Το παραμύθι της εβδομάδας: «Το λάθος ποδήλατο!»

Ο Λευτέρης ήθελε να έχει ένα ποδήλατο. Δικό του, εντελώς δικό του. Και τώρα που ήταν καλοκαίρι, το ήθελε ακόμη περισσότερο. Όλοι οι φίλοι και οι συμμαθητές του, μαζεύονται κάθε απόγευμα στην πλατεία κοντά στα σπίτια τους, αφού δεν έχουν σχολεία και διαβάσματα, και παίζουν με τα ποδήλατά τους. Κι αυτός δηλαδή εκεί περνά τις ώρες του, αλλά ενώ όλοι οι άλλοι καμαρώνουν τα ποδήλατά τους και κάνουν βόλτες, κόντρες και σούζες, εκείνος είναι καταδικασμένος να μαστορεύει τον περισσότερο καιρό το δικό του, που ολοένα και κάτι παθαίνει. Μεγάλο καημό το έχει, να μην μπορεί δηλαδή να ευχαριστηθεί κι αυτός μια φορά και να βγει νικητής!

Σήμερα κοιτάζει με πολύ κακία το ποδήλατό του. Του έχει φουσκώσει τα λάστιχα, έχει κοιτάξει τις αλυσσίδες, έσφιξε και τα φρένα. Κι όμως του έρχεται να του δώσει μια γερή κλωτσιά και να το στείλει στον κάδο που πετάνε τα σκουπίδια. Ο καημένος ο Λευτέρης είναι πολύ ψηλός για τα επτά του χρόνια, με πόδια που πλέουν μέσα στα κοντά του παντελόνια και δυστυχώς φτάνουν μέχρι τα αυτιά του όταν κάθεται σε αυτό το ποδήλατο! Βλέπετε, το ποδήλατο το «κληρονόμησε» από τη μεγαλύτερη αδελφή του, που τώρα πια πηγαίνει στο Γυμνάσιο και πολύ περισσότερο νοιάζεται για το τι ρούχα θα φορέσει από το να τρέχει στις γειτονιές με το ποδήλατό της.

Κάνοντας έναν έλεγχο και στη σέλα, για να μην βρεθεί στο πεζοδρόμιο μαζί της, όπως του έτυχε την προηγούμενη εβδομάδα κι έκανε μικρούς και μεγάλους να γελάνε με το πάθημά του, ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Ένιωθε πολύ αδικημένος. Είχε μια μεγάλη αδελφή που σχεδόν δεν του έδινε καμιά σημασία πια, φορούσε γυαλιά, τα μαλλιά του δεν έλεγαν «να στρώσουν» όσο κι αν τα χτένιζε προσεκτικά, παρά πετούσαν χαρούμενα με τα τσουλούφια τους σε όλες τις κατευθύνσεις, πράγμα δηλαδή που εκνεύριζε και τη μαμά του μερικές φορές, δεν είχε χωριό να πάει στις καλοκαιρινές διακοπές του σχολείου οπότε έπρεπε να περιμένει πότε ο μπαμπάς και η μαμά θα πάρουν άδεια από τις δουλειές τους για να πάνε μερικές μέρες «κάπου», κι αυτό το «κάπου» και το «όταν» αργούσαν ακόμη να έρθουν. Σα να μην έφθαναν λοιπόν όλα αυτά, ήταν κι αυτό το ποδήλατο, που είχε όλες τις ατέλειες του κόσμου κι ακόμη μία παραπάνω για να τον κάνει εντελώς ρεζίλι : ήταν ροζ! Ένα έντονο, πολύ έντονο ροζ, που και να ήθελε να το παραβλέψει κάποιος δεν θα μπορούσε, ιδίως μάλιστα όταν απάνω σε αυτό το έντονο ροζ καθόταν ένα μελαχρινό αγόρι! Όπως και να είχε το πράγμα ήταν ξεκάθαρο: δεν υπήρχε πιο «λάθος» ποδήλατο από αυτό και δεν υπήρχε πιο δυστυχισμένο αγόρι από τον Λευτέρη!

Πολλές προσπάθειες είχε κάνει ο Λευτέρης να απαλλαγεί από αυτό το χρώμα που αντιπαθούσε εκείνος τόσο πολύ όσο περισσότερο άρεσε στην αδελφή του την Ηλέκτρα και που έδειχνε ακόμη και σε αυτούς που δεν θα το πρόσεχαν με την πρώτη ότι είχε περάσει στα χέρια του από ένα «κορίτσι» ! Είχε παρακαλέσει τον μπαμπά του, όταν μετά το Πάσχα έβαφε τα κάγκελα της βεράντας τους με εκείνο το σκούρο πράσινο, να του έδινε όση μπογιά περίσσευε, μα τελικά τα κάγκελα ήταν πολλά και η μπογιά δεν περίσσεψε, όπως δεν του περίσσευε και του Λευτέρη ποτέ καθόλου χαρτζιλίκι, για να πάει να πάρει μία μόνος του. Είχε κολλήσει όσα πιο πολλά αυτοκόλλητα γινόταν από όπου κι αν τα έβρισκε, και μερικά μάλιστα ήταν φοβερά πολύτιμα γι' αυτόν, αφού είχαν τους αγαπημένους του ήρωες και θα ήθελε να μην τα χαραμίσει για τις ατέλειες ενός ποδηλάτου που του καθόταν στο λαιμό, αλλά μετά από λίγες μέρες έβρεξε πολύ, κι αυτά έλιωσαν και ξεκόλλησαν, αφού το ποδήλατο έτσι κι αλλιώς μένει πάντα στην αυλή!

Το απόγευμα εκείνης της ημέρας, ήταν η γιαγιά του που πρότεινε στα παιδιά να πάνε στην πλατεία, να τους κεράσει ένα παγωτό. Μερικές φορές του Λευτέρη του φαινόταν πως η γιαγιά έψαχνε να βρει τρόπους για να τους κάνει να νιώθουν ευχαριστημένοι με κάτι, με οτιδήποτε, αλλά ίσως για να περάσει κι εκείνη μαζί τους μερικές ξένοιαστες ώρες. Άλλωστε, μέχρι να γυρίσουν οι γονείς τους στο σπίτι θα μεσολαβούσε αρκετή ώρα, και δεν είχαν και τίποτε καλύτερο να κάνουν.

Κι έτσι πήγε κι ο Λευτέρης και η Ηλέκτρα και φυσικά και το «λάθος» ποδήλατο. Και μετά ο Λευτέρης έκανε το επόμενο «λάθος»: να παίξει με το Νώντα και την δική του παρέα, και να θελήσει να παραβγεί με τα δικά τους, ολοκαίνουργα και εξαιρετικά ποδήλατα. Τέλος, ένα παρτέρι έκανε κι αυτό το «λάθος» να ξεφυτρώσει μπροστά του εκεί που δεν το περίμενε κι είχε βάλει τα δυνατά του να τρέξει με το ποδήλατο όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατό. Από όλη την κουτρουβάλα που πήρε, κι ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να έχει μόνο μερικές γρατζουνιές και άντε το πολύ μία μεγάλη μελανιά, και να το έχει ξεχάσει κιόλας μετά από δέκα λεπτά, αυτό που τον πείραξε περισσότερο ήταν πως ο Νώντας ξεκίνησε τα πειράγματα για το «σαράβαλό του» και το πόσο «γκαφατζής» είναι ο Λευτέρης και μαζί του και τα υπόλοιπα παιδιά. Καθόλου δεν τον πόνεσε τον Λευτέρη που σωριάστηκε στη μέση της πλατείας. Ούτε οι φωνές της γιαγιάς τον πείραξαν, που λες και φωνάζοντάς του μπορούσε να τον σώσει είτε από το πέσιμο είτε από την καζούρα. Παρά μόνο οι κοροϊδίες του Νώντα και της παρέας του. Το σαράβαλο και ο γκαφατζής.

Κατάπιε όπως μπορούσε τα δάκρυα που του έτσουζαν τα μάτια, ρούφηξε διακριτικά τις μύξες του και ξεσκόνισε τα ρούχα του, κάνοντας πως αδιαφορεί για τα πειράγματά τους, και πήγε μεγαλόπρεπα καμιά δεκαριά βήματα παραπέρα να ξαναβάλει την αλυσσίδα του ποδηλάτου στη θέση της. Με την άκρη του ματιού του είδε πως τον κοιτούσε και η Ηλέκτρα, και της έκανε νόημα να μείνει μακριά του. Καμιά όρεξη δεν είχε να ακούσει κήρυγμα κι από την μεγάλη του αδελφή. 

Γυρίζοντας στο σπίτι ήταν πιο σιωπηλός και πιο κατσούφης από ποτέ, και κλείστηκε στο δωμάτιό του να στεναχωρηθεί με την ησυχία του. Αλλά ούτε κι εκεί δεν μπόρεσε να την βρει την ησυχία του, αφού η Ηλέκτρα ήρθε και κάθισε με φόρα στο κάτω μέρος του κρεβατιού του, κουνώντας χαριτωμένα – ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε αυτή! – την κοτσίδα της μπροστά στα μάτια του.

«Πρέπει να ζητήσεις του μπαμπά να σου πάρει ένα ποδήλατο της προκοπής!» του είπε με ύφος. Λες και δεν το ήξερε κι ο ίδιος! «Δεν είναι εύκολο, τον έχεις δει που γυρίζει αργά το βράδυ κι είναι πολύ κουρασμένος, τι να του πω δηλαδή εκείνη την ώρα;» Της απάντησε μονορούφι μήπως και την ξεφορτωνόταν. Αλλά όχι!

«Να του πεις πως έχεις μεγαλώσει και πως πια δεν μπορείς ούτε καν να στηριχτείς σωστά πάνω σε αυτό που έχεις και πως κινδυνεύεις να γίνεις κομματάκια καμιά μέρα!».

Αυτό το ύφος της «μεγάλης-αδελφής-που-τα-ξέρει-όλα», πολύ τον νευρίαζε τον Λευτέρη. Πώς θα ήθελε να της βουτήξει την κοτσίδα και να την πετάξει έξω! Αλλά δεν το έκανε. Ήταν ήδη πολύ λυπημένος με όσα του πήγαιναν στραβά, και δεν του είχε μείνει αλήθεια και πολύ κουράγιο για άλλον έναν καβγά.  

«Νομίζω Ηλέκτρα», της είπε πολύ πολύ αργά και λιγάκι σοβαρά, «πως αν είχαμε λεφτά, ο μπαμπάς θα μου είχε πάρει ήδη το δικό μου ποδήλατο». Κοιτούσε τον απέναντι τοίχο.

«Μπορεί να μην είχαμε ως τα τώρα λεφτά, ή μπορεί να έπρεπε κάτι άλλο να γίνει πρώτα», συμφώνησε κι η Ηλέκτρα, πράγμα σπάνιο γι' αυτούς τους δύο τον τελευταίο καιρό. «Ξέρεις όμως, είμαι σχεδόν σίγουρη πως αν ο μπαμπάς ήξερε πως είναι πράγματι ανάγκη να σου πάρει ποδήλατο, θα είχε βρει τρόπο να το κάνει!».

Ο τοίχος δεν είχε τίποτε το ενδιαφέρον κι έτσι ο Λευτέρης κοίταξε την αδελφή του. «Είναι δυνατόν να μην έχει δει το χάλι του ποδηλάτου μου; Ολοένα με βοηθά να το μαστορέψουμε κι ολοένα μου λέει να ελέγχω τα φρένα για να μην πάθω ατύχημα! Λες λοιπόν πως δεν το ξέρει κι εκείνος πως καλύτερα θα ήταν να είχα ένα καινούριο;». Την είδε λιγότερο σίγουρη από ότι στην αρχή της συζήτησης. Και για πρώτη φορά η Ηλέκτρα δεν του είπε κάτι περισσότερο, παρά έφυγε πολύ διακριτικά από κοντά του. Κι ούτε έβαλε στην τηλεόραση αυτό που ήθελε να δει, ούτε τους ξεκούφανε με εκείνα τα μελιστάλλαχτα τραγούδια που συνήθως ακούει και που ο Λευτέρης νόμιζε πως ακούνε όλα τα κορίτσια της ηλικίας της.

Φυσικά ο Λευτέρης τίποτε δεν είπε στον μπαμπά του. Ούτε στη μαμά. Ήταν πια μεγάλο παιδί και καταλάβαινε πολύ καλά πως δεν μπορούσε να έχει όλα όσα ήθελε την στιγμή ακριβώς που τα ονειρευόταν. Είχε παρατηρήσει πως για κάθε πράγμα που έπρεπε να αγο

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved