Το παραμύθι της εβδομάδας: Μπάλα είναι και γυρίζει!

Μεγάλη λατρεία έχει ο Κωστής στην μπάλα του. Όχι μόνο τώρα, που μπορεί σαν μεγάλο παιδί που είναι, να παίζει με τους φίλους του στην πλατεία. Από μωρό, όταν έπαιζε με μια μπάλα, ευτυχισμένος ήταν.

Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου

Αν ρωτήσει κανείς τη μαμά του, εκείνη θα πει ότι ο Κωστής πρώτα έμαθε να κυνηγάει τη μπάλα μπουσουλώντας και μετά, αναγκαστικά, έμαθε να τρέχει, για να μπορεί να την κυνηγά καλύτερα! «Το περπάτημα τον άφηνε αδιάφορο!» έλεγε η μαμά του.

Πριν γνωρίσει το ποδόσφαιρο ο Κωστής, και πάλι με μπάλες έπαιζε. Τις έβαζε μπροστά του στο χαλί και χτυπούσε τη μια με την άλλη, απολαμβάνοντας να τις βλέπει να κυλούν. Τις φόρτωνε στα φορτηγά του και τις κουβαλούσε παντού. Τις μικρές μπαλίτσες τις έβαζε στα βαγόνια του τραίνου του. Όσο περνούσαν τα χρόνια, ήθελε να μάθει πινγκ – πονγκ και βόλεϋ και μπάσκετ. Μέχρι και γκόλφ ζήτησε να μάθει! Οτιδήποτε, αρκεί στο παιχνίδι να είχε και μια μπάλα. Κι επειδή όλα αυτά μαζί δεν γίνονται, αφού χρόνος δεν υπάρχει με το σχολείο και τα διαβάσματα, κι αφού δεν γίνεται να είσαι σε όλα τα σπορ το ίδιο καλός, ο μπαμπάς του είπε κάποια μέρα πως θα έπρεπε να διαλέξει ποιο του άρεσε περισσότερο, και να προσπαθήσει να γίνει καλός σε αυτό ακριβώς.

Κι έτσι ο Κωστής διάλεξε το ποδόσφαιρο. Γιατί, κατά βάθος, αυτή ήταν η μεγάλη του αγάπη. Και δεν του χάλασαν χατίρι. Και σε προπονήσεις γράφτηκε, και στην ομάδα του σχολείου, και με το μπαμπά έπαιζε τα Σαββατοκύριακα.

Αυτή η μεγάλη αγάπη του Κωστή όμως, ήταν κι αιτία για μερικά μικρά και μεγάλα ... "ατυχήματα". Για αρχή, τα – μονίμως – μελανιασμένα καλάμια του. Καθότι, η μπάλα από τον αντίπαλο αυτά προφανώς είχε βάλει στόχο! Μια φορά η μαμά του τον πείραξε, λέγοντας πως τα πόδια του μοιάζουν με σκυλάκια Δαλματίας: έχουν ένα σωρό "βούλες". Άδικο είχε; Εκείνος πάντως, για κάθε καινούρια μελανιά, περηφανευόταν στους φίλους του: "τη βλέπεις αυτήν εδώ τη μωβ;" έλεγε, "είναι η χθεσινή μου απόκρουση στο κόντρα σουτ του Βαγγέλη!"

Σειρά είχαν τα γρατζουνισμένα του γόνατα. Γιατί, κάθε φορά που πέφτει, κι είναι πολλές οι φορές που πέφτει, είτε από τακουνάκια των άλλων είτε γιατί το γήπεδο είναι ολισθηρό, όλο και κάτι γδέρνει. Μεγάλη προτίμηση δείχνει σε γόνατα και αγκώνες. Που είναι μονίμως πασπαλισμένα με κόκκινο ιώδιο και αρκετές φορές έχουν και τραυμαπλάστ επάνω. Που αντικαθίσταται από καινούριο τραυμαπλάστ πριν ολοκληρωθεί η θεραπεία της προηγούμενης γρατζουνιάς.

Η μαμά έπαψε να τον ρωτά «πώς το έπαθες αυτό;», γιατί ήταν μια ερώτηση που γινόταν κάθε δυο-τρεις μέρες και είχε σχεδόν κάθε φορά παρόμοιες απαντήσεις. Τον αγκάλιαζε, του έπλενε την πληγή – επιμένοντας να το ξανακάνει παρά το γεγονός ότι ήδη κάποιος από τους προπονητές του τον είχε φροντίσει και τον έστειλε "περιποιημένο" στο σπίτι – του έλεγε πόσο τον θαύμαζε που γινόταν ένα μαχητό παιδί κι έκανε το σταυρό της να μην ξαναπάθει τα ίδια και χειρότερα.
Αλλά ο Κωστής, που ήθελε να διηγηθεί λεπτομερώς τον κάθε καινούριο άθλο του, μόνο παρηγοριά δεν ήθελε. Κι έτσι, μοιραζόταν τα τραύματα και τις εμπειρίες του τις ποδοσφαιρικές, με τον μπαμπά, που δεν βαριόταν ποτέ να τον ακούει.

Μα, να ήταν μόνο αυτά, θα μπορούσε να πει κανείς πως το κακό είναι μικρό. Αλλά αν προσθέσουμε πως ο ίδιος ο Κωστής ήταν και λίγο άγαρμπος από τη φύση του και λίγο απρόσεχτος, μπορούμε ίσως να καταλάβουμε πώς η μαμά του έφτασε μια ωραία μέρα στο σημείο να του απαγορέψει να βάζει τη μπάλα μέσα στο σπίτι.

Γιατί, εκείνη τη μέρα, έβρεχε από το πρωί. «Τι παλιόκαιρος είναι αυτός!» μουρμούριζε ο Κωστής την ώρα του πρωινού.
«Γιατί παλιόκαιρος; Η βροχή χρειάζεται, όπως έχεις μάθει και στο σχολείο, για να ποτίζονται τα δέντρα του πλανήτη μας και ν' αποθηκεύεται νερό στις λίμνες και τα ποτάμια και να έχουμε όλοι!» Η παρατήρηση της μαμάς του όμως δεν του έφτιαξε το κέφι.

«Μα, δεν θα μπορώ να παίξω!»
«Γιατί; Δεν έχεις ένα σωρό επιτραπέζια παιχνίδια; Ακόμη κι αν τα βαριέσαι, μπορείς πάντα να διαβάσεις ένα βιβλίο!»
«Μμμμ....» Του Κωστή του άρεσε να διαβάζει φυσικά, αλλά ΜΕΤΑ το παιχνίδι με την μπάλα. Την ώρα που πήγαινε για ύπνο. Την υπόλοιπη μέρα τι θα κάνει; «Και δε βλέπω να σταματάει η βροχή οπότε δεν θα έχουμε και προπόνηση το απόγευμα...» Απελπισία διακρινόταν στη φωνή του.

«Ε, δεν πειράζει για μια μέρα! Είπαμε, η βροχή χρειάζεται! Μη νομίζεις, και για εμάς, που θα πρέπει να πάμε στη δουλειά, εύκολη μέρα δεν θα είναι! Με τη βροχή όλοι κινούνται αργά στους δρόμους, και θα είναι μαρτύριο το πήγαινε – έλα μας!»

Πάντως, προπόνηση ή όχι, ο Κωστής πήρε τη μπάλα μαζί του. Από το ένα χέρι η τσάντα του σχολείου από την άλλο η σακούλα με τη μπάλα, δεν του έμενε χέρι για την ομπρέλα. «Δεν πειράζει, έχω κουκούλα».

Προς το μεσημέρι όμως, που γύριζε από το σχολείο, η βροχή είχε μετατραπεί σε μια αραιή ψιχάλα, κι ο Κωστής ήταν πανευτυχής. Επέστρεψε σπίτι του κλωτσώντας τη σε όλο το δρόμο, κάτι που ισοδυναμούσε θεωρητικά με την προπόνηση που θα έχανε, αφού του πήρε μια ώρα σχεδόν για να γυρίσει σπίτι πλατσουρίζοντας και κλωτσώντας.

Μπήκε μέσα βιαστικός, για να προλάβει να διαβάσει, λιγάκι βρεμένος, αφού ομπρέλα δεν βαστούσε, ιδρωμένος από τα τρεχαλητά πέρα-δώθε και δεν έδωσε καμία σημασία ούτε στα λασπωμένα του παπούτσια ούτε στην μπάλα του, που της είχαν κολλήσει πάνω της στην πορεία φύλλα, κομματάκια λάσπης και κάτι που έμοιαζε με γκριζωπή γλίτσα. Έδωσε ένα φοβερό σουτ στη μπάλα, που έκανε γκελ στον τοίχο και προσγειώθηκε ωραιότατα στον ένα καναπέ! «Ουάου!» Είπε με καμάρι στον εαυτό του, αφού κανείς άλλος δεν ήταν ακόμη σπίτι, «για να δω, μπορώ να το κάνω ξανά;»

Νέος κλώτσος στη μπάλα κι αυτή τη φορά, το γκελ ήταν διπλό – ή, τουλάχιστον, αυτός ήταν ο στόχος. Μα η ίδια η μπάλα έβαλε άλλον στόχο ως φαίνεται, κι αυτός ήταν το μεγάλο βάζο της μαμάς, στο κέντρο της τραπεζαρίας. Έτσι, αφού η μπάλα χτύπησε πάλι στον τοίχο, αφήνοντας δεύτερο μουσκεμένο αποτύπωμα λίγο δεξιότερα από το αρχικό, έδωσε μια στο βάζο που βρέθηκε μπροστά της, και ΜΕΤΑ κατέληξε στον καναπέ.

Το βάζο, στην αρχή, ταρακουνήθηκε, σα να μην μπορούσε να πάρει την απόφαση αν θα γίνει χίλια κομμάτια ή όχι, κι αυτό έκανε τον Κωστή να τρέξει προς τα εκεί, φορώντας ακόμη τα λασπωμένα του παπούτσια, μπας και το σώσει. Μάταια όμως! Γιατί και το βάζο τελικώς έπεσε με πάταγο στο πάτωμα, και περισσότερα από χίλια κομμάτια έγινε, και οι λασπωμένες πατημασιές εξαπλώθηκαν – πανικόβλητες, όπως κι ο ίδιος ο Κωστής – σε όλο το σπίτι!

«Αααααα!», πρόλαβε να φωνάξει, αλλά και ποιος να τον ακούσει; Σωριάστηκε στον καναπέ κι αυτός επιθεωρώντας τις ζημιές. «Ποιος την ακούει τώρα τη μαμά!» σκέφτηκε πονεμένα. «Και θα έχει και δίκιο δηλαδή. Ένα σωρό φορές μου έχει απαγορεύσει να παίζω μπάλα μέσα στο σπίτι κι εγώ την παρακούω. Και να τώρα που έγιναν κι ένα σωρό ζημιές από πάνω!» Τα μάτια του έπεσαν στο μεγάλο ρολόι του τοίχου – ευτυχώς, ήταν ακόμη αρκετά νωρίς, θα προλάβαινε κάτι να κάνει μέχρι να γυρίσουν οι δικοί του. Κοίταξε το χάλι γύρω του – και το χαλί. «Ωραία τα κατάφερα! Άντε να δω τι θα σώσω...»

Έβγαλε τα παπούτσια του και ξυπόλητος πήγε και τα έπλυνε στη μπανιέρα. «Μα, πώς στο καλό το κάνει η μαμά; Εγώ τα τρίβω τόση ώρα και το μόνο που καταφέρνω είναι να κάνω χάλια και την μπανιέρα! Κοίτα τώρα που θα θέλει κι αυτή καθάρισμα!» Αφού κατάφερε κάτι ικανοποιητικό με τα παπούτσια του και τα κρέμασε να στεγνώσουν, σειρά είχε το χαλί. Μα, για να γίνει αυτό, έπρεπε να μαζέψει τα κομμάτια του βάζου και να βάλει και ηλεκτρική σκούπα. Τα γυαλιά είναι πολύ επικίνδυνα, το θυμάται αυτό. Περνούσε την ηλεκτρική σκούπα πολλές φορές από το ίδιο σημείο, να μην του ξεφύγει τίποτε, κι ολοένα έριχνε ματιές στο ρολόι – πόσο γρήγορα περνάει η ώρα όταν δεν θες να περάσει!

Τα γυαλιά τα μάζεψε αλλά τις πατημασιές δεν ήξερε πώς να τις καθαρίσει. Σκούρα τα πράγματα. «Ας καθαρίσω τουλάχιστον τον τοίχο», σκέφτηκε. Κι έτσι έκανε. Μα, μήπως κι αυτό ήταν εύκολο; Πέρασαν αρκετά λεπτά που έτριβε και ξανα-έτριβε τα δύο σημεία που πέτυχε εκείνες τις καταπληκτικές γκέλες, τα χέρια του τον πονούσαν, αν παρατηρούσε κάποιος από κοντά το αποτέλεσμα δεν ήταν και τέλειο κι η μαμά μόλις μπήκε από την πόρτα...

«Πώς πέρασες Κωστή μου;»
Ο Κωστής τι να πει, έτριβε τον τοίχο. Και πώς έχουν οι μαμάδες την καταπληκτική αυτή ιδιότητα και καταλαβαίνουν την καταστροφή όσο κι αν προσπαθείς να την κρύψεις; Ε, έτσι και το μάτι της δικιάς του αμέσως εντόπισε την έλλειψη του βάζου.

«Πού το πήγες το βάζο αγόρι μου;»
«Εεεε.... Στα σκουπίδια μαμά .....» Ο λαιμός του τον "γρατζούνιζε" κι ήταν λιγάκι βραχνή η φωνή του. Κατάπιε. «Ξέρεις μαμάααα....»

«Αυτό το "ααααα" το τραβηγμένο δε μου αρέσει! Συνήθως σημαίνει αταξία Κωστή μου!» Η μαμά άφησε τα ψώνια στον πάγκο της κουζίνας, έβαλε τα χέρια στη μέση, κι άρχισε να επιθεωρεί τον χώρο σαν στρατάρχης. «Τι έπαθε το βάζο; Ζαλίστηκε κι έπεσε;», ρώτησε, αρκετά ήρεμη ακόμη.


«Όχι.... Αλλά να, ήταν – κατά λάθος! – στην πορεία της μπάλας μαμά και σε ορκίζομαι, αν ήξερα ότι μετά την γκέλα στον τοίχο θα πέρναγε από εκεί, δεν θα το είχα κάνει! Φυσικά, δεν ήθελα να το σπάσω, ήταν πάντα όμορφο όταν του έβαζες λουλούδια, ατύχημα ήταν, αλήθεια μαμά! Βλέπεις, μπάλα είναι και γυρίζει και .... μου ξέφυγε λίγο... Αλλά μη στεναχωριέσαι, τα μάζεψα τα γυαλιά με την ηλεκτρική!» Όλα μαζί τα έλεγε ο Κωστής, και μπορεί να μην είπε και μόνο αυτά και να είπε και περισσότερα, γιατί η μαμά είχε μείνει άφωνη εντελώς κι εκείνος, όσο έλεγε, τόσο πιο βραχνός γινόταν.

«Τι;» Η μαμά είχε εντοπίσει και τις πατημασιές στο χαλί.
«Α! αυτές; Ήταν που πήγα τρέχοντας να πιάσω το βάζο μαμά....»
Η μαμά έπεσε βαριά σε μια πολυθρόνα. «Ώστε, μπάλα είναι και γυρίζει, έτσι; Το ότι η μπάλα δεν επιτρέπεται να γυρίζει μέσα στο σπίτι, πόσες φορές πρέπει να το πούμε; Δεν το έχουμε πει ήδη αρκετές; Κοίτα τώρα χάλια...» Η απογοήτευσή της ήταν μεγάλη. «Περίμενα να είσαι λίγο πιο ώριμος, αγόρι μου».

Αυτό τον έτσουξε τον Κωστή πολύ. Καλύτερα θα ήταν αν τον είχε μαλώσει, αν τον είχε στείλει τιμωρία, παρά να του πει αυτό. Γιατί ήθελε να πιστεύει πως ήταν πολύ ώριμος για την ηλικία του και πολύ καλό παιδί.

«Υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να ξέρω μήπως;» Η μαμά δεν θα τον άφηνε εύκολα. Κι ο Κωστής, την είδε έτσι κουρασμένη από τη δουλειά και τα ψώνια, και λυπήθηκε που δεν ήταν αρκετά ώριμος για να μην της έχει δώσει τώρα μερικές παραπάνω δουλειές να κάνει μπαίνοντας στο σπίτι. Πήγε και την πήρε αγκαλιά κι ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα – «ωραίος ώριμος είμαι», σκεφτόταν, «την παράκουσα, έκανα ζημιές, και την κουράζω κι από πάνω!»
«Στο μπάνιο στεγνώνουν τα παπούτσια μου. Τα έπλυνα γιατί είχαν λάσπες!»

«Δηλαδή, πήγες με τα παπούτσια ως το μπάνιο;» η ένταση της φωνής της μαμάς είχε ανέβει λιγάκι. Μάλλον θα σκεφτόταν ότι θα είχε να καθαρίσει κι άλλα δυο χαλιά – εκτός από αυτό του σαλονιού δηλαδή. «Τι άλλο έκανες;»

«Νομίζω ότι είμαι και λίγο αρρωστούλης μαμά....» παραδέχτηκε ο Κωστής ρουφώντας τις μύξες του. «Πραγματικά μαμά....»
Η μαμά του έπιασε το μέτωπο – ήταν λιγάκι ζεστός. Μετά είδε τα νοτισμένα του μαλλιά. Μετά ξανακοίταξε γύρω της κι αναστέναξε. Τον πήρε από το χέρι, του στέγνωσε τα μαλλιά με το σεσουάρ, του άλλαξε ζεστές πιτζάμες, τον έβαλε στο κρεβάτι του κι έφτιαξε χαμομήλι. Του έδωσε κι ένα βιβλίο.
«Έχω διάβασμα, μαμά».

«Δεν πειράζει, άσε πρώτα να δούμε μήπως άρπαξες κανένα γερό κρυολόγημα. Διαβάζεις κι αργότερα, άμα συνέλθεις. Εγώ πάω να μαζέψω το χάος!»
«Συγνώμη μαμά!»

«Για να δούμε λοιπόν, πώς πέρασες τη μέρα σου σήμερα: πήγες σχολείο χωρίς ομπρέλα αλλά τη μπάλα την πήρες. Η μπάλα όμως δεν σε προφύλαξε από τη βροχή. Η κουκούλα του μπουφάν προφανώς βράχηκε και στέγνωσε ωραιότατα πάνω σου. Μετά, έπαιζες στη βροχή. Έφερες όλες τις λάσπες του κόσμου στα χαλιά μου, λες και δεν μπορούσες να βγάλεις τα παπούτσια σου πριν μπεις στο σπίτι, έπαιξες μπάλα εδώ μέσα ενώ ξέρεις ότι απαγορεύεται, μου έσπασες ένα βάζο, έχεις κάνει χάλια έναν τοίχο και μια μπανιέρα. Νομίζω νεαρέ μου ότι είχες μια πολύ γεμάτη μέρα σήμερα!»

Ήταν λίγο σφιγμένη η μαμά; Οπωσδήποτε! Ο Κωστής περίμενε πολύ γερή τιμωρία, αφού έκανε όλα αυτά. Έλα όμως που η μαμά τον παράτησε και πήγε να συνεχίσει τις δουλειές της!
Όταν μετά από ώρα, ήρθε να τον δει πώς πάει, τη ρώτησε : «θα με τιμωρήσεις;». Κι εκείνη του χαμογέλασε – λίγο, όχι πολύ.

«Νομίζω πως το ότι σου ανέβηκε πυρετός είναι αρκετή τιμωρία από μόνο του. Αλλά θα κάνω τα πράγματα λίγο πιο δύσκολα για σένα – όπως κι εσύ τα έκανες για μένα. Η μπάλα που ... "γυρίζει" λοιπόν, δεν ξαναμπαίνει σπίτι. Μένει στην αυλή. Όπως επίσης και τα λασπωμένα παπούτσια δεν μπαίνουν σπίτι – μένουν στο πλατύσκαλο. Σήμερα κι αύριο, γιατί δεν βλέπω να γίνεσαι καλά νωρίτερα, που θα μείνεις στο κρεβατάκι σου, θα διαβάσεις ένα βιβλίο και θα μου πεις την περίληψη και τη γνώμη σου γι' αυτό. Κι όταν αναρρώσεις με το καλό, λέω να σου μάθω μερικά πράγματα για την καθαριότητα, όπως ας πούμε να πλένεις τα αθλητικά σου, για να δεις πόσο δύσκολη είναι και πώς πρέπει να γίνεται σωστά!»

«Φτηνά τη γλίτωσα!» σκέφτηκε ο Κωστής. Μετά, κατάλαβε πως δεν τη γλίτωσε καθόλου. Στο εξής θα έπρεπε να πλένει μόνος του τα αθλητικά του παπούτσια.....

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved