Πώς η βιταμίνη D βοηθά στη θωράκιση του οργανισμού και κατά του κορονοϊού;

Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε μέχρι στιγμής, ο κορονοϊός SARS-CoV-2 εμφανίστηκε το φθινόπωρο του 2019 στην πόλη Wuhan της Κίνας, μεταπήδησε από νυχτερίδες σε ανθρώπους και μεταδόθηκε γρήγορα σε σχεδόν όλο τον κόσμο.

Πώς η βιταμίνη D βοηθά στη θωράκιση του οργανισμού και κατά του κορονοϊού;

Ο ιός αποτελείται από RNA, πρωτεΐνες και λιπίδια, είναι άκρως μεταδοτικός και για ορισμένους ανθρώπους εμφανίζεται να έχει μεγάλη νοσηρότητα και θνητότητα, κυρίως λόγω πνευμονικής ανεπάρκειας και «καταιγίδας» κυτοκινών – που και τα δύο θεωρούνται απότοκα καταστροφικής φλεγμονής.

Ο νέος αυτός κορωνοϊός προσβάλλει όλες τις ηλικίες, αλλά προκαλεί συμπτωματική και πιθανόν θανατηφόρο νόσο, κυρίως σε ηλικιωμένους, σε ανθρώπους που διαθέτουν μικρές οργανικές εφεδρείες λόγω χρόνιων υποκειμένων νοσημάτων και σε άτομα όλων των ηλικιών που έχουν ιδιαίτερη γενετική ευαλωτότητα στον ιό, είτε γιατί επιτρέπουν εύκολα την είσοδο και τον πολλαπλασιασμό του στο κύτταρο, είτε διότι το ανοσοποιητικό τους σύστημα αδυνατεί να τον εξουδετερώσει.

Οι πολλαπλές ευεργετικές δράσεις της βιταμίνης D στο ανοσοποιητικό μας σύστημα και τη φλεγμονή, καθώς και ο πιθανός προστατευτικός ρόλος που φαίνεται να έχει στις χειμερινές πνευμονικές λοιμώξεις, όπως η γρίπη και σε αλλεργικά και αυτοάνοσα νοσήματα, όπως αντίστοιχα το άσθμα και η σκλήρυνση κατά πλάκας, είναι γνωστές. Είναι λοιπόν σημαντικό να επιστήσουμε την προσοχή μας σε πιθανή θωράκιση της υγείας μας και από τον SARS-CoV-2, με τη βοήθεια αυτής της αρχέγονης βιταμίνης.

vitD C

Υποδοχείς για τη βιταμίνη D σε κάθε ιστό του σώματός μας

H βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή στερόλη που κυκλοφορεί στη φύση και βρίσκεται στα φυτά υπό την μορφή D2 και στα ζώα υπό την μορφή D3. Παίζει σημαντικό ρόλο σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, ρυθμίζοντας τη λειτουργία πολλών από τα γονίδιά τους. Ανήκει στις λεγόμενες «πυρηνικές ορμόνες» που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη της ζωής.

Η βιταμίνη D, όπως και άλλες πυρηνικές ορμόνες, π.χ., η κορτιζόλη, τα ανδρογόνα και τα οιστρογόνα, επηρεάζει τη λειτουργία μεγάλου ποσοστού γονιδίων. Για παράδειγμα, η βιταμίνη D ρυθμίζει πάνω από 5% του ανθρώπινου γονιδιώματος των περίπου 44.000 γονιδίων, ήτοι πάνω από 2.200 γονίδια. Γνωρίζουμε ότι η βιταμίνη D υπάρχει και είναι σημαντική, με την πρώτη θεραπεία της ραχίτιδας το 1922, και αργότερα, της οστεομαλάκυνσης. Μέχρι και σήμερα, η σημασία της βιταμίνης D στον μεταβολισμό και την υγεία των οστών είναι αδιαμφισβήτητη. Αλλά, τα πάμπολλα γονίδια που επηρεάζει αυτή η ορμόνη ξεπερνούν κατά πολύ τα γονίδια που εμπλέκονται με τα οστά. Επηρεάζονται δηλαδή και γονίδια που δρουν στον ενδιάμεσο μεταβολισμό των πρωτεϊνών, υδατανθράκων και λιπιδίων, καθώς συμμετέχουν στη λειτουργία του κεντρικού νευρικού, καρδιαγγειακού και ανοσοποιητικού συστήματος, μεταξύ άλλων.

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ιστός στο σώμα μας που να μην έχει υποδοχείς για τη βιταμίνη D. Η πολυσχιδής δράση της σε όλα τα συστήματα του οργανισμού, επαληθεύεται και από δράσεις της στο πρωτέωμα του ανθρώπινου πλάσματος. Ομαλοποίηση των επιπέδων βιταμίνης D ασθενών με υποβιταμίνωση D οδήγησε σε αλλαγές των επιπέδων σε περίπου 400 από τις περισσότερες από 4.000 πρωτεΐνες που φυσιολογικά ανιχνεύονται στην κυκλοφορία.

vitaminid

Πώς προσλαμβάνεται και πώς απορροφάται η βιταμίνη D

Η βιταμίνη D προσλαμβάνεται από την τροφή και αποθηκεύεται στο λίπος είτε σαν πρόδρομος ανενεργός ουσία ή προβιταμίνη, είτε σαν βιταμίνη. Για να γίνει πλήρως δραστική, η πρόδρομος ουσία ενεργοποιείται στο δέρμα με ενέργεια που προσλαμβάνεται από την υπεριώδη ακτινοβολία Β του ήλιου. Στη συνέχεια, μεταβαίνει στο ήπαρ, όπου υδροξυλιώνεται στη θέση 25 και γίνεται 25-υδροξυ-βιταμίνη D και κυκλοφορεί στο αίμα, όπου και την μετράμε. Ο βιοδείκτης που δείχνει έλλειψη, ανεπάρκεια ή επάρκεια βιταμίνης D είναι τα επίπεδα της 25-υδροξυ-βιταμίνης D. Από τις δύο μορφές της βιταμίνης, D3 ή D2, η πρώτη έχει πολύ καλύτερη βιοδιαθεσιμότητα στον οργανισμό μας από τη δεύτερη και γι’ αυτό η όποια θεραπεία συνήθως γίνεται με βιταμίνη D3.

Έχουν δημοσιευθεί πολλές μελέτες που έδειξαν αδιαμφισβήτητα ότι χαμηλά επίπεδα 25-υδροξυ-βιταμίνης D στο αίμα, δηλαδή «υποβιταμίνωση D», σχετίζονται με σοβαρές παθολογίες έξω από το μυοσκελετικό σύστημα. Αυτές συμπεριλαμβάνουν όλα τα λεγόμενα «χρόνια μη μεταδιδόμενα νοσήματα», δηλ. παχυσαρκία, αντίσταση στην ινσουλίνη, δυσανοχή στην γλυκόζη, διαβήτη τύπου 2, δυσλιπιδαιμία, υπέρταση, καρδιαγγειακή νόσο, αυτο-άνοσες παθήσεις, κατάθλιψη και ορισμένες μορφές καρκίνου. Υποβιταμίνωση D στην έγκυο επίσης σχετίζεται με επιπλοκές της κύησης και της γέννησης, όπως διαβήτης της κύησης, προ-εκλαμψία, πρόωρος τοκετός, επιπλοκές του τοκετού και πιθανά προβλήματα με το βρέφος. Η υποβιταμίνωση D έχει επίσης συσχετιστεί με υπογονιμότητα σε γυναίκες και άνδρες και με ελαττωμένη επιτυχία σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.

Πολύ χαμηλή η πρόσληψη βιταμίνης D στην Ελλάδα

Είναι γνωστό ότι η βιταμίνη D επηρεάζει τη φυσική και ειδική ανοσία του οργανισμού και αυξάνει την προστατευτική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος στους πνεύμονες από τη φλεγμονή. Σημειωτέον ότι πολλές πνευμονικές λοιμώξεις λαμβάνουν χώρα τον χειμώνα, όταν τα επίπεδα της βιταμίνης D είναι φυσιολογικά πιο χαμηλά. Αντιθέτως, οι λοιμώξεις αυτές αυξάνουν προοδευτικά με την ηλικία, αντιστρόφως ανάλογα από τα επίπεδα της βιταμίνης D, τα οποία φυσιολογικά ελαττώνονται με τα χρόνια, λόγω προϊούσας κακής απορρόφησης. Μεγάλη προοπτική μελέτη στην Ιρλανδία δείχνει ελάττωση των πνευμονικών λοιμώξεων σε ηλικιωμένους που λαμβάνουν βιταμίνη D. Επιπλέον, οι πνευμονικές λοιμώξεις αυξάνουν αντιστρόφως ανάλογα με το βαθμό της παχυσαρκίας, όπως αυτή εκφράζεται με τον δείκτη μάζας σώματος (BMI).

Στην πατρίδα μας, τα υπάρχοντα δεδομένα δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι κάτοικοι όλων των ηλικιών πάσχουν από υποβιταμίνωση D, με πιθανότητα πάνω από 60% να έχουν χαμηλά επίπεδα. Γνωρίζουμε από πρόσφατη τυχαιοποιημένη μελέτη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών ότι η πρόσληψη βιταμίνης D στην πατρίδα μας είναι πολύ χαμηλή - κατά μέσο όρο στο 1/7 της απαιτούμενης! Πράγματι, παρά την αφθονία ηλιακού φωτός που διαθέτουμε στη χώρα μας, ακόμα και αν κάποιος εκτίθεται στον ήλιο τουλάχιστον 20-30 λεπτά την ημέρα, όπως είναι η γενική σύσταση, είναι προφανές ότι εφόσον δεν γίνεται επαρκής πρόσληψη της προβιταμίνης και βιταμίνης D από τις τροφές, θα δημιουργηθεί ανεπάρκεια.

Απαραίτητη η πρόσληψη βιταμίνης D

Χωρίς αμφιβολία, χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είναι προάγγελος κακών συμβάντων στην υγεία μας και είναι καλό να ζούμε φροντίζοντας να τη διατηρούμε σε φυσιολογικά επίπεδα. Συνεπώς, οι ειδικοί συνιστούν την πρόσληψη επαρκών δόσεων βιταμίνης D ακόμα και χωρίς μέτρηση επιπέδων. Στις συνιστώμενες δόσεις εξάλλου, η πιθανότητα να δημιουργήσουμε τοξικά επίπεδα είναι ελάχιστη.

Πρόσφατα ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της πρώτης μελέτης που συσχετίζει τα επίπεδα της 25-υδροξυ-βιταμίνης D στο αίμα ασθενών με covid-19. Όπως θα περίμενε κανείς από τα παραπάνω, όσο πιο χαμηλά ήταν τα επίπεδα της βιταμίνης, τόσο σοβαρότερη ήταν και η νόσος για τον ασθενή.

Καθώς ο καιρός όλο και βελτιώνεται, το εμβόλιο κατά του νέου κορωνοϊού είναι καθ’ οδόν και τα φάρμακα για την καταπολέμησή του όλο και γίνονται αποτελεσματικότερα, είναι θέμα μηνών η επάνοδος της κοινωνίας μας στην κανονικότητα - μια νέα κανονικότητα, που θα διαφέρει αρκετά από αυτήν που έχουμε συνηθίσει, κατά γενική ομολογία. Ανεξαρτήτως όμως των παραπάνω, η πρόσληψη βιταμίνης D είναι απαραίτητη και πρέπει να είναι συνεχής, αφού είναι ένας πολύ εύκολος τρόπος για να προστατευτούμε από πολλές νόσους, μεταξύ των οποίων και η νόσος covid-19.

Γεώργιος Π. Χρούσος, MD, MACP, MACE, FRCP
Ομότιμος Καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας,
Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Υγείας Μητέρας, Παιδιού, και Ιατρικής Ακριβείας,
Έδρα UNESCO Εφηβικής Υγείας και Ιατρικής,
Μονάδα Κλινικής και Μεταφραστικής Έρευνας στην Ενδοκρινολογία,
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved