Το παραμύθι της εβδομάδας: «Και τώρα τι γίνεται;»
Κάθε πρωί ο Σωκράτης ευχαριστεί τον καλό Θεό που τελείωσαν τα σχολεία. Κακός μαθητής δεν είναι, αλλά είχε κουραστεί. Σχολείο, μελέτη, δραστηριότητες, ξένες γλώσσες. Κάθε απόγευμα και μια διαφορετική τρεχάλα για να τα προλάβει όλα.
Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου
Το ίδιο έκανε κι η μαμά του. Ένα μεγάλο "ουφ" ακούστηκε από τα χείλη της την πρώτη μέρα των διακοπών. Λογικό. Η μαμά έκανε τα δρομολόγια και του Σωκράτη και της Μαριάνθης, της αδελφής του, σε καθημερινή βάση. Τον έναν πήγαινε Αγγλικά, την άλλη έπαιρνε από το μπαλέτο. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που το πρόγραμμα μπερδευόταν τόσο πολύ, που κι η ίδια – η απόλυτα οργανωμένη – μαμά, τα έκανε θάλασσα. Άλλος έπρεπε να ντυθεί να πάει φροντιστήριο και σε άλλον έβαζε τις φωνές! Πήρε τη Μαριάνθη από το μπαλέτο κι αντί να την πάει σπίτι να συνεχίσει τη μελέτη της, την οδήγησε με περισσή σιγουριά στο φροντιστήριο του Σωκράτη, τη φίλησε και της είπε "θα τα πούμε σε μια ώρα μικρή μου, καλό μάθημα!", μα η μικρή δεν έβγαινε από το αυτοκίνητο και γελούσε μέχρι δακρύων με το μπέρδεμα!
Μετά τις πρώτες βαθιές ανάσες ανακούφισης από όλους, ήρθαν οι ... "οδηγίες". Η μαμά είχε οδηγίες και για τους δύο – τι θα τρώνε, πώς θα το ζεσταίνουν, πόσα φρούτα την ημέρα, κομμένες οι τσίχλες, να μην κάθονται στη βεράντα με τον ήλιο, να βγάζουν βόλτα τη Μπέλα (τη σκυλίτσα τους), ν' απλώνουν τη μπουγάδα αλλά να θυμούνται να μαζέψουν τα ρούχα για να μην τα κάψει ο ήλιος κι ένα σωρό άλλα τέτοια. «Θέλω, για τις ώρες που θα είστε μόνοι σας στο σπίτι, να είστε ασφαλείς. Και για να γίνει αυτό, θα πρέπει ν' ακολουθείτε ό,τι σας λέω».
Τα δύο παιδιά στην αρχή βόγκηξαν, μετά όμως είδαν ότι στην πραγματικότητα, αυτά που τους ανέθετε ή τους απαγόρευε η μαμά δεν ήταν δε και τίποτε σπουδαίο. Και, σε σιωπηλή συνεννόηση μεταξύ τους, μοίραζαν στα σβέλτα τις δουλειές και φρόντιζαν να τις τελειώνουν νωρίς μέσα στη μέρα, για να τους μένει άφθονος χρόνος για ό,τι άλλο ήθελαν να κάνουν – στα πλαίσια φυσικά που τους επιτρεπόταν αυτό το "οτιδήποτε άλλο".
Και όλοι, και οι μικροί και οι μεγάλοι, ανυπομονούσαν μέσα στο σπίτι, για την ημέρα που θα μπορούσαν να ξεφύγουν από όλα αυτά για τα καλά, φυσικά πηγαίνοντας διακοπές. Ειδικά ο Σωκράτης και η Μαριάνθη έκαναν ένα σωρό όνειρα για το πώς θα περάσουν αυτές τις ημέρες. Ο καθένας μόνος του και οι δύο μαζί.
«Θα μαζέψω τόσα κοχύλια φέτος! Θα φτιάξω κοσμήματα για τη μαμά, για τις φίλες μου, για μένα! Ουουου!» η Μαριάνθη χοροπηδούσε ήδη μέσα στο σαλόνι λες και το κύμα της έγλειφε τα πόδια. Κι όπως κρατούσε τη σκούπα και το φαράσι – να μαζέψει μιαν αταξία της Μπέλας – έμοιαζε πως σκύβει ήδη να τα μαζέψει με τα μικρά της χέρια ένα – ένα.
«Εγώ πάλι λέω να διαβάσω όλα εκείνα τα βιβλία που μου έχουν κάνει δώρα και δεν τα προλάβαινα όλο το χειμώνα» είπε ο Σωκράτης.
«Μα, αυτό δεν το κάνεις ήδη;» απόρησε η Μαριάνθη που τον έβλεπε ξαπλωμένο στον καναπέ με μια στοίβα βιβλία τριγύρω του. Άραγε θα έβαζε ένα χεράκι με τα πιάτα;
«Ωωω, μη στενοχωριέσαι, αν μου τελειώσουν θα πάρω κι άλλα!» την πείραξε αυτός, αλλά μια φορά από τον καναπέ σηκώθηκε. Ήταν η ώρα να πάει βόλτα με τη Μπέλα.
Έτσι περνούσαν οι μέρες τους, κι ότι κι αν έκαναν το "μπέρδευαν" λιγάκι με το τι θα ήθελαν να κάνουν στις διακοπές. Κάθε βράδυ, η Μαριάνθη έγραφε στο μικρό, ροζ ημερολόγιό της : άλλη μια μέρα πιο κοντά στις διακοπές. Και ο Σωκράτης έψαχνε μανιωδώς στο ίντερνετ ποια είναι τα καινούρια βιβλία – για την ηλικία και τα ενδιαφέροντά του πάντα – και μετρούσε τα λεφτά του να δει αν του φτάνουν να τ' αγοράσει όλα μεμιάς.
«Εε... παιδιά», έκανε ο μπαμπάς ένα απόγευμα, «έχω κάτι που θέλω να σας πω».
Ο Σωκράτης παράτησε το βιβλίο κι η Μαριάνθη το κουκλόσπιτο. Τι έγινε και ο μπαμπάς έβαλε στα λόγια του επικεφαλίδα, εισαγωγή και πρόλογο; Κάτι πολύ σπουδαίο σίγουρα! Γιατί συνήθως ο μπαμπάς ότι ήθελε να πει το έλεγε χωρίς "σάλτσες". Όπως, για παράδειγμα "Σωκράτη, γιέ μου, τι χάλι είναι αυτό στο γραφείο σου!» ή «Μαριάνθη δεν είναι δίκαιο να μαζεύω εγώ τις κούκλες σου από το σαλόνι!». Έβαζε και λίγο χιούμορ, έτσι για ... "στόλισμα" αλλά σίγουρα "σάλτσες" δεν έβαζε. Άρα, κάτι συνέβαινε...
«Τι έγινε μπαμπά;»
«Τίποτε δεν έγινε! Αλλά ήθελα να σας ενημερώσω για κάτι»
Ενημερώνουν οι γονείς; Μπααα... Καλά ήταν ο μπαμπάς; Κι η μαμά γιατί ήταν λίγο πιο σιωπηλή από ότι την είχαν συνηθίσει;
«Ναι, φυσικά, για να το ξέρετε κι εσείς. Βλέπετε, θα υπάρξει μια καθυστέρηση στο πλάνο των διακοπών μας!»
Ο πολυέλαιος να είχε πέσει στη μέση του σαλονιού, λιγότερη αναστάτωση θα έφερνε. Η πόρτα ν' άνοιγε και να έμπαινε ο ίδιος ο Άγιος Βασίλης αυτοπροσώπως και με ένα σωρό δώρα, σημασία δεν θα του έδιναν! Τα παιδιά έστεκαν εκεί, παγωμένα και κοίταζαν τους γονείς τους χωρίς άχνα.
«Δηλαδή, δεν θα πάμε διακοπές;» Σιγά μη ντρεπόταν η Μαριάνθη να ρωτήσει. Πώς και πώς τις περίμενε!
«Φυσικά και θα πάμε! Προσέξτε με λίγο! Είπα ότι θα έχουμε μια καθυστέρηση κι όχι μια ματαίωση!»
«Ναι, καλά, τις ξέρουμε αυτές τις δικαιολογίες των μεγάλων. Ξεκινάνε μελιστάλαχτα και καταλήγουν να κλαίμε με μαύρο δάκρυ» σκέφτηκε ο Σωκράτης, από μέσα του φυσικά, γιατί η φωνή είχε σκαλώσει πίσω από τα δόντια του και δεν έβγαινε προς τα έξω. «Καλά θα κάνω να τις ξεχάσω τις βουτιές για φέτος». Αυτό δεν ξέρει αν το είπε έξω του ή μέσα του, πάντως ο μπαμπάς έλεγε εκείνη την ώρα κάτι για «μικρή μεταβολή των σχεδίων» και για «υπομονή μέχρι το τέλος Αυγούστου» κι άλλα τέτοια που τα μισά εκείνος τα έχασε. Ποια η διαφορά; Καλοκαίρι σ' ένα διαμέρισμα δεν περνάει, περνάει; Μα, κρατούσε το στόμα του κλειστό, αφ' ενός γιατί η φωνή του αποφάσισε να του κάνει νάζια και μπορεί να ακουγόταν άσχημα αυτά που ήθελε να πει, κι αφ' ετέρου γιατί λυπήθηκε την καημένη τη Μαριάνθη που ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
«Αλήθεια μπαμπά, θα πάμε κάποια στιγμή διακοπές; Δεν αναβάλλονται τελείως; Έστω και στο τέλος του καλοκαιριού, θα πάμε; Έστω και για λίγο;» επέμενε να ρωτά η Μαριάνθη κι ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα για τα καλά.
«Μα, φυσικά και θα πάμε, τι είναι αυτά τώρα;» Ο μπαμπάς την πήρε από τους ώμους και την κάθισε δίπλα του. «Γιατί στενοχωριέσαι καλή μου; Δεν είναι δα και σπουδαίο πράγμα! Να δεις που έτσι θα τις ευχαριστηθούμε καλύτερα!» Η Μαριάνθη κοιτούσε το πάτωμα – εκεί που μέχρι σήμερα το πρωί ονειρευόταν ότι έβρισκε τα ομορφότερα κοχύλια του κόσμου. Μα τα ματάκια της ήταν κόκκινα και υγρά.
Ο Σωκράτης ήταν μουτρωμένος αλλά δεν θα έκλαιγε. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό στην αδελφή του. Ήταν πολύ μικρή για να καταλάβει μερικά πράγματα. «Ώστε γι' αυτό μουρμούριζαν χθες το απόγευμα η μαμά με τον μπαμπά. Και λες να μην είναι αυτή όλη η αλήθεια;» Πάλι δεν είπε τίποτε όμως.
Η Μαριάνθη έδειξε να ηρεμεί με τις διαβεβαιώσεις του μπαμπά, και κάπως να συνέρχεται, αφού κι μαμά έσπευσε να τους εξηγήσει πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην πάνε διακοπές καθόλου.
Πολύ ώρα μετά, η Μαριάνθη τρύπωσε στο κρεβάτι του Σωκράτη, όπως κάνει όταν μπουμπουνίζει και βρέχει το χειμώνα.
«Και τώρα τι γίνεται;» τον ρώτησε με τα μεγάλα πράσινα μάτια της να τον κοιτάζουν γεμάτα εμπιστοσύνη – ο αδελφός της δεν της είχε πει ψέματα ποτέ.
«Για ποιο πράγμα;»
«Για τις διακοπές. Τι λες εσύ, θα πάμε ή δεν θα πάμε; Λέει αλήθεια ο μπαμπάς;»
«Μα, τι λόγια είναι αυτά; Ο μπαμπάς μας έχει πει ψέματα μόνο μια φορά, κι αυτό ήταν τότε που η γιαγιά ήταν στο νοσοκομείο και μας είπε ότι πήγε ταξίδι για να μην στενοχωρηθούμε. Δεν το έχει κάνει ποτέ άλλοτε. Άρα, μας λέει πάντα την αλήθεια και άρα ναι, θα πάμε διακοπές, απλώς λίγο πιο μετά»
Ο Σωκράτης της μιλούσε με μια σιγουριά που δεν ένιωθε αλλά παρακαλούσε το Θεό να μην κάνει λάθος. Κι εκείνος τους ίδιους προβληματισμούς είχε.
«Κι αν και τώρα μας λέει ψέματα πάλι για να μην στενοχωρηθούμε;»
«Μα τώρα είμαστε μεγάλα παιδιά! Τότε, που είχε αρρωστήσει η γιαγιά, εσύ δεν πήγαινες καν στο νηπιαγωγείο ακόμη κι εγώ στη Δευτέρα Δημοτικού. Λογικό ήταν να μην μπορούμε να καταλάβουμε κάποια πράγματα. Μα, για δες μας τώρα, εγώ θα πάω Γυμνάσιο κι εσύ στην Τρίτη. Είμαστε μεγάλα, σοβαρά και υπεύθυνα παιδιά κι είμαι σίγουρος πως αν είχαν κάτι διαφορετικό να μας πουν θα μας το έλεγαν ορθά – κοφτά. Και, στο κάτω – κάτω, τι θα παθαίναμε αν δεν πηγαίναμε διακοπές μια χρονιά; Μάλλον τίποτε! Κάποιον τρόπο θα βρίσκαμε να περάσουμε όμορφες στιγμές και να κάνουμε και μερικές βουτιές. Επομένως, δεν υπάρχει λόγος να μας πουν ψέματα γι' αυτό και δε μας λένε».
«Εντάξει, Σωκράτη, το κατάλαβα αυτό. Είμαστε μεγάλα παιδιά. Επίσης κατάλαβα πως ο μπαμπάς είναι για κάποιο λόγο προβληματισμένος και μου φαίνεται κι η μαμά το ίδιο. Δεκάρα δεν δίνω για τις διακοπές μας – και ξέρεις πόσο αγαπάω και τη θάλασσα και τον ήλιο και την διασκέδαση. Εμένα αυτό που με νοιάζει είναι μήπως έχουν κάποια άλλη στενοχώρια και δεν θέλουν να μας την πουν».
Πρώτη φορά η Μαριάνθη ύψωσε – λιγάκι – τη φωνή της στον αδελφό της. Κι εκείνος κατάλαβε πως το άγχος της δεν ήταν οι διακοπές αλλά το τι άραγε να κρυβόταν πίσω από την αναβολή τους. Ο Σωκράτης κατάλαβε την αγωνία της κι ως μεγάλος αδελφός που είχε πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο του, την καθησύχασε όσο μπορούσε, αλλά αποφάσισε να μιλήσει εκείνος ο ίδιος με το μπαμπά. Σαν άντρες.
Πράγμα που κατάφερε να κάνει εννοείται όταν η Μαριάνθη πήγε για ύπνο.
«Μπαμπά, δε με νοιάζει αν δεν πάμε και καθόλου διακοπές, θέλω να το ξέρεις αυτό!» του ξεφούρνισε, λίγο απότομα είναι η αλήθεια.
«Γιατί να μην πάμε;»
«Μα, νομίζω πως στην πραγματικότητα αυτό ήθελες να μας πεις το απόγευμα!»
«Όχι! Γιατί να πρέπει να σας μπερδέψω κι άλλα να πω, άλλα να εννοώ κι άλλα να σας ανακοινώνω;»
«Για να μην το πάρουμε κατάκαρδα μπαμπά!'
«Μέγας είσαι Κύριε!» ο μπαμπάς σταυροκοπήθηκε! Μετά κοίταξε το αγόρι του, που ήταν πια μεγάλο – αλλά όχι και πολύ, μια παιδικότητα έμενε ακόμη μέσα του και μια αγαθοσύνη. Χαμογέλασε, εκείνο το πλατύ χαμόγελο που του γέμιζε ρυτίδες τα μάγουλα κι έφτανε ως την καρδιά του. «Αααα... κατάλαβα. Νομίζεις ότι κάτι άλλο μπορεί να συμβαίνει, ε; όπως τότε που η γιαγιά είχε πάει ταξίδι αλλά δεν έφερε κανένα δώρο όταν γύρισε και κατάλαβες πως ταξίδι μια φορά δεν ήτανε!»
«Κάπως έτσι» είπε ο Σωκράτης.
«Λοιπόν, αγόρι μου, λυπάμαι πολύ που σου το χαλάω, αλλά δυστυχώς θα πάμε διακοπές. Βλέπεις, δεν μπορούμε να το αποφύγουμε γιατί αλίμονο στη γκρίνια όλων μας αν δεν το κάνουμε! Μα, επειδή στη δουλειά μου παραγγείλαμε καινούριο λογισμικό, μέχρι να έρθει, να εγκατασταθεί και να λειτουργήσει άψογα, θα είμαστε όλοι εκεί κι είναι όλων μας η δουλειά απαραίτητη και πολύ σημαντική. Οπότε άδειες θα πάρουμε μετά. Και μερικές μέρες μπόνους για την κούραση που θα τραβήξουμε»
Τα μισά κατάλαβε ο Σωκράτης – ο κόσμος της δουλειάς του μπαμπά ήταν λιγάκι χαοτικός καμιά φορά και δεν τα έπιανε με την πρώτη – όμως ποιος νοιάζεται; Ένα είναι το σίγουρο, ένα! Οι διακοπές δεν ακυρώνονται, ίσα – ίσα, θα κρατήσουν και λίγο παραπάνω! Χαρές που θα κάνει η Μαριάνθη!
«Εντάξει, μπαμπά». Ο Σωκράτης κράτησε την ψυχραιμία του, ήταν πια μεγάλο παιδί κι ένιωθε πως πρέπει να το κάνει αυτό, και δεν χοροπήδησε μέχρι το ταβάνι από τη χαρά του. Πάντως, μεγάλος ξε-μεγάλος, έδωσε ένα πολύ μεγάλο φιλί στο μάγουλο του μπαμπά.
«Και τώρα τι γίνεται;» ξαναρώτησε η Μαριάνθη όταν της τα είπε με το νι και με το σίγμα το επόμενο πρωί ο Σωκράτης. Φούντωσε εκείνος κι ήταν έτοιμος να ευχηθεί να μεταμορφωθεί η μικρή του αδελφή σε γάτα ή σκύλο ή βάτραχο, κάτι τέλος πάντων που δεν θα κάνει τόσο πολλές ερωτήσεις όλη την ώρα.
«Θα περιμένουμε. Στο μεταξύ, όλο και κάποια βουτιά θα κάνουμε τα Σαββατοκύριακα εδώ κοντά»
«Αααα...»
«Τι είναι ρε Μαριάνθη πάλι;» Μερικές φορές οι αδελφές και μάλιστα οι μικρότερες, καλά θα κάνουν να μείνουν στο δωμάτιό τους να παίζουν με τις κούκλες τους.
«Να, λέω...» κόμπιασε. Τον κοίταξε. «Λέω πως ο μπαμπάς κι η μαμά θα είναι πολύ κουρασμένοι αυτόν τον καιρό. Εμείς δεν έχουμε σχολείο και ξεκουραζόμαστε. Εκείνοι όμως πάνε κάθε μέρα στη δουλειά!»
«Και;»
«Ε, να φροντίσουμε εμείς να περνούν λίγο πιο ξεκούραστα εκείνοι. Μέχρι να πάρουν άδειες θα τους φαίνεται πολύς ο καιρός!»
«Α!» Αυτό δεν το είχε σκεφτεί ο Σωκράτης. Δίκιο είχε η μικρή. Είδες τελικά; Ίσως να μην της αξίζει να γίνει βάτραχος. «Και τι να κάνουμε;»
«Να, να βγάλουμε εισιτήρια και να πάμε σινεμά. Να κανονίσουμε μια μικρή εκδρομή εδώ κοντά – ίσως και καμιά βουτιά, ή ίσως μια επίσκεψη στο ζωολογικό πάρκο. Να κάνουμε κι ένα μπάρμπεκιου και να ψήσουμε εμείς τα μεζεδάκια και η μαμά με το μπαμπά να μην κάνουν τίποτε εκείνη τη μέρα. Τέτοια πράγματα. Να ομορφύνουμε λίγο την αναμονή. Τι λες;»
Τι να πει; Δεν μπορεί να της πει ότι κανονικά πρέπει να γίνει νεράιδα κι όχι βάτραχος – δεν τα λες αυτά στην αδελφή σου αν δεν θες να σου πετάξει τίποτε κατακέφαλα! Βρε, πώς δεν το είχε σκεφτεί ο ίδιος; Τσάμπα που μεγάλωσε δηλαδή, άμα δεν μπορεί να κατεβάσει καμιά καλή ιδέα. Κρίμα το μπόι του! Αλλ' ούτε αυτό το λες. Αντίθετα, ανοίγεις την αγκαλιά σου και την κάνεις μεγάλη πολύ κι εκεί μέσα κλείνεις την αδελφή που μερικές φορές είναι πιο ώριμη από σένα!
«Να μια πολύ καλή ιδέα! Νομίζω ότι θα αρέσει και στους δύο! Τι λέω, θα τρελαθούν!» της είπε με τον πρέποντα ενθουσιασμό. «Και μάλιστα λέω να ξεκινήσουμε από το σινεμά» Ήξερε πόσο της άρεσε το θερινό σινεμά. Στο κάτω – κάτω, όλοι θα το απολάμβαναν!