Δεν ξέρω πώς το μυαλό βρίσκει τρόπο και συμπυκνώνει όλες εκείνες τις μεγάλες στιγμές στα μικρά μας χρόνια και τις παίζει σαν ταινία όταν οι άνθρωποι φύγουν από τη ζωή μας. Το σκέφτομαι πολύ τα τελευταία εικοσιτετράωρα γιατί θυμάμαι ακόμα περισσότερα.
Η γιαγιά μου, δεν ήξερε γράμματα.
Όταν πρωτοέμαθα να διαβάζω, το έβαλα σκοπό να την μάθω να διαβάζει κι εκείνη. Πήρα μολύβι και χαρτί και στην επόμενη επίσκεψη στο χωριό, της είπα ότι θα μάθουμε γράμματα.
Δεν ξέρω πώς ή γιατί ναυάγησε η ιδέα του να γίνω δασκάλα της γιαγιάς αλλά ξεκίνησα να μαθαίνω εγώ γράμματα μαζί της: τα απέκεικα. Απέκει, δηλαδή πάνω από το αυλάκι, η ντοπιολαλιά σε ένα μικρό παιδί ακούγεται απίθανη. Πήρα σημειωματάριο και συμπλήρωσα με τη γιαγιά τι σημαίνει «Ατήρα, ατήρα», δηλαδή «κοίτα εκεί». Απέκεικα εντέλει δεν έμαθα ποτέ αλλά μικρή σημασία είχε για μένα που γέμισα ένα ολόκληρο σημειωματάριο με λέξεις.
Η γιαγιά μου δεν ήξερε γράμματα.
Αλλά αυτό δεν την πείραξε ποτέ. Γιατί η γιαγιά μου είχε τον παππού μου. Μεγάλη Εβδομάδα την περνούσαμε στο Μεσολόγγι και ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, χωρίς τάμπλετ και κινητά, ήταν το super event στο σπίτι. Πρώτη έπιανα το μικρό χαμηλό σκαμπό δίπλα στην ξυλόσομπα για να ξεκινήσει ο Ρόμπερτ Πάουελ και νωρίς-νωρίς ξεκινούσα να διαμαρτύρομαι. Βλέπεις ο παππούς μου δεν θα άφηνε τη γιαγιά να βλέπει χωρίς να μπορεί να διαβάσει τι λένε οι ήρωες. Αυτό γινόταν μόνιμα και μου πήρε περίπου 30 χρόνια για να καταλάβω πως αυτή και μόνο η κίνηση του παππού μου αποτελούσε τη μεγαλύτερη εκδήλωση αγάπης ενός ανθρώπου στο ταίρι του.
Η γιαγιά μου δεν φορούσε φανταχτερά ρούχα.
Μεγάλη τη θυμάμαι από τότε που ήμουν μικρή. Τη φούστα, τη ζακέτα, τα μοκασίνια της και το μαντήλι της πάντα καλά πιασμένο και δεμένο στο κεφάλι.
Η γιαγιά μου δεν μας διάβαζε βιβλία και παραμύθια.
Μαζί όμως μαζεύαμε τα αυγά από τις φωλιές, τα πορτοκάλια από το χωράφι και απορούσα πόση δύναμη θέλει ένα ρούχο για να πλυθεί στη σκάφη και γιατί επιτέλους δεν θέλει να βάλει σε λειτουργία το πλυντήριο ρούχων.
Η γιαγιά μου δεν έλεγε πολλά λόγια αλλά τους γιους της πάντα με το υποκοριστικό τους μιλούσε. Ο Γιαννάκης μου, ο Νικάκης μου και το φαγητό τους πάντα στο τραπέζι σκεπασμένο.
Η γιαγιά μου δεν έφτιαχνε τα πιο νόστιμα γλυκά ή μαγειρευτά.
Αλλά έφτιαχνε την πιο νόστιμη μακαρονόπιτα και προζυμόπιτα.
Με το που έσκαγαν μύτη στο σπίτι οι πατρινιές- η αδερφή μου κι εγώ- άνοιγε το φύλλο στο πι και φι και η πίτα με το χοντρό μακαρόνι γινόταν μέσα σε μια ώρα. «Τη μακαρονόπιτα την απολαμβάνεις καλύτερα ζεστή», έλεγαν όλοι και δεν ξέραμε ποιος να προλάβει τις γωνίες από το ταψί.
Το έβαλα πείσμα να μάθω να ανοίγω φύλλο μια σταλιά παιδί κι εγώ. Και ξεκίνησα να την ακολουθώ στο μυστικό δωμάτιο, ένα δωμάτιο όλο δικό της, με τον φούρνο του, με την πλάκα για να ανοίγει φύλλο. Σημείωνα, έπαιρνα τον πλάστη και έκανα φιλότιμες προσπάθειες να φτιάξω φύλλο όπως εκείνη αλλά φευ, μόνο το όνομά της πήρα, καμία χάρη στην κουζίνα.
Τη γιαγιά μου την έλεγαν Κατίνα, αλλά «κατίνα» στη ζωή δεν υπήρξε ποτέ.
«Μεγάλωσαν τα παιδιά», μου είπε την τελευταία φορά που την είδα, «να τα προσέχεις, και αυτά και τον άντρα σου». Η γιαγιά μου εδώ και λίγες ημέρες δεν είναι πια μαζί μας και μας λείπει πολύ.
Περιμένω τα σχόλια και τις παρατηρήσεις σου στο a.Patoulia@queen.dpg.gr και στο Instagram https://www.instagram.com/katiepatoulia/