Το παραμύθι της εβδομάδας: Μια γλάστρα μοναχούλα!
«Τι όμορφα περάσαμε σήμερα!» είπε η Κλαίρη στη μαμά της όταν γύρισαν σπίτι, αργά το βράδυ. Ήταν κατάκοπες. «Τι καλά που θα ήταν να είχαμε περισσότερες τέτοιες γιορτές!»
Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου
«Μα, ήταν όμορφα επειδή ακριβώς δεν κάνουμε κάτι τέτοιο κάθε μέρα!» της απάντησε η μαμά. Ταυτόχρονα, κρεμούσε το Μαγιάτικο στεφάνι τους στο μπαλκόνι. «Άλλωστε, ήταν μια γιορτή για την άνοιξη, τα λουλούδια, τα παιδιά! Αυτό από μόνο του σημαίνει πως γίνεται μια φορά το χρόνο».
«Διασκεδάσαμε πολύ μαμά, ε; Εσύ πέρασες καλά μαζί μας;»
«Μα φυσικά πέρασα υπέροχα! Όπως νομίζω κι όλες οι άλλες μαμάδες και μπαμπάδες! Ήθελα να σου πω ένα μεγάλο "μπράβο" που βοήθησες στην οργάνωση αυτής της γιορτής! Πρέπει να κουραστήκατε πολύ, αλλά βλέποντάς μας όλους ευχαριστημένους πρέπει να πήρατε την ανταμοιβή σας!»
«Κουραστήκαμε; Ένας Θεός ξέρει πόσο μαμά μου! Όλη την προηγούμενη εβδομάδα, τρέχαμε πανικόβλητα όλα τα παιδιά, οι δασκάλες, ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων. Τι να σου πρωτοπώ! Έπρεπε να κάνουμε ένα σωρό πράγματα, για να είναι όλα έτοιμα στην ώρα τους!»
«Αυτό θα πει ομαδική δουλειά καλή μου, κι είδες; Είχε πολύ όμορφο αποτέλεσμα!» Τώρα η μαμά τακτοποιούσε πάνω στο τραπεζάκι της βεράντας τους τις μικρές γλαστρούλες που αγόρασαν από το Πρωτομαγιάτικο παζάρι του σχολείου. Θα τις φύτευε σε μεγαλύτερες μετά από μια-δυο μέρες. Αλλά τώρα, ήταν κι εκείνη πολύ κουρασμένη.
«Ουουου! Καλά που είχαμε προετοιμάσει τις συρμάτινες βάσεις για τα στεφάνια, κι έτσι ο καθένας μπορούσε να πάρει μία και να στερεώσει τα λουλούδια του όπως ήθελε! Κι είχαμε κόψει ένα βουνό κορδέλες για τους φιόγκους. Μετά είχαμε γράψει όλα τα ταμπελάκια με τις τιμές για τα λουλούδια και τα τακτοποιήσαμε πολύ όμορφα στους πάγκους μας!» είπε περήφανα η Κλαίρη.
«Πάντως εμένα μου άρεσε περισσότερο», είπε η μαμά με ένα μικρό, συνωμοτικό χαμόγελο, «το ποπ – κορν! Πρέπει να έφαγα δυο και τρεις φορές! Όπως όλοι δηλαδή!»
«Ναι, αυτό ήταν μια υπέροχη ιδέα της φίλης μου της Ελισσάβετ! Και ο Σύλλογος μας αγόρασε τη μηχανή και μάθαμε όλα τα παιδιά πώς γίνεται το ποπ-κορν και πώς το σερβίρουμε! Όσο φτιάξαμε στις πρόβες εμείς το φάγαμε μαμά!»
«Τι λες, πάμε να ξεκουραστούμε λιγάκι; Περάσαμε μια πολύ έντονη μέρα, όμορφη, γεμάτη δραστηριότητες και παιχνίδια, αγκαλιές με φίλους και γνωστούς και ευχές. Ο μήνας αυτός θα είναι υπέροχος, είμαι σίγουρη! Αλλά, τόσα πράγματα που κάναμε, σίγουρα χρειαζόμαστε ανάπαυση!»
«Εντάξει μαμά, άλλωστε δε με κρατάνε τα πόδια μου! Μου φαίνεται πως θα πάω κατ' ευθείαν στο κρεβάτι μου....»
Η Κλαίρη τα έλεγε αυτά καθώς φορούσε τις πιτζάμες της – κι ας ήταν ακόμη σχετικά νωρίς. Δεν την πείραζε όμως.
Λαχταρούσε να καθίσει στο κρεβάτι της και να αναπολεί τα γεγονότα αυτής της μαγευτικής ημέρας. Ίσως να διάβαζε και λίγο. Το σίγουρο είναι πάντως πως θα ήταν ξαπλωμένη. Τα πόδια της την πονούσαν, αφού όλη μέρα δεν είχε καθίσει μήτε πέντε λεπτά. Δεν άντεχε ούτε τα δόντια της να πλύνει – αλλ' αυτό δεν τόλμησε φυσικά να το πει της μαμάς.
«Μαμά, να πάρω αυτή τη γλάστρα να τη στολίσω στο περβάζι του παραθυριού μου;» ρώτησε τη μαμά πριν την φιλήσει για καληνύχτα.
«Δεν είναι άσχημη ιδέα! Η γλάστρα έχει ένα φυτό που το λένε "πετούνια" και κάνει όμορφα, μεγάλα άνθη, που είναι όμως λεπτεπίλεπτα, σχεδόν σαν μεταξένια. Δεν θέλει και πολλή φροντίδα: λίγο ήλιο, λίγο νεράκι, και να της καθαρίζεις όσα μαραίνονται. Νομίζω πως θα φαίνεται πολύ όμορφη στο περβάζι σου!»
Κι έτσι η Κλαίρη, ένα βήμα πριν την οριστική παράδοσή της στον ύπνο, έβαλε τη μικρή γλάστρα με την πετούνια στο παράθυρό της, χάιδεψε απαλά τα ροζ λουλούδια της και έριξε λίγο νεράκι από το ποτήρι της.
Την επόμενη μέρα, πριν φύγει για το σχολείο, η Κλαίρη άνοιξε τα παντζούρια για να έχει άπλετο ήλιο κι αέρα η καινούρια της φίλη, έσταξε λίγο νεράκι ακόμη και τη χαιρέτησε κανονικότατα, ευχόμενη να έχει "μια όμορφη μέρα". Αποφάσισε να της δώσει το όνομα Τερέζα. Κι ας έλεγε η μαμά πως αυτό δεν ήταν απαραίτητο. Η Κλαίρη ένιωθε πως η καινούρια φίλη της έπρεπε οπωσδήποτε να έχει ένα όνομα, κι αφού αυτό της άρεσε με αυτό θα την αποκαλούσε!
Αυτή η μικρή ιεροτελεστία, γινόταν κάθε πρωί, αλλά η πετούνια δεν έλεγε να πάρει τα πάνω της. Μικρούλα ήταν όταν ήρθε σπίτι τους μετά την γιορτή της Πρωτομαγιάς, μικρή παρέμενε. Τα άνθη της μαράθηκαν κι έπεσαν ένα – ένα, αλλά καινούρια δεν εμφανίζονταν στην θέση τους. Η Κλαίρη θορυβήθηκε.
«Μήπως την βλέπει πολύ ο ήλιος και δεν της αρέσει μαμά;», ρώτησε κάποια στιγμή.
«Μόνο το πρωί την βλέπει ο ήλιος Κλαίρη μου και σίγουρα της χρειάζεται αυτό. Από το μεσημέρι και μετά, που ο ήλιος είναι πιο δυνατός, το σημείο που την έχεις είναι σκιερό και αυτό είναι ό,τι καλύτερο για ένα τόσο τρυφερό φυτό».
«Ναι, αλλά δε μεγαλώνει!»
«Θα συνηθίσει σιγά – σιγά, θέλει το χρόνο της παιδί μου να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον. Μήπως όμως της ρίχνεις πολύ νερό; Ξέρεις, και για τα φυτά, ισχύει το "παν μέτρον άριστον". Άμα έχουν λίγο νερό διψούν και ξεραίνονται, άμα έχουν πολύ, σαπίζουν. Αναρωτιόμουν μήπως της ρίχνεις πολύ νερό. Για να ελέγξω λίγο το χώμα της γλάστρας...»
Αλλά ο έλεγχος της μαμάς μετατράπηκε στην ίδια απορία με την κόρη της. Όλα βρήκε ότι τα κάνει σωστά.
«Τότε τι δεν πάει καλά κι η καημένη η πετούνια δε λέει να πάρει τα πάνω της;» σκέφτονταν και οι δύο.
Το βράδυ, η Κλαίρη της έπιασε την κουβέντα. Είχε διαβάσει πως στα φυτά, όπως και σε κάθε οργανισμό που έχει ζωή, αρέσει να τους δείχνεις ότι τα αγαπάς και τα σέβεσαι.
«Μικρό λουλουδάκι, τι έχεις κι είσαι στεναχωρημένο; Μήπως κάτι δεν σου αρέσει και γι' αυτό δεν μεγαλώνεις; Να σου αλλάξουμε γλάστρα να έχεις περισσότερο χώρο; Να σου δίνω περισσότερο νεράκι; Διαφωνείς με το όνομά σου; Εμένα το Τερέζα μου φαίνεται πολύ εύηχο, αλλά να το αλλάξουμε αν δεν σου αρέσει!»
Αλλ' όπως είναι φυσικό, η πετούνια δεν της απαντούσε....
Την επόμενη μέρα μάλιστα, το φυτό είχε πάρει να γέρνει, σαν μαραμένο, προς τα κάτω. Ένιωθε η Κλαίρη πως κάτι βασανίζει τη γλάστρα της αλλά δεν ήξερε τι. Ρώτησε τα παιδιά στην τάξη της. Ούτε αυτά ήξεραν πώς πρέπει κανείς να φροντίζει μια πετούνια για να είναι ευτυχισμένη και να κάνει όμορφα, μεγάλα λουλούδια. Το αντίθετο μάλιστα! Μερικά δεν ήξεραν καν αυτό το φυτό. Κι έτσι η Κλαίρη, έψαξε στο διαδίκτυο. Εκεί πια, "πελάγωσε", όπως θα έλεγε κι ο μπαμπάς. Είδε ένα σωρό υπέροχες φωτογραφίες, με φυτά σαν το δικό της, που όμως ήταν μεγάλα και στρουμπουλά και γεμάτα όμορφα λουλούδια. Σε καμία περίπτωση δεν θύμιζαν την δική της Τερέζα!
Απέμενε η γιαγιά. Που – ανάμεσα σ' όλα τ' άλλα – ήξερε και από κηπουρική. Κι ευτυχώς η γιαγιά τους ήρθε επίσκεψη το απογευματάκι. Η Κλαίρη γύριζε γύρω της σαν τη μύγα, περιμένοντάς τη να τελειώσει με τον καφέ και τα κουλουράκια κι όλα τα νέα της γειτονιάς και των συγγενών. Αφού λοιπόν έμαθε πως το σπασμένο χέρι της θείας Φωτούλας δεν είναι πια στο γύψο, πως ο μανάβης δε λέει να φέρει μια μελιτζάνα της προκοπής κι οι τιμές για τα φασολάκια είναι ακόμη πολύ ψηλές, πως η κυρία Ουρανία τελείωσε μ' εκείνην την κουβέρτα που έπλεκε τόσον καιρό τώρα που έπιασαν οι ζέστες και πως όλα τα χειμωνιάτικα της γιαγιάς είχαν τακτοποιηθεί με πολύ κόπο στο πάνω μέρος της ντουλάπας, κι άλλες τέτοιες πληροφορίες δεν άντεχε ν' ακούσει, πήρε φόρα και ρώτησε τη γιαγιά : «γιαγιά μήπως ξέρεις γιατί η Τερέζα μου δεν κάνει πια λουλούδια;»
Δεν τα έχασε η γιαγιά όμως. Κι ας μην ήξερε πως η Τερέζα ήταν στην πραγματικότητα μια γλάστρα που είχε μέσα ένα φυτό πετούνιας. Μια και δυο πήγε να δει την Τερέζα.
«Ωωωω!» είπε μετά από αρκετή ώρα παρατήρησης του έρμου του φυτού, που έκανε την Κλαίρη να θέλει να φάει τα νύχια της. «Πώς θες να προκόψει παιδί μου εδώ που την έχεις;»
«Μα έχει και ήλιο και φως και της βάζω νερό τακτικά....» διαμαρτυρήθηκε η Κλαίρη αδύναμα.
«Κι είναι αυτά αρκετά;»
«Δεν είναι;»
«Εμ, δεν είναι! Για σκέψου λίγο! Αν ήσουν εσύ σε ένα όμορφο δωμάτιο και σου δίναμε νερό και φαγητό μόνο, θα σου άρεσε;» Σαν είδε την εγγονή της η γιαγιά να την κοιτάζει περίεργα και δίχως να έχει καταλάβει καλά, συνέχισε : «το να ήσουν μόνη εντελώς, και να μην έχεις όλη μέρα κανέναν μα κανέναν, θα σου άρεσε;»
«Όχι φυσικά!»
«Ε, ούτε και στην Τερέζα αρέσει! Μπορεί να τα έχει όλα κατά την άποψή σου, μα δεν έχει κάτι σημαντικότερο κι από το φαγητό και το νερό ακόμη: την καλή παρέα!»
«Δηλαδή;» Κάτι άρχισε να καταλαβαίνει η Κλαίρη μα δεν ήταν και πολύ σίγουρη.
«Δηλαδή, παιδί μου, νιώθει μοναξιά. Μάλιστα! Μοναξιά! Είναι εδώ, σε ένα πολύ όμορφο περιβάλλον, με εσένα να την φροντίζεις. Αλλά δεν έχει κανέναν άλλο φίλο! Κανένα φίλο δηλαδή με πράσινα φύλλα και πολύχρωμα λουλούδια, φίλο από το ίδιο είδος μ' εκείνη».
«Τι λες γιαγιά; Νιώθουν και τα λουλούδια μοναξιά;» Τα μάτια της Κλαίρης είχαν ανοίξει κι είχαν γίνει τόοοσα μεγάλα από την έκπληξη. Πρώτη φορά άκουγε κάτι τέτοιο. Κι όσο κι αν είχε ψάξει στο διαδίκτυο, κάτι τέτοιο δεν είχε διαβάσει για τα φυτά. Μα, από την άλλη μεριά, η γιαγιά της, μπορεί καμιά φορά να έλεγε πράγματα παράξενα, είχε όμως συνήθως δίκιο! Λες;
«Πώς δε νιώθουν; Ο Θεός τα έκανε κι αυτά! Έλα να πάμε να την βάλουμε στην άλλη βεράντα, εκεί που έχετε όλα σας τα λουλούδια. Εσύ να συνεχίσεις να τη φροντίζεις όπως πριν, να της λες και κανέναν καλό λόγο, κι εκείνη σε λίγες μέρες θα συνέλθει. Θα δεις!»
Ο ενθουσιασμός της γιαγιάς ήταν μεταδοτικός και η Κλαίρη με τη μαμά της έσπευσαν να κάνουν λίγο χώρο, ανάμεσα στις άλλες γλάστρες, για να τοποθετήσουν την Τερέζα.
Πριν περάσουν τρεις μέρες, η μικρή πετούνια πέταξε καινούρια φυλλαράκια κι έκαναν την εμφάνισή τους τρία μπουμπούκια. Η Κλαίρη πετούσε από τη χαρά της, αν και, στην αρχή δεν την πίστευε την γιαγιά.
«Αυτό ήθελες καλή μου; Παρεούλα; Μα και βέβαια! Αφού σε άφηνα τόσες ώρες μοναχή σου, δίκιο είχες! Δεν είναι όμορφο πράγμα να είναι κανείς μόνος του. Κι εγώ, αν δεν είχα τις φίλες μου, αφού δεν έχω αδέλφια, θα ήμουν το ίδιο στεναχωρημένη μ' εσένα!»
Η Κλαίρη ήταν σίγουρη πια πως η πετούνια θα γινόταν μεγάλη και τρανή όπως την έβλεπε στις φωτογραφίες του υπολογιστή. «Να πω της μαμάς να πάρουμε μια γλάστρα μεγαλύτερη. Τώρα που θα φουντώσει η Τερέζα δεν θα χωρά στην μικρή!», σκέφτηκε, κι έστειλε ένα φιλί με το μικρό της χεράκι σε όλα τα λουλούδια της βεράντας της.