Το παραμύθι της εβδομάδας: «Γιατί δεν… μυρίζει κάτι;»
«Τι όμορφες μέρες!» λέει κάθε πρωί η Νίνα, η αδελφή του Τάσου. Κι οι μέρες ήταν πραγματικά όμορφες. Δεν κάνει κρύο, το αντίθετο μάλιστα, προς το μεσημέρι ο ήλιος είναι λαμπερός και ζεστός. Μονάχα το βραδάκι ανατριχιάζεις λίγο από την υγρασία ή, όπως λέει και η μαμά, φταίει η κούραση της ημέρας.
Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου
Η Νίνα λοιπόν, σηκώνεται κάθε πρωί και ανοίγοντας τα πατζούρια του δωματίου τους, λέει αυτό, το ίδιο πράγμα: «τι όμορφες μέρες!» Κι είναι ευχαριστημένη που δεν έχει έρθει ακόμη το κρύο, που της κοκκινίζει τα μάγουλα και τη μύτη, και την κάνει να φορά το ένα ρούχο πάνω στο άλλο μπας και ζεσταθεί λιγάκι. Ξέρει πως το καλοκαίρι έχει περάσει, όπως πέρασε και το φθινόπωρο. Τουλάχιστον έτσι δείχνει το ημερολόγιο. Έχουν μπει για τα καλά στον χειμώνα. Μα ο χειμώνας έρχεται γλυκά, ούτε βροχές ούτε κρύα ούτε συννεφιά.
Κάθε λογικό παιδί, το ίδιο πράγμα σκέφτεται. Εκτός από τον Τάσο. Που κι αυτός ο ίδιος νομίζει πως δεν είναι και πολύ λογικός. Αντί να χαίρεται που μπορεί ακόμη να παίζει τα Σαββατοκύριακα μπάλα με τους φίλους του – αφού δεν βρέχει, να ξεφορτώνεται ωραιότατα το μπουφάν του – το καταμεσήμερο, και να μένει μερικές φορές με το κοντομάνικο, αυτός βλέπει τον καλό καιρό και … μουτρώνει. Μάλιστα!
Κι όσο συνεχίζονται οι όμορφες μέρες, τόσο ο Τάσος θρονιάζεται μπροστά στην τηλεόραση να βλέπει το δελτίο καιρού κι ακόμη περισσότερο σμίγει τα φρύδια του με απελπισία, καθώς δεν προβλέπονται ούτε βροχές, ούτε κρύο, ούτε χιόνια.
«Είσαι με τα καλά σου παιδάκι μου;» τον ρώτησε ένα βράδυ η Νίνα. «Θες ντε και καλά να τρέμουμε κάθε πρωί πηγαίνοντας στο σχολείο, να τρυπώνει ο αέρας ανάμεσα από τις κουμπότρυπες, να βρεχόμαστε ως το κόκκαλο;»
«Όχι φυσικά! Αλλά, πάλι, αυτός δεν είναι χειμώνας! Ούτε καν το τζάκι δεν έχουμε ανάψει!» της απάντησε λυπημένα.
«Και γιατί παρακαλώ “φαγώνεσαι” ν’ ανάψουμε το τζάκι; Ωραίο είναι, δε λέω, μα θα έχουμε άλλο ένα πράγμα να καθαρίζουμε!»
«Δεν είναι μόνο το τζάκι…» Η πατούσα του Τάσου έπαιζε με τα κρόσσια του χαλιού.
«Και είναι δηλαδή; Μήπως σου λείψανε τα χειμερινά σπορ και θες να πας να κάνεις σκι;» Η Νίνα τον πείραξε γιατί σε μια εκδρομή τους πέρσι, σε χιονοδρομικό κέντρο, ενώ όλοι προσπάθησαν – έστω! – να μάθουν λιγάκι σκι, εκείνος προτίμησε να φτιάξει έναν χιονάνθρωπο γιατί φοβόταν μην πάρει καμιά τούμπα θεαματική και τον κοροϊδεύουν μετά!
«Τα…» ήταν η απάντηση του Τάσου.
«Ε, θα μου πεις τι έχεις και είσαι τόσο κατσούφης τέλος πάντων;»
Ο Τάσος το σκέφτηκε λιγάκι. Η αλήθεια είναι ότι η αδελφή του δεν φημίζεται για την διακριτικότητά της, και μερικές φορές του έκανε τσουχτερά αστεία και τον περιγελούσε αρκετά συχνά, αλλά αποφάσισε να της μιλήσει για τους φόβους του.
«Ξέρεις, έχω αρχίσει να φοβάμαι…» Κατάπιε. Έπρεπε να τα πει σωστά. Για να καταλάβει η Νίνα. Δύσκολο. Τα κορίτσια δεν τον καταλαβαίνουν πάντοτε… ή μήπως εκείνος δεν τα λέει καλά; Αναστέναξε και πήρε θάρρος επειδή η αδελφή του δεν τον διέκοψε, παρά τον κοιτούσε με όλη της την προσοχή. «Να, είναι που αργεί ο χειμώνας… κι όσο ο χειμώνας δεν έρχεται…. λες να μην έρθουν κι οι γιορτές;»
«Εννοείς τα Χριστούγεννα; Μα, καημένε, έχουμε παραπάνω από ένα μήνα μπροστά μας ακόμη!» του είπε η Νίνα.
«Ναι, αλλά πέρσι, στη γιορτή της θείας Κατερίνας, σαν μεθαύριο δηλαδή, έκανε ένα κρύο τόσο τσουχτερό που δεν μπορούσαμε να βγούμε από το πάπλωμα – θυμάσαι; Κι η μαμά είχε αρχίσει να μας ρωτάει σαν τι δώρο θα θέλαμε αν παραμέναμε καλά παιδιά, ο μπαμπάς πετούσε και κανένα λογάκι για το γράμμα στον Αγιο-Βασίλη που δεν θα έπρεπε να αμελήσουμε, κι η γιαγιά μελετούσε τις συνταγές της με τα μελομακάρονα και τις δίπλες»
«Ε, και φέτος το ίδιο θα κάνουν!»
«Ναι, αλλά πότε; Κανείς δεν φαίνεται να ετοιμάζει τίποτε … Μόνο το μεγάλο εμπορικό κέντρο έχει φορέσει τα Χριστουγεννιάτικά του. Τα μαγαζιά της γειτονιάς μας τίποτε… Με τη ζέστη που έχει μας βλέπω να πηγαίνουμε καλοκαιρινές διακοπές κι όχι να μαζευόμαστε κοντά στο τζάκι και να λέμε ιστορίες!»
Η Νίνα κοίταξε τον μικρό της αδελφό. Τώρα που της τα έλεγε αυτά, έβρισκε κι εκείνη πως φέτος κάτι πήγαινε… “στραβά” ή έστω, πιο αργά. Κι εκείνη είχε αρχίσει ν’ ανυπομονεί για τις προετοιμασίες και όλα εκείνα τα μικρά και μεγάλα και θαυμάσια πράγματα που κάνουν κάθε φορά την ατμόσφαιρα γιορταστική. Μα, ήξερε καλά, πως οι γιορτές θα έρχονταν στα σίγουρα, όπως κάθε χρόνο. «Κοίτα, στ’ αλήθεια δεν πειράζει που ο καιρός δεν έχει ακόμη χαλάσει», του είπε για να τον παρηγορήσει. «Ξέρεις, σε κάποιες χώρες, ο χειμώνας δεν είναι ποτέ βαρύς και δεν έχουν χιόνια το καταχείμωνο. Κι αυτοί όμως κάνουν μια χαρά Χριστούγεννα, με πολλά στολίδια και κέφι και δώρα, κανονικά δηλαδή, όπως όλοι μας.
Άρα, ακόμη κι αν ξανα-κατεβάσει η μαμά τα καλοκαιρινά, και τα Χριστούγεννα θα έρθουν και η Πρωτοχρονιά, και δέντρο θα στολίσουμε και κάλαντα θα πούμε! Πίστεψέ με!» Και το πίστευε κι η ίδια. Διαφορετικά, δεν θα ήταν η μεγάλη και σοφή αδελφή, σωστά;
«Ναι, δε λέω…» είπε ο Τάσος σκεφτικός. «Μα, πώς θες να μου φτιάξει η διάθεσή μου και να γίνει εορταστική, όταν δεν μυρίζει τίποτε;» επέμεινε.
«Άλλο πάλι και τούτο! Τι θα πει “δεν μυρίζει τίποτε”; Κι από πού κι ως πού σε κάνει αυτό μουρτζούφλη;» Αυτά τα μικρά αγόρια μερικές φορές δεν τα καταλαβαίνει καθόλου η Νίνα.
«Ξέρεις πώς καταλαβαίνω στ’ αλήθεια ότι έρχονται οι γιορτές;» της είπε με φόρα ο Τάσος.
«Πώς;»
«Μυρίζει παντού … μυρίζει κουραμπιέδες μπροστά από το σπίτι της κυρα-Φωτεινής, μελομακάρονα στο σπίτι της γιαγιάς, φρεσκο-καβουρδισμένο χαλβά όσο έχουμε νηστεία στο δικό μας σπίτι… Περπατάς στην πλατεία και βλέπεις στο φούρνο και στο ζαχαροπλαστείο βουνά τα γλυκά. Μπαίνεις μέσα και το φρέσκο βούτυρο με τη ζάχαρη λες και δεν θέλουν να φύγεις πριν τα αγοράσεις όλα! Περπατάς στη γειτονιά και ξέρεις πως όποια πόρτα να χτυπήσεις για τα κάλαντα, θα φύγεις χορτασμένος από φαγητά μαγευτικά, που φτιάχνονται μόνο αυτές τις μέρες, και μεζέδες και καλούδια. Χαζεύεις στο δρόμο και μυρίζει κάστανα ψημένα και ξύλα που καίγονται στα τζάκια και τις σόμπες, κι είναι αυτή η μυρωδιά που κάνει τον κρύο αέρα τόσο όμορφο!»
Σταμάτησε ο Τάσος κι ονειρευόταν όλες αυτές τις μυρωδιές και η Νίνα δεν μπόρεσε να μην παραδεχτεί πως ο αδελφός της είχε δίκιο. Μεγάλο δίκιο! Γιατί μπορεί να είναι όμορφες οι μέρες με τις λιακάδες, αλλά σαν τις μέρες των γιορτών και της προετοιμασίας, άλλες δεν έχει! Και, πρώτη φορά, η Νίνα ένιωσε πως πράγματι, τα Χριστούγεννα βλέπεις βιτρίνες και στολισμένα δέντρα και φώτα και λαμπιόνια, αλλ’ οι μυρωδιές είναι αυτές που πραγματικά σε κάνουν να πιστεύεις πως είναι όλα … μαγικά!
«Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω μαζί σου μικρέ!» του είπε. «Και σα να μου φαίνεται πως έχεις δίκιο, με τόσες λιακάδες κανείς δεν σκέφτεται ν’ αρχίσει τις προετοιμασίες για τις γιορτές. Οπότε και τίποτε δεν … “μυρίζει” γιορτές!» Τον πήρε μια αγκαλιά και του είπε πολύ-πολύ σοβαρά: «εμείς όμως, θα το αλλάξουμε αυτό!»
«Τι;» Ο Τάσος την κοίταξε με απορία. «Πώς θα το αλλάξουμε;» Έχει γούστο τώρα η Νίνα, κι από ένα κορίτσι όλα τα περίμενε ο Τάσος, να τα έβαζε με τον καιρό, να του τα έψελνε ένα χεράκι και τελικώς ο καιρός να γινόταν χειμωνιάτικος!
«Αυτό άστο πάνω μου Τασούλη!» του απάντησε με όλη της τη γλύκα και όσο κι αν προσπάθησε όλο εκείνο το απόγευμα, δεν κατάφερε να της πάρει ούτε μία λέξη! Ουφ! Μερικές φορές …. απλά δεν την άντεχε! Και προσπαθούσε με το μυαλό του να μαντέψει σαν τι θα έκανε η Νίνα και θα άλλαζαν τα πράγματα μα δεν το κατάφερνε ούτε αυτό. Ε, ας κάνει ό,τι νομίζει…
Μα ούτε την επόμενη μέρα είδε να ‘χει αλλάξει κάτι ο Τάσος. Ένας ήλιος σχεδόν ανοιξιάτικος τους συνόδευε όλη μέρα και μόνο μερικά ζαβολιάρικα συννεφάκια ταξίδευαν στον ουρανό. Και … τίποτε δεν μύριζε …. «Θα τα βρήκε μάλλον μπαστούνια», σκέφτηκε ο Τάσος κι έβαλε τα γέλια μοναχός του, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί να, η Νίνα πάντα έκανε τη “μεγάλη” και πως ήταν αυτή που τα ήξερε όλα!
Την Κυριακή όμως … ξύπνησε αλλιώς. Στην αρχή, δεν ήξερε να πει πώς ακριβώς ήταν αυτό το “αλλιώς”. Τεντώθηκε, χασμουρήθηκε, ένιωσε περήφανος που δεν είχε αφήσει κανένα μάθημα αδιάβαστο, και ξεκίνησε για πρωινό. Άκουγε σιγανές ομιλίες και χαχανητά από την κουζίνα, κι υπήρχε αυτό το “κάτι” διαφορετικό μέσα στο σπίτι… Μα, ναι! Κάτι, επιτέλους, κάτι “μύριζε” ! Στ’ αλήθεια! Τρέχοντας μπήκε στην κουζίνα ο Τάσος, μ’ όλη του τη δύναμη και παρά τρίχα να κάνει και ζημιά κιόλας! Μα τα μικρά του πόδια δεν μπορούσαν να σταματήσουν.
Η μαμά με τη Νίνα ήταν μπροστά στο μεγάλο τραπέζι που καθόλου δεν ήταν στρωμένο για το Κυριακάτικο πρωινό – μια συνήθεια που είχαν στην οικογένειά τους, αυτήν ειδικά την ημέρα της εβδομάδας να ετοιμάζουν ένα πολύ ιδιαίτερο και χορταστικό πρωινό, και να το απολαμβάνουν όλοι μαζί. Πάνω του βρίσκονταν σιμιγδάλι, κανέλα, μέλι, αλεύρι, αλεσμένα καρύδια κι ένα σωρό μικρά και μεγάλα φακελάκια με διάφορα υλικά. Η μαμά είχε ήδη φτιάξει τον χαλβά, εκείνον τον ευωδιαστό χαλβά με την κανέλλα και τα αμύγδαλα, που άχνιζε ζεστός καθώς ήταν στην φόρμα του.
Κι η Νίνα, αν είναι δυνατόν, η Νίνα, που την παρακαλούσαν κάθε μέρα να σηκωθεί από το κρεβάτι της, σήμερα πρέπει να είχε ξυπνήσει από τα χαράματα, γιατί έβγαζε τώρα από το φούρνο, με πολύ προσοχή, μια λαμαρίνα με καλοψημένα, μικρά, στρογγυλά …. τιιιι;;;;;….. μελομακάρονα είναι αυτά;;; Κι όπως αυτά έκαιγαν πολύ, η μαμά τα πέταξε με βιασύνη μεγάλη στο σιρόπι, αυτό το μοναδικό σιρόπι που φτιάχνεται κάθε χρόνο ευλαβικά με την μυστική συνταγή της θείας Ευτέρπης ….. Όλο το σπίτι μοσχομύριζε φρέσκα, αγνά, καμωμένα με αγάπη, παραδοσιακά κι αγαπημένα –αχ! πόσο αγαπημένα! – γλυκά, αυτά τα μοναδικά γλυκά που σημαίνουν ξεκάθαρα Χριστούγεννα!
Ο Τάσος ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Αν είναι όνειρο ας κοιμηθώ λίγο ακόμη!» είπε μέσα του, αλλά όταν τα άνοιξε τα πράγματα υπήρχαν πάλι εκεί, όπως κι όλες οι μυρωδιές που σήμαιναν “γιορτές”.
«Τι κάνετε εσείς εδώ;» ρώτησε γελώντας τη μαμά του. «Δεν ήρθαν ακόμη οι γιορτές κι εσείς κάνετε γλυκά;» Αγκάλιασε τη Νίνα κι ένιωσε πολύ ευτυχισμένος που η αδελφή του – ήταν σίγουρος γι’ αυτό – συνωμότησε με τη μαμά. Γιατί, δεν μπορεί, δικιά της ιδέα θα ήταν. Για να του φτιάξει το κέφι. Για να του δείξει πως ότι και να έκανε ο καιρός, αυτοί μπορούσαν να νιώσουν τα Χριστούγεννα να έρχονται – κι ας μένει παραπάνω από ένας μήνας μέχρι να γίνει αυτό πραγματικότητα.
«Φαντάστηκες πως θ’ αργούσαν οι γιορτές;» τον ρώτησε η μαμά. «Ε, να που καταφέραμε να τις φέρουμε λίγο πιο κοντά, ε, αγόρι μου;»
Ο Τάσος κοίταξε τον ήλιο που και πάλι σήμερα λάμπει εκτυφλωτικά κι έκλεισε τα μάτια του. Όχι, δεν ήταν ψέματα. Οι μυρωδιές ήταν εδώ. Σε λίγη ώρα θα μπορούσε να φάει όσο ήθελε από τα πρώτα χριστουγεννιάτικα γλυκά της φετινής χρονιάς – αλήθεια! Κι αποφάσισε ότι τελικά δεν τον ένοιαζε ο καιρός. Καθόλου μα καθόλου! Μπορούσε να κάνει ότι ήθελε – ακόμη και καύσωνα! Αλλά ο Τάσος θα είχε γιορτινή διάθεση ήδη από σήμερα!
«Μυρίζει ΥΠΕΡΟΧΑ εδώ μέσα μαμάκα μου!» της είπε κι έκλεισε πονηρά το μάτι στη Νίνα, στέλνοντάς έτσι το σήμα που έλεγε «κατάλαβα τι έκανες και σ’ ευχαριστώ πολύ!»
Τελικά, ίσως να μην είναι εντελώς άχρηστες οι μεγάλες αδελφές ούτε εντελώς εκνευριστικές. Η δική του πάντως … τον καταλαβαίνει μια χαρά!