Το παραμύθι της εβδομάδας: Μπουγέλο στο σχολείο!

Από βραδύς ο Περικλής ετοιμάζεται. «Αύριο είναι η μεγάλη μέρα!» λέει με χαρά στον Γιώργο, το μικρό του αδελφό.«Ναι, ναι! Παίρνουμε τον έλεγχό μας και τέλος το σχολείο! Τρεις ολόκληροι μήνες ελευθερίας!» επαυξάνει κι ο μικρός, περιχαρής που δεν θα έχει πια διαβάσματα.

Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου

«Α, αυτό...», χαμογελάει ο Περικλής.
«Τι; Λίγο είναι; Θα ξυπνάμε ότι ώρα θέλουμε, θα χουζουρεύουμε, θα πηγαίνουμε για μπάνιο. Θα πάμε και στο χωριό – εμένα μου αρέσει κι ας μην έχει θάλασσα! Μπορείς να κάνεις ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγματα εκεί!» Ο Γιώργος χοροπηδάει από την χαρά του.

Αυτή τη χαρά ο Περικλής δεν την συμμερίζεται και πολύ. Τα προηγούμενα χρόνια, με το που έκλεινε το σχολείο, όλο και κάποιο ιδιαίτερο θα είχε να κάνει, όλο και κάπου θα υστερούσε και θα έπρεπε να κάνει επαναλήψεις, περνούσε ο καιρός δίχως να το καταλάβει. Φέτος όμως είχε βάλει τα δυνατά του όλη τη χρονιά και τώρα θα ξεκουραζόταν κι αυτός όσο ήθελε. Αλλά, οι προετοιμασίες του καμία σχέση δεν είχαν με όσα ονειρευόταν ο Γιώργος.

Ο Περικλής είχε ... ρημάξει τα μικρά σακουλάκια της μαμάς, καθώς επίσης κι όλα της τα σακουλάκια τροφίμων. Τα έβαζε σε κάθε τσέπη του παντελονιού του – αυτού του παντελονιού που θα φορούσε την επόμενη μέρα.

«Γιατί τα μαζεύεις όλα αυτά;» απαιτούσε να μάθει ο μικρός, και στο τέλος, ο Περικλής είπε : «μα αύριο είναι η μεγάλη μέρα!»

Ο Γιώργος δεν εννοούσε να καταλάβει τι σχέση έχει η αυριανή μέρα με τις σακούλες και τα σακουλάκια, αφού όλα τα βιβλία τους τα είχαν ήδη πάρει σπίτι από την Παρασκευή. Γιατί, βλέπετε, αυτός είναι πρωτάκι. Που πάει να πει πως δεν ξέρει το έθιμο του σχολείου.

«Αύριο, αφού αποχαιρετήσουμε τους δασκάλους μας και πάρουμε και το απολυτήριό μας – εμείς, τα μεγάλα παιδιά, τα εκτάκια- θα παίξουμε μπουγέλο! Δεν ξέρεις πόσο το περιμένω! Είναι έθιμο, κάθε φορά, στη λήξη της σχολικής χρονιάς, να παίζουν τα εκτάκια και μόνο αυτά μπουγέλο! Αποχαιρετούμε το δημοτικό με πολλά γέλια!»

Τίποτε δεν κατάλαβε ο Γιώργος, εξόν ίσως από το γεγονός ότι κάτι πολύ σπουδαίο έκανε τόσο ευτυχισμένο τον αδελφό του. Μα, τι να ήταν αυτό.... Δεν θα ήξερε να πει.

Κι ο Περικλής, μέσα στη χαρά του, κατάλαβε πως ο μικρός δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο, κι αφού γέλασε με την καρδιά του με το έκπληκτο ύφος του μικρού, βάλθηκε να του εξηγήσει.
«Το μπουγέλο είναι ένα παιχνίδι. Με νερό. Πολύ νερό! Γι' αυτό και παίζεται μόνο καλοκαίρι! Αν κάνεις κανένα λάθος και παίξεις μπουγέλο από το Σεπτέμβρη και μετά που αρχίζουν οι δροσούλες, καταλήγεις άρρωστος!» Κοίταξε να δει αν ο Γιώργος τον καταλαβαίνει. Ο Γιώργος του έκανε «ναι» με το κεφάλι.

«Παίρνεις λοιπόν ένα μικρό σακουλάκι και βάζεις νερό μέχρι τη μέση. Σημαδεύεις τον αντίπαλο και το πετάς με φόρα. Εκείνος γίνεται λούτσα με το νερό και γελά και τρέχει να στο ανταποδώσει! Κι έτσι, πριν περάσει λίγη ώρα, είναι όλοι βρεμένοι μέχρι το κόκαλο! Καλά θα κάνεις να χρησιμοποιείς πάντα γερά, καινούρια σακουλάκια. Γιατί, αν έχουν τρύπες, το νερό κυλά πριν προλάβεις να το πετάξεις το έρμο και τελικώς αυτός που καταβρέχεται περισσότερο είσαι εσύ ο ίδιος! Όπως καταλαβαίνεις, αυτό δεν είναι παιχνίδι για μικρά παιδιά και είμαστε τυχεροί που μας επιτρέπουν να παίζουμε μπουγέλο την τελευταία μέρα του σχολείου εμείς που είμαστε στην έκτη τάξη!»

Ο Γιώργος έξυσε το κεφάλι του. Ωραίο παιχνίδι. Δροσιστικό. Αλλά πώς γυρνάς σπίτι με τα βρεμένα ρούχα; Και τι γίνεται αν πλημμυρίσει ο τόπος νερά; Κι οι δάσκαλοι; Δεν μαλώνουν; Ούτε η μαμά; Και γιατί δεν επιτρέπεται στα μικρότερα παιδιά;

Με όλες αυτές τις ερωτήσεις να χορεύουν στο κεφάλι του, ο Γιώργος αποφάσισε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι πως θα εφοδιαστεί κι εκείνος "πυρομαχικά". Έτσι λοιπόν ... "αφαίρεσε" μερικές σακούλες από τις τσέπες του Περικλή. Και καθόλου δεν τον ένοιαξε που αυτό είναι σκέτη κλεψιά. Είχε μαζέψει τόσες πολλές! Το δεύτερο ήταν πως θα έπαιζε κι ο ίδιος. Αλλά μόνος του δεν έχει γούστο. Άρα, πρέπει να βάλει κι άλλον στον παιχνίδι. Ποιον όμως; Ποιος δεν μαρτυράει και κρατά μυστικό; Κατέληξε στην Ηλέκτρα. Και την ενημέρωσε τηλεφωνικά και εντελώς συνωμοτικά – αυτό είναι κάτι σχεδόν ακατόρθωτο στο σπίτι του, αλλά οι γονείς του άλλαζαν χώμα στα φυτά της βεράντας και απασχολημένοι καθώς ήταν δεν του έδωσαν και πολλή σημασία.

Την επόμενη μέρα, καμία σημασία δεν έδινε ο Γιώργος ούτε στις ευχές της δασκάλας του και τα καλά της λόγια, ούτε στις χαιρετούρες της μαμάς δεξιά κι αριστερά, ούτε στους συμμαθητές του που δεν έβλεπαν την ώρα να αποχωρήσουν. Πότε επιτέλους θ' άρχιζε αυτό το περιβόητο μπουγέλο; Γιατί κάθονταν όλοι τόση ώρα υπομονετικά και δεν κάνει κάποιος την αρχή;

Μα η αρχή του μπουγελώματος γίνεται πάντα "εντυπωσιακά" κι εκεί που δεν το περιμένει κανείς! Κι έτσι, την ώρα που μερικοί είχαν ήδη αρχίσει ν' αποχωρούν, ένα μεγάλο κόκκινο μπαλόνι, γεμάτο νερό, ήρθε και προσγειώθηκε θαρρείς κι έπεσε από τον ουρανό, στη μέση της αυλής! Ένα τεράστιο "πλατς" ακούστηκε και όσοι βρίσκονταν κοντά, μικροί ή μεγάλοι, βράχηκαν ωραιότατα!

Αυτό ήταν το σύνθημα. Μικρά και μεγάλα μπαλόνια, σακούλες, σακουλίτσες και σακουλάκια, γεμίζονταν νερό στις βρύσες της αυλής με αστραπιαία ταχύτητα, κι έπεφταν δεξιά – αριστερά, σκορπώντας γέλιο και επιφωνήματα – μαζί με άφθονη δροσιά εννοείται! Ακούγονταν κι ένα σωρό διαφορετικά "πλατς" από παντού. Τα παιδιά της έκτης τάξης, έπαιζαν με όλη τους τη δύναμη και κανείς δεν τους ξέφευγε – εκτός φυσικά από τα "μικρά".

Ο Γιώργος, αφού παρακολούθησε για λίγο τον ξέφρενο χορό από τα "νερόμπαλα", βούτηξε την Ηλέκτρα από το χέρι, και μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μαμάδων τους, έτρεξαν κι αυτοί στις βρύσες να γεμίζουν τα δικά τους σακουλάκια. Μπορεί η μαμά του να φώναξε κάτι, - απαγορευτικό προφανώς – αλλά κανείς δεν την άκουσε μέσα στην φασαρία.

Με περηφάνεια λοιπόν, πρώτη η Ηλέκτρα κι αμέσως μετά ο Γιώργος, πέταξαν από ένα μπουγέλο ο καθένας μέσα στη μέση του χαμού. Αλλά, χωρίς να έχουν πείρα, και φοβούμενοι μην τύχει και βραχούν κι οι ίδιοι, κάπως βιαστικά και χωρίς υπολογισμό έστειλαν τις νερόμπαλές τους όσο πιο μακριά γινόταν.

Αποτέλεσμα; Η σακουλίτσα της Ηλέκτρας έκανε ένα ωραιότατο "πλατς" πάνω στα παπούτσια της ίδιας της δασκάλας τους και η Γιώργος κατάφερε να ρίξει τη δική του κατακέφαλα στον ίδιο τον κύριο υποδιευθυντή! Μάλιστα! Τέτοια επιτυχία! Από όλον τον κόσμο που ήταν μαζεμένος εκεί, η δική του βολή βρήκε τον ... "καλύτερο" στόχο!

«Ααααα!» έκαναν και τα δύο παιδιά μαζί.
«Ααααα!» έκανε κι ο Περικλής που έβλεπε τη φάση.
«Αααααααααα!» έκανε κι η ο κύριος υποδιευθυντής, που του ήρθε η άξαφνη δροσιά.

«Πω-πω τώρα τι κάνουμε;» αναρωτιόταν η Ηλέκτρα
«Κακό που έπαθα! Κακό που έπαθα! Καλύτερα να έβρεχα τη μαμά μου! Αλίμονό μου τώρα! Θα με έχει στο μάτι όλη την επόμενη χρονιά! Αχ, τι ήθελα κι ανακατεύτηκα στα παιχνίδια των μεγάλων; Δεν καθόμουν ήσυχα – ήσυχα δίπλα στη μαμά μου;» αναρωτιόταν ο Γιώργος.

Αλλά ο κύριος υποδιευθυντής, μετά το αρχικό ξάφνιασμα, γύρισε και τους κοίταξε. Και όχι και πολύ δολοφονικά, θα λέγαμε. Ήταν λιγάκι νευριασμένος, πολύ λιγάκι. Κι έκανε μια κίνηση χρατς από το πίσω μέρος του παντελονιού του....
Κι εκεί που περίμενε ο καημένος ο Γιώργος που θα του πετούσε στο δικό του κεφάλι τουλάχιστον ένα τούβλο ο κύριος υποδιευθυντής – μάλλον την ίδια σκέψη έκανε κι ο Περικλής γιατί ερχόταν τρέχοντας και γλιστρώντας προς το μέρος τους -, εκείνος εμφάνισε μαγικά ένα νεροπίστολο κι ανταπέδωσε το κατάβρεγμα!

«Τι νομίζετε; Εμείς γεννηθήκαμε κατ' ευθείαν μεγάλοι; Αμ όχι! Κι εμείς ήμασταν παιδιά, σκανταλιάρικα μάλιστα, και ξέρουμε πολύ καλά πώς να μπουγελώνουμε!»
Τα παιδιά σταμάτησαν να ρίχνουν νερά προς όλες τις κατευθύνσεις, και μαζεύτηκαν γύρω του με απορία και λίγη αμηχανία είναι η αλήθεια. Καθότι δεν βλέπεις τον κύριο υποδιευθυντή σε τέτοια χάλια κάθε μέρα! Ούτε και με νεροπίστολο στο χέρι! Ο Γιώργος με τη Ηλέκτρα είχαν απλώς καρφωθεί στη θέση τους και κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια.


«Αλήθεια, πιστεύεται πως εμείς δεν έχουμε παίξει τέτοια παιχνίδια ή δεν χαιρόμασταν κι εμείς όταν τελείωνε το σχολικό έτος;» Ο κύριος υποδιευθυντής είχε διπλωθεί στα δύο από τα γέλια για το έκπληκτο βλέμμα όλων των παιδιών. Αλλά δεν πρόλαβε να πει περισσότερα, γιατί ο γυμναστής του σχολείου είχε γεμίσει νερό μια μεγάλη σακούλα και την εκσφενδόνισε – αθλητής ο άνθρωπος! – στην ομήγυρη, και ξέσπασαν γέλια και χειροκροτήματα.

Ο Γιώργος πίστευε πως η μαμά όπου να' ναι θα ερχόταν να του μαδήσει τα τσουλούφια του ένα-ένα. Αλλά αντί γι' αυτό την είδε να βγάζει από την τσέπη του Περικλή ένα νερόμπαλο για να οδεύει για τις βρύσες. Ποιος; Η μαμά; Ε, αυτό πια ....

«Τι έκανες βρε μόμολο;» του είπε ο Περικλής μόλις κατάφερε να τον φτάσει. «Δεν σου είπα ότι αυτό δεν είναι παιχνίδι για τα μικρά;»

«Γιατί Περικλή; Είναι για τους μεγάλους;» ρώτησε ο Γιώργος κι έδειξε τη μαμά τους που κατάβρεξε με μεγάλη επιτυχία μιαν άλλη μαμά.

«Μαμά;» έκανε ο Περικλής που δεν πίστευε τα μάτια του.
«Μαμά;» έκανε κι ο Γιώργος και συνέχισε : «Θες να είμαστε στην ίδια ομάδα;»

Κι η μαμά αγκάλιασε τους γιους της, ξέροντας ότι την επόμενη μέρα μάλλον θα έκαναν στα σίγουρα μια υπέροχη ομάδα κρυολογημένων και θα έπιναν μαζί τα ζεστά τους τσάγια κατακαλόκαιρα, και παραπονέθηκε: «να μου το λέγατε βρε παιδιά, να είχαμε φέρει καμιά πετσέτα και καμιά μπλούζα στεγνή! Πώς θα μπούμε τώρα στο αυτοκίνητο;»

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved