Το παραμύθι της εβδομάδας: «Σε ποιους δίνει δώρα ο Άγιος Βασίλης;»

Ο Μανώλης είναι πολύ χαρούμενος! Μένουν πολύ λίγες μέρες ως την Πρωτοχρονιά! Κι αυτό, είναι από μόνο του μαγικό, αφού ένα πεντάχρονο αγόρι δεν μπορεί να καταλάβει εντελώς τι θα πει «αλλάζει ο χρόνος». Εκείνος λογαριάζει μόνο το δώρο του Άη Βασίλη, που το περιμένει πώς και πώς. Για όλα τα άλλα – εκτός από το στολισμένο δέντρο και τα γλυκά των ημερών – δε νοιάζεται και πολύ.

Το παραμύθι της εβδομάδας: «Σε ποιους δίνει δώρα ο Άγιος Βασίλης;»

Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου

Ίσως να έχει και δίκιο όμως. Γιατί ήταν πολύ, μα πάρα πολύ καλό παιδί φέτος. Όχι μόνο τώρα, τις τελευταίες μέρες, όπως κάνουν όλα τα άλλα παιδιά, νομίζοντας ότι θα ξεγελάσουν τον Αγιο-Βασίλη. Εκείνος ήταν καλός όλη τη χρονιά. Καμαρώνει λοιπόν πολύ και πιστεύει βαθιά μέσα του, πως ο καλός του Άγιος θα του φέρει το δώρο που λαχταράει. Με τη γλύκα των μελομακάρονων στο στόμα του, ονειρεύεται τον εαυτό του να σκίζει σε μυριάδες μικρά κομματάκια το χαρτί του περιτυλίγματος και να κόβει με αγωνία τις κορδέλες του. Καταπίνει. Όμορφο πράγμα να είσαι τόσο σίγουρος....

Κι ήταν εντελώς σίγουρος πως όλα θα πάνε μια χαρά. Δεν έχει κάνει καμία σοβαρή αταξία, ούτε μια τόση δα ζημιά, άκουγε τη μαμά του – εντάξει, τις περισσότερες φορές – με την πρώτη, δεν αντιμιλούσε στη γιαγιά, δεν πεταγόταν στη μέση του μαθήματος εκνευρίζοντας τη νηπιαγωγό του, χάρισε ένα σωρό ζωγραφιές στον μπαμπά του που τον καμάρωνε για το ταλέντο του, τακτοποιούσε – σχεδόν – μόνος του τα παιχνίδια του, κι είχε μάθει να ντύνεται κάθε πρωί μόνος του. Κανένα άλλο παιδί δεν έκανε με τόση επιτυχία τόσα πολλά πράγματα σε αυτή την ηλικία! Οπότε, ναι, ο Άγιος Βασίλης, με χαρά κι αυτός, θα του έδινε φέτος το δώρο του.

schooll

Αυτά όλα, μέχρι την επίσκεψη της θείας Φούλας και της ξαδέρφης του της Λίλης στο σπίτι τους, μόλις χθες. Η θεία Φούλα κλείστηκε με τη μαμά στην κουζίνα κι έπιναν το καφεδάκι τους ανταλλάσσοντας νέα και συνταγές για γλυκά, κι αυτός με τη Λίλη έπαιζαν με τον μικρό του αδελφό τουβλάκια, ένα ανούσιο παιχνίδι για την δική τους ηλικία, αλλά που η Λίλη είπε πως έπρεπε να παίξουν αφού θα ευχαριστούσε τον μικρούλη. Χώρια που έτσι δεν θα γκρίνιαζε ο μικρός. Κι ενώ έφτιαχναν πύργους για να τους γκρεμίζει ο αδελφός του Μανώλη και να ξεκαρδίζεται στα γέλια, μιλούσαν κι αυτοί οι δυο, σαν τους μεγάλους, για τα «δικά τους θέματα».
«Πάλι τιμωρία ήμουν χθες», είπε η Λίλη αλλά δεν έδειχνε και πολύ στεναχωρημένη.
«Γιατί;» ρώτησε ο Μανώλης
«Ε, να, προχθές, έβλεπα όλη μέρα τηλεόραση και προς το βράδυ, αργούτσικα δηλαδή, θυμήθηκα πως δεν είχα κάνει ορθογραφία, κι η μαμά έγινε έξαλλη, γιατί λέει το μυαλό μου εκεί, στην τηλεόραση κι όχι στο να είμαι συνεπής στο σχολείο μου. Οπότε, με έβαλε να γράψω την ορθογραφία πέντε φορές αντί για τρεις και χθες δεν με άφησε ούτε μπροστά από την τηλεόραση να περάσω, όχι να δω κιόλας!»
«Ααα...» είπε ο Μανώλης που όμως δεν καταλάβαινε ακριβώς τι θα πει ορθογραφία, αλλά κατάλαβε πολύ καλά πως η Λίλη κάτι δεν έκανε σωστά με τη μελέτη της γι’ αυτό η θεία Φούλα της έβαλε τιμωρία.

schooll

«Μπουμ!» είπε ο μικρός του αδελφός κι ένας πύργος από τουβλάκια έγινε κομματάκια μπροστά στα πόδια τους.
«Μπράβο!» του είπε η Λίλη και καταπιάστηκε να του φτιάξει έναν καινούριο.
«Καημένη Λίλη, έπρεπε να φροντίσεις να είσαι πιο καλό παιδί, ιδίως αυτές τις μέρες, για να σου φέρει δώρο ο Άγιος Βασίλης!» της είπε κάποια στιγμή ο Μανώλης κι αμέσως δαγκώθηκε. Η ξαδέρφη του ήταν λιγάκι άτακτη και λιγάκι ξεροκέφαλη και ακόμη περισσότερο ακατάστατη και ξεχασιάρα. Αλλά, φυσικά, δεν μπορούσες να πεις ότι δεν είναι καλό παιδί. Ούτε ο Μανώλης εννοούσε πως για τις μικρές της αταξίες θα μπορούσε ένας κοτζάμ άγιος να την τιμωρήσει τόσο πολύ.
«Πφφ... σιγά! Η μαμά κι ο μπαμπάς πάντα μου παίρνουν κάτι, κι άλλωστε δεν είμαστε και σίγουροι ότι υπάρχει ο Άγιος Βασίλης, σωστά;» του έκανε κι εκείνη με τη σειρά της.
«Μα, πώς; Αφού κάθε χρόνο έρχεται!» ο Μανώλης είχε γουρλώσει τα μάτια του.
«Το ξέρεις σίγουρα; Θέλω να πω, τον έχεις δει;»

schooll

Ο Μανώλης δεν τον έχει δει. Αλλά ΤΟ ΞΕΡΕΙ ότι έρχεται. «Δεν τον έχω δει. Αλλά πάντα βρίσκεται ένα δώρο από εκείνον κάτω από το δέντρο, κι είναι αυτό που του έχω ζητήσει, κι έχει φάει τον μισό κουραμπιέ που του αφήνουμε και έχει πιει και το μισό γάλα! Άρα, έρχεται!» επέμεινε
«Είσαι ακόμη μικρός καημένε μου!» του έκανε η Λίλη σα να τον λυπόταν. «Τα μεγάλα παιδιά στο σχολείο λένε πως δεν υπάρχει, αφού κανείς δε γίνεται να ζει τόσα χρόνια, θα πρέπει να είναι πολύ γέρος τώρα πια. Κι ύστερα, λένε πάλι τα μεγάλα παιδιά, πως τόσον καιρό οι γονείς μας φροντίζουν να μάθουν τι ονειρευόμαστε για δώρο την Πρωτοχρονιά και πάνε και μας το αγοράζουν εκείνοι τελικώς!» Η Λίλη είχε ύφος μεγάλης και πολύξερης κι έκανε το Μανώλη ν’ αμφιβάλει. Για λίγη ώρα καθόταν εκείνος αμίλητος, γιατί δεν γινόταν να την πιστέψει τόσο εύκολα.
«Μα, η μαμά κι ο μπαμπάς μου αγοράζουν έτσι κι αλλιώς ένα δώρο, πάντα. Γιατί να μπουν στον κόπο και στα έξοδα να μου πάρουν και δεύτερο εκ μέρους του Αγιο-Βασίλη;» της είπε τον προβληματισμό του.

«Δεν το ξέρω αυτό. Σου είπα, το λένε τα μεγάλα παιδιά. Όμως, δεν σημαίνει ότι είναι κι αλήθεια. Μπορεί και να υπάρχει ο Άγιος Βασίλης, μπορεί όμως και να μην υπάρχει. Πάντως εγώ πρέπει να παραδεχτώ ότι είναι αρκετές οι φορές που δεν είμαι κι εντελώς καλό παιδί, οπότε δε νομίζω ότι δικαιούμαι δώρο έτσι κι αλλιώς». Κι η Λίλη έβαλε εκεί μια τελεία. Το κατάλαβε ο Μανώλης. Δεν ήθελε άλλη συζήτηση γι’ αυτό. Ποιος ξέρει; Ίσως να ευχόταν να την θυμηθεί κι εκεί νη φέτος ο Άγιος Βασίλης ή να ευχόταν να μην είναι τόσο άτακτη και γκαφατζού όλη τη χρονιά που μας πέρασε. Και μη θέλοντας να την στεναχωρήσει, ο Μανώλης σταμάτησε αυτή τη συζήτηση κι αφοσιώθηκε στο να φτιάχνει πύργους και κάστρα που ο μικρός του αδελφός θα γκρέμιζε με χαρά με μια του κίνηση.

schooll

«Μαμάααα...», έπιασε την κουβέντα με τη μαμά του, όταν η θεία Φούλα πήρε την κόρη της κι έφυγαν, «σου είπε η θεία τι έκανε η Λίλη προχθές;» τη ρώτησε.
«Πώς, αμέ, κι αυτό μου είπε, και για την άλλη φορά που έκανε μπάνιο τόση ώρα που τέλειωσε όλο το ζεστό νερό και δεν είχε κανείς να λουστεί μετά, και για το παντελόνι που δεν ήθελε με τίποτε να φορέσει γιατί είχε χρώμα αγορίστικο, και για τα μελομακάρονα που έτρωγε ασταμάτητα μέχρι που την πόνεσε η κοιλιά της- παρά τις συμβουλές της μαμάς της- όλα, όλα μου τα είπε η Φούλα. Μερικές φορές αυτό το κορίτσι γίνεται πιο κουραστική κι από σας τ΄αγόρια. Αλλά, πάλι, παιδί είναι, και τα παιδιά είναι μερικές φορές σκανταλιάρικα».

«Ωωωχχχχ» είπε ο Μανώλης.
«Τι “ωχ” Μανώλη μου, έχει γίνει και τίποτε άλλο;»
«Όοοοχι» είπε ο Μανώλης.
«Και τότε γιατί μου τα μασάς;» επέμενε η μαμά του, «ξέρεις κάτι;»
«Όχι, εμένα μόνο για το προχθεσινό μου είπε. Άλλο είναι το θέμα»
Η μαμά του Μανώλη φαγώθηκε να μάθει ποιο ήταν το θέμα που απασχολούσε το γιο της, αλλά ο Μανώλης ήταν διστακτικός. Στο τέλος τον κατάφερε και της ξεφούρνισε: «μαμά, πιστεύεις πως ο Άγιος Βασίλης θα έπρεπε να την τιμωρήσει και να μην της φέρει δώρο φέτος;»
Η μαμά μάζεψε αυτό το τσουλούφι που της ξέφευγε διαρκώς από την αλογοουρά και μισόκρυβε το ένα της μάτι. Το στερέωσε στη θέση του – κάτι που μπορεί να έκανε κι εκατό φορές τη μέρα -, πήρε μια βαθιά ανάσα, μάζεψε μερικά από τα πεσμένα τουβλάκια, τα έβαλε στο κουτί τους, και τελικά είπε: «Μανώλη, δε νομίζω ότι ο Άγιος Βασίλης θα κάνει τέτοιο πράγμα, όχι στη Λίλη αλλά σε κανένα παιδί. Δεν είναι ... δεν είναι έτσι ο Άγιος Βασίλης!»

schooll

«Πώς είναι δηλαδή;»
«Να, είναι καλός και πονετικός και συνήθως βοηθά πολύ τα παιδάκια που έχουν ανάγκη ή είναι άρρωστα. Και αγαπά τα παιδιά, τα παιδιά όλου του κόσμου, γι’ αυτό μπαίνει σε τόση ταλαιπωρία κάθε Πρωτοχρονιά, για να έχουν όλα κάτι για να χαρούν. Άσε που όλο το χρόνο φτιάχνει τα δώρα. Αφού λοιπόν είναι τόσο καλός, γιατί να μη φέρει στη Λίλη δώρο;»

«Και τότε εγώ γιατί ήμουν καλό παιδί όλη τη χρονιά; Ποια η διαφορά; Θα μπορούσα να μην είμαι και πάλι να πάρω το δώρο μου;»
«Μανώλη, το να είσαι καλό παιδί δεν το κάνεις για ένα δώρο, ακόμη κι αν είναι του Αγιο-Βασίλη!» είπε η μαμά του. «Το κάνεις για τον εαυτό σου πρώτα – πρώτα, για εμάς, τους γονείς σου, για την οικογένειά μας. Θες να είσαι καλός γιατί αυτό είναι και όμορφο και σωστό. Γιατί έτσι σ’ αγαπούν οι γύρω σου περισσότερο κι εσύ σέβεσαι τον εαυτό σου. Νιώθεις περήφανος και καμαρώνεις. Πάρεις δεν πάρεις δώρο γι’ αυτό, έχεις κερδίσει πολλά!»
«Αλήθεια μαμά;»

«Αλήθεια! Άντε τώρα για ύπνο και μην ξεχάσεις να γράψεις αύριο το γράμμα στον Άγιο Βασίλη. Εκείνος, που είναι γεμάτος από την αγάπη του για τα παιδιά όλου του κόσμου και την αγάπη του για τον καλό Θεό, ξέρει τι θα κάνει!»
Ο Μανώλης πήγε για ύπνο – αν και όχι αμέσως. Πρώτα, με τα λίγα γράμματα που είχε προλάβει να μάθει στο νηπιαγωγείο, κάθισε κι έγραψε το γράμμα του στον Αγιο-Βασίλη. Έτσι, όπως το ένιωθε στην καρδιά του. Κι ας είχε ένα σωρό λάθη – εκείνος, θα καταλάβαινε πως έκανε ότι καλύτερο μπορούσε γιατί ήταν ακόμη μικρός και δεν ήξερε να γράφει σωστά όλες τις λέξεις. Κι αφού ζήτησε αυτό που ήθελε για τον εαυτό του, και πριν βάλει το όνομα και την διεύθυνσή του στο τέλος – όχι τίποτε άλλο μα για να μην μπερδευτεί ο καημένος ο Άγιος Βασίλης! – πρόσθεσε και το εξής : «Και, καλέ μου Άγιε, σε παρακαλώ, φέρε κι ένα δώρο για την ξαδέρφη μου τη Λίλη. Είναι καλό παιδί – αν κι όχι όλες τις φορές. Σου υπόσχομαι πως θα την βοηθήσω εγώ να γίνει καλύτερη του χρόνου».

schooll

Γιατί ο Μανώλης πίστευε στ’ αλήθεια στον Αγιο-Βασίλη, κι ας έλεγαν τα μεγάλα παιδιά ότι ήθελαν. Θυμόταν ακόμη τη χρονιά που είχε ζητήσει ένα αδελφάκι και έτσι ήρθε στη ζωή του ο μικρός του αδελφός. Και την άλλη χρονιά που είχε ζητήσει ένα σκάκι για να παίζει με τον μπαμπά του –και τώρα ήταν αυτό το ίδιο σκάκι στημένο μόνιμα σ’ ένα τραπεζάκι του σαλονιού, να τους περιμένει για την επόμενη παρτίδα. Ας έλεγε κι Λίλη ότι ήθελε. Θα της εξηγούσε εκείνος πως έπρεπε να είναι πιο καλή, για έναν και μόνο λόγο: για την ίδια! Κι αφού θα την βοηθούσε όλη τη χρονιά να πετύχει αυτόν τον στόχο, στο τέλος θα την κατάφερνε κι εκείνη να γράψει – του χρόνου – το δικό της γράμμα .... και να βάλει τα μεγάλα παιδιά στη θέση τους! Ακούς εκεί! Δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης! Υπάρχει και παρά-υπάρχει!

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved