Γράφει ο Λευτέρης Παρτσάλης
ΕΝΑ ΑΓΕΡΩΧΟ ΒΛΕΜΜΑ ΚΙ ΕΝΑ ΠΕΡΗΦΑΝΟ ΖΕΜΠΕΚΙΚΟ
Μεσημέρι Σαββάτου, από αυτά τα μεσημέρια καλοκαιριού, που για κάποιο λόγο βρίσκεσαι στην Αθήνα και νομίζεις οτι κάποιος έχει πειράξει το dimmer του χρόνου. Νιώθεις ότι όλα γινόνται πιο αργά, οι δείκτες του ρολογιού, οι λιγοστοί περαστικοί, ακόμα και τα φύλλα των δέντρων, κινούνται πιο βαριά. Το ίδιο βαριά και εμένα η ψυχή μου, μετά απο παρότρυνση της Σοφίας, να γράψω δυο λόγια για τον Πατέρα μου…
“Αυτο που ζητάς είναι μία εκταφή από όλα όσα έχω μαζεμένα” της λέω, ενώ πίναμε τον πρωινομεσημεριανό καφέ, μετά από ένα ρεπορτάζ. Είναι τόσα πολλά κι είναι τόσο καιρό κλεισμένα, μαζεμένα. Ξέρεις, όταν χάνεις κάποιον, μάζευεις σε ένα τεράστιο μπόγο όλα αυτά που έχεις, τα οποία μπορεί να είναι ξένοιαστα Σαββατοκύριακα στην εξοχή, γλέντια, τσακωμοί, βαρκάδες, ταξίδια, νοσοκομεία, χαμόγελα και κρατάς για να πορεύεσαι κάποιες μικρές στιγμές, το άρωμα, την ανάμνηση.
Κρατάς, λοιπόν, ένα αγέρωχο βλέμμα, ένα περήφανο ζεϊμπέκικο, ένα δάκρυ απόγνωσης, μια φωνή να σε φωνάζει “ζεϊμπζέκη μου”.
“Η ΚΑΡΔΙΑ ΠΟΝΑΕΙ ΠΑΝΤΑ ΟΤΑΝ ΨΗΛΩΝΕΙ…”
Τέσσερα χρόνια σχεδόν μετά το χαμό του πατέρα και θα πω ότι πλέον χαμογελάω, όταν κοιτάζω εικόνες. Η συννεφιά είναι πάντα μέσα σου, μαθαίνεις να ζεις με αυτή, όμως μαθαίνεις στα άνθη που έχεις μέσα σου, να ανθίζουν και με τη συννεφιά… Άλλωστε, από τις μεγαλύτερες αρετές ένος ανθρώπου είναι η προσαρμοστικότητα.
Αυτό ακριβώς καλούνται πολλοί από εμάς να κάνουν: Να προσγειωθούν απότομα σε μία άλλη πραγματικότητα. Είναι σαν το στίχο που λέει: “Η καρδιά πονάει πάντα όταν ψηλώνει…”. Ακριβώς αυτό είναι. Και το παιδί που μέχρι τότε ήταν παιδί, ξαφνικά γίνεται πατέρας, προστάτης, υπεύθυνος. Έχω μάθει από όλα όσα μου συμβαίνουν να κρατάω τα μαθήματα, να τα κάνω ωφέλιμα για μένα, για την πορεία μου, για το χαμόγελο που θα έχει εκείνος, αν με βλέπει από κάπου…
ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑΩ... ΚΙ ΑΣ ΚΛΑΙΩ
Έφυγε σε μία στιγμή που μόλις είχα αρχίσει να κολυμπάω, ζόρισα καταστάσεις να δει πράγματα, να δει ικανότητες που είχα, να ζήσω όσα μπορούσα μαζί του. Μέσα σε όλα η μοίρα μάς έδωσε δύο χρόνια, δυο χρόνια που ήταν σαν σεμινάριο ενσωμάτωσης στη ζωή για μένα.
Δύο χρόνια που έπρεπε να δείχνω πιο δυνατός από εκείνον, να του δίνω δύναμη, να δείχνω ότι όλα θα πάνε καλά κι ας ειχα μιλήσει με το γιατρό και μου είχε πει τα χειρότερα. Nα χαμογελάω κι ας κλαίω. Είναι ακριβώς η στιγμή που καταρρίπτεται ο μύθος του αλάθητου που έχουν οι γονείς. Ίσως για πρώτη φορά ήξερα περισσότερα απο εκείνον, ίσως τα ήξερε όλα και ήταν η άμυνά του να μην τα μαρτυρά.
Δυο χρόνια που έμαθα να αγκαλιάζω με την ψυχή μου, να μην το βάζω κάτω, να ελπίζω, να λέω “σ’ αγαπώ”, να ξεσπάω, να πιστεύω… Δυο χρόνια ουσιαστικά, με αληθινά συναισθήματα.
Ο ΗΛΙΟΣ ΕΒΑΣΙΛΕΨΕ, Ο ΑΗΤΟΣ ΑΠΟΚΟΙΜΗΘΗ
Και μετά απο αυτά τα δύο χρόνια έφτασε η λύτρωση. Τον χαιρετήσαμε περήφανα, χωρίς πάθη, με κυριαρχημένα αισθήματα, πειθαρχημένα. Με οδύνη, με γνώση και με πόνο. Αλλά όχι με αφασία συναισθηματική.
Την παρακάτω στροφή του Σεφέρη την βρήκα για να σφραγγίσω μέσα μου όλα αυτα που είχα κρατημένα: “Εγω για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει
Είχα τον ήλιο στα βουνά και τον αητό στους κάμπους και το βοριά το δροσερό τον είχα στα καράβια
Μα ο ήλιος εβασίλεψε, ο αητός αποκοιμήθη
Και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια
Κι έτσι του δόθηκε ο καιρός του Χάρου και σε πήρε”.
Κάπως έτσι και με ένα σίγουρο χαμόγελο θα κλείσω αυτή την επιστολή - κατάθεση.
Ό,τι έρχεται στη ζωή μας πρέπει να το στροβιλίσουμε μέσα μας και να το κάνουμε σύμμαχο.
Ο χρόνος περνάει και ποτέ δεν ξέρεις τι φέρνει και τι παίρνει.
Χρόνια πολλά σε όλους τους μπαμπάδες…