, τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα κι από όνειρο! Γιατί φέτος ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί. Κι ο παππούς με τη γιαγιά, κι ο θείος Απόστολος που είχε γυρίσει από τα ταξίδια του, κι ο απέναντι γείτονας με το γάτο του το Φλάφυ – που η Στέλλα πολύ τον αγαπούσε κι ας ήταν γάτος – κι θεία Ευγενία με τις ξαδέλφες της. Πολύς κόσμος! Που τσούγκρισε αυγά, αντάλλαξε ευχές, έφαγε, ήπιε και χόρεψε με την ψυχή του!
Η Στέλλα με τις ξαδέλφες της έκαναν διαγωνισμό «ποιος θα μαζέψει τις περισσότερες αγκαλιές». Ωραίο παιχνίδι είναι τούτο! Αλλά νίκησε ο τεμπέλης Φλάφυ, που επειδή ακριβώς τεμπέλιαζε αιωνίως, ήταν ξαπλωμένος ολημερίς πότε στη μία αγκαλιά και πότε στην άλλη, και καθόλου δεν τον ένοιαζε που ο σκύλος της Στέλλας, ο Ρεξ, του γαύγιζε να κάνει λίγο παραπέρα για να χωρέσει κι αυτός!
Μα ο Ρεξ, πολύ γρήγορα ξεχνούσε τις αντιδικίες του με το Φλάφυ, γιατί χωνόταν στα παιχνίδια των παιδιών κι ανακατευόταν στους χορούς των μεγάλων, που είναι πολύ καλύτερη διασκέδαση ομολογουμένως από το να κυνηγάς τον τεμπέλη Φλάφυ.
Η Στέλλα όμως είχε κι έναν άλλο, μοναδικό λόγο, που ήταν πολύ πολύ ευχαριστημένη. Καθώς η μέρα τέλειωσε κι όλοι έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού, η νονά της είχε άλλη μία έκπληξη. Τη φώναξε λοιπόν και της είπε χαμηλόφωνα, για να μην την ακούσουν άλλοι: «τι θα έλεγες Στέλλα μου, αν σου χάριζα ένα καναρινάκι;» Αν μπορούσε η Στέλλα να χοροπηδήσει μέχρι το ταβάνι, θα το έκανε, τόση ήταν η χαρά της! Στριφογύριζε γύρω από τη νονά της, χτυπούσε παλαμάκια, φώναζε «μαμά, μαμά έλα να δεις», φιλούσε τη νονά, έτρεξε στην αγκαλιά του παππού και μετά πάλι πίσω, στη νονά.
«Αλήθεια νονά μου; Ένα καναρινάκι; Από τα καινούρια σου μωρά; Δικό μου;»
«Ναι, δικό σου! Αλλά, με τη συμφωνία ότι θα το προσέχεις και θα το φροντίζεις πολύ!»
«Μα, τι λες νονά μου, είναι δυνατόν να μην το φροντίζω! Ένα μικρούλι κίτρινο πλασματάκι! Αρκεί να μου εξηγήσεις τι πρέπει να κάνω! Βλέπεις, έχω σκυλί, έχω χελώνα, μα καναρίνι πρώτη φορά μπαίνει σπίτι μας, οπότε πρέπει να μου πεις πώς να το φροντίζω!»
Κι έτσι, το μικρό καναρίνι, με το κλουβί του, την τροφή του και μπόλικες, αναλυτικές "οδηγίες" από τη νονά, επέστρεψε μαζί τους σπίτι. Πώς ήταν δυνατό λοιπόν η Στέλλα να μην είναι ευτυχισμένη;
«Έχει όνομα το καναρίνι νονά;»
«Εμ, πώς, δεν έχει;» απάντησε η νονά γελώντας. Γιατί όλοι ήξεραν πως η νονά είχε αδυναμία στα "περίεργα" ονόματα: την χελώνα της Στέλλας την είχε "βαφτίσει" Χάιδω, τις κότες της Μάρμω, Χρύσα και Αφροδίτη – αν είναι δυνατόν, Αφροδίτη μία κότα στρουμπουλή! -, τον γαϊδαράκο του γείτονά της Κλεομένη, το σκύλο της Στέλλας Αφράτο – επειδή ήταν άσπρος και φουντωτός πολύ. Περίμεναν λοιπόν ν' ακούσουν και το όνομα του καναρινιού.
«Τον λένε Μερκούριο!» είπε με καμάρι η νονά. «Βλέπεις, το δικό του αυγουλάκι εκκολάφθηκε ανήμερα του Αγίου Μερκουρίου κι έτσι του έμεινε το όνομα!»
Ο Μερκούριος, μπήκε στο καινούριο του σπίτι και κοιτούσε με μεγάλη περιέργεια το νέο περιβάλλον. Έγερνε το κεφαλάκι του μια δεξιά και μια αριστερά, αλλά δεν έβγαζε μιλιά. Ούτε την επόμενη μέρα δεν έκανε έστω ένα «τσίου».
«Πάντως τρώει κανονικά» πληροφόρησε η Στέλλα τη νονά της, που την πήρε τηλέφωνο για να την ρωτήσει μήπως ο Μερκούριος είναι αρρωστούλης. «Αν και, τρώει όλη την ώρα νονά και θα παχύνει!»
«Μην ανησυχείς κοριτσάκι, έτσι κάνουν τα πουλάκια. Μασουλάνε σπόρια όλη μέρα. Από κέφια πώς πάει;» ρώτησε με τη σειρά της η νονά.
Τώρα τι να πει η Στέλλα; Πώς είναι τα ... "κέφια" των μικρών πουλιών; Πώς μπορεί να είναι το κέφι κάποιου που βρίσκεται κλεισμένος σε ένα κλουβί; Δεν ήξερε... «Φτερουγίζει πέρα δώθε, και κάνει κούνια. Μας κοιτά με περιέργεια αλλά τίποτε άλλο δεν κάνει!» είπε τελικώς.
«Μια χαρά είναι λοιπόν. Απλά, θέλει τον χρόνο του για να συνηθίσει το καινούριο περιβάλλον. Να κάθεσαι λίγο κοντά του και να του μιλάς, για να σε μάθει και να μην σε φοβάται! Μην το βγάλεις ακόμη στο μπαλκόνι, ο καιρός δεν είναι πολύ καλός κι ίσως αρρωστήσει» συμβούλεψε η νονά.
Η Στέλλα έβαλε τη μικρή ψάθινη καρεκλίτσα της κοντά στο τραπεζάκι με το κλουβί αλλά δεν ήξερε τι να πει στον Μερκούριο για να περάσει η ώρα. Κι αφού κοιτάχτηκαν για λίγο σοβαρά, κι ο Μερκούριος άρχισε να φτιάχνει τα φτερά του, η Στέλλα έπιασε να του λέει όλα τα νέα του σχολείου, τις παραξενιές των συμμαθητών της, για την εκδρομή που είχαν πάει, το Μουσείο, τις κούνιες μέχρι και την προπαίδεια του είπε – αυτό γιατί έπρεπε να κάνει επανάληψη, όπως είχε συμβουλεύσει η κυρία τους.
Ο Μερκούριος δεν έκανε "κιχ" ή μάλλον ούτε "τσίου". Ξεπουπουλιαζόταν με την ησυχία του, έτρωγε, έπινε, αλλά από τραγούδι μηδέν. Προς μεγάλη απογοήτευση όλων.
«Μερκούριε», του είπε κάποια στιγμή η μαμά, «μου φαίνεται πως έχεις γεμίσει τον τόπο ζημιές! Τα μισά σου σποράκια τα πετάς έξω από το κλουβί σου!» και τον κοίταξε με τα χέρια στη μέση, ακριβώς όπως κάνει και με τη Στέλλα όταν δεν στρώνει το κρεβάτι της. Ο Μερκούριος τότε έκανε ένα πολύ απαλό "τσίου" κι όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Η μαμά δεν το έβαλε κάτω: «Μπράβο αγόρι μου, έτσι σε θέλω, ν' ακούς τη μανούλα! Δεν είναι σωστό αυτό που κάνεις, και το ξέρεις». Ξανά "τσίου" ο Μερκούριος. Ο μπαμπάς άφησε την εφημερίδα του κι η Στέλλα έμεινε να τον κοιτά σα χαζή. «Κοίτα να δεις, τόση ώρα του μιλούσα εγώ κι ούτε μια κουβέντα δε μου γύρισε, μόλις τον περιέλαβε η μαμά, της κάνει γλύκες!», σκεφτόταν.
Η μαμά, απτόητη, έκανε μία μικρή διάλεξη στο καναρίνι για το πώς πρέπει όλοι να συμβιώνουν αρμονικά μέσα στο σπίτι, και πόσο σημαντικό είναι ο καθένας να έχει τον χώρο του τακτικό και περιποιημένο. Για το Μερκούριο "χώρος του" θα ήταν το κλουβί του και γύρω από αυτό.
Κι αφού ολοκλήρωσε την διάλεξη η μαμά, πεισμένη ότι το καναρίνι είχε καταλάβει τι του έλεγε, αφού συμφωνούσε μαζί της σε κάθε πρόταση και με ένα "τσίου", βούτηξε την ηλεκτρική σκούπα να καθαρίσει τα σποράκια που είχαν πεταχτεί στο μισό σαλόνι.
Ο Μερκούριος, στο άκουσμα της ηλεκτρικής σκούπας που έκανε και μεγάλο σαματά για να λέμε την αλήθεια, ξέχασε όλα τα "τσίου" που είχε πει κι έπιασε να κελαηδάει σαν τρελός! Τι ωραία φωνή που είχε! Καθόταν στην κουνίτσα του και κελαηδούσε τόσο γλυκά, τόσο χαρούμενα, που η Στέλλα συγκινήθηκε! «Ωωωω! Κανένα από τα άλλα πουλάκια της γειτονιάς δεν κελαηδά τόσο όμορφα! Το δικό μου καναρίνι έχει την πιο μελωδική φωνή! Μπράβο Μερκούριε!» του φώναξε με όλη της τη δύναμη.
Ο Μερκούριος τώρα, ξελαρυγγιαζόταν σε κάθε νέο "μπράβο" που άκουγε – κι άκουσε πάρα πολλά εκείνη την ημέρα. Μα, ακόμη περισσότερο φτερούγιζε πέρα δώθε στο κλουβί του και τραγουδούσε, με το άκουσμα του θορύβου της ηλεκτρικής σκούπας. Όταν η μαμά σταμάτησε, έπαψε κι εκείνος και την κοιτούσε λοξά, σα να της έλεγε «γιατί σταμάτησες τώρα που άρχισα εγώ;» Ξανάρχιζε η μαμά, το ίδιο κι ο Μερκούριος.
«Κοίτα να δεις!» απορούσε ο μπαμπάς! «Το λογικό θα ήταν να φοβάται αυτόν τον ήχο! Αλλά αυτός μου φαίνεται πως κάνει πάρτυ!»
Κι αφού το «άναψε-σβήσε» της ηλεκτρικής σκούπας εξακολούθησε όλο το απόγευμα, με τα γέλια όλων εννοείται, η Στέλλα πήρε – ξανά – τη νονά της να τη ρωτήσει αν αυτό είναι φυσιολογική συμπεριφορά ενός καναρινιού ή όχι. Μήπως έπρεπε να το δει κτηνίατρος;
«Ου! Όχι, τίποτε δεν έχει ο Μερκούριος!» είπε η νονά. «Μάλλον του φαίνεται αστείος αυτός ο θόρυβος και γελά κι αυτός με τον τρόπο του! Στο κάτω – κάτω, αυτό δεν θέλαμε; Να κελαηδήσει; Ε, τώρα γιατί προβληματίζεσαι; Πώς ο Αφράτος τρώει ποπ – κορν; Ούτε αυτό είναι φυσιολογικό για ένα σκυλί, αλλά εκείνου του αρέσει! Και ο Φλάφυ σιχαίνεται το γάλα, παρά το γεγονός πως το γάλα αρέσει στις γάτες. Ε, όλοι έχουμε τις παραξενιές μας, η παραξενιά του Μερκούριου είναι ν' ακούει την ηλεκτρική σκούπα!»
Η Στέλλα, μετά από αυτό το τηλεφώνημα, έκανε απολογισμό: «Έχω έναν σκύλο που του αρέσει το ποπ – κορν, μία χελώνα που ρημάζει τα πατατάκια μου, τουλάχιστον αυτά που πέφτουν στο χαλί, κι έτσι δεν τα βλέπει η μαμά να με μαλώσει. Έχω έναν μπαμπά που δεν τα πάει καλά με τον υπολογιστή του και αναθέτει σε εμένα να εγκαθιστώ τα νέα προγράμματα και να του βρίσκω λύση όταν κολλάει. Έχω μία μαμά που προτιμά να με πάρει αγκαλιά παρά να καθαρίζει και να παίζουμε επιτραπέζια αντί να σιδερώνει τα πλυμένα ρούχα.
Και τώρα απέκτησα κι ένα καναρίνι που λατρεύει τον ήχο της ηλεκτρικής σκούπας! Παράξενη οικογένεια που είμαστε αλήθεια! Δίκιο έχει η νονά μου! Μερκούριε, δεν ξέρω αν σ' αρέσει, αλλά από χθες που σε πήραμε, είσαι μέλος κι εσύ αυτής της παράξενης οικογένειας και θα σε αγαπάμε πολύ όλοι μας!»