To παραμύθι της εβδομάδας: «Θέλω το δικό σου!»
Του Μάνου του αρέσει πολύ να παίζει με την μικρή του αδελφή. Είναι δυο χρόνια μικρότερή του κι ακόμη μερικές λέξεις δεν τις λέει καθαρά, αλλά σίγουρα καταλαβαίνει όλα του τα αστεία, ξεκαρδίζεται στα γέλια και μπορεί να επιβιώσει μια χαρά από τα αναρίθμητα πειράγματά του!
Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου
Όταν του είπαν οι γονείς του ότι θα αποκτούσε ένα αδελφάκι, στην αρχή παρακαλούσε να είναι αγόρι. Θα του μάθαινε όλα τα κόλπα που ήξερε να κάνει με τα αυτοκινητάκια του, θα έπαιζαν κυνηγητό και κρυφτό σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, και θα του έδειχνε πώς να σκαρφαλώνει στον πάγκο της κουζίνας, για να φτάνει τα πάνω ράφια που η μαμά φυλούσε τις μαρμελάδες! Ήταν πολύ ευτυχισμένος που θα είχε επιτέλους παρέα στις σκανταλιές του!
Αλλά, αντί για τον πολυ-αναμενόμενο αδελφό, η μαμά γύρισε από το νοσοκομείο κρατώντας το μωρό τυλιγμένο σε μια ροζ κουβερτούλα, πράγμα που σήμανε συναγερμό για το Μάνο, αφού το συγκεκριμένο χρώμα το φορούσαν αποκλειστικά κορίτσια! Όταν όμως είδε από κοντά τη Φαίη, που ήταν μικρούλα και ροζούλα και μύριζε τόσο γλυκά, την αγάπησε αμέσως! Από τότε έγινε ο αχώριστος σύντροφός της, ένας πραγματικά «μεγάλος αδελφός». Πρώτος έτρεχε κοντά της όταν ξυπνούσε τη νύχτα, αυτός της χάιδευε το χεράκι όταν είχε πυρετό και έκλαιγε απαρηγόρητη, αυτός έπαιζε μαζί της στο λουτρό και ήταν ο Μάνος που τη βοήθησε και τα πρώτα της βήματα να κάνει αλλά και τις πρώτες βόλτες με το ποδηλατάκι της. Τελικά, ούτε που θυμόταν πως ήθελε κάποτε να έχει έναν αδελφό, η Φαίη ήταν και με το παραπάνω η μικρή του αγαπημένη.
Περνούσαν πολλές ώρες παίζοντας μαζί. Το πιο αγαπημένο τους παιχνίδι ήταν να φτιάχνουν πολιτείες, με δρόμους, καταστήματα, σπίτια και πλατείες. Τις περισσότερες φορές βέβαια, κατέληγαν στο ένα και μοναδικό και πιο καταπληκτικό και πιο αγαπημένο τους κατάστημα, στο «ιατρείο μικρών ζώων», και ξεχνούσαν όλα τα υπόλοιπα!
Συνήθως ξεκινούσαν παίρνοντας τα lego-τουβλάκια τους, με τα οποία έφτιαχναν τα πρώτα σπίτια της μεγάααλης πόλης τους. Αλλά, φυσικά, τα τουβλάκια δεν έφταναν για όσα ήθελαν να κάνουν, ούτε και ο λιγοστός χώρος στο δωμάτιό τους άλλωστε, οπότε η «πολιτεία» τους επεκτεινόταν σταδιακά προς το σαλόνι, και τελικώς έπιανε το μεγαλύτερο χώρο του. Η μαμά τους προειδοποιούσε αρκετά αυστηρά πως «θα πρέπει να τα μαζέψουν όλα και να τα βάλουν στην θέση τους μόλις τελειώσουν», και την έπαιρναν αρκετά στα σοβαρά, αλλά απλά δεν μπορούσαν να σταματήσουν τις περίφημες «κατασκευές» τους. Οπότε, μετά τα τουβλάκια, σειρά είχαν τα τα κουτιά από τα παπούτσια τους, που από μόνα τους ήταν σπιτάκια για τα ζωάκια τους, χώρια που με το καπάκι τους έφτιαχναν στα γρήγορα και σκεπή! Βεβαίως, τα κουτιά των παπουτσιών του μπαμπά ήταν τα καλύτερα από όλα, αφού αυτός φορούσε το μεγαλύτερο νούμερο παπουτσιών στην οικογένεια και ήταν τόσο μεγάλα και τόσο γερά, που με αυτά έφτιαχναν τεράστιες πολυκατοικίες! Προς μεγάλη απογοήτευση της μαμάς, που έβλεπε εκτός από όλα τα τουβλάκια και τα ζωάκια τους ΚΑΙ τα παπούτσια όλης της οικογένειας αραδιασμένα στο διάδρομο ώστε να ελευθερωθούν τα κουτιά και να γίνουν ό,τι απαιτούσε το παιχνίδι του Μάνου και της Φαίης. Τι κι αν τους έλεγε πως με αυτό τον τρόπο θα είχαν ακόμη περισσότερα πράγματα να βάλουν στην θέση τους μετά το παιχνίδι; Κανέναν από τους δύο δεν πτοούσε κάτι τέτοιο! Στο κάτω-κάτω, κι αυτό μέρος του παιχνιδιού ήταν!
Τελευταία έμπαιναν στη σειρά τα αυτοκινητάκια του Μάνου, το ένα πίσω από το άλλο, μικρά, μεσαία και μεγάλα, ολόϊδια όπως γίνεται στις μεγάλες λεωφόρους, να περιμένουν σταματημένα μέχρι να έρθει η σειρά τους να προχωρήσουν. Ο Μάνος σε αυτό το σημείο ήταν σίγουρος πως η μαμά θα ήθελε να τους κάνει αμέσως να σταματήσουν το παιχνίδι και να τους βάλει να τακτοποιήσουν τα πάντα, μια και την έβλεπε πως ήταν έτοιμη να βάλει τις φωνές για την ακαταστασία, αλλά δεν ήξερε γιατί στο τέλος της περνούσε της μαμάς ο θυμός και χαμογελούσε. Μάλλον γιατί τέτοια πράγματα θα έκανε κι εκείνη μικρή.
Κι αφού ολόκληρη η πολιτεία τους ήταν έτοιμη, κι αφού ακόμη θαύμαζαν το κατασκεύασμά τους για μερικά λεπτά διορθώνοντας τις φανταστικές του ατέλειες – γιατί και η Φαίη ήθελε μερικές φορές να αλλάζει την θέση των «σπιτιών» και των «καταστημάτων» -, τότε άρχιζε το πραγματικό παιχνίδι! Οι κούκλες της Φαίης πήγαιναν για ψώνια, ή βόλτα τα μωρά τους με τα καροτσάκια στις πλατείες, αγοράζοντας φρούτα και λαχανικά από τα διάφορα μαγαζάκια, για να τα μαγειρέψουν αργότερα στην κουζίνα της.
Όσο λοιπόν η Φαίη πήγαινε βόλτες στην «πολιτεία» τους με τις κούκλες και τα καροτσάκια της, ο Μάνος φορούσε την αγαπημένη του άσπρη μπλούζα κι ετοιμαζόταν να κάνει το γιατρό για τα ζώα τους. Είχαν πάρα πολλά ζώα, μικρά και μεγάλα. Ο σκατζόχοιρος, το κροκοδειλάκι, τα προβατάκια, οι κότες, ένα σωρό σκύλοι με διαφορετικά ονόματα ο καθένας, ένας βάτραχος, η καμηλοπάρδαλη που ήταν πέρσι στην πασχαλινή λαμπάδα του Μάνου, ένα αλογάκι με τη μαμά του, δελφίνια που τα έπαιρναν μαζί τους όταν πήγαιναν και στη θάλασσα, μια μικρή χελώνα, κι η χαρούμενη οικογένεια με τα φασαριόζικα πιθηκάκια, που το καθένα έκανε κι έναν διαφορετικό ήχο όταν του ζούπαγες την κοιλιά. Κι ένα σωρό άλλα.
Κάθε μέρα έπρεπε να φροντίσουν τα ζώα τους. Να τους κάνουν μπάνιο, να τους περιποιηθούν το τρίχωμα, - κι εδώ έπιαναν τόπο όλα τα μικρά κοκαλάκια που η Φαίη δεν φορούσε με κανέναν τρόπο στα μαλλιά της, αλλά τα χρησιμοποιούσε για να κάνει κοτσιδάκια στη χαίτη του μικρού της πόνυ-, να τα ταΐσουν. Και φυσικά, να ελέγξουν την υγεία τους! Ο Μάνος έπαιρνε πολύ στα σοβαρά το ρόλο του ως κτηνίατρου. Άκουγε προσεκτικά την καρδιά τους με τα ακουστικά του, κοίταζε τον λαιμό τους και τους έκανε εμβόλια για να μην παθαίνουν αρρώστιες. Ήταν το πιο ωραίο του παιχνίδι! Είναι σίγουρος πως όταν μεγαλώσει θα γίνει κτηνίατρος, αφού αγαπά τόσο πολύ όλα τα ζώα!
Εδώ όμως άρχιζαν τα προβλήματα. Με το που ξεκινούσε ο Μάνος να ... «εξετάζει» τους πρώτους επισκέπτες του «ιατρείου μικρών ζώων», η Φαίη παρατούσε και τις κούκλες και τα καροτσάκια της και τα ψώνια. Όλο της το ενδιαφέρον στρεφόταν αποκλειστικά σε ό,τι έκανε ο μεγάλος της αδελφός. Αν ο Μάνος έβαζε στη σειρά την οικογένεια με τα πιθηκάκια για να τους κάνει εξετάσεις, η Φαίη ήθελε να κάνει ακριβώς το ίδιο! Όταν ο Μάνος μάθαινε στα δελφίνια να κολυμπούν μέσα στο μεγάλο κουτί από τα αθλητικά παπούτσια του μπαμπά που έπαιζε το ρόλο της πισίνας, η Φαίη τα έβγαζε όλα έξω για να τα ξαναβάλει μέσα μετά από την αρχή! Μόλις ο Μάνος φορούσε τα ακουστικά του για να εξετάσει το μακρύ λαιμό της καμηλοπάρδαλης, η Φαίη την έπαιρνε με φόρα από τα χέρια του, του ξεκολλούσε τα ακουστικά από τα αυτιά, και έκανε εκείνη την εξέταση.
Μάταια ο Μάνος την παρακαλούσε είτε να παίξει με άλλο ζωάκι εκείνη την ώρα είτε να περιμένει τη σειρά της. Προσπαθούσε να της εξηγήσει πως δεν ήταν ωραίο πράγμα να του παίρνει τα παιχνίδια από τα χέρια ενώ υπήρχαν δηλαδή και τόσα άλλα που θα μπορούσε να παίξει μαζί τους, και μερικές φορές η Φαίη του τα έδινε πίσω, αλλά όχι πάντα. «Θέλω το δικό σου, θέλω το δικό σου!» του έλεγε κι όσο πήγαινε φώναζε και περισσότερο. Κι εκεί που υποτίθεται πως έπαιζαν όμορφα και ωραία, τα δύο παιδιά κατέληγαν να φωνάζουν διεκδικώντας ένα σκύλο ή το γατάκι ή τη χελώνα, για να κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα την ίδια στιγμή!
Αυτό φυσικά είχε σαν αποτέλεσμα, σχεδόν πάντα, το να είναι κι οι δύο μουτρωμένοι, η μεν Φαίη όμως εξακολουθούσε να παίζει με τα ζωάκια ενώ ο καημένος ο Μάνος δεν μπορούσε να παίξει με τις κούκλες της επειδή πολύ απλά δεν ήθελε! Και, μερικές φορές, όταν κι οι δύο επέμεναν πολύ, η μαμά τους έβαζε να τα μαζέψουν όλα, μα όλα, και τους απαγόρευε να ξαναφέρουν παιχνίδια στο σαλόνι, τουλάχιστον για εκείνη την ημέρα.
Μια τέτοια φορά ήταν που ο Μάνος αποφάσισε να μιλήσει στη μαμά του για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε. Ούτε οι φωνές του άρεσαν, ούτε ήθελε να καβγαδίζει με την αδελφή του, κυρίως όμως δεν ήθελε να μαλώνει εκείνον η μαμά για ό,τι συνέβαινε, ενώ πίστευε πως δεν έφταιγε.
«Μαμά, ξέρεις γιατί μαλώναμε με τη Φαίη;» τη ρώτησε μόλις σταμάτησε η φασαρία από τις φωνές όλων.
«Γιατί προφανώς δεν μπορείτε να συνεννοηθείτε!», ήταν η απάντηση της μαμάς που δεν είχε καμία όρεξη να πει τίποτε άλλο, καθώς είχε γυρίσει κουρασμένη από τη δουλειά της και είχε και ένα σωρό άλλα πράγματα να κάνει, εκτός από το να ακούει τις φωνές των παιδιών της δηλαδή.
«Μα, μαμά, η Φαίη θέλει πάντα να παίζει με ό,τι παίζω εγώ, μου παίρνει τα ζωάκια μου και δεν μου τα ξαναδίνει γιατί λέει εκείνη κάνει καλύτερα το γιατρό από εμένα!». Ο Μάνος αυτή τη φορά επέμενε να πει τα παράπονά του στη μαμά, πιστεύοντας ότι θα τον βοηθούσε με κάποιον τρόπο.
«Ε, και δεν υπάρχουν άλλα ζωάκια να παίξεις εσύ; Ένα ολόκληρο μπαούλο έχετε, μπορείτε πολύ εύκολα να τα μοιραστείτε, όπως πραγματικά πρέπει να κάνετε σαν καλά αδελφάκια που είσαστε, κι όχι να μαλώνετε για ένα χνουδωτό παιχνίδι,!»
«Αυτό ακριβώς είναι το θέμα μαμά, η Φαίη μου παίρνει τον κροκόδειλο, πάω εγώ και διαλέγω τη χελώνα, αφήνει τον κροκόδειλο και παίρνει τη χελώνα! Θέλει συνεχώς αυτό που έχω μόλις πιάσει στα χέρια μου!» Ο Μάνος ήταν σχεδόν έτοιμος να βάλει τα κλάματα, σκεφτόταν όμως ότι αυτό ίσως να χειροτέρευε τα πράγματα, κι έτσι, παρά τα βουρκωμένα μάτια του και την φωνή του που λες και κοβόταν και δεν μπορούσε να μιλήσει καθαρά, συνέχισε να εξηγεί το πρόβλημά του. «Μπορεί να μην το κάνει επίτηδες μαμά, και σίγουρα εγώ της τα δίνω όλα όσα ζητάει γιατί δεν θέλω να στεναχωριέται. Όμως τελικά έτσι ΔΕΝ παίζουμε, δηλαδή δεν παίζουμε ΜΑΖΙ. Η Φαίη παίζει αλλά εγώ ....εγώ...». Τι άλλο να της έλεγε; Οι λέξεις θαρρείς κι είχαν κολλήσει στο λαιμό του και δεν έλεγαν να σχηματιστούν στην γλώσσα του.
«Μάνο μου, πίστεψέ με, καταλαβαίνω τι θέλεις να μου πεις», του είπε η μαμά του, κι ο ίδιος ο Μάνος απόρησε γιατί δεν είχε προλάβει να της πει όλα όσα ήθελε. Και σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν σωστό να νομίζει η μαμά του πως δεν ήθελε πια να παίζει με την μικρή του αδελφή!
«Όμως, δεν θα ήταν σωστό να ανακατευτώ στο παιχνίδι σας», συνέχισε η μαμά του Μάνου, αφήνοντας στην άκρη μια στίβα πιάτα που την περίμεναν στο νεροχύτη. Πήρε το μικρό της γιο από το χέρι και κάθισαν μαζί στην άκρη του καναπέ. «Ξέρεις, καμιά φορά», άρχισε να του λέει χωρίς να βιάζεται πια καθόλου, «τα μικρότερα παιδάκια μιας οικογένειας, θέλουν να κάνουν ακριβώς ότι και τα μεγαλύτερά τους αδέλφια». Τον κοίταξε καλά πριν συνεχίσει. «Είναι βλέπεις κι αυτός ένας τρόπος για να σου δείξουν πόσο σε αγαπούν και πόσο σε θαυμάζουν. Επειδή τους είναι πολύ δύσκολο να το πουν με λόγια, αφού ακόμη δεν μιλούν και πολύ καλά, κάνουν απλά ό,τι κάνεις κι εσύ, νομίζοντας πως έτσι θα μεγαλώσουν πιο γρήγορα και θα γίνουν σαν εσένα». Τον περίμενε να καταλάβει τι του έλεγε, αλλά ο Μάνος τώρα καθόταν δίπλα της κι όσο κι αν την κοιτούσε δεν έβρισκε την παρηγοριά που περίμενε όταν άρχισε να της μιλά. Γιατί η μαμά δεν σηκωνόταν να πάει να μαλώσει λιγάκι τη Φαίη και να της πει να μην του παίρνει τα παιχνίδια; Γιατί δεν της έκανε έστω μια παρατήρηση; Και γιατί δεν την είχε φωνάξει κι αυτή να είναι μαζί τους στην συζήτηση; Ο Μάνος αυτό ακριβώς ζητούσε, να πει δηλαδή η μαμά στη Φαίη τι ΔΕΝ πρέπει να κάνει για να μπορούν να παίζουν αρμονικά.
«Όχι, ακόμη κι αν της πω κάτι εγώ, το μόνο που θα καταφέρω θα είναι να μεγαλώσω το πρόβλημα. Θα πρέπει να βρείτε μόνοι σας τη λύση. Είμαι σίγουρη», του είπε κι άπλωσε το χέρι να του ανακατώσει τα μαλλιά, «πως αν πραγματικά καθίσεις και σκεφτείς πώς θα είστε κι οι δύο ευχαριστημένοι, κι ίσως ακόμη κι αν μοιραστείς την όποια λύση σκέφτεσαι με την ίδια τη Φαίη, στο τέλος θα πάνε όλα καλά! Θα μπορείτε να ευχαριστιόσαστε και οι δύο το παιχνίδι σας με τον πιο δίκαιο τρόπο!». Η φωνή της μαμάς έδειχνε ότι του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, αλλά ο Μάνος δεν ήταν καθόλου σίγουρος για τον εαυτό του. Τόσον καιρό δεν είχε βρει τον τρόπο, τώρα θα τον έβρισκε; Χώρια που είχε και την απογοήτευση γιατί περίμενε μια πιο γρήγορη και δραστική λύση.
Σηκώθηκε να μαζέψει τα – απλωμένα παντού στο σπίτι – παιχνίδια τους, εντελώς άκεφος. Στο κάτω – κάτω, γιατί να πρέπει να μαζεύει αυτός τα ζωάκια και τα τουβλάκια και τα χαρτόκουτα αφού δεν είχε προλάβει καν να παίξει; Κάποια στιγμή είδε πως η Φαίη πίσω του έκανε ακριβώς το ίδιο, προσπαθούσε δηλαδή να μαζεύει τα παιχνίδια τους με τα μικρά της χεράκια και να τα βάζει στην θέση τους, όσο έφτανε, μια και στα ψηλότερα ράφια της βιβλιοθήκης δεν θα κατάφερνε να φτάσει για πολύ καιρό ακόμη, και κατάλαβε τι του είπε η μαμά του. Η μικρή του αδελφή έκανε ό,τι ακριβώς κι αυτός, προσπαθώντας να του μοιάσει και να τον ευχαριστήσει. Ανασήκωσε τους ώμους του. Ε, τουλάχιστον, δεν θα τα έκανε όλα μόνος του!
Τότε, του ήρθε ξαφνικά μια ιδέα! Μια απίθανη ιδέα, που ίσως του έλυνε το πρόβλημα πιο εύκολα από ότι υπολόγιζε. Μια καταπληκτική ιδέα, τόσο καταπληκτική που παράτησε το μάζεμα και έβαλε μουσική στο μικρό τους ραδιόφωνο, κι άρχισε να χορεύει σαν παλαβός – και ο χορός μάλλον δεν ήταν το στοιχείο του. Ταρακουνιόταν άγαρμπα και τίναζε τα πόδια του δεξιά κι αριστερά. Μαζί του χόρευε και η Φαίη, που ίσως νόμιζε πως ο αδελφός της απλώς άλλαξε παιχνίδι. Αυτό πια, έκανε το Μάνο να πιστέψει πως η ιδέα του ήταν στο σωστό δρόμο!
Χωρίς να χάσει καιρό, πάει να βρει τη μαμά του. Από πίσω του, έτοιμη για νέες εξερευνήσεις, η Φαίη. Κόντεψε να πέσει πάνω του καθώς ο Μάνος σταμάτησε απότομα μπροστά στη μαμά που έστρωνε το τραπέζι για το βραδινό. Κάτι μύριζε όμορφα από τη μεριά της κουζίνας, και κανονικά και οι δύο θα ρωτούσαν «τι θα φάμε μαμά;», αλλά ο Μάνος ήταν τόσο συγκεντρωμένος σε αυτό που ήθελε να πει, μην τύχει και το ξεχάσει ή το μπερδέψει, που δεν έδωσε καμιά σημασία σε αυτό που του γαργαλούσε τη μύτη.
«Μαμά, βρήκα τι πρέπει να γίνει!», της είπε με ενθουσιασμό.
«Πολύ χαίρομαι καλέ μου, είδες που τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο!». Στο βάθος η μαμά πάντα καμάρωνε για το γιο της, πράγμα που ο Μάνος μερικές φορές το καταλάβαινε ακόμη κι αν ήταν αυστηρή μαζί του.
«Δε νομίζω ότι είναι εύκολο να γίνει, αλλά ναι, ήταν αρκετά εύκολο ΝΑ ΤΟ ΣΚΕΦΤΩ, και ξέρεις κάτι, η Φαίη μου έδωσε την ιδέα, όχι ότι το συζητήσαμε δηλαδή αλλά να, την είδα να κάνει κάτι, κι είχες τόσο δίκιο όταν μου είπες πως κάνει ό,τι κάνω κι εγώ και πιστεύω ότι δεν το κάνει στ' αλήθεια για να με πειράξει αλλά γιατί νομίζει ότι είναι κι αυτό ένα παιχνίδι!». Είχε πάρει μεγάλη φόρα ο Μάνος, και τα έλεγε και γρήγορα και η μαμά του σήκωσε το ένα της φρύδι, όπως έκανε πάντα όταν σκεφτόταν κάτι σοβαρά κι έδειχνε να μην έχει καταλάβει ούτε τα μισά από όσα της είπε ο γιος της με μια ανάσα!
«Μου τα λες άλλη μια φορά, αργά και καθαρά σε παρακαλώ, για να δω αν μπορώ να σε καταλάβω;» Τα μάτια της μαμάς του τον κοιτούσαν, ίσως στην άκρη των χειλιών της κρεμόταν ένα χαμόγελο, αλλά τα χέρια της εξακολουθούσαν να τακτοποιούν χαρτοπετσέτες και μαχαιροπήρουνα πάνω στο τραπέζι.
«Κοίτα μαμά, η Φαίη θέλει να παίζει ακριβώς με τα δικά μου ζωάκια». Σταμάτησε και την κοιτούσε αλλά συνέχισε μετά από ένα της νόημα. Η Φαίη έβαλε στην καρέκλα δίπλα της την καμηλοπάρδαλη. «Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι αυτό», συνέχισε ο Μάνος προσπαθώντας να μην τα μπλέξει αυτή τη φορά, παρά να πει ακριβώς αυτό που σκεφτόταν. «Αν λοιπόν είχαμε και οι δύο ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΑ ΙΔΙΑ ζωάκια, θα μπορούσαμε να παίζουμε με αυτά ταυτόχρονα!»
«Δηλαδή;» Η μαμά του τώρα κοιτούσε μόνο αυτόν, και μάλιστα με ενδιαφέρον!
«Αν είχαμε τα ίδια ζωάκια, θα μπορούσε να κρατάει ένα η Φαίη κι ένα εγώ, κι αν είχαμε και τα ίδια εργαλεία του γιατρού και μια άσπρη μπλούζα, θα κάναμε μαζί τις ίδιες εξετάσεις την ίδια στιγμή! Έτσι η Φαίη δεν θα ζητάει αυτά που κρατώ εγώ, και δεν θα καταλήγουμε να τσακωνόμαστε».
«Αυτή είναι μια πολύ καλή ιδέα Μάνο μου, μπράβο σου! Είδες που σου είπα ότι αν καλοσκεφτείς τα πράγματα θα βρεις τη λύση; Σου φαινόταν εύκολο το να φωνάζεις κι ακόμη ευκολότερο το να μαλώσω εγώ και τους δυο σας, μα στην ουσία αυτό δεν θα άλλαζε και πολύ τα πράγματα, γιατί το πρόβλημα θα παρέμενε. Τώρα όμως, και τους καβγάδες θα αποφύγουμε, και το να σας μαλώνω και θα μπορείτε να ευχαριστηθείτε περισσότερο παιχνίδι».
«Ναι, μαμά, αλλά νομίζω ότι υπάρχουν δύο μικρά θεματάκια».
«Και σαν τι είναι αυτά δηλαδή;»
«Να, το πρώτο είναι ότι θα πρέπει να αγοράσουμε όλα αυτά τα παιχνίδια ξανά από την αρχή, και δεν ξέρω ούτε πόσο κάνουνε ούτε αν έχουμε τα λεφτά ούτε κι αν θα τα βρούμε τα ίδια!» Αυτό τώρα, είχε περάσει από το μυαλό του Μάνου, αλλά μπροστά στη χαρά του που είχε σκεφτεί κάτι και την βιασύνη του να το πει στη μαμά, δεν είχε καθίσει να το καλοσκεφτεί. Τώρα, συζητώντας, κατάλαβε πως ίσως αυτό να ήταν ένα μεγάλο εμπόδιο για το σχέδιό του. Κι άλλο ένα ακόμη ερχόταν να... «ξεφυτρώσει» από πίσω του, και του φαινόταν ότι ήταν ακόμη πιο μεγάλο. «Και το δεύτερο μαμά είναι πως δεν ξέρω πια πού θα τα βάζουμε όλα αυτά τα ζώα όταν θα τα έχουμε! Το μπαουλάκι μας είναι ήδη γεμάτο και τα ζουπάω αρκετά για να χωρέσουν, μερικά μένουν μόνιμα στα ράφια της βιβλιοθήκης γιατί δεν χωράνε αλλού και ..... και.... ίσως τελικά να μην είναι τόσο καλή η ιδέα μου!».
Η μαμά του τον αγκάλιασε γελώντας πολύ-πολύ σφιχτά. Τον φιλούσε στα μαλλιά και του τα ανακάτευε, και δεν σταματούσε να του λέει πόσο ωραία ήταν η ιδέα του. Μα, δεν είχε ακούσει όλα τα άλλα που της είπε; Ο Μάνος δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς, αλλά ήταν πολύ ωραίες οι αγκαλιές της μαμάς έτσι κι αλλιώς, οπότε καθόταν εκεί όσο περισσότερο μπορούσε. Δυο μικρά χεράκια τον έσπρωξαν λίγο κι ο Μάνος έκανε χώρο για την Φαίη, που φυσικά δεν θα καθόταν ήσυχη στην καρέκλα της χωρίς να πάρει το μερίδιό της από τα χάδια της μαμάς, άσχετα αν δεν καταλάβαινε ακριβώς τι γινόταν.
«Μάνο μου, δεν είναι δα και πολύ μεγάλα αυτά τα ..... "θεματάκια". Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΟΥΜΕ. Θα προσπαθήσουμε δηλαδή να πάρουμε όσα περισσότερα όμοια ζωάκια γίνεται. Καλά λες, μπορεί να μην τα βρούμε όλα όσα ήδη έχουμε. Μπορούμε όμως να πάρουμε μερικά καινούρια. Κι όσο για το χώρο πια, νομίζω ότι αν "χαρίζαμε" όσα έχετε ήδη παίξει πολύ, μαζί με μερικά από τα βιβλία σας που σχεδόν έχετε μάθει απ' έξω τις ιστορίες τους και δεν τα διαβάζετε πια, θα καταφέρναμε να τα χωρέσουμε στο μπαουλάκι σας!». Η μαμά τους είχε πια και τους δύο αγκαλιά, και η Φαίη την κοιτούσε με απορία.
«Θα πάρουμε καινούρια παιχνίδια μαμά;» τη ρώτησε.
«Ναι, θα πάρουμε μερικά καινούρια, ώστε να έχετε τα ίδια με το Μάνο, και να παίζετε ΜΑΖΙ». Αυτό το "μαζί" της μαμάς ήταν πολύ έντονο, τόσο που μέχρι και η Φαίη κατάλαβε πως κάτι έκανε λάθος μέχρι τώρα όταν έπαιζε με το Μάνο στην περίφημη "πολιτεία" τους και στο "ιατρείο μικρών ζώων". «Για να γίνει όμως αυτό, και μέχρι να έρθει κι ο μπαμπάς σας για να φάμε, να πάτε να ξεχωρίσετε τι δεν θέλετε πια, για να το δώσουμε σε άλλα παιδάκια να παίζουν κι εκείνα. Και στο μεταξύ, ο Μάνος θα σου πει για την καταπληκτική του ιδέα, όπως μου την είπε κι εμένα!». Η μαμά τους έσπρωξε μαλακά μακριά της, και το ύφος της έδειχνε ότι είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στο μεγάλο της γιο να εξηγήσει στην αδελφή του τι έπρεπε να κάνουν.
Ο Μάνος ήξερε ότι η Φαίη δύσκολα θα αποχωριζόταν μερικούς από τους φίλους της του ζωικού βασιλείου. Ήξερε όμως επίσης πως είχε καταφέρει να βρει έναν τρόπο για να συνεχίσουν το αγαπημένο τους παιχνίδι χωρίς να τσακώνονται, κι ότι σε λίγο καιρό δεν θα είχαν αυτές τις διενέξεις. Καθώς έβαζαν σε μια μεγάλη σακούλα όσα αποφάσιζαν να χαρίσουν, σκεφτόταν πόσο αγαπούσε πραγματικά τη μικρή του αδελφή, αυτή την ίδια αδελφή που του ερχόταν να μαλώσει πολύ όταν του έπαιρνε τα ζωάκια του και του έκοβε το παιχνίδι στη μέση. Είδε λοιπόν πολύ καθαρά πως η αγάπη τους, ακόμη κι αν φώναζαν κι αν τσακώνονταν, ήταν κάθε μέρα το ίδιο δυνατή, και πως αυτός, σαν πιο μεγάλος, έπρεπε να βρίσκει τους τρόπους να της μαθαίνει παιχνίδια και συμπεριφορές, βοηθώντας την να καταλαβαίνει τα λάθη της και να τα διορθώνει. Η Φαίη έβαλε τα δελφινάκια μέσα στη σακούλα και τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Να τα χαρίσουμε κι αυτά;»
«Δεν τα θέλεις άλλο;»
«Τα θέλω αλλά μπορεί κάποιο άλλο παιδάκι να τα θέλει περισσότερο από μένα γιατί ίσως να μην έχει δικά του. Αν του τα δώσουμε θα το κάνουμε πολύ χαρούμενο!»
Ο Μάνος ένιωσε πολύ περήφανος για τη μικρή του αδελφή αλλά και για τον εαυτό του. Η Φαίη είχε μια χρυσή καρδιά από μόνη της, αλλά ήταν αυτός που την μάθαινε κάθε μέρα κι από λίγο, έχοντας τον σωστό τρόπο απέναντί της, να αγαπά και να φροντίζει και τους γύρω της. Της τράβηξε λίγο την αλογοουρά κι εκείνη έσκασε στα γέλια.
Όταν πήγαν για ύπνο εκείνο το βράδυ, ήταν η σειρά της Φαίης να σκεπάσει το Μάνο και να τον φιλήσει στο μέτωπο. Ακριβώς όπως έκανε η μαμά τους, ακριβώς όπως έκανε κι εκείνος. Ήταν το καινούριο τους παιχνίδι. Τη μια νύχτα θα την έβαζε αυτός για ύπνο και θα την σκέπαζε προσεκτικά, την επόμενη ήταν η σειρά της. Ο Μάνος χαμογέλασε. Η Φαίη έκανε, όπως είπε η μαμά, αυτό που έβλεπε να κάνουν οι μεγαλύτεροι. Βιαζόταν να γίνει σαν εκείνους. «Λες να έκανα κι εγώ τα ίδια πιο μικρός;» αναρρωτήθηκε ο Μάνος. «Να θυμηθώ αύριο να ρωτήσω τη μαμά!».