Γονιμότητα και εγκυμοσύνη σε γυναίκες που διανύουν την 4η δεκαετία της ζωής τους
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια συνεχώς αυξανόμενη τάση των γυναικών κυρίως του Δυτικού κόσμου, για αναβολή της τεκνοποίησης σε ηλικίες άνω των 30 ετών.
Οι λόγοι για το φαινόμενο αυτό εστιάζονται σε προσωπικούς όπως η δυσκολία ανεύρεσης συντρόφου, οικονομικούς, και επαγγελματικούς μιας και όλο και περισσότερες γυναίκες αφιερώνονται σε χρονοβόρες σπουδές και κατέχουν νευραλγικές θέσεις που απαιτούν πολυάριθμες ώρες εργασίας.
Η μελέτη της αναβολής της τεκνοποίησης σε ηλικίες άνω των 30 και ιδιαιτέρως σε ηλικίες άνω των 40 ετών, εγείρουν προβληματισμούς στην επιστημονική κοινότητα τόσο για την δυσκολία επίτευξης εγκυμοσύνης στις ηλικίες αυτές όσο και για την ομαλή έκβαση και ολοκλήρωση της κύησης.
Είναι αποδεδειγμένο ότι η γονιμότητα των ζευγαριών και ιδιαιτέρως της γυναίκας, είναι αυξημένη στις ηλικίες των 25 – 30 ετών, ενώ δυστυχώς αποκτά μια φθίνουσα πορεία μετά την ηλικία των 35 που μέχρι την αρχή της 4ης δεκαετίας είναι σταδιακή, ενώ μετά τα 40 έτη η γονιμότητα φθίνει με γρηγορότερο ρυθμό, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται προβλήματα περίπου στο 50-60% των ζευγαριών που επιχειρούν τεκνοποίηση για πρώτη φορά μετά την ηλικία των 40. Αυτό συμβαίνει γιατί μετά το μέσο περίπου της δεκαετίας των 40, το γυναικείο σώμα προετοιμάζεται σιγά-σιγά για μια νέα εποχή που θα διαδεχτεί την περίοδο της γονιμότητας και αυτή δεν είναι άλλη από την κλιμακτήριο και την εμμηνόπαυση.
Σε έγκυρες μελέτες που διεξήχθησαν σε μεγάλα κέντρα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σε όλο τον κόσμο, βρέθηκε ότι το ποσοστό επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης ανέρχεται σε πολύ υψηλά ποσοστά που αγγίζουν το 40% σε ηλικίες μέχρι 30 ετών, μειώνεται στο 30% σε ηλικίες μέχρι 39 ετών και στα 40 έτη πέφτει κατακόρυφα κάτω από 20%. Αντίστοιχα και το ποσοστό επιτυχίας με φυσική σύλληψη στις γυναίκες αυτής της ηλικιακής ομάδας είναι σημαντικά χαμηλό.
Οι λόγοι που δυσκολεύουν την επίτευξη εγκυμοσύνης σε γυναίκες 40 ετών και άνω είναι πολλαπλοί. Παλαιότερα επικρατούσε η άποψη ότι τα ζευγάρια που διανύουν την 4η δεκαετία της ζωής τους μειώνουν σημαντικά την συχνότητα των σεξουαλικών τους επαφών με αποτέλεσμα να μην προσπαθούν αποτελεσματικά για εγκυμοσύνη. Η άποψη αυτή έχει πλέον καταρριφθεί από τις νεότερες μελέτες, που έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η δυσκολία που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα ζευγάρια είναι μάλλον θέμα πτώσης της ποιότητας του γενετικού τους υλικού και όχι της συχνότητας των επαφών τους.
Για την επίτευξη της εγκυμοσύνης, χρειάζονται 2 βασικοί παράγοντες: το ωάριο από την γυναίκα και το σπερματοζωάριο από τον άνδρα. Τα ωάρια, όπως και όλα τα κύτταρα του ανθρώπινου σώματος έχουν την τάση να εκφυλίζονται στο πέρασμα του χρόνου. Αυτό για το ωάριο σημαίνει με απλά λόγια ότι χάνει την ικανότητά του να γονιμοποιηθεί από το σπερματοζωάριο. Η ποιότητα του ωαρίου έχει άμεση συνάφεια με την ηλικία της γυναίκας. Σε ηλικίες 20-30 ετών η ποιότητα είναι η καλύτερη δυνατή και σχεδόν όλα τα ωάρια είναι άριστης ποιότητας.
Σε ηλικίες 35 έως 40 ετών τα περισσότερα από τα ωάρια είναι καλής ποιότητας, υπάρχουν όμως και ωάρια που η ποιότητάς τους δεν είναι καλή και η γονιμοποίηση είναι δύσκολη. Από την άλλη μεριά μετά τα 40 τα πράγματα αντιστρέφονται με τα περισσότερα ωάρια να είναι φτωχής ποιότητας και άρα οι πιθανότητες για γονιμοποίηση από το σπερματοζωάριο να είναι μικρές. Σίγουρα όμως και οι γυναίκες που ανήκουν στο ηλικιακό γκρουπ των 40 και άνω, στατιστικά έχουν κάποια καλά ωάρια που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια πετυχημένη εγκυμοσύνη.
Μιλώντας με τους όρους της εξωσωματικής γονιμοποίησης, η αυξημένη ηλικία της γυναίκας που συνοδεύεται συνήθως από κακή ποιότητα των ωαρίων δυσκολεύει αρκετά τον δρόμο προς την απόκτηση ενός παιδιού. Και αυτό συμβαίνει γιατί πολλές γυναίκες όταν ξεπεράσουν την ηλικία των 40 δεν έχουν μόνο ωάρια κακής ποιότητας αλλά και τα αποθέματα των ωοθηκών τους σε ωάρια είναι πολύ χαμηλά. Αυτό έχει σαν συνέπεια να μην ανταποκρίνονται επαρκώς στα φάρμακα που τους χορηγούνται για την διέγερση των ωοθηκών τους και η παραγωγή των ωαρίων να είναι εξαιρετικά πτωχή ή ακόμη και μηδαμινή.
Ο στόχος της απόκτησης ενός παιδιού όμως δεν σταματάει στην γονιμοποίηση και στο θετικό τέστ κύησης. Οι γυναίκες άνω των 40 ετών αντιμετωπίζουν περισσότερα προβλήματα από τις νεότερες γυναίκες και στην διατήρηση της κύησης αλλά και την ομαλή εξέλιξή της έως το τελικό στάδιο που είναι ο τοκετός.
Πληθώρα μελετών έχει αποδείξει την ισχυρή συσχέτιση της ηλικίας της μητέρας και του αυξημένου κινδύνου για αυτόματη αποβολή. Γυναίκες που έχουν υπερβεί το 40ο έτος της ηλικίας, έχουν διπλάσιο κίνδυνο από τις νεότερες γυναίκες για αυτόματη αποβολή πρώτου τριμήνου. Εκτός αυτού η αύξηση της ηλικίας συνοδεύεται από σημαντική αύξηση του κινδύνου για χρωμοσωμικές ανωμαλίες του εμβρύου που οδηγούν είτε σε αυτόματες αποβολές είτε δυστυχώς σε τερματισμό κύησης όταν το έμβρυο πάσχει από κάποια σοβαρή ασθένεια, όπως για παράδειγμα το σύνδρομο Down.
Ακόμη όμως και αν η εγκυμοσύνη συνεχιστεί κανονικά, είτε μετά από φυσική σύλληψη είτε μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση το σίγουρο είναι ότι η εγκυμοσύνη σε μια μεγαλύτερη γυναίκα χρειάζεται στενότερη παρακολούθηση απ’ ότι σε μια νεότερη. Και αυτό συμβαίνει γιατί οι γυναίκες μετά τα 40 έτη εμφανίζουν σε μεγαλύτερη συχνότητα επιπλοκές κατά την εγκυμοσύνη που μπορούν να θέσουν και την δική τους ζωή αλλά και την ζωή του εμβρύου σε κίνδυνο. Τέτοιου είδους επιπλοκές είναι καρδιαγγειακές και αναπνευστικές διαταραχές, παθήσεις των νεφρών, υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης κύησης και άλλες.
Και επειδή δυστυχώς όσο και αν η εξωτερική μας εμφάνιση δεν προδίδει την ηλικία μας, η βιολογική μας ηλικία δεν αλλάζει, γιατί να μην παγώσουμε τον χρόνο της βιολογικής μας ηλικίας προκειμένου να αποφύγουμε όλες αυτές τις ανεπιθύμητες καταστάσεις μετά τα 40;
Οι σύγχρονες τεχνικές της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής προσφέρουν ένα «δίκτυ ασφαλείας» στην σύγχρονη γυναίκα με την κατάψυξη ωαρίων. Η σωστή ενημέρωση και η έγκυρη δράση από τον εξειδικευμένο γυναικολόγο αναπαραγωγής σε συνεργασία με την ασθενή, θα προσφέρει στην γυναίκα την απαραίτητη «πίστωση χρόνου» για την μελλοντική δημιουργία οικογένειας.
Θεόδωρος Μουστακαρίας
Μαιευτήρας-Γυναικολόγος
Βιογραφικό
Ο Θεόδωρος Μουστακαρίας γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Το 1984 εισήχθη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου και αποφοίτησε το 1990. Το 1992 εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία ως ιατρός στο Πολεμικό Ναυτικό, στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Το 2001 έλαβε την ειδικότητα της Μαιευτικής-Γυναικολογίας. Διετέλεσε Λέκτορας στη Β’ Μαιευτική-Γυναικολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Αρεταίειο Νοσοκομείο από το 2003 έως το 2006 με εξειδίκευση στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Το 2004 έλαβε την άδεια εκτέλεσης υπερήχων από την αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου Υγείας.
Ο Θεόδωρος Μουστακαρίας είναι μέλος των εταιρειών: American Society for Reproductive Medicine (ASRM), European Society of Human Reproduction & Embryology (ESHRE), Πανελλήνια Ένωση Ιατρών Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Ελληνική Εταιρεία Γονιμότητας & Στειρότητας, Ελληνική Εταιρεία Γυναικολογικής Ενδοκρινολογίας, Ελληνική Μαιευτική & Γυναικολογική Εταιρεία.
Ο Θεόδωρος Μουστακαρίας έχει πλούσιο ερευνητικό, συγγραφικό και συντακτικό έργο σε Ελληνικά και Διεθνή περιοδικά της ειδικότητάς του. Πέραν της Μαιευτικής Γυναικολογίας ο Θεόδωρος Μουστακαρίας ήταν και είναι λάτρης της Υδατοσφαίρισης. Επί 20ετίας αγωνίσθηκε με τα χρώματα του Εθνικού Πειραιώς και της Εθνικής Ελλάδος στο άθλημα της υδατοσφαίρισης κατακτώντας πρωταθλήματα και κύπελλα με το σύλλογο του οποίου διετέλεσε και αρχηγός του. Τα τελευταία χρόνια είναι πρόεδρος του Υδραϊκού Ναυτικού Ομίλου (Υ.Ν.Ο.).