Το παραμύθι της εβδομάδας: «Μία λιακάδα κι ένα κρυολόγημα!»
«Μα, τι ζέστη είναι αυτή!» σκεφτόταν η Χρύσα και τα μάγουλά της ήταν ήδη κατακόκκινα. Τα μαλλιά της θαρρείς κι είχαν κολλήσει στο κεφάλι της, τόσο ιδρωμένα ήταν.
Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου
Κι επίσης κολλημένα πάνω της ήταν η φανέλα και η μπλούζα της. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι την θέλουμε τη γυμναστική μέσα στο λιοπύρι!», έβαζε με το νου της και χτυπούσε τη μπάλα του βόλεϊ με μανία. Η αντίπαλη ομάδα τα είχε βρει σκούρα μαζί της – σήμερα ήταν σε μεγάλη φόρμα!
Κι ενώ θα έπρεπε να είναι χαρούμενη που όλες οι βολές της έφερναν τους αντίπαλους σε πολύ δύσκολη θέση και την δική της ομάδα να προηγείται, εκείνη είχε ένα ύφος «θέλω να τα κακαρώσω τώρα». Και καμία χαρά φυσικά. Τα μάτια της είχαν θολώσει τόση ώρα κόντρα στον ήλιο και το μόνο πράγμα που λαχταρούσε τώρα δα, περισσότερο κι από τη νίκη στον αγώνα, ήταν ένα ξέφρενο μπουγέλο! Μάλιστα! Σαν αυτό που παίζουν την τελευταία μέρα του σχολείου.
Αλλ’ η τελευταία μέρα του σχολείου αργεί ακόμη πολύ, ενώ ο καιρός φαίνεται να βιάζεται. Η άνοιξη έγινε σχεδόν κατακαλόκαιρο – τουλάχιστον ο ήλιος το ίδιο καίει. Κι η Χρύσα, παρατάει τον αγώνα στη μέση, βγάζει τη μπλούζα και την πετά με φόρα στο κοντινότερο παγκάκι – άστοχη βολή αυτή, η μπλούζα, η ιδρωμένη μπλούζα, κυλίστηκε με μεγαλείο στα χώματα. «Λάσπη θα γίνει τώρα!», ξαναείπε από μέσα της κι ετοιμάστηκε για το επόμενο σερβίς.
Μισή ώρα αργότερα, ο αγώνας είχε λήξει νικηφόρα για το Δ2 τμήμα, το δικό της, με τις δικές της εξαιρετικές βολές. Ευτυχώς. Τώρα μπορούσε να τρυπώσει το κεφάλι της κάτω από τις βρύσες του σχολείου και να δροσιστεί. Στο «τσακ» την πρόλαβε η γυμνάστρια.
«Όχι, όχι, παιδί μου! Θα κρυολογήσεις!» της φώναξε και την άφησε μόνο να ρίξει άφθονο νερό στο πρόσωπό της. «Ρίξε και κάτι απάνω σου, και μην κάθεσαι εκεί που κάνει ρεύμα, τώρα που είσαι ιδρωμένη!» της είπε μετά από μισό λεπτό. Η Χρύσα ξανα-ονειρευόταν την ημέρα του μπουγέλου, τώρα με μεγαλύτερη λαχτάρα.
Μα τα χειρότερα τα πέρασε αμέσως μετά, που είχαν ιστορία. Κανείς τους δεν είχε όρεξη για μάθημα τέτοια ωραία μέρα. Όλων το μυαλό ταξίδευε «αλλού γι’ αλλού». Κι η τάξη έμοιαζε με φούρνο, καθώς ο ήλιος χυνόταν άπλετος μέσα από τις πολυκαιρισμένες κουρτίνες.
«Ν’ ανοίξουμε λίγο τα παράθυρα κύριε;» πρότεινε ο Λουκάς, που ήταν κι αυτός κατακόκκινος σαν παντζάρι.
«Μόνο τα δύο που είναι στην ίδια πλευρά, Λουκά», είπε ο δάσκαλός τους, «είστε όλα ιδρωμένα και δεν θέλω ν’ αρρωστήσετε».
Τι να σου κάνουν δυο παράθυρα; Τα υπόλοιπα στέκονταν κλειστά, η Χρύσα εξακολουθούσε να ιδρώνει αλλά ο κύριος δάσκαλος μπορούσε να είναι σίγουρος πως, τουλάχιστον στην δική του ώρα, το κρυολόγημα το γλίτωσαν.
Με το σχόλασμα η Χρύσα έφυγε από τους πρώτους – ένα λεπτό ακόμη να έμενε μέσα σε κλειστό χώρο θα έσκαγε.
«Τι έπαθες και τρέχεις έτσι;» ρώτησε η Σταυρούλα «μήπως έχετε κανένα καλό φαγητό στο σπίτι;»
«Παρασκευή; Μάλλον φακές θα έχουμε! Αλλά δεν τρέχω για το φαί, για να βρεθώ στο μπάνιο μια ώρα αρχύτερα τρέχω!» Η Χρύσα, μένοντας ακόμη με το ροζ φανελάκι της, έδενε γύρω από τη μέση το μπουφάν της, και πολεμούσε να τρυπώσει στην – μονίμως τιγκαρισμένη – τσάντα της την μπλούζα, αυτή που είχε γίνει χάλια στη γυμναστική. «Νομίζω πως τσουρουφλίστηκα από τον ήλιο κι η μύτη μου είναι μάλλον κόκκινη, ε;» ρώτησε με τη σειρά της τη φίλη της.
«Εεεε... τώρα που το λες, πράγματι, τα μάγουλά σου κόκκινα είναι...» της απάντησε λίγο προσεκτικά η Σταυρούλα.
«Για τη μύτη μου λέω! Είναι κόκκινη;»
«Εεεε... η μύτη σου είναι ... σκούρο κόκκινο, μάλλον παντζαρέ ή μελιτζανί θα το έλεγα αυτό το χρώμα». Η Σταυρούλα ήταν πολύ καλή στις παρομοιώσεις.
«Αμάν! λες να ξεφλουδίσει κιόλας! Έπρεπε να έχω πάρει καπέλο – νομίζω ότι με πονά το κεφάλι μου. Και αντηλιακό φυσικά, έπρεπε να το έχω προβλέψει!»
«Μα, τι λες τώρα, Απρίλη μήνα αντηλιακό; Ποιος βάζει;»
«Εγώ, που είμαι τόσο άσπρη λες και μ’ έχεις πλύνει με χλωρίνη! Γιατί μετά τσούζει το δέρμα μου, κάνει φουσκάλες, κι ότι άλλο μπορείς να φανταστείς!»
«Μα, δεν είναι κατακαλόκαιρο και δεν είμαστε στην παραλία, τι μπορεί να πάθεις;» προσπαθούσε να την παρηγορήσει η Σταυρούλα αλλά δεν πρόλαβε. Η μαμά της Χρύσας τις παρέλαβε κι είχε ύφος «τώρα θα σε σκοτώσω», οπότε και οι δύο κατάπιαν μονομιάς τη γλώσσα τους.
«Γιατί μου έρχεσαι έτσι καλοκαιρινή;» ρώτησε η μαμά. Ψύχραιμα.
«Παίζαμε βόλεϊ μαμά κι έσκασα και μετά στην τάξη έκανε ακόμη περισσότερη ζέστη, ουφ! Ευτυχώς που θα πάμε σπίτι να κάνω ένα μπανάκι....»
«Μα, καλά, δεν είπαμε στη γυμναστική να φοράς ένα κοντομάνικο; Από την αρχή, όχι μετά! Και μετά να αλλάζεις για να μη μένεις με τα ιδρωμένα; Μεγάλο παιδί είσαι πια, γιατί δεν ακούς;»
«Με κοντομάνικο ήμουνα μαμά – δηλαδή όταν ζεστάθηκα έβγαλα τη μπλούζα ...»
«Ναι, αυτό λέω κι εγώ, ΜΕΤΑ την έβγαλες .... αν είχες μπει στον κόπο ν’ αλλάξεις δεν θα γινόσουν μούσκεμα, αυτό λέω κι εγώ, ακριβώς αυτό». Η μαμά “ψάρεψε” αηδιασμένη τη μπλούζα μέσα από την τσάντα και την κρατούσε με τα δυο της δάκτυλα λες κι ήταν ψάρι που βρωμοκοπούσε. Ήταν και τα χώματα – μέχρι κι η Χρύσα την έβρισκε το λιγότερο αποκρουστική. Η Σταυρούλα πάλι, βλέποντας τη μαμά της Χρύσας έτοιμη να κάνει κήρυγμα, ευχαριστούσε την τύχη της που δεν ήταν καλή στα αθλήματα και τουλάχιστον αυτόν τον εξάψαλμο τον γλίτωνε!
Η μαμά, παραδόξως, δεν είπε τίποτε άλλο εκείνη την ώρα. Αλλά τώρα είχε το ύφος «θα τα πούμε μετά εμείς οι δύο». Συνεπώς, θα ερχόταν και το “μετά”.
Η Χρύσα όμως είναι κοριτσάκι. Και σαν παιδί, ξέχασε τελείως το “μετά”, ιδίως αφού βγήκε από το ντους ανανεωμένη και μοσχομυριστή. Τώρα κοίταγε τον ήλιο που έμπαινε στο δικό της δωμάτιο και δεν τον χόρταινε – δεν της φαινόταν τόσο καυτός όσο πριν μια ώρα. Κι ένιωθε ευτυχισμένη που ο χειμώνας ήταν πλέον ένα παρελθόν. Δεν της πολύ-άρεσε, εκτός κι αν χιόνιζε φυσικά. Το μυαλό της έτρεχε σε εξοχές, μεγάλα λιβάδια καταπράσινα, πολύχρωμα λουλούδια, και μια θάλασσα πλατιά, “να την πιεις στο ποτήρι”, που λένε. Μελετούσε με το ζόρι. Κάτι που ήταν Παρασκευή, κάτι που η γλύκα του απογεύματος την είχε συνεπάρει, δεν κατάφερε μήτε ένα μάθημα να τελειώσει. Ώσπου στο τέλος παραιτήθηκε από τη μελέτη κι έπιασε τη ζωγραφική. Πέρασε πολλή ώρα φτιάχνοντας στο μπλοκ της όλες τις όμορφες, ανοιξιάτικες εικόνες που τις έρχονταν στο νου.
Θα πρέπει να κουράστηκε πολύ, την πονούσε όλο το κορμί της, και μάλιστα ένιωθε και τη μύτη της λίγο βουλωμένη. «Θα είναι που είμαι τόση ώρα σκυμμένη πάνω στο γραφείο μου», σκέφτηκε, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ένιωθε και πολύ καλά. Με το ζόρι έβαλε μια μπουκιά φαί στο στόμα της και πήγε για ύπνο αρκετά νωρίς.
Την επόμενη μέρα ξύπνησε μ’ ένα κεφάλι ακόμη πιο βαρύ κι αισθανόταν πολύ ζεστή. Φτερνίστηκε μερικές φορές κι ο πονοκέφαλος χειροτέρεψε.
«Μαμάααααα!» φώναξε κι η μαμά με το που την είδε της έβαλε αμέσως θερμόμετρο και μια κομπρέσα με δροσερό νερό και ξύδι – μπλιαχ! – στο μέτωπό της.
«Δεν έχεις πολύ πυρετό. Ευτυχώς! Αλλά είδες; Με την απροσεξία σου αρρώστησες. Ιδρώνεις, κάθεσαι στο ρεύμα να δροσιστείς, να και τα κρύα νερά, ξανα-ιδρώνεις, τελικά καταλήγεις με πυρετό! Και πάλι καλά που είναι Σαββατοκύριακο και θα μπορέσω να είμαι κοντά σου και να σε φροντίζω. Αχ! να μην θες να με ακούσεις μια φορά!»
Και λέγοντας αυτά η μαμά της άλλαξε την κομπρέσα με το ξύδι – που ήταν περισσότερο αυτή τη φορά. Και της έφτιαξε τσάι του βουνού με μέλι. Αυτό της άρεσε της Χρύσας και το ήπιε με ανακούφιση γιατί το στομάχι της διαμαρτυρόταν από την πείνα. Μα δεν είχε κουράγιο να σηκωθεί από το κρεβάτι της. Ούτε η μύτη της έλεγε να ξεβουλώσει.
«Πώς την πάτησα έτσι;» αναρωτιόταν και δεν είχε καμία διάθεση να τσακωθεί με τη μαμά – που είχε και δίκιο άλλωστε! Και μετά από λίγο: «πώς γίνεται να τα ξέρουν όλα οι μαμάδες προκαταβολικά; Πριν ακόμη γίνουν; Και να δίνουν οδηγίες για το κάθε τι; Που να βγαίνουν πάντοτε σωστές;»
Αυτά βασάνιζαν τις σκέψεις της όταν ένα ωραιότατο μπολ με κοτόσουπα προσγειώθηκε στο κομοδίνο της. Η μαμά γιάτρευε σχεδόν τα πάντα με τσάι του βουνού, μέλι και κοτόσουπα – χωρίς μέλι η κοτόσουπα αλλά με μπόλικο λεμονάκι! Ανάμεσα στις γρήγορες κουταλιές που κατέβαζε με βουλιμία η άρρωστη Χρύσα, που ως φαίνεται δεν ήταν και πάρα πολύ άρρωστη, βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει τη μαμά της πώς τα ήξερε όλα αυτά και τις έδινε διαρκώς συμβουλές.
«Τι θα πει πώς τα ξέρω; Θαρρείς τα γράφουν τα βιβλία; Αμ όχι! Αλλά μου τα έλεγε κι εμένα η μαμά μου! Που δεν την άκουγα καθόλου – σαν κι εσένα καλή ώρα! Κι έκανα του κεφαλιού μου και μετά έτρεχα να βρω συμπαράσταση με κλάματα και μύξες. Και μου τα ξανάλεγε η γιαγιά σου, κι έδινε κι εκείνη τις οδηγίες της, και μήτε εγώ μήτε ο αδελφός μου συμμορφωνόμασταν, εκείνη επέμενε πως ήταν για το καλό μας – να όπως γίνεται τώρα με εμάς τις δύο! Εγώ τα λέω, εσύ δεν με ακούς, στο τέλος βέβαια παραδέχεσαι πως έχω δίκιο. Κι έτσι περνά η ζωή μας...»
«Μαμά, στ’ αλήθεια δεν ήθελα να σε παρακούσω! Αλλά, όταν βγήκαμε για την γυμναστική, παρασύρθηκα από τον αγώνα και καθόλου δεν μου πέρασε από το νου να κάνω όπως μου είχες πει! Μετά, όταν ίδρωσα για τα καλά κι ένιωθα δυσφορία, ήταν πολύ εύκολο να ξεφορτωθώ τη χοντρή μπλούζα παρά να έχω ήδη βάλει μια κοντομάνικη».
«Δεν είπα ότι το κάνεις επίτηδες αλλά θα ήταν καλύτερα να φροντίζεις τον εαυτό σου κι από μόνη σου! Αφού ξέρεις – νομίζω τώρα πια! – τι σε πειράζει, καλόν είναι να το αποφεύγεις, για το δικό σου το συμφέρον κι όχι για να ακολουθήσεις τις δικές μου οδηγίες!» Η μαμά της βόλεψε καλύτερα τα μαξιλάρια, μάζεψε το άδειο μπολ και την πετσέτα, άλλαξε την κομπρέσα και της είπε: «είναι κρίμα να περάσεις το Σαββατοκύριακο στο κρεβάτι!» κι ήταν στ’ αλήθεια στεναχωρημένη που η μικρή της κόρη είχε κρυολογήσει.
Κι η Χρύσα σκέφτηκε πως είχε και πάλι δίκιο η μαμά, ήταν κρίμα που θα έχανε ένα τόσο ηλιόλουστο Σαββατοκύριακο μένοντας μέσα, βάζοντας κομπρέσες και θερμόμετρα και τρώγοντας σούπα! Σκέφτηκε όμως ακόμη πως ίσως να ήταν για καλό που κρυολόγησε – στο κάτω-κάτω δεν ένιωθε και τόσο φοβερά άρρωστη όπως την άλλη φορά που είχε πάθει λοίμωξη του αναπνευστικού κι έβηχε πολύ – επειδή ακριβώς στο εξής θα θυμόταν αυτήν τουλάχιστον τη συμβουλή της μαμάς και θα φρόντιζε να μην το ξανα-πάθει!