Despoina’s little stories: «Το βουλκανιζατέρ του μπαμπά μου»
Σήμερα το πρωί ξύπνησα από τα χαράματα, ως συνήθως, ετοίμασα την Έλενα για το σχολείο, ως συνήθως, τάισα και άλλαξα το μωρό, ως συνήθως, έκανα δουλειές στο σπίτι, ως συνήθως και ετοιμάστηκα για να πάω στο γραφείο, ως συνήθως.
Αφού τέλειωσα τις... ενδοοικογενειακές μου υποχρεώσεις, έτρεξα στο γκαράζ, μπήκα στο αυτοκίνητο φουριόζα –μαζί με τα ταπεράκια μου όπως κάθε πρωί- και έβαλα τη ζώνη μου. Φύγαμε για Mothersblog! Η ένδειξη στο ταμπλό του αυτοκινήτου με προειδοποιούσε ότι θέλουν αέρα τα λάστιχα. «Μάλλον θα πάτησα καμιά πρόκα», σκέφτηκα. Δεν αγχώθηκα, άλλωστε έχω τον καλύτερο μάστορα. Κι έτσι η καθημερινή μου διαδρομή άλλαξε πορεία. Εμπρός για Κάτω Πατήσια!
«Μπαμπά, έχεις δουλειά; Άστα όλα γιατί με έπιασε λάστιχο και δε θέλω να αργήσω στη δουλειά!», του διεμήνυσα.Τους τελευταίους μήνες οι επισκέψεις στο βουλκανιζατέρ του μπαμπά μου έχουν αραιώσει πολύ. Κάποτε πήγαινα συχνά, πίναμε μαζί τον πρωινό μας καφέ, λέγαμε τα νέα μας και περνούσαμε πολύ χρόνο μαζί. Ήταν η καλύτερή μου να παραγγέλνουμε σουβλάκια το μεσημέρι και να συζητάμε στο γραφείο. Άλλοτε με σόμπα κι άλλοτε με ανεμιστήρα, αναλόγως την εποχή. Από τότε που έγινα μαμά, αυτές οι «πολύτιμες» και αγχολυτικές επισκέψεις, μειώθηκαν στο ελάχιστο κι αυτό είναι κάτι που με στενοχωρεί. Πλέον, ο μπαμπάς Αντρέας κάνει μικρά ταξίδια κάθε εβδομάδα για να έρθει να μας δει στο σπίτι! Βλέπετε, τα έφερε έτσι η ζωή που μένουμε στα δύο άκρα της Αθήνας.
Στο βουλκανιζατέρ του μπαμπά μου, έχω ζήσει τις πιο όμορφες και γλυκές παιδικές μου αναμνήσεις. Τα καλοκαίρια με έπαιρνε μαζί του στη δουλειά. Μου έλεγε με υπερηφάνεια «έχω την καλύτερη βοηθό!» για να με ενθαρρύνει. Βλέπετε, το συνεργείο δεν ταιριάζει στα κοριτσάκια! «Αχ βρε μπαμπά! Αγόρι έπρεπε να κάνεις!», του έλεγα καμιά φορά για να τον τσεκάρω. Δε με απογοήτευσε ούτε μία φορά: «Τι λες βρε ελαφίνα μου! Εσένα δε σε αλλάζω με κανέναν στον κόσμο!». Κι έτσι περνούσαμε μαζί τις καλοκαιρινές μας μέρες. Με γρύλο, μπουλόνια, τανάλιες και κανά μπουγέλο με τον σωλήνα στο πλακόστρωτο. «Κάτσε στον ήλιο να στεγνώσεις μη σε δει η μάνα σου παπί και ποιος την ακούει μετά!», μου έλεγε. Ήταν μία από τις δικές μας κρυφές συνομωσίες.
Κι ύστερα είχα την βούτα! Ήταν η μικρή «πισίνα» για τα λάστιχα και τις σαμπρέλες που έχαναν αέρα. Στη βούτα έβλεπες όλες τις τρύπες. Όταν βαριόμουν πήγαινα και πλατσούριζα τα χέρια μου. «Δέσποιναααααααα! Δε σου είπα να μη βάζεις τα χέρια σου στα βρωμόνερα; Άντε ανέβα να πάμε να πάρουμε παγωτό!», κι έτσι έδινα μια και ανέβαινα στο βεσπάκι του. Και το βράδυ, μαζεύαμε τις ταμπέλες, σφουγγαρίζαμε το μαγαζί, κάναμε ταμείο και επιστρέφαμε στο σπίτι. Το πρωί πάλι από την αρχή.
Ο μπαμπάς μου δουλεύει στο βουλκανιζατέρ από 12 χρονών. Τα χέρια του είναι σημαδεμένα, σκληρά, δουλεμένα. Αυτό το μαγαζί με μεγάλωσε, με σπούδασε και με ανάθρεψε. Έγινα αντράκι μέσα στη μουτζούρα και θα τον ευγνωμονώ σε όλη μου τη ζωή γι’ αυτό! Έτσι έφτασα στο σήμερα και του το χρωστώ.
Μετά από λίγα λεπτά έφτασα έξω από το μαγαζί. Δε με είδε αμέσως. Έκατσα για λίγο μέσα στο αυτοκίνητο χωρίς να του κορνάρω. Τον παρατήρησα την ώρα που καθόταν μέσα στο γραφειάκι του. Φορούσε τα γυαλιά του και φαινόταν σκεπτικός σκυμμένος πάνω από κάτι χαρτιά. Τώρα πια εκείνος είναι 55 κι εγώ 34. Όμως τίποτα δεν έχει αλλάξει για εμάς. Μόνο ότι δεν τον βλέπω όσο συχνά θα ήθελα. Θέλω να ρουφήξω όλο τον χρόνο που έχουμε να περάσουμε μαζί. Εγώ και οι κόρες μου μαζί του! Η Έλενα κόβει νεράντζια από το δέντρο και τα πετάει στη βούτα. Κάνει πως τα μαγειρεύει μέσα στην κατσαρόλα. «Έλενααααα! Δε σου είπα να μην παίζεις στα βρωμόνερα!», της είπα μία φορά. «Άσε το παιδί να παίξει!», μου απάντησε ο μπαμπάς μου! Ο λατρεμένος μου μπαμπάς!
Καλή σας ημέρα!
Περιμένω τα μηνύματά σας εδώ!