Το παραμύθι της εβδομάδας: Μερκούριος ο φασαρίας!
Η Στέλλα έκανε απολογισμό. «Έχω έναν σκύλο που του αρέσει το ποπ – κορν, και που η νονά μου τον βάφτισε Αφράτο επειδή παρα-είναι φουντωτός. Έχω μία χελώνα που ρημάζει τα πατατάκια μου, τουλάχιστον αυτά που πέφτουν στο χαλί, κι έτσι δεν τα βλέπει η μαμά να με μαλώσει για τα ψίχουλα».
Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου
Μετράει με τα δάκτυλά της. « Έχω έναν μπαμπά που δεν τα πάει καλά με τον υπολογιστή του και αναθέτει σε εμένα να εγκαθιστώ τα νέα προγράμματα και να του βρίσκω λύση όταν κολλάει. Έχω μία μαμά που προτιμά να με πάρει αγκαλιά παρά να καθαρίζει και να παίζουμε επιτραπέζια αντί να σιδερώνει τα πλυμένα ρούχα» Λες να ... τελειώσουν τα δάκτυλα;
«Και, από το Πάσχα και μετά, απέκτησα ένα καναρίνι που λατρεύει τον ήχο της ηλεκτρικής σκούπας! Όταν την ακούει, κελαηδάει σαν τρελό. Κι αυτό η νονά μου το βάφτισε, και το είπε Μερκούριο!» Έμεινε συλλογισμένη για λίγο. «Παράξενη οικογένεια που είμαστε αλήθεια!»
Έψαξε λοιπόν να βρει και τις δικές της παραξενιές. Μα, εκτός από το γεγονός πως λατρεύει τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές αντί για τις κούκλες, όπως κάνουν τα άλλα κορίτσια, άλλη παραξενιά δεν βρήκε. «Ε, αν τα κατοικίδιά μου είναι λίγο διαφορετικά από τα κατοικίδια του υπόλοιπου κόσμου, εγώ μπορώ κάλλιστα να είμαι ένα συνηθισμένο παιδί. Δεν είναι και σπουδαίο πράγμα άλλωστε!»
Ο Αφράτος την κοίταξε. Τα μελένια μάτια του της έλεγαν «είσαι μια χαρά κορίτσι» και η ουρά του, που συνήθως κουνιόταν όλη την ώρα χαρούμενα, τώρα κόντευε να ξεριζωθεί από τη χαρά. Του χάιδεψε το κεφάλι και πήγε να βάλει νερό και φαγητό στο καναρίνι της.
Τώρα, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, τον Μερκούριο τον πήρε πολύ μικρό, μωρούλι σχεδόν, και τον αγάπησε πολύ από την πρώτη στιγμή. Αλλά, δεν άφηνε ούτε τη χελώνα ούτε τον Αφράτο να καταλάβουν την αδυναμία της αυτή. Μόνο που ολοένα πήγαινε και έλεγχε εάν είναι καλά ο μικρούλης. Ίσως επειδή τον λυπόταν λιγάκι που ζούσε σε κλουβί.
Μα, ο Μερκούριος, δεν φαινόταν δυσαρεστημένος. Θα μου πείτε όμως πως δεν είναι κι ένα συνηθισμένο καναρίνι. Για παράδειγμα, ο Μερκούριος διαβάζει εφημερίδα. Μάλιστα! Κάθε φορά που του καθαρίζουν το κλουβί και βάζουν καινούρια και καθαρά φύλλα εφημερίδας ή περιοδικού στο πάτωμά του, ο Μερκούριος πηγαινοέρχεται και τα κοιτά με περιέργεια, στρίβοντας το μικροσκοπικό του κεφαλάκι πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη. Κι όπου έχει μεγάλα γράμματα με έντονα χρώματα – στους τίτλους για παράδειγμα – τότε κάθεται και τα κοιτά πολύ ώρα. Σα να θέλει να μάθει τα νέα του κόσμου όλου!
Το μικρό μαγαζάκι με είδη για τα κατοικίδια, έχει γίνει πολύ καλό στέκι για τη Στέλλα. Κάθε λίγο και λιγάκι εκεί βρίσκεται, ξοδεύοντας αρκετό από το χαρτζιλίκι της για τους μικρούς της φίλους. Μερικές φορές αγοράζει μεζεδάκια για τον Αφράτο, κάποιες άλλες ένα παιχνιδάκι για να περνά την ώρα του. Από εκεί παίρνει και τις τροφές των ζώων της.
«Τι κάνει το καναρίνι σου Στέλλα;» ρώτησε ο κύριος που έχει το μαγαζάκι, ο κύριος Μάνθος.
«Μεγαλώνει! Ομορφαίνει! Και τραγουδά συνεχώς...» απάντησε η μικρούλα.
«Ε, αυτό κάνουν τα καναρίνια, τραγουδούν και μάλιστα πολύ όμορφα. Γι' αυτό τα έχουμε σπίτι μας!»
«Δε σταματάνε ποτέ;»
«Μου φαίνεται πως όταν κουράζονται σταματούν – αλλά για λίγο. Εσύ πόση ώρα σταματάς να μιλάς;»
Αυτή την ερώτηση δεν την περίμενε η Στέλλα και δυσκολεύτηκε να απαντήσει. Στο τέλος είπε: «να, όταν μελετώ δεν μιλώ, ούτε όταν κοιμάμαι». Κατάλαβε πως μιλούσε πολύ όλες τις άλλες ώρες κι υποσχέθηκε στον εαυτό της να εξετάσει τουλάχιστον εάν αυτό – το να μιλάει – ενοχλεί τους υπόλοιπους γύρω της.
«Αυτό κάνει κι ο Μερκούριος! Όταν κοιμάται δεν κελαηδά. Όλες τις άλλες ώρες σου κουβεντιάζει. Κουβεντιάζει και με τα άλλα πουλιά που ακούει τριγύρω του. Σκέφτηκες μήπως κάτι θέλει να σου πει;»
Η Στέλλα τώρα πιστεύει πως ο κύριος Μάνθος θέλει να την πειράξει ή ότι άρχισε να τρελαίνεται λιγάκι – είναι και μεγαλούτσικος στα χρόνια. Γιατί, διαφορετικά, ποιος λογικός άνθρωπος θα σκεφτόταν πως ένα καναρίνι προσπαθεί να μιλήσει με την αφεντικίνα του; Μα, το κοριτσάκι έχει καλή ανατροφή και δεν λέει φωναχτά αυτά που σκέπτεται, παρά τον κοιτά χαμογελαστή.
«Τι φαγητό του δίνεις;»
«Τα σποράκια που αγοράζω από εσάς κύριε Μάνθο».
«Εμ, είδες, πεινάει ο φουκαράς!»
«Πώς; Πεινάει; Αδύνατον! Αυτός όλη την ώρα τρώει!»
«Ποιο φαί σ' αρέσει κοριτσάκι;» Μέγας είσαι Κύριε! Από το ένα θέμα στο άλλο πετάει ο κύριος Μάνθος αλλά η καλή ανατροφή της Στέλλας δεν της επιτρέπει να κάνει τίποτε άλλο παρά να του απαντήσει: «Οι τηγανιτές πατάτες κύριε Μάνθο».
«Ε, και θα σ' άρεσε να τρως κάθε μέρα πατάτες τηγανιτές και τίποτε άλλο;»
«Μάλλον όχι...» απάντησε σκεφτική. Θα μπορούσε να τρώει τα πάντα μαζί με πατάτες τηγανιτές αλλά όχι κάθε μέρα.
«Αυτό θέλει να σου πει κι ο Μερκούριος!»
«Να μην τρώω τηγανιτές πατάτες κάθε μέρα;» η Στέλλα είχε μπερδευτεί τελείως!
«Όχι! Θέλει να σου πει ότι αυτός έχει βαρεθεί το φαγητό του! Κανονικά, ξέρεις, πρέπει να του δίνεις ένα φύλλο μαρούλι, μισό αυγό βραστό κι ένα κομμάτι μήλο ή αχλάδι». Ο κύριος Μάνθος έδινε διάλεξη στην έκπληκτη πιτσιρίκα.
«Βεβαιότατα! Τι με κοιτάς έτσι; Τη μία εβδομάδα το ένα, την άλλη το άλλο, ν' αλλάζει γεύσεις και βιταμίνες που του είναι απαραίτητες! Πρέπει να ορίσεις μια μέρα την εβδομάδα κι εκείνη να του δίνεις το εξαιρετικό του μεζεδάκι. Έτσι δεν κάνεις με τον Αφράτο;»
«Να το κάνω κάθε Κυριακή;»
«Αν σε βολεύει...»
«Ξέρετε, η Κυριακή είναι η μέρα που κι εμείς έχουμε κάποιο εξαιρετικό φαγητό, και γι' αυτό νομίζω είναι η καλύτερη μέρα να έχουν και τα κατοικίδιά μου ένα διαφορετικό γεύμα».
«Καλώς παιδί μου, πολύ σωστά το σκέφτηκες!» επικρότησε τη σκέψη της ο Κος Μάνθος κι η Στέλλα ένιωσε πολύ περήφανη.
«Μα να θυμάσαι πως θέλει να κάνει και το μπανάκι του κιόλας, για να είναι καθαρός από παράσιτα και να νιώθει φρέσκος – φρέσκος. Να, αυτό το μικρό λεκανάκι είναι. Θα του το βάλεις στον πάτο του κλουβιού κι εκείνος θα δεις, θα παίζει πολύ ευχαριστημένος με το νερό!»
Μα, πόσα πράγματα ξέρει αυτός ο κύριος Μάνθος για τα κατοικίδια; Κι ιδιαίτερα για τα καναρίνια; Και γιατί δεν της τα έλεγε τόσον καιρό; Καημένε Μερκούριε, έπρεπε να έχω ψάξει στο ίντερνετ να μάθω πώς να σε φροντίζω καλύτερα!
Αυτά σκεφτόταν η Στέλλα γυρίζοντας σπίτι της, ικανοποιημένη που είχε έστω κι αργά διορθώσει το λάθος της. Γέμισε το μπανάκι του Μερκούριου με νερό, του το έβαλε το κλουβί του και πήγε να διαβάσει.
Ο Μερκούριος κοίταξε το νερό με απορία, γύρισε κι από την άλλη μεριά το κεφάλι του να δει και με το άλλο μάτι, σα να μην ήξερε τι να κάνει με δαύτο. Σε λίγη ώρα πάντως, πλατσούριζε χαρούμενος, τινάζοντας το νερό από τα κίτρινα φτερά του και κάνοντας πολλές χαρές. Προς το παρόν, του είχε κοπεί το κελάηδημα. Αλλ' αυτό, φυσικά, δεν κράτησε πολύ. Από τη στιγμή που ανέβηκε στην κούνια του και πηγαινοερχόταν να στεγνώσει, γλώσσα δεν έβαλε μέσα του! Και δώσε βουτιές στο νερό και μετά στέγνωμα στην κούνια και κελάηδισμα. Ο Μερκούριος ήταν ευτυχισμένος και έκανε πολλές χαρές.
«Πω-πω σήμερα Μερκούριε έχεις μεγάλα κέφια!» του φώναξε η μαμά από την κουζίνα. Και βούτηξε την χελώνα που είχε πάρει φόρα να πάει κατά τα σκουπίδια, που τα έβρισκε πολύ ενδιαφέροντα φαίνεται, και την έστριψε από την άλλη μεριά, να πάρει διαφορετικό ... "δρομολόγιο". Μα, όπως όλες οι μαμάδες έχουν μάτια και στην πλάτη τους, έτσι κι εκείνη. Κι έριξε τυχαία μια ματιά κατά το κλουβί του Μερκούριου κι έβαλε τις φωνές.
«Στέλλα! Στέλλαααα!»
«Μαμά;»
«Γιατί το κλουβί του Μερκούριου είναι γεμάτο νερά; Και γιατί τα σποράκια του μοιάζουν με σούπα; Είδες πώς είναι ένα γύρο; Σα να έχει γίνει βομβαρδισμός!»
Η Στέλλα κοίταξε με έκπληξη. Μεγάλη καταστροφή. Πώς κατάφερε να κάνει τα πάντα τόσο χάλια ένα τόσο δα μικρούλι πουλάκι; Η μαμά προσπαθούσε να μαζέψει την ακαταστασία, αλλά ο Αφράτος τα έκανε όλα χειρότερα με τα χοροπηδητά του. Πολύ γρήγορα, βρεμένες πατημασιές πηγαινοέρχονταν σε όλο το σπίτι, αφού ο Αφράτος πατούσε πάνω στα νερά που είχαν χυθεί έξω από το κλουβί του Μερκούριου και με άφθονα κουνήματα της ουράς έκανε κι αυτός χαρές με την αναπάντεχη δροσιά.
«Δεν πας κι εσύ λίγο παραπέρα Αφράτε; Προσπαθώ να μαζέψω και δεν βοηθάς όταν τριγυρίζεις στην φούστα μου! Αχ, Μερκούριε, τι έχεις κάνει;» Της μαμάς της είχε κοπεί η ανάσα από τις πολλές επικύψεις να μαζεύει.
Και τι έκανε ο Μερκούριος μέσα σε όλη αυτή την ανακατωσούρα παρακαλώ; Άρχισε το ίδιο βιολί, βουτιές στο νερό, κούνημα στην κούνια και μπόλικο κελάηδημα! Φαίνεται πως ήταν πολύ ευχαριστημένος που τους είχε όλους γύρω του – και το μπανάκι για τα τσαλαβουτήματα – που έπρεπε κι αυτός να δείξει τη χαρά του. Κελαηδώντας φυσικά.
Αυτή τη μικρή αφορμή περίμενε ο Αφράτος για ν' αρχίσει τα γαβγίσματα και τις τούμπες και τα γύρω – γύρω όλοι. Πανζουρλισμός γινόταν!
Η μαμά προσπαθούσε να βάλει μία τάξη, η Στέλλα ήθελε ν' ανοίξει η γη να την καταπιεί και η χελώνα είχε βάλει πλώρη να τους συναντήσει – αλλ' αυτή ευτυχώς θα έφτανε κοντά τους αφού θα είχε λήξει η όλη ιστορία.
«Μα, πώς σου ήρθε παιδί μου να βάλεις αυτό το μπολ με το νερό στο κλουβί του Μερκούριου; Σκέτη καταστροφή! Έγιναν όλα χάλια!»
Η Στέλλα πολύ στενοχωρήθηκε. Δεν της είχε περάσει από το μυαλό ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο! «Απλά ακολούθησα τις συμβουλές του κυρίου Μάνθου! Είπε ότι θα του κάνει καλό να μπανιάρεται, όπως και το να τρώει μήλα, αυγά και μαρούλια!»
«Σε καφάσια θα τα παίρνουμε τα μήλα;» ρώτησε η μαμά έτοιμη να βάλει τα γέλια! «Αχ, παιδί μου! Ένα κομματάκι μήλο κι ένα φυλλαράκι μαρούλι του είναι αρκετά! Ένα τόσο δα πλασματάκι είναι!»
Το ... "τόσο δα πλασματάκι" φτεροκοπούσε χαρούμενο ακόμη ευτυχισμένο, έχοντας πλήρη άγνοια για την σφουγγαρίστρα της μαμάς που μάζευε το χαμό. Τα μουσκεμένα σποράκια είχαν κολλήσει στο πάτωμα και στον πλαϊνό τοίχο κι έπρεπε να πλυθούν. Η εφημερίδα που με τόση σπουδή διάβαζε το καναρίνι, είχε γίνει μια μάζα στο πάτωμα του κλουβιού και τα μικρούλικα κίτρινα φτερά που μαδούσαν σε κάθε του ξύσιμο, καθίσανε αναπαυτικά σε όλα τα έπιπλα του σαλονιού. Η Στέλλα ήταν απελπισμένη.
Εκείνη την ώρα διάλεξε ο μπαμπάς να μπει στο σπίτι γυρίζοντας από τη δουλειά και ν' ακούσει το Μερκούριο να τον χαιρετά κι εκείνον κελαηδώντας.
«Κάνε όση φασαρία θες αγόρι μου!» του είπε, «μας γλυκαίνεις την καρδιά με το κελάηδημά σου!» και μπήκε και εκείνος στο χορό της ευθυμίας, βοηθώντας όσο γινόταν.
«Ξέρεις Στέλλα μου τι να κάνεις την επόμενη φορά που ο Μερκούριος θα πρέπει να πάρει το μπάνιο του;»
«Σιγά μην τον ξαναφήσω» σκέφτηκε η Στέλλα, «να έχουμε πάλι τα ίδια!» Αλλά ο μπαμπάς την πρόλαβε.
«Να βάλεις το κλουβί του στη μπανιέρα!»
«Στη μπανιέρα;» Ναι, θα του δώσω και αφρόλουτρο! Ήθελε να φωνάξει η Στέλλα.
«Ακριβώς! Όσο και να πιτσιλίσει, όση φασαρία και να κάνει, όποια ακαταστασία, η μπανιέρα πλένεται εύκολα με λίγο νεράκι. Δεν είναι το ίδιο με το να καθαρίζεις το χαλί του σαλονιού!» Και λέγοντας αυτά, ο μπαμπάς σήκωσε τη χελώνα για να την σώσει μην τύχει και την πατήσουν, και τον Αφράτο από το άλλο χέρι, για να ηρεμήσει κι αυτός λίγο, και πήγε κατά το γραφείο, μέχρι να καταφέρουν να τακτοποιήσουν τα πάντα η μαμά με τη Στέλλα. Οι οποίες κοιτάζονταν καλά – καλά με την υπέροχη αυτή ιδέα.
«Πώς δεν το είχα σκεφτεί;» αναρωτήθηκε η μικρούλα. «Αχ, Μερκούριε, φασαρίας είσαι αλλά χαλάλι σου, αν πρέπει να κάνεις μπάνιο, θα το κάνεις όπως όλη η οικογένεια. Στην μπανιέρα!»