«Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια κοπέλα που δεν μεγάλωσε με κούκλες!»
Μια φορά κ έναν καιρό ήταν μια κοπέλα που δεν μεγάλωσε με κούκλες. Αντ' αυτού είχε αυτοκινητάκια, μπάλες και χίλια δυο αγορίστικα παιχνίδια.
Αν και μοναχοπαίδι, δεν ήταν αυτό που λέμε στην ελληνική οικογένεια "καλομαθημένο", το αντίθετο θα έλεγα. Αυτό το κοριτσάκι λοιπόν, μεγάλωσε, έγινε γυναίκα και πορεύτηκε στη ζωή της χωρίς κανένα ουσιαστικό μητρικό πρότυπο. Αυτή η έλλειψη αυτοεκτίμησης και η αίσθηση κατωτερότητας, την οδήγησαν σε λάθος σχέσεις, με λάθος ανθρώπους κοστίζοντας της πολλά καλοκαίρια και χειμώνες.
Αυτή η γυναίκα πλέον είχε αποφασίσει ότι δεν θα έκανε παιδί γιατί πίστευε ότι δεν είχε τίποτα να του προσφέρει. Δεν ήξερε τι σημαίνει φροντίδα, κατανόηση, υποστήριξη, αγάπη, ούτε στην οικογένεια, ούτε στις σχέσεις. Και εν πλήρη συνειδήσει, επέλεξε να μην φέρει στον κόσμο ένα παιδί που δεν θα μπορούσε να του προσφέρει κάτι που δεν ήξερε τι είναι. Ωστόσο, επειδή «Κάποιος» πάντα όλα τα βλέπει, τη στιγμή που παραιτήθηκε από όλα και είπε "ως εδώ", εκείνη τη στιγμή της έστειλε κάποιον που έμελλε να της αλλάξει όχι μόνο την αντίληψη, αλλά τη ζωή ολόκληρη.
Να την αγκαλιάσει όπως δεν την αγκάλιασε ποτέ η ίδια της η μάνα και να την φιλήσει όπως δεν την φίλησε ποτέ κανείς. Να βγάλει το κορίτσι από τη σπηλιά, έξω στο φως. Και να της δείξει τον κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια. Αν και -μεγαλοκοπέλα πλέον, 30 και κάτι- δεν περίμενε ότι θα είχε πια κάτι να δώσει σε κάποιον, ότι κάτι θα είχε μείνει, βρήκε. Και αγάπησε, πολύ το αγόρι που έστεκε απέναντι της, διάτρητος από τη δική του σκληρή μοίρα και αποφάσισαν να παλέψουν μαζί. Μετά από μερικά χρόνια η κοπέλα διαγιγνώσκεται με ενδομητρίωση IV βαθμού και στις δύο ωοθήκες και στο χειρουργείο χάνει -ευτυχώς- τη μισή.
Ήδη στο δεύτερο μισό των 30 που λέγαμε, οι πιθανότητες να κάνει παιδί ήταν πλέον μικρές. Ωστόσο η τελευταία σκέψη που είχε πριν αποκοιμηθεί από τη νάρκωση, ήταν «σας παρακαλώ, φροντίστε με, έχω έναν υπέροχο άνθρωπο που του αξίζει να γίνει μπαμπάς!». Και τότε αποφάσισε να προσπαθήσει για εκείνον. Γιατί δεν ήξερε τι μαμά θα μπορούσε να γίνει εκείνη, έβλεπε όπως τι μπαμπάς θα γινόταν εκείνος. Τέσσερα χρόνια πάλευαν. Ξανά χειρουργεία, ορμονοθεραπείες, ό,τι προσέφερε η επιστήμη της εμβρυογεννετικής, το προσπάθησαν. Τίποτα.
Ένα βράδυ η κοπέλα έκλαιγε και αναρωτιόταν «γιατί;» και περίεργες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της. Μια από αυτές ήταν να αφήσει αυτό τον υπέροχο άνθρωπο, γιατί του άξιζε να βρει μια γυναίκα που θα μπορούσε να του χαρίσει την οικογένεια που του άξιζε. Εξάλλου, μέσα της, εκείνη εξακολουθούσε να πιστεύει ότι δεν θα γινόταν ποτέ καλή μάνα. Προτού αρχίσουν νέο κύκλο, λίγο πριν εισέλθει στην 4η δεκαετία της ζωής της, έρχεται μια θετική Β χοριακή από το πουθενά. Και από το απόλυτο πουθενά γεννήθηκε ένα στρουμπουλό αγοράκι μια Παρασκευή του Ιουλίου...
Όταν συνήλθε από τον εξαιρετικά δύσκολο τοκετό λόγω της αναισθησίας τα έβλεπε όλα διπλά. Το μόνο που είδε ήταν αυτό. Ένα πλασματάκι, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα ήταν δίπλα της. Της είπαν ότι πρέπει να μείνει ακίνητη γιατί ταλαιπωρήθηκε πολύ και θα έπαιρνε το μωρό της το απόγευμα. Η κοπέλα που είχε μπει στο μαιευτήριο είχε «πεθάνει» όμως και στη θέση της είχε γεννηθεί κάτι που δεν το περίμενε ούτε η ίδια: η Μάνα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, σηκώθηκε και άρπαξε το μωρό της με τρεμάμενα χέρια και το έσφιξε πάνω της. Ποτάμι το αίμα και εκείνη χαμογελαστή, με το μωρό στα χέρια, τις μαίες να τρέχουν καταπάνω της. «Πού τη βρήκες τη δύναμη κοπέλα μου;» να της φωνάζουν όλες. «Αφήστε με μπορώ! Δεν είμαι πια κοπέλα!» τους απάντησε, «Είμαι η μαμά του και με χρειάζεται. Και δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορώ να κάνω γι' αυτόν!» Το κοίταξε. Το φίλησε. Και πήγαν μαζί στο μπαμπά τους.
Ενάμιση χρόνο μετά, εκ των οποίων 15 μήνες ο μικρός θήλαζε αν και η μαμά –πλέον- λόγω της κακουχίας που πέρασε άργησε να εγκαταστήσει πλήρη γαλακτοφορία, είναι η μέρα των γενεθλίων της. Μια μέρα σχεδόν αδιάφορη, καθώς από τα 4 χρόνια της και έπειτα, ποτέ δεν της έκαναν γενέθλια όπως σε όλα τα παιδιά. Εκείνη γυρίζει από τη δουλειά της και μόλις μπαίνει στο σπίτι ο μικρούλης της τρέχει στην αγκαλιά της. Μόλις τον φιλάει του λέει, όπως κάθε μέρα «Το ξέρεις ότι μου έλειψες πολύ; Σ' αγαπώ!» και εκείνη τη μέρα γυρνά και την κοιτά με τα μεγάλα γκριζοπράσινα μάτια του και της λέει τρυφερά «Σ'αζαπώ». Κι επειδή αυτός ο «Κάποιος» που προαναφέραμε, ευλόγησε να ανθίσει μέσα της άλλη μια ζωούλα, για το κορίτσι, την κοπέλα, τη γυναίκα αυτή, ξημέρωσε η πρώτη μέρα που ένιωσε ότι κάτι κάνει καλό... και έζησε επιτέλους τα ωραιότερα γενέθλια της ζωής της.