Διακρίσεις κατά των πατέρων στις δίκες επιμέλειας τέκνων στην Ελλάδα
Τα ελληνικά οικογενειακά δικαστήρια τάσσονται κατά κανόνα υπέρ των μητέρων σε δίκες επιμέλειας τέκνων, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η διαμονή με τον πατέρα θα ήταν σαφώς προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Αυτή η απόκλιση μεταξύ του νόμου και της δικαστικής πρακτικής δικαιολογείται από τα δικαστήρια για φερόμενους βιοκοινωνικούς λόγους, αλλά αυτοί δεν έχουν προσδιοριστεί ποτέ, πόσο μάλλον αναλυθεί με οποιονδήποτε τρόπο και καμία θεωρία από τον τομέα της νευροεπιστήμης ή της αναπτυξιακής ψυχολογίας δεν έχει αναφερθεί ποτέ ως το θεμέλιο της προσέγγισης των δικαστηρίων. Αυτή η αυθαιρεσία και η ταυτόχρονη απουσία ασφάλειας δικαίου απορρέουν από την απουσία εξειδικευμένων οικογενειακών δικαστηρίων. Ως αποτέλεσμα, γενικοί (μη εξειδικευμένοι) δικαστές φοβούνται να εκφραστούν σε μη νομικούς τομείς, όπως η νευροεπιστήμη, ή αλλιώς δεν έχουν επίγνωση των εξελίξεων στους τομείς αυτούς. Επειδή οι αποφάσεις δεν προβαίνουν ποτέ σε επιστημονικές δηλώσεις, οι διάδικοι δεν μπορούν να αμφισβητήσουν τα δικαστήρια για επιστημονικούς λόγους. Αυτή η προκατάληψη λόγω φύλου έχει τις ρίζες της και στη θεωρία του ταμπού. Με μικρές εξαιρέσεις, οι ειδικοί συμφωνούν παγκοσμίως ότι η θεωρία της προσκόλλησης είναι ουδέτερη ως προς το φύλο και ότι τα παιδιά, ειδικά τα βρέφη, δημιουργούν πρωταρχικές προσκολλήσεις με το άτομο που τους παρέχει περιβάλλον αγάπης και φροντίδας. Τελικά, σε πολλές περιπτώσεις, οι ρυθμίσεις επιμέλειας οδηγούν σε οικονομικό παζάρι με αντάλλαγμα επιπλέον χρόνο επικοινωνίας με τον πατέρα ή αποκλεισμό του πατέρα από τη ζωή του παιδιού. Η ζημιογόνος φύση ενός τέτοιου αποτελέσματος αναλύεται εδώ από μια προοπτική νευροεπιστήμης.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ International Journal of Children's Rights 24 (2016) 330-357
Διακρίσεις κατά των πατέρων στις δίκες επιμέλειας τέκνων στην Ελλάδα: Αποτυγχάνοντας σε σχέση με το πραγματικό συμφέρον του παιδιού.
Ηλίας Μπαντέκας
Τακτικός Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Hamad bin Khalifa University (Qatar Foundation), επισκέπτης Καθηγητής, Georgetown University, Edmund A Walsh School of Foreign και Service senior fellow, Institute of Advanced Legal Studies, University of London
Εισαγωγή
Είναι αρκετά συχνό να παρατηρούμε διαφορές μεταξύ των ρητών υπαγορεύσεων ενός κανόνα και της υφιστάμενης πρακτικής από τους σχετικά ενδιαφερόμενους. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν η ιδιωτική συμπεριφορά που σχετίζεται με τον κανόνα θεωρείται αποδεκτή από το κράτος, ειδικά όταν δεν υπάρχει βλάβη σε τρίτους. Ο ίδιος ο κανόνας μπορεί να βρίσκεται σε κατάσταση αχρηστίας, εγκατάλειψης ή μετασχηματισμού και ως εκ τούτου η ιδιωτική χρήση ή αυτορρύθμιση (όπως συμβαίνει με την αποκαλούμενη lex mercatoria) στην πραγματικότητα έχει εγκριθεί σιωπηρά τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο1. Η ασυμφωνία μεταξύ του κανόνα και της πρακτικής που συζητείται σε αυτό το άρθρο έχει πολύ διαφορετική φύση καθώς αφορά την παραβίαση του κανόνα από εκπροσώπους του Κράτους, δηλαδή τα δικαστήρια. Η κεντρική ιδέα είναι ότι τα ελληνικά οικογενειακά δικαστήρια στις αποφάσεις τους σε δίκες επιμέλειας τέκνων καταλήγουν σε ερμηνεία του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού με τρόπο που στην πράξη κάνει διακρίσεις εις βάρος των πατέρων και συνεπώς είναι επιζήμιος ως προς το ίδιο το συμφέρον του παιδιού που ο πρωταρχικός κανόνας σκοπεύει να προστατεύει.
Το άρθρο 1510 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα (ΕΑΚ) εισάγει την ευρεία έννοια της γονικής μέριμνας με σκοπό την κάλυψη όλων των θεμάτων που σχετίζονται με τη φροντίδα ενός παιδιού. Αυτό περιλαμβάνει την επιμέλεια και τον τόπο κατοικίας του παιδιού, καθώς και τη διαχείριση της περιουσίας και της εκπροσώπησής του σε οποιαδήποτε υπόθεση ή σύμβαση που επηρεάζει το πρόσωπο και τα περιουσιακά του στοιχεία. Ο γενικός κανόνας είναι ότι οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας θα πρέπει να αποβλέπει στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, σύμφωνα με το άρθρο 1511, ΕΑΚ. Σε περίπτωση διαζυγίου, το δικαστήρια μπορούν να διαχωρίσουν τα διάφορα στοιχεία που απαρτίζουν τη γονική μέριμνα και να τα κατανείμουν σε κάθε γονέα με τρόπο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του παιδιού (άρθρο 1513 (1), ΕΑΚ). Ενδεικτικά, εάν ο πατέρας είναι δάσκαλος μπορεί να του ζητηθεί να αποφασίζει για την εκπαίδευση του παιδιού και εάν η μητέρα είναι λογίστρια, τα δικαστήρια μπορούν να την ορίσουν διαχειριστή της περιουσίας του παιδιού. Ομοίως, το άρθρο 1511(1) προβλέπει τη δυνατότητα κοινής γονικής μέριμνας. Στην πράξη, ωστόσο, αυτό εφαρμόζεται κατ’ εξαίρεση. Ο γονέας στον οποίο ανατίθεται η φυσική επιμέλεια είναι επίσης το πρόσωπο που έχει την εξουσία να καθορίζει όλα τα θέματα σχετικά με τη γονική μέριμνα. Ο γονέας στον οποίο δεν έχει ανατεθεί η φυσική επιμέλεια του παιδιού έχει μόνο δικαίωμα επικοινωνίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αυτό το άρθρο επικεντρώνεται στην πιο περιορισμένη έννοια της επιμέλειας σε αντίθεση με το ευρύτερο αντίστοιχο της γονικής μέριμνας.
Για διάφορους λόγους, οι δικηγόροι (με εξειδίκευση) οικογενειακού δικαίου στην Ελλάδα είναι απρόθυμοι να προτείνουν κοινά προγράμματα γονικής μέριμνας, συμπεριλαμβανομένης της κοινής επιμέλειας και τα ίδια τα δικαστήρια είναι επιφυλακτικά να κάνουν λεπτές (καθαρές) διακρίσεις. Ως αποτέλεσμα, και σε αντίθεση με τις εξελίξεις σε άλλες δικαιοδοσίες, ενώ τα νομικά εργαλεία είναι διαθέσιμα στους διαδίκους (συμβαλλόμενα μέρη) και τα δικαστήρια, σπάνια χρησιμοποιούνται στην πράξη.
Εκτός από τους πολύ συγκεκριμένους λόγους που αναφέρονται αμέσως παρακάτω, τα ελληνικά οικογενειακά δικαστήρια έχουν σχεδόν αποκλειστικά την τάση να αναθέτουν τη φυσική επιμέλεια στις μητέρες. Η μόνη διαθέσιμη εμπειρική μελέτη με δεδομένα από αποφάσεις διαζυγίου / επιμέλειας στα Αθηναϊκά δικαστήρια από το 1998 έως το 2008 υποδηλώνει ότι στο 92-94% των υποθέσεων τα δικαστήρια έχουν αναθέσει την επιμέλεια στη μητέρα (Paravantis et al., 2010). Αυτή η μελέτη διαπίστωσε ότι μόνο το δέκα τοις εκατό των Ελλήνων πατέρων υποβάλλει αίτημα για αποκλειστική επιμέλεια στα δικαστήρια, και επομένως υπάρχει η εντύπωση ότι οι συγκλονιστικές αποφάσεις υπέρ των μητέρων είναι το άμεσο αποτέλεσμα απρόθυμων κηδεμόνων πατέρων. Αυτός ο χαμηλός αριθμός αιτημάτων, όπως καταδεικνύεται από αυτό καθώς και από άλλους τομείς, αποδίδεται στην ευρέως διαδεδομένη γνώση μεταξύ των ανδρών διαδίκων για τις στατιστικές υπέρ των μητέρων και, ως εκ τούτου, της ματαιότητας της υποβολής αιτήματος. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι όλα τα σχετικά αιτήματα (επιμέλεια, διατροφή μετά το διαζύγιο κ.λπ.), 75-97,6 τοις εκατό, γίνονται από τις μητέρες. Οι πατέρες ξεπερνούν τις μητέρες μόνο σε ό, τι αφορά σε αιτήματα επικοινωνίας (σε ποσοστό 69,7%), πράγμα που μπορεί κάλλιστα να υποδηλώνει ότι εγκατέλειψαν κάθε ελπίδα επιμέλειας υπέρ άλλων πιο ρεαλιστικών επιλογών.
Ο κύριος λόγος για αυτήν την άκριτη στάση, κατά τη γνώμη αυτού του συγγραφέα, είναι μια σειρά αποφάσεων από τον Άρειο Πάγο, οι οποίες φυσικά λειτουργούν ως προηγούμενο στα κατώτερα δικαστήρια, σύμφωνα με τις οποίες οι μητέρες απολαμβάνουν «αδιαμφισβήτητο βιοκοινωνικό πλεονέκτημα έναντι των πατέρων» σε σχέση με βρέφη και μικρά παιδιά. Ο Άρειος Πάγος ποτέ δεν ανέλυσε ούτε αφιέρωσε μία πρόταση σχετικά με την πηγή ή την έννοια αυτών των βιο-κοινωνικών λόγων. Λόγω του προηγουμένου που προκλήθηκε από τον ισχυρισμό αυτό, οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατέθηκε φυσική επιμέλεια στους πατέρες είναι τόσο περιορισμένες ώστε δεν κατηγοριοποιούνται μαθηματικά, αλλά είναι γνωστές με την πραγματική ονομασία της υπόθεσης.4 Μια σύντομη αναφορά σε μερικές από αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις όπου η επιμέλεια ανατέθηκε στον πατέρα είναι ενδεικτική: Η μητέρα ήταν σε εξωσυζυγική σχέση και χορήγησε υπνωτικά χάπια στο παιδί και αργότερα συκοφάντησε τον πατέρα του παιδιού· η μητέρα χρησιμοποίησε τα παιδιά για τους σκοπούς της θρησκείας της και αρνήθηκε να τους κάνει μετάγγιση αίματος ·
Ρητή επιθυμία των παιδιών, ηλικίας 12 και 14 ετών, να ζήσουν με τον πατέρα τους, σε συνδυασμό με τη γενική καταλληλότητα του πατέρα · η μητέρα μετακόμισε, αμέσως μετά τον χωρισμό με τον τοξικομανή σύντροφο και εξέθεσε το βρέφος σε αυτόν ως τον νέο πατέρα· η μητέρα συγκατοίκησε με τον ξάδελφο του πατέρα που ήταν και ο νονός σε ένα από τα παιδιά· ο πατέρας βρέθηκε ικανός να περνάει πολύ περισσότερο χρόνο με το παιδί από ό, τι η μητέρα, εκτός από το να παρέχει ένα ποιοτικό περιβάλλον. κορίτσι αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει λόγω κακής μητρικής ανατροφής. Η μητέρα ήταν ιδιοκτήτρια νυχτερινού κέντρου και απουσίαζε κάθε βράδυ ενώ ο πατέρας ήταν συνταξιούχος και ήταν διαθέσιμος για τα παιδιά όλη τη μέρα· η εμμονή της μητέρας με τον σεξουαλικό σύντροφο και η εγκατάλειψη των γονικών υποχρεώσεων προς τα παιδιά· η μητέρα κακοποιούσε σωματικά τα παιδιά που στη συνέχεια αρνήθηκαν να ζήσουν μαζί της.
Αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν, πάνω κάτω, το κριτήριο για την απονομή φυσικής επιμέλειας στον πατέρα και σε κάθε μία ο πατέρας επιβαρύνεται με το τεκμαρτό βάρος της παροχής των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων. Η στάση των δικαστηρίων έναντι των μητέρων είναι σε πολλές περιπτώσεις ανησυχητική όσον αφορά τα δικαιώματα των παιδιών. Ακόμα και έτσι, τα δικαστήρια είναι διατεθειμένα να κλείσουν τα μάτια στις μητρικές κακοποιήσεις κατά του παιδιού, όπου δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε σοβαρές βλάβες.
Σε μια πρόσφατη υπόθεση αποφασίστηκε από το Πρωτοδικείο Αθηνών, οι διάδικοι είχαν διαφωνήσει για την επιμέλεια των δύο παιδιών τους (ηλικίας πέντε και τεσσάρων ετών κατά τη διάρκεια της δίκης) επί τέσσερα σχεδόν έτη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ένας ψυχίατρος που διορίστηκε από το δικαστήριο είχε εκδώσει μια έκθεση 47 σελίδων στην οποία επαίνεσε τον πατέρα και δήλωσε κατηγορηματικά ότι ήταν πολύ πιο κατάλληλος για την άσκηση επιμέλειας. Επιπλέον, η μητέρα είχε εγκαταλείψει το μεγαλύτερο παιδί για περίοδο 16 μηνών και ένορκες βεβαιώσεις από δύο νταντάδες (και οι δύο αρχικά απασχολούνταν από τη μητέρα) περιείχαν αποδεικτικά στοιχεία ότι αυτή και ο σύντροφός της κακομεταχειρίστηκαν ή απέτυχαν να φροντίσουν επαρκώς τα παιδιά όσο ήταν στην επιμέλεια τους. Παρά το βάρος των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο παιδί εξέφρασε την επιθυμία να ζήσει με τον πατέρα του, το δικαστήριο, κατά τη διάρκεια μιας απλής ακροάσεως 20 λεπτών, επέστρεψε με απόφαση για ανάθεση της επιμέλειας και των δύο παιδιών στη μητέρα. 15 Αυτό δεν είναι καθόλου μεμονωμένο περιστατικό και είναι στην πραγματικότητα εμβληματικό της στάσης των ελληνικών δικαστηρίων που καλούνται να αποφασίσουν για την επίλυση διενέξεων επιμέλειας.
Η κεντρική αρχή αυτού του άρθρου είναι ότι αυτή η κατάσταση παραβιάζει την συνταγματική απαγόρευση κατά των διακρίσεων, το πνεύμα του σχετικού μέρους του Αστικού Κώδικα και φυσικά δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των παιδιών. Θεσμικές διακρίσεις εναντίον συγκεκριμένης κατηγορίας εμπλεκομένων (πατέρες εν προκειμένω) παράγει επιβλαβή αποτελέσματα σε τρίτους (δηλαδή τα παιδιά) με τον ίδιο τρόπο εάν η διάκριση αντιστρεφόταν υπέρ των πατέρων. Ανεπίσημα στοιχεία δείχνουν σαφώς ότι πολλές μητέρες εκμεταλλεύονται το προνομιακό τους καθεστώς για να κάνουν παζάρια με τον πατέρα για επιπλέον χρόνο επικοινωνίας με αντάλλαγμα χρήματα. Όταν οι μητέρες είναι οικονομικά ανεξάρτητες και δεν μιλούν με τον πατέρα, έχουν ελάχιστο κίνητρο να του αρνηθούν τις λίγες ώρες επικοινωνίας που έχει προγραμματίσει το δικαστήριο. Το αποτέλεσμα αυτό επιτείνεται από το γεγονός ότι ο εν λόγω συγγραφέας δεν γνωρίζει καμία περίπτωση κατά την οποία η μητρική επιμέλεια ανατράπηκε σε περιπτώσεις όπου η μητέρα συστηματικά δεν τήρησε τις δικαστικές ρυθμίσεις επιμέλειας. Ως εκ τούτου, κατά τον τρόπο αυτό, τα δικαστήρια, στην πράξη, καθιστούν τα παιδιά εργαλεία διαπραγμάτευσης. Η προσέγγιση του προβλήματος στο το παρόν έγγραφο δεν είναι νομική. Αντίθετα, γίνεται μια προσπάθεια να εξηγηθεί ο λόγος για τον οποίο οι δικαστές ευνοούν τις μητέρες από μια ανθρωπολογική προοπτική και για το σκοπό αυτό ο συγγραφέας έχει πραγματοποιήσει μια εμπειρική μελέτη με περιορισμένη παρατήρηση συμμετεχόντων και ένα ερωτηματολόγιο. Η έρευνα περιέλαβε 100 διαζευγμένους άνδρες που συμμετείχαν σε αντιδικίες επιμέλειας και 10 οικογενειακούς δικηγόρους, από τους οποίους κανένας δεν είχε επαγγελματική σχέση με τον συγγραφέα. Αν και δεν υπάρχουν ακριβείς στατιστικές, ο εν λόγω συγγραφέας εκτιμά ότι δεν υπάρχουν περισσότεροι από 150-180 δικηγόροι στην Αθήνα που δαπανούν τουλάχιστον το 90% του επαγγελματικού τους χρόνου στον τομέα του οικογενειακού δικαίου. Ως εκ τούτου, το δείγμα αντιπροσωπεύει περίπου το 8% του ενεργού εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού.
Το άρθρο ξεκινά επίσης να διερευνήσει κατά πόσον η αιτιολόγηση που παρέχεται από τον Άρειο Πάγο και, στη συνέχεια, από τα κατώτερα δικαστήρια όσον αφορά τη σκοπιμότητα της μητρικής επιμέλειας για βρέφη (παιδιά έως την ηλικία των πέντε ετών, αλλά ουσιαστικά έξι) για φερόμενους βιο-κοινωνικούς λόγους, έχει οποιαδήποτε βάση στη σύγχρονη έρευνα στον τομέα της ψυχολογίας και νευροεπιστήμης. Στην πραγματικότητα, αποδεικνύεται ότι αυτή η άποψη, ακόμα κι αν κάποιος ισχυρίζονταν ότι ήταν κάποτε κυρίαρχη, είναι τώρα εντελώς εκτός τόπου στη σύγχρονη ψυχολογία και τη νευροεπιστήμη. Αυτός ο ισχυρισμός περί βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας είναι επίσης ασυμβίβαστος με τις νομικές εξελίξεις (και μεθοδολογικές προσεγγίσεις) σε άλλες ευρωπαϊκές δικαιοδοσίες, των οποίων τα δικαστήρια έχουν σε κάθε περίπτωση κάνει τα πάντα για να εξηγήσουν με ποιον τρόπο οι νευροεπιστήμες και η ψυχολογία είναι συναφείς με τον προσδιορισμό και την κατανομή της γονικής μέριμνας. Μολονότι η έρευνα για αυτό το άρθρο επικεντρώνεται στην πρακτική και τη στάση των ελληνικών δικαστηρίων, ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα. Επιμένει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, στα περισσότερα βιομηχανοποιημένα έθνη, όπως προκύπτει από το φάσμα των οργανώσεων που έχουν δημιουργηθεί για να αντιμετωπίσουν τις διάφορες εκδηλώσεις του. Επιπλέον, η πρακτική του οικογενειακού δικαίου σε ένα κράτος δημιουργεί επιπτώσεις ενώπιον των δικαστηρίων ενός άλλου σε αυξανόμενες διασυνοριακές γαμικές διαφορές και αναζητήσεις επιλογής δικαστηρίου ‘forum shopping’. Ελπίζουμε ότι αυτή η μελέτη θα προσφέρει κάποια ώθηση για την αντιμετώπιση αυτών των εκκρεμών ζητημάτων που επηρεάζουν τη ζωή ευάλωτων παιδιών που παγιδεύονται σε μια μάχη εξουσίας ιδεολογιών.
Η Προστασία και η Ρύθμιση της Επιμέλειας βάσει του Δικαίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα
Υπάρχει βάσιμος λόγος για την απουσία ξεχωριστού κλάδου διεθνούς οικογενειακού δικαίου ως τέτοιου είδους, αν και ορισμένοι ακαδημαϊκοί και επαγγελματίες μπορεί να υποστηρίξουν το αντίθετο. Μια πρώτη ανάγνωση των περιεχομένων των λιγοστών βιβλίων που έχουν αυτόν τον τίτλο, υποδεικνύει ότι το αντικείμενό τους περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό στα θέματα των τοπικών νόμων σε σχέση με τις επιπτώσεις τους πέραν των συνόρων της χώρας, και, επιπρόσθετα, σε θέματα που έχουν να κάνουν με τα ανθρώπινα δικαιώματα (συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των παιδιών)• τέτοια είναι οι διακρατικές υιοθεσίες και οι απαγωγές, γάμοι με προξενιό κα. Η ίδια η έννοια της οικογένειας που στο ευρύτερο πλαίσιο αποτελείται από δυο ανεξάρτητες αλλά αλληλοσυνδεόμενες σχέσεις, δηλαδή αυτή των συζύγων μεταξύ τους, αλλά και των συζύγων με τα παιδιά (ενώ σε πιο στενό περιεχόμενο, μπορεί να περιλαμβάνει μονογονεϊκές οικογένειες, οικογένειες στις οποίες δεν υπάρχει γάμος, οικογένειες χωρίς παιδιά, οικογένειες δυο ενηλίκων χωρίς παιδιά κτλ.) προστατεύεται από δυο πρωτεύουσες ελευθερίες• αυτής της ιδιωτικότητας και αυτής των δικαιωμάτων των παιδιών. Η σχέση μεταξύ των συζύγων και των παιδιών, που είναι το θέμα που διερευνάται σε αυτό το κείμενο, καθορίζεται επίσης από την αρχή της ισότητας και της μη-διάκρισης, αλλά όπως θα αναδειχθεί, αυτές είναι υποδεέστερες από την αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, που είναι πρωτεύουσας σημασίας στην ρύθμιση των θεμάτων που αφορούν στα παιδιά, όπως η γονική φροντίδα και επιμέλεια. Η ιεράρχηση αυτών των δυο, φαινομενικά, ισότιμων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι η τάση που έχουν να συγκρούονται. Εάν κάποιος πρέπει να αξιολογήσει το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, στο πλαίσιο μιας αντιδικίας για την επιμέλεια μεταξύ των δυο γονέων, αυτός πρέπει να κάνει διάκριση υπέρ του γονέα ο οποίος διασφαλίζει τις καλύτερες συνθήκες (π.χ. ασφάλεια, σταθερότητα, στοργικό περιβάλλον, εκπαιδευτικές προοπτικές, κτλ), προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Αυτή η διάκριση κρίνεται απαραίτητη, διότι το αντικείμενο προς διερεύνηση είναι το καλό του παιδιού, το οποίο δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί πάντοτε, εάν το σημείο εκκίνησης της διερεύνησης, είναι η ισότητα μεταξύ των δυο γονέων. Συνεπώς, η επίκληση των δικαιωμάτων του πατέρα, είναι, κατά μια έννοια, παραπειστική, επειδή, εντέλει, διερευνάται μόνο σε συνάρτηση με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και είναι σε κάθε περίπτωση δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με αυτό.
Η ιεράρχηση των κανόνων (δηλαδή, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού σε αντιδιαστολή με την αρχή της μη διάκρισης) δεν είναι προφανής από την ανάγνωση του Άρθρου 3 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Παιδιού (ΔΔΠ), το οποίο αφορά στην έννοια του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού. Αυτό συμβαίνει, διότι, ενώ στην 1η παράγραφο αναδεικνύεται η έννοια του βέλτιστου συμφέροντος ως “πρωτεύοντα παράγοντα”, στην 2η παράγραφο συνίσταται ότι η ευημερία του παιδιού θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των γονέων τους. Το δευτερεύον εγχείρημα της μη-διάκρισης σε αντιδικίες που αφορούν στην επιμέλεια, συνίσταται στο να αποφευχθεί η ολοκληρωτική απομάκρυνση του γονέα του οποίου ο τρόπος ζωής δεν θεωρείται ότι ακολουθεί την κυρίαρχη τάση, όπως των ομοφυλοφίλων ή μελών περιθωριακών θρησκευτικών ομάδων,εντούτοις, μόνο στον βαθμό, στον οποίο αυτός ο τρόπος ζωής δεν θεωρείται ότι είναι απειλή για την ευημερία του παιδιού. Η αρχή της μη-διάκρισης, έχει ισότιμα διευρυνθεί για να διασφαλίσει το δικαίωμα επιμέλειας (ή κοινής επιμέλειας) και δικαιωμάτων επικοινωνίας στον πατέρα του οποίου το παιδί έχει γεννηθεί εκτός γάμου.
Το γεγονός ότι το θέμα της επιμέλειας και γονικής φροντίδας στην ευρύτερη διάστασή του είναι πολύ σημαντικό, στο εγχείρημα της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Παιδιού, καθώς, επίσης, και το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, είναι πέραν κάθε αμφιβολίας. Η πρόσβαση και στους δυο γονείς είναι, υπό φυσιολογικές συνθήκες, κρίσιμης σημασίας για την υγιή ανάπτυξη των παιδιών. Φορείς και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός του θεσμού του ΟΗΕ έχουν επισημάνει την ανάγκη τα κράτη να διασφαλίζουν τις σχέσεις των παιδιών και με τους δυο γονείς. Παρότι, οι προαναφερόμενοι φορείς δεν έχουν στην πραγματικότητα ασχοληθεί με το θέμα της διάκρισης κατά του πατέρα, αυτό πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι δεν συμβαίνει επειδή το εγκρίνουν ως αρχη ή πρακτική, αλλά μάλλον επειδή οι πιο ανησυχητικές και ενδημικές αναφορές διάκρισης κατά κάποιου γονέα, προκύπτουν κατά των μητέρων στις αναπτυσσόμενες χώρες όπου η κοινωνική θέση της γυναίκας παραμένει χαμηλή. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν διάφορες αναφορές στα νομικά κείμενα της ΔΔΠ, που υποδεικνύουν στα κράτη-μέλη να τροποποιήσουν την νομοθεσία τους για να παρέχουν στους πατεράδες την δυνατότητα να διεκδικήσουν την επιμέλεια των παιδιών τους εκτός γάμου και, όπου είναι δυνατόν, σε κοινή επιμέλεια με την μητέρα.
Η Σημασία της Κουλτούρας (culture) στις Αντιδικίες Επιμέλειας
Παρά το γεγονός ότι ο φεμινισμός έχει κάνει σημαντική πρόοδο στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, τα δικαστήρια συνεχίζουν να βλέπουν τον θεσμό της οικογένειας σε αντιδικίες για επιμέλεια μέσα από ένα παραδοσιακό πρίσμα. Στην κρίση τους για το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, ειδικά όταν οι διαφορές μεταξύ των γονέων δεν είναι σημαντικές, διάκεινται θετικά, σχεδόν αποκλειστικά, στην επιδίκαση της επιμέλειας στην μητέρα. Η κουλτούρα σε αυτή τη θεώρηση δεν θα πρέπει να συγχέεται με την εκτίμηση του τι μια συγκεκριμένη κοινωνία θεωρεί ως σωστή γονεϊκή ιδιότητα σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η κουλτούρα είναι ένα περίπλοκο φαινόμενο και ακαδημαϊκοί όπως ο Geertz, το έχουν δει υπό το πρίσμα κοινών εννοιών που εκφράζονται μέσω της δημόσιας επικοινωνίας, όχι με την έννοια του διαμοιρασμού κοινής γνώσης και ικανοτήτων, αλλά με την έννοια ότι άτομα που στην πράξη μοιράζονται τον ίδιο πολιτισμό, μοιράζονται έναν κοινό κόσμο ιδεών, που εκφράζεται μέσα από κοινά σύμβολα και την γλώσσα. Η πολιτισμική ανθρωπολογία χωρίς αμφιβολία θα μπορούσε να βοηθήσει την αντίληψη των δικαστηρίων για τα όρια μεταξύ επιστημονικής και πολιτισμικής άποψης σε σχέση με την γονική ιδιότητα. Οι ανθρωπολόγοι δεν συνάγουν συμπεράσματα βάσει των απόψεων μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, αλλά αντ´ αυτού, προσπαθούν να συνάγουν συμπεράσματα από τα ίδια τα αντικείμενα της παρατήρησης. Για τον Bourdieu, προκειμένου κανείς να εκτιμήσει, εάν τα μέλη μιας ομάδας μοιράζονται ή δεν μοιράζονται κοινές αξίες, πρέπει να διαχωρίσει εκείνα που θεωρούνται δεδομένα για την ομάδα άνευ συζητήσεως (δοξασίες), όπως είναι η πίστη στο Θεό ή αναμφισβήτητες προσκολλήσεις σε ένα πολιτικό σύστημα, από θέματα τα οποία συζητιούνται ενεργά από μέλη της ομάδας και, ως εκ τούτου, δεν θεωρούνται αξιωματικά (νόμοι).
Τα δικαστήρια από την άλλη μεριά, επειδή δεν δύνανται να κάνουν μια εθνογραφική μελέτη της αντίληψης της κοινωνίας για την γονική ιδιότητα ή των, εν τοις πράγμασι, μεταλλασσόμενων τάσεων σε σχέση με την γονική ιδιότητα, υιοθετούν μη κριτικές και μάλλον υποκειμενικές απόψεις των αποδεκτών γονικών μοντέλων. Η αντίληψη των ελληνικών δικαστηρίων για το θεσμό της οικογένειας μέσα από ένα παραδοσιακό πρίσμα, υποθέτει ότι οι πατεράδες είναι οι οικονομικοί πάροχοι, ενώ οι μητέρες γενικά μένουν ή θα μπορούσαν να μείνουν στο σπίτι και ως αποτέλεσμα είναι λογικό να τους αποδίδεται η αποκλειστική επιμέλεια. Επίσης, υποθέτουν ότι οι μητέρες είναι πάντοτε καλύτεροι γονείς από τους πατεράδες και ότι τα βρέφη και τα παιδιά δεν υποφέρουν από την απουσία του πατέρα αλλά το αντίθετο δεν είναι αληθές σε σχέση με τις μητέρες. Η εμπειρική έρευνα χωρίς αμφιβολία διαψεύδει αυτή την υπόθεση, και το μοντέλο του άντρα οικονομικού-παρόχου με βεβαιότητα δεν είναι αληθές για την μεγάλη πλειοψηφία της νεότερης γενιάς οικογενειών στην Ευρώπη (Crompton, 1999).27. Άλλη μία πολιτισμική μεροληψία είναι χωρίς αμφιβολία η επιρροή του φεμινισμού στο ευρωπαϊκό οικογενειακό δίκαιο και γι’ αυτό υπάρχει βάσιμος λόγος (Bartlett, 1999). Επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες μετά το τέλος του Β´ παγκοσμίου πολέμου, οι γυναίκες υπέστησαν διακρίσεις με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο στις σχέσεις τους με τους συζύγους τους και το φεμινιστικό κίνημα κατάφερε να προωθήσει νομοθετήματα επί τη βάση της κοινής λογικής, όπως ο συζυγικός βιασμός,28 η δυνατότητα διαζυγίου χωρίς αμοιβαία συναίνεση, (Blofield, 2006), η μη-ποινικοποίηση των εξωσυζυγικών σχέσεων, η μη-διακριτική μεταχείριση σε αντιδικίες επιμέλειας, και μάλιστα, οδήγησε στην αναγνώριση του επονομαζόμενου “συνδρόμου της κακοποιημένης συζύγου” ως περιορισμένης υπεράσπισης για την δολοφονία ενός βάναυσου συζύγου (Roth and Coles, 1995). Όλα αυτά είναι σημαντικές εξελίξεις στα κινήματα για την γυναικεία ισότητα, εντούτοις, ούτε ο φεμινισμός ούτε τα αντρικά ούτε τα γυναικεία δικαιώματα θα έπρεπε να παίζουν κάποιο ρόλο στις αντιδικίες για επιμέλεια, δεδομένου ότι το απόλυτο αγαθό παραμένει το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Σε συμφωνία με τις πολιτισμικές ιδεοληψίες, τα ελληνικά δικαστήρια προβαίνουν σε συγκεκριμένους ισχυρισμούς που κανονικά ανήκουν στα πεδία της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής. Αυτοί οι ισχυρισμοί, ως μία προσπάθεια να διασυνδέσουν τον νόμο, εν προκειμένω τις γονικές υποχρεώσεις, με τις θεωρίες που προωθούν, δεν έχουν κανένα επιστημονικό κύρος. Παρότι θα εξετάσουμε αργότερα τις εξελίξεις της ψυχολογικής έρευνας στη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, είναι διδακτικό σε αυτό το σημείο να εξετάσουμε τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων στο θέμα. Σε μία απόφαση του Αρείου Πάγου το 2011 αποφασίστηκε ότι η επιμέλεια των νηπίων, δηλαδή των παιδιών κάτω των 5 ετών, θα πρέπει να αποδίδεται στην μητέρα, βάσει μίας “καλώς τεκμηριωμένης έρευνας που αποδεικνύει την βιοκοινωνική υπεροχή της μητρικής φροντίδας στα παιδιά αυτής της ηλικίας”. Ο Άρειος Πάγος δεν κατάφερε να φέρει ούτε μία πηγή για αυτό το επιστημονικό συμπέρασμα και, αντ’ αυτού, το συμπέρανε χρησιμοποιώντας τις ίδιες τις δικές του πρότερες κρίσεις στο ίδιο θέμα, ως προηγούμενο. Στην ελπίδα ότι ο Άρειος Πάγος, ίσως σε μία άλλη περίσταση, παρουσίασε μία σημαντική επιστημονική ανάλυση της θεωρίας της βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας, ο συγγραφέας του κειμένου αυτού εξέτασε όλες τις σχετικές αποφάσεις μέχρι το 1989 στην ανάλυσή του για την αναφορά από τον Άρειο Πάγο της θεωρίας της βιοκοινωνικής υπεροχής. Ο αναγνώστης δεν θα εκπλαγεί να ανακαλύψει ότι καμιά ανάλυση ή εργασία δεν επιχειρήθηκε σε εκείνη ή σε επόμενες αποφάσεις και ούτε μία έρευνα δεν χρησιμοποιήθηκε ως σημείο αναφοράς. Όμως, παρόλη την απουσία κάθε επιστημονικής απόδειξης σε σχέση με τον ισχυρισμό που λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για όλες τις υποθέσεις επιμέλειας, ο συγγραφέας δεν είναι γνώστης ούτε μίας περίπτωσης όπου οι δικηγόροι του οικογενειακού δικαίου αμφισβήτησαν αυτή την αρχή.
Το ζήτημα εδώ δεν είναι, τόσο πολύ, το εάν τα επιστημονικά συμπεράσματα, όπως αυτά μεταφράζονται σε δεσμευτικές δικαστικές κρίσεις, είναι πάντα σωστά ή όχι• το προκείμενο είναι η μεθοδολογία για την υιοθέτηση τους, καθώς και η τάση των δικαστών να αξιολογούν τα δεδομένα με ένα τέτοιο τρόπο ώστε να τα ενσωματώνουν σωστά και με επάρκεια στην νομική διαδικασία για την εξυπηρέτηση του κυρίου σκοπού που είναι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Σε όλες τις δικαστικές κρίσεις που ερευνήθηκαν από το 1989 έως το 2011 καμιά δεν παραπέμπει σε έστω και μία μεθοδολογία και δεν γίνεται αναφορά σε καμιά έρευνα, βιβλίο ή επιστημονικό περιοδικό το οποίο να επιβεβαιώνει ή να δικαιολογεί την σχετική θέση. Μία πρόχειρη ανάλυση της θεωρίας της βιοκοινωνικής υπεροχής περιλαμβάνει δύο πτυχές:
- τη βιολογική, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει μόνο παιδιά που βρίσκονται ακόμα στην φάση του θηλασμού και έτσι χρειάζονται τις μητέρες τους σε αυτή την περίοδο, και
- την κοινωνική, η οποία περιλαμβάνει κοινωνικές παραδοχές οι οποίες δεν υπάρχουν, εκ των προτέρων, σύμφυτες σε κάποιο φύλο, όπως είναι το ποιος θα κερδίσει τα περισσότερα στην οικογένεια ή ποιος γονιός θα δουλεύει λιγότερο. Είναι ξεκάθαρο, ότι ο καθορισμός των γενικών κοινωνικών κριτηρίων (δηλαδή, ότι όλες οι μητέρες πρέπει να μένουν στο σπίτι, ενώ οι πατεράδες πρέπει να δουλεύουν), χωρίς να γίνεται αναφορά στις συγκεκριμένες συνθήκες και στις ιδιαιτερότητες της κάθε οικογένειας, είναι καθόλα μεροληπτική.
Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι τα πρωτοβάθμια δικαστήρια πρέπει να ακολουθούν το προηγούμενο που τίθεται από τον Άρειο Πάγο. Το καλό σε αυτή την περίπτωση βέβαια είναι ότι στην απουσία ουσιαστικής επιστημονικής δικαιολογίας από τον Άρειο Πάγο, τα πρωτοβάθμια δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν ότι υπάρχει ένα τέτοιο προηγούμενο όταν στα ίδια παραθέτουν διεθνώς αναγνωρισμένες επιστημονικές αποδείξεις. Καλά προετοιμασμένες δικογραφίες σίγουρα μπορούν να παίξουν ένα ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά η προσωπική εμπειρία του γράφοντος είναι ότι τα δικαστήρια αγνοούν επιδεικτικά τις γνώμες πανεπιστημιακών χωρίς καν να τις διαβάσουν. Πολλά πρωτοβάθμια δικαστήρια έχουν αποστασιοποιηθεί από τις αξιωματικές τοποθετήσεις επί ψυχολογικών θεμάτων των ανώτερων δικαστηρίων, κάτι που πιστώνεται στα ίδια, όμως αυτές οι περιπτώσεις είναι μειοψηφικές και ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά σπάνιες αυτές οι κρίσεις. Τα γερμανικά δικαστήρια από την άλλη, ίσως υπό την παραίνεση ότι δεν υπάρχει επιστημονική έρευνα που να υποστηρίζει τον ένα γονέα έναντι του άλλου, υπό τον όρο ενός πλέον αποδεκτού κοινωνικό-βιολογικού φροντιστή, αποφάσισαν ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει βιολογική υπεροχή υπό τον γερμανικό νόμο και την νομολογία.
Η δικαστική αντίληψη της κυρίαρχης νοοτροπίας είναι στο επίκεντρο των αποφάσεων που περιλαμβάνουν ισχυρά επιχειρήματα, χωρίς αμφιβολία με μία δόση ψυχολογίας. Αυτό ενισχύεται, έτι περαιτέρω, από το γεγονός ότι τόσο οι διεθνείς όσο και οι εθνικοί νομοί δεν έχουν καμία παραπομπή σε βιολογική ή ψυχολογική ιεραρχία, και στην πραγματικότητα δίνουν απόλυτη έμφαση στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Στην απουσία σαφούς παραπομπής σε επιστημονικά δεδομένα τα ελληνικά δικαστήρια τείνουν να δικαιολογήσουν την μεροληπτική πολιτισμική τους αντίληψη παραπέμποντας σε ένα επιστημονικό πεδίο το οποίο δεν είναι καθόλου οικείο σε δικηγόρους και διαδίκους. Εδώ υπάρχουν ενδείξεις περιορισμένης μεροληπτικής επιβεβαίωσης, υπό την έννοια της παραποίησης της επεξεργασμένης πληροφορίας εκ μέρους των δικαστών – αντί των εκδοτών βιβλίων και περιοδικών στους οποίους, συνήθως, αποδίδεται ο όρος- μέσω της αγνόησης ή της απαξίωσης νομικών απόψεων και ψυχιατρικών/ψυχολογικών δημοσιεύσεων και εργασιών που έχουν αξιολογηθεί επιστημονικά από ειδικούς επιστήμονες και κατατίθενται στο δικαστήριο από τους άντρες διαδίκους.
Η δημιουργία αυτής της πολιτισμικής προκατάληψης δημιουργείται με πολλά μέσα, όμως η ακριβής καταγραφή τους είναι πέρα από τους στόχους αυτού το άρθρου. Παρόλα αυτά, συγκεκριμένα στοιχεία υπάρχουν μέσω στατιστικών δεδομένων και παρατήρησης. Το πρώτο είναι, ότι στην πλειοψηφία των δικαστικών θέσεων στην Ελλάδα -δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ξεχωριστό οικογενειακό δικαστήριο και το οικογενειακό δίκαιο συγκαταλέγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών οι θέσεις, συνήθως, καταλαμβάνονται από γυναίκες , που έχουν, συν τω χρόνω, ξεπεράσει πολλά από τα στερεότυπα της αντρικής υπεροχής της προηγούμενης εποχής, ειδικά σε ότι έχει να κάνει με τις νομικές απόψεις στις οποίες χρειάζεται δικαστική απόφαση, όπως είναι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Παρότι, μπορεί να φαίνεται αντιφατικό ότι στην πλειοψηφία οι θέσεις καταλαμβάνονται από γυναίκες, αυτές να ακολουθούν το στερεότυπο της παραδοσιακής οικογένειας του πατέρα-παρόχου, έχουμε ήδη αναφέρει ακροθιγώς το γεγονός ότι παρότι έχουν γίνει σημαντικές πρόοδοι λόγω του φεμινισμού από τη δεκαετία του 1980, οι δικαστικές αποφάσεις στις αντιδικίες για την επιμέλεια δεν ακολουθούν τις πολιτισμικές εξελίξεις. Επιπλέον, έχουμε ήδη αναφερθεί ακροθιγώς σε δύο άλλες μορφές πολιτισμικής προκατάληψης. Συγκεκριμένα, ότι οι μητέρες είναι πάντα καλύτεροι γονείς από τους πατέρες και ότι μόνο η απουσία της μητρότητας θέτει σε κίνδυνο την ανάπτυξη και την ευημερία του παιδιού. Αυτή η στάση ενισχύει ένα από τα επιχειρήματα που είναι σημείο-κλειδί σε αυτό το άρθρο, συγκεκριμένα την προκατάληψη που στοιχειοθετείται από ιδεοληψίες. Στην μελέτη του σχεδιασμού της σύγχρονης οικογένειας και των υψηλών ποσοστών εκτρώσεών στην ηπειρωτική Ελλάδα η Paxon σημείωσε “την αντιφατική φύση του σύγχρονου ελληνικού φεμινισμού” στη χρήση της εξωσωματικής γονιμοποίησης παρόλο τον υψηλό αριθμό εκτρώσεων. Η αντίφαση προκύπτει διότι ενώ η μητρότητα και η θηλυκότητα συνδέονται με τα στοιχεία της θυσίας και του συναισθηματισμού, το να είναι κανείς σύγχρονος άνθρωπος, σημαίνει να είναι ανεξάρτητος, αυτόνομος και λογικός.
Δεύτερον, παρόλη την ύπαρξη ακροαματικών διαδικασιών στις αντιδικίες για επιμέλεια, αυτές είναι εξαιρετικά σύντομες λόγω εκκρεμοτήτων στο δικαστικό σύστημα. Οι δικαστές τυπικά αποφασίζουν στη βάση των γραπτών στοιχείων που παρουσιάζονται ενώπιον του δικαστηρίου από τις δυο πλευρές. Μέχρι οι δικαστές να αρχίσουν να μελετούν τις γραπτές αποδείξεις των καταθέσεων στην ακροαματική διαδικασία, δεν είναι πλέον πρόσφατες στην μνήμη τους -αφού κάνουν από έξι μήνες έως ένα χρόνο- και σαν αποτέλεσμα οποιαδήποτε λογική σύνδεση ή οικειότητα με τα γεγονότα της υπόθεσης μπορεί να έχει δημιουργηθεί στο μυαλό του δικαστή, αυτά χάνονται λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος, μέχρι να εξετάσει τις γραπτές αποδείξεις. Τρίτον, επειδή οι άντρες διάδικοι έχουν την αίσθηση μιας κοινής διάκρισης εναντίον τους σε αντιδικίες επιμέλειας, όπως εξηγείται, εκ των προτέρων, σε αυτούς από τους δικηγόρους τους, σε γενικές γραμμές αποφεύγουν τη λήψη ακραίων μέτρων στη διαδικασία της αίτησης της επιμέλειας, που υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα είχε βοηθήσει στην αίτηση τους. Για την απόδειξη αυτού του στοιχείου, ένα παράδειγμα είναι ότι ο πατέρας είναι λιγότερο πιθανόν να αφήσει τη δουλειά του ή να μειώσει τις ώρες εργασίας του για να δείξει ότι μπορεί να περάσει περισσότερο και πιο ποιοτικό χρόνο με το παιδί. Στην πραγματικότητα ο πατέρας, κατά πάσα πιθανότητα, θα πρέπει να αυξήσει το εισόδημα του μετά τη διάσπαση του συζυγικού δεσμού, καθώς θα υποχρεούνταν να μετακομίσει από την οικογενειακή οικία και να πληρώνει προσωρινή διατροφή για το παιδί και μετά το διαζύγιο μόνιμη διατροφή. Αυτή η παρατήρηση ενισχύεται από την προαναφερόμενη μελέτη του 2010 που εύστοχα παρατήρησε ότι οι γυναίκες ξεκινούν περίπου το 98% των οικονομικών αιτημάτων που σχετίζονται με το διαζύγιο και τα ποσοστά επιτυχίας τους είναι, επίσης, πολύ κοντά σε αυτό το ποσοστό. Ομοίως, ένας πατέρας μπορεί να μην έχει τον χρόνο ή τα οικονομικά μέσα για να εξετάσει κατά πόσο η σύζυγος έχει κακοποιητική σχέση προς το παιδί, που του κάνει κακό, κάτι που σε άλλη περίπτωση θα ήταν λόγος για να αποδοθεί η επιμέλεια στον πατέρα. Αυτή η ιδία αντίληψη μεροληψίας των ανδρών σε αντιδικίες για την επιμέλεια δεν έχει ποτέ διερευνηθεί σοβαρά και επομένως δεν υπάρχουν ανθρωπολογικά δεδομένα για να δικαιολογήσουν την υπόθεση του συγγραφέα.
Τέταρτον, οι Έλληνες δικαστές και οι άντρες και οι γυναίκες έχουν κοινές παραστάσεις της παραδοσιακής μητριαρχικής οικογένειας όπου η μητέρα ήταν η κυρίαρχη φιγούρα και ο πατέρας ο πάροχος. Σε αυτό το περιβάλλον η μητέρα παρουσιάζονταν ως ο θεμέλιος λίθος της οικογένειας και δημοφιλείς εκφράσεις όπως “μάνα είναι μόνο μια” είναι ενδεικτικές αυτής της ιδιαίτερης αντίληψης. Δεν υπάρχει αντίστοιχη έκφραση για τον πατέρα στην ελληνική λαϊκή ρήση ή στον θρησκευτικό λόγο όπου, για παράδειγμα η Παρθένος Μαρία, η Θεοτόκος, αναφέρεται ως Απόλυτη Μητέρα ακόμα και κατά την διάρκεια του Πάσχα, ενώ δεν υπάρχει αντίστοιχη ευλάβεια για τον Ιωσήφ. Πολιτιστικά, λοιπόν, η Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία και ιστορία δεν αναδεικνύουν την πατρότητα με τον ίδιο τρόπο, όπως την μητρότητα της Θεοτόκου. Γράφοντας για τις ελληνικές οικογένειες μεταναστών στις ΗΠΑ, που είναι ένα εξαιρετικό στιγμιότυπο της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας, ο Κουρβερτάρης γράφει τα εξής: “η Ελληνίδα σύζυγος και μητέρα ήταν η πιο κυρίαρχη φιγούρα στην ελληνική οικογένεια μεταναστών, η παρουσία της και η επιρροή της ήταν αισθητή όχι μόνο στην οικογένεια αλλά επίσης σε υποθέσεις της ευρύτερης εθνικής κοινότητας (Κουρβερτάρης, 1998).
Πέμπτο, όπως είθισται σε κοινωνίες με εθνικό δίκαιο, το οικογενειακό δίκαιο συμπεριλαμβάνεται στα πλαίσια του πολιτικού δικαίου. Οι δικαστές οι οποίοι προΐστανται σε πολιτικά δικαστήρια στην Ελλάδα έρχονται αντιμέτωποι με όλα τα θέματα που περιλαμβάνονται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αυτός ο τεχνητός διαχωρισμός των υποθέσεων δεν είναι πλέον πρακτικός και δεν προσφέρει κανένα πραγματικό όφελος. Το Οικογενειακό Δίκαιο δεν είναι καθόλου συναφές με το Δίκαιο των Υποθηκών και των Συμβολαίων και σε κάθε περίπτωση η αρχή της ευημερίας του παιδιού και ο σεβασμός που απαιτείται προς τον θεσμό της οικογένειας και την ιδιωτικότητα ταιριάζουν πολύ περισσότερο στο Δίκαιο περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο αντίκτυπος που προκαλείται από την έλλειψη αυτής της εξειδίκευσης, δεν προκύπτει από την αντίληψη των δικαστών από τον σχετικό νόμο αλλά περισσότερο από την αντίληψη τους για αυτές τις κοινωνικές και φυσικές επιστήμες με τις οποίες ο νόμος θα έπρεπε να στοιχειοθετείτε. Αυτό σε μεγάλο βαθμό εξηγεί γιατί καμία απόφαση δεν έχει προβάλει την κυρίαρχη θεωρία για να δικαιολογήσει στρατηγικές και δικαστικές προτιμήσεις στον καθορισμό των υποθέσεων της επιμέλειας. Ακόμα και στις περιπτώσεις που παρατηρείται σοβαρή κακοποίηση που κάποιος θα πίστευε ότι τα δικαστήρια θα ήταν θετικά να αναδείξουν μια κυρίαρχη θεωρία για να βοηθήσει με τις μελλοντικές υποθέσεις οι δικαστές ήταν ικανοποιημένοι απλά να αποδέχονται γραπτές απόψεις ειδικών που αφορούσαν τα συγκεκριμένα γεγονότα της υπόθεσης η οποία εξεταζόταν και να αποφύγουν οποιαδήποτε αναφορά στην ψυχιατρική και την παιδοψυχολογία. Η έλλειψη αυτή της δομής του οικογενειακού δικαστηρίου κάνει τους δικαστές διστακτικούς να παρουσιάσουν οποιουδήποτε είδους επιστημονικού προηγούμενου, παρά του γεγονότος ότι πολλοί μπορεί να παρακολουθούν τις εξελίξεις στις σχετικές επιστήμες. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για αυτή την απροθυμία. Με κάθε βεβαιότητα η γνώμη του συγγραφέα είναι ότι πολλοί δικαστές που προΐστανται σε πρωτοβάθμια δικαστήρια θεωρούν τους εαυτούς τους εκτός αντικειμένου να εμπλακούν σε μια μη νομική, επιστημονική αντιπαράθεση ειδικά όταν αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα να αρνηθούν το αξίωμα της θεωρίας της βιοκοινωνικής υπεροχής του Αρείου Πάγου. Επιπλέον, δεδομένου ότι παραδοσιακά και θεσμικά τα ελληνικά δικαστήρια είναι διστακτικά να προσφέρουν κάθε είδους προηγούμενου το οποίο να αφορά στις βιολογικές επιστήμες, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι μια εξεζητημένη απόφαση τελικά θα είχε κάποια αξία δεδικασμένου, η οποία στη συνέχεια θα βρισκόταν να αντιφάσκει με τη θεωρία της βιοκοινωνικής υπεροχής του Αρείου Πάγου. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρόλη την κυριαρχία της θεωρίας της προσκόλλησης στην βιολογική ανάπτυξη του παιδιού, τα ελληνικά δικαστήρια ούτε μια φορά δεν έχουν αναφερθεί σε αυτή την θεωρία. Ως αποτέλεσμα, προκειμένου να αποφύγουν κάθε περίπτωση που θα τεθεί, στην καλύτερη περίπτωση, επί κινδύνω η κρίση τους και η φήμη τους, οι δικαστές αναζητούν την γνωμοδότηση ειδικών μόνο σε εξαιρετικά περιπλοκές υποθέσεις όπου υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για την ποιότητα ενός γονέα. Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να δημιουργεί εντύπωση, καθώς επειδή οι ειδικοί γνωρίζουν καλά τον ελάχιστο αντίκτυπο μιας καλά εμπεριστατωμένης θεωρητικής ανάλυσης σε σχέση με τις κυρίαρχες τάσεις της ψυχιατρικής, οι αναλύσεις τους είναι ουσιαστικά κλινικές. Δεν υπάρχει ούτε μια απόφαση όπου τα δικαστήρια έχουν αναφερθεί σε προηγούμενη έκθεση ειδικού ως σημαντικού στοιχείου σε κάποια επόμενη υπόθεση, επαυξάνοντας έτσι την έλλειψη νομικής βεβαιότητας, συνέχειας και καθοδήγησης εκ μέρους όλων των εμπλεκομένων. Επομένως, προτείνεται ότι ένα κρίσιμο βήμα στην αναδιάρθρωση του ελληνικού Δικαίου θα έπρεπε να είναι η υποχρεωτική συμμετοχή των αρμοδίων κοινωνικών υπηρεσιών σε κάθε ξεχωριστό αίτημα επιμέλειας και γονικής ευθύνης. Ο καθορισμός του συμφέροντος του παιδιού δεν είναι δυνατόν να επωμισθεί σε έναν μόνο δικαστή ο οποίος όχι μόνο δεν έχει τα απαραίτητα επιστημονικά προσόντα, αλλά επιπλέον δεν έχει προηγουμένως διερευνήσει τις ειδικές προσωπικές συνθήκες των γονέων.
Στην επόμενη ενότητα θα συζητήσουμε κάποια από τα εμπειρικά ευρήματα που συσχετίζονται με τις ακροαματικές διαδικασίες για την επιμέλεια στην Ελλάδα. Αυτά δικαιολογούν τα ανθρωπολογικά συμπεράσματα που αναφέρονται σε αυτή την ενότητα.
Οι απόψεις των διάδικων και των δικηγόρων
Το δείγμα αποτελείται από 100 άρρενες διάδικους. Οι ερωτήσεις τέθηκαν γραπτώς μέσω ερωτηματολογίου και όχι με κατά πρόσωπο επαφή, καθώς θεωρήθηκε ότι με τον τρόπο αυτό θα ήταν πιο πιθανό οι απαντήσεις να αντιπροσωπεύουν την αλήθεια. Το δείγμα αντιπροσωπεύει περίπου το 0,5% του μέσου ετήσιου αριθμού αποφάσεων επιμέλειας ενώπιον των δικαστηρίων της Αθήνας. Οι Paravantis et al. (2010) βρήκαν συνολικά 1.932 αποφάσεις επιμέλειας το 2007 και η υπόθεση είναι ότι αυτός ο αριθμός δεν έχει μεταβληθεί σημαντικά από τότε. Σύμφωνα με τον τύπο Cohen f2, το μέγεθος επίδρασης του 0,5% είναι ικανό να παράγει ένα “μέσο”, σε αντίθεση με ένα μικρό ή μεγάλο, αποτέλεσμα. Όλοι οι ερωτηθέντες είχαν περάσει από δίκες επιμέλειας κατά τα τρία τελευταία έτη και τα εν λόγω παιδιά βρίσκονταν μεταξύ των ηλικιών ενός έως οκτώ ετών κατά την άσκηση της προσφυγής. Οι διάδικοι επιλέχθηκαν με βάση την ελληνική τους ιθαγένεια, την κατοικία τους στην Αθήνα, την ευρεία ηλικιακή ομάδα τους (μεταξύ 35 και 45 ετών), το συγκριτικά αντίστοιχο επίπεδο εκπαίδευσης (όλοι τουλάχιστον απόφοιτοι λυκείου) και την απασχόληση (με εξαίρεση δύο, ενώ όλοι οι άλλοι βρίσκονταν σε σταθερή απασχόληση). Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1 Ιανουαρίου 2012 και 31 Ιουνίου 2013. Επιπλέον, ο εν λόγω συγγραφέας ζήτησε τις απόψεις δέκα οικογενειακών δικηγόρων που εξειδικεύονται σε θέματα οικογενειακού δικαίου, μερικοί από τους οποίους έδωσαν συνέντευξη κατά τις προαναφερθείσες περιόδους, ενώ άλλοι πριν από το 2012. Όλοι οι ερωτηθέντες θα παραμείνουν ανώνυμοι. Ο μεθοδολογικός στόχος ήταν να επιχειρηθεί κάτι ανάλογο με αυτό που οι κοινωνικοί επιστήμονες θα όριζαν ως παρατήρηση των συμμετεχόντων, αλλά δεδομένου του απορρήτου των συνεδριών πελάτη-δικηγόρου, θεωρήθηκε ότι η φυσική παρουσία του συγγραφέα εκεί θα ήταν παρεμβατική και ενάντια στα συμφέροντα των διαδίκων, καθώς είναι φυσικό ότι κάποιοι από τους διαδίκους μπορεί να επιθυμούσαν να ομολογήσουν παράνομη ή ντροπιαστική συμπεριφορά. Ως εκ τούτου, η παρατήρηση των συμμετεχόντων περιορίστηκε στις δημόσιες συνεδριάσεις του δικαστηρίου και στην προφορική αλληλεπίδραση με τους δικηγόρους απουσία των πελατών τους. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η τυπική παρατήρηση των συμμετεχόντων (αν και αυτό μπορεί να είναι παραπλανητικό δεδομένης της διακύμανσης της από μη συμμετοχική σε πλήρη συμμετοχή) απαιτεί να δαπανά κάποιος σημαντικό χρόνο ανάμεσα στα αντικείμενα παρατήρησης του, ακόμη και σε αστικές περιοχές. Δεν υπάρχει μαγική συνταγή, δεδομένου ότι υπάρχουν οφέλη και μειονεκτήματα στη συμμετοχή στη ζωή της κοινωνίας που παρατηρείται, όπως υπάρχουν και στο να είσαι ένας απλός παρατηρητής που βρίσκεται στο παρασκήνιο (Ο ‘Reilly, 2012: 86-115).
Πενήντα πέντε από τους διαδίκους / πατέρες δήλωσαν ότι, πριν από την πρώτη τους επίσκεψη, είχαν εμπιστοσύνη ότι θα διασφάλιζαν την φυσική επιμέλεια των παιδιών τους, διότι είτε είχαν δαπανήσει πολύ περισσότερο χρόνο από τη σύζυγό τους μαζί τους, συν το ότι είχαν καλύτερο εισόδημα, ασφαλές και σταθερό περιβάλλον, είτε επειδή η σύζυγός τους είχε συνάψει εξωσυζυγική σχέση που ήταν επίσης δυνητικά επιβλαβής για τα παιδιά. Οι άλλοι 45 διάδικοι δεν ήταν τόσο βέβαιοι, επειδή προσέφεραν λίγο πολύ τα ίδια εχέγγυα με τη σύζυγό τους και, ως εκ τούτου, φίλοι τους συμβούλεψαν ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, το σύστημα ευνοεί τη μητέρα. Θα πρέπει να προστεθεί εδώ ότι όλοι οι 55 της πρώτης ομάδας είχαν επίσης μιλήσει σε φίλους, διαζευγμένους ή αλλιώς, και είχαν επίσης λάβει τη συμβουλή ότι είχαν μικρή ή καθόλου πιθανότητα να τους ανατεθεί η επιμέλεια των παιδιών τους, αλλά είχαν αυτοπεποίθηση λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεών τους, που κατά τη γνώμη τους ξεπερνούσαν πολύ αυτές της μητέρας. Όλοι οι διάδικοι / πατέρες παραδέχθηκαν ότι είχαν επίγνωση του γεγονότος ότι οι πατέρες βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση κατά τη διαδικασία της επιμέλειας και το θεωρούσαν δεδομένο. Όταν ερωτήθηκαν πώς είχαν διαμορφώσει αυτή τη γνώμη, αυτοί απάντησαν απαρέγκλιτα ότι: “Όλοι το γνωρίζουν αυτό” ή ότι “τα δικαστήρια δυσκολεύονται να χωρίσουν τις μητέρες από τα παιδιά, καθώς θα υπήρχε δημόσια κατακραυγή”. Θα ήταν ενδιαφέρον, φυσικά, να παίρναμε ένα παρόμοιο δείγμα από μια ομάδα μητέρων για να αξιολογούσαμε αν έχουν την ίδια αυτή λαϊκή κουλτούρα με τους πατέρες και αν υπάρχουν οποιεσδήποτε διαφορές στην αντίληψη μεταξύ των δύο ομάδων. Δυστυχώς, αυτό αποτελεί περιορισμό της εν λόγω μελέτης.
Μετά τις πρώτες συνεδρίες με τους δικηγόρους τους, και οι 100 διάδικοι είχαν φθάσει στο ίδιο επίπεδο σκέψης σχετικά με τις προοπτικές επιτυχίας τους. Ακόμη και εκείνοι που είχαν αρχικά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην τρίτη συνεδρία αποδέχτηκαν ότι η επιμέλεια δεν ήταν πιθανή και βρίσκονταν στη διαδικασία να καταλήξουν σε μια διευθέτηση που θα τους επέτρεπε να βλέπουν τα παιδιά τους όσο το δυνατόν περισσότερο. Όλοι εξήγησαν ότι, ενώ οι δικηγόροι τους συμφώνησαν να αναλάβουν το δικαστικό αγώνα για την επιμέλεια, τους είπαν ότι στην πράξη η επιμέλεια μπορεί να απορριφθεί σε μια μητέρα μόνο εάν υπάρχουν συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία για πορνεία, εθισμό σε ναρκωτικά ή αν αποδεικνύεται ότι είχε κακοποιήσει σοβαρά τα παιδιά της, είτε σωματικά είτε διανοητικά. Μολονότι, όπως ήδη αναφέρθηκε στην εισαγωγή, ορισμένα κατώτερα δικαστήρια είχαν προχωρήσει περαιτέρω και παρείχαν άλλους λόγους για την ανάθεση της επιμέλειας στον πατέρα, οι διάδικοι / πατέρες ενημερώθηκαν ότι επρόκειτο για εξαιρετικές περιπτώσεις και δεν θα πρέπει να βασίζονται σε τέτοιες αποφάσεις, ως ισχυρό προηγούμενο, ιδίως αν δεν μπορούσαν να βρουν αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αδύνατο να βρεθούν. Ως αποτέλεσμα αυτών των διαβουλεύσεων, το 95 των διαδίκων παραδέχθηκε ότι αποθαρρύνθηκαν και αμφισβήτησαν το κατά πόσον αξίζουν δαπανηροί γύροι δικαστικών αγώνων, μόνο και μόνο για να καταλήξει να πληρώσουν νομικά έξοδα χωρίς καμία προοπτική επιτυχούς έκβασης, πόσο μάλλον μια εχθρική πρώην σύζυγος, η οποία ως αποτέλεσμα της έντονης αντιδικίας θα έκανε δύσκολη την επαφή με τα παιδιά στο μέλλον. Από τους 100 διαδίκους, μόνο οι 9 αποφάσισαν τελικά να ασκήσουν ένδικη διαδικασία για την επιμέλεια, όλοι εκ των οποίων ήταν σχετικά καλά οικονομικά. Το δείγμα αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό σύμφωνο με το ποσοστό των αιτημάτων επιμέλειας που υποβλήθηκαν αποκλειστικά από πατέρες ενώπιον των δικαστηρίων της Αθήνας, δηλαδή 9,92 τοις εκατό (Paravantis et al., 2010). Αυτοί οι εννέα διάδικοι διατήρησαν μια μικρή μόνο ελπίδα για επιτυχία, αλλά καθοδηγούνταν σε μεγάλο βαθμό από την κακή διαγωγή της μητέρας – ιδιαίτερα τη στέγαση ενός νέου συντρόφου στο μητρικό σπίτι με τα παιδιά – και την εκφρασμένη επιθυμία των παιδιών να ζήσουν με τον πατέρα. Όπως είναι τυπικό και σε άλλες δικαιοδοσίες, η εκφρασμένη βούληση του παιδιού να διαμένει με συγκεκριμένο γονέα λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, αλλά εκτιμάται βάσει της ωριμότητας του παιδιού και των βέλτιστων συμφερόντων του υπό αυτές τις συνθήκες. Εν πάση περιπτώσει, ο συναισθηματικός δεσμός με έναν συγκεκριμένο γονέα αποτελεί σημαντικό κριτήριο.
Οι δικηγόροι (τρεις άνδρες και επτά γυναίκες) τόνισαν ότι η τυπική πελατεία τους αποτελούνταν τόσο από άνδρες όσο και από γυναίκες γονείς, και ότι από την εμπειρία τους η πλειοψηφία των συζυγικών χωρισμών από το 2000 οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στις γυναίκες πελάτες τους, αλλά παραδέχτηκαν ότι διαθέτουν μόνο μια περιορισμένη εικόνα του συνολικού φαινομένου διάλυσης γάμων και διαζυγίων στην Ελλάδα και, ως εκ τούτου, οι παρατηρήσεις τους δεν καταλήγουν σε συμπέρασμα. Αυτό συνάδει με τα πορίσματα του Ελληνικού Ινστιτούτου Ψυχολογικής και Σεξουαλικής Υγείας, ενός ιδιωτικού οργανισμού, ο οποίος πραγματοποίησε έρευνα μεταξύ 9.726 ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα, εκ των οποίων 1.945 ήταν διαζευγμένοι, καλύπτοντας την περίοδο 2004-2008. Η έρευνα έδειξε ότι το 70 τοις εκατό των διαζυγίων κινήθηκαν από τις συζύγους, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων ήταν επίσης μητέρες. Οι κύριοι λόγοι που αναφέρθηκαν ήταν τα συναισθηματικά κενά καθώς και η αποτυχία του συζύγου να ανταποκριθεί στις προσδοκίες στη σχέση της μητέρας με το παιδί.43 Η εμπειρία των δικηγόρων που έδωσαν συνέντευξη για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου σε σχέση με τη διαδικασία της επιμέλειας ήταν ότι τελικά όλα εξαρτώνται από τον συγκεκριμένο
δικαστή της ημέρας. Όλοι οι δικηγόροι παραδέχτηκαν ότι, κατά τη διάρκεια της πρακτικής τους, είχαν καταλήξει να αναγνωρίζουν τους δικαστές είτε ως φιλικά είτε ως εχθρικά διακείμενους προς τον πατέρα. Στην τελευταία περίπτωση, ισχυρίστηκαν ότι, εκτός εάν τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν συντριπτικά, ο άνδρας πελάτης τους δεν είχε καμία πιθανότητα να του ανατεθεί η επιμέλεια. Στη συντριπτική τους πλειονότητα, οι άνδρες δικαστές θεωρούνταν από τους δικηγόρους ως φιλικοί προς τον πατέρα. Αν δεν υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η μητέρα ήταν κακοποιητική, χρόνια τοξικομανής ή με άλλο τρόπο εμπλεκόμενη σε σοβαρή παράνομη δραστηριότητα η οποία έθετε την ευημερία του παιδιού σε κίνδυνο (π.χ. πορνεία, οργανωμένο έγκλημα) ήταν απίθανο ο πατέρας να του ανατεθεί η επιμέλεια, ακόμη και αν η γονική φροντίδα και ο χρόνος που δαπανούσε η μητέρα με το παιδί ήταν σημαντικά φτωχοί σε σύγκριση με εκείνη του πατέρα. Μόνο εύποροι πατέρες, ή εκείνοι που ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν περιορισμένους κατά τα άλλα οικονομικούς πόρους για να ερευνήσουν τον τρόπο ζωής της μητέρας μετά το χωρισμό, ήταν αυτοί που επιδίωξαν περαιτέρω δίκες για την επιμέλεια, παρά το γεγονός ότι πολλά από αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία είναι γενικά μη αποδεκτά στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών. Ακόμη και έτσι, οι δικηγόροι παραδέχθηκαν ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις τα δικαστήρια είναι πρόθυμα να δώσουν επιμέλεια στους πατέρες εν όψει αποδεικτικών στοιχείων που δείχνουν παραβατική γονεϊκότητα από τη μητέρα. Στις περιπτώσεις αυτές, οι πατέρες μπορούν να αναμένουν κάποια αναστολή, όταν τα στοιχεία τους αξιολογούνται από τον εισαγγελέα ως εκ πρώτης όψεως βάσιμα για έρευνα σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης της μητέρας με σκοπό τον καθορισμό της προσωρινής επιμέλειας. Ωστόσο, είναι προφανές ότι η συλλογή αυτών των εκ πρώτης όψεως αποδεικτικών στοιχείων καταρχάς απαιτεί διεξοδική διερεύνηση που είναι δαπανηρή, χρονοβόρα και δυσκίνητη.
Οι απόψεις αυτές παρέχουν το πλαίσιο της διαδικασίας της επιμέλειας από τη βάση προς την κορυφή μέσω του φακού των πρωταγωνιστών, δηλαδή των πατέρων και των δικηγόρων. Είναι φυσικό να υποθέτουμε ότι οι μητέρες έχουν την ίδια προοπτική, η οποία αναμφίβολα θα ενισχυθεί με τις συμβουλές που λαμβάνουν από τους αντίστοιχους δικηγόρους τους. Αυτό που δεν είναι σαφές από αυτή τη μελέτη είναι αν αυτή η κοινή άποψη κοινοποιείται σιωπηρά στους δικαστές μέσω των διαύλων της λαϊκής κουλτούρας, ή αν είναι αντ ‘αυτού την συμμερίζονται εκ των προτέρων. Η υπόθεση είναι ότι οι δικαστές δεν έχουν ανοσία στον συμβολισμό και τον επικοινωνιακό αντίκτυπο του περιβάλλοντός τους. Τα εμπόδια αυτά αυξάνονται περαιτέρω και επιτείνονται από τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως αυτά εντοπίστηκαν στην προηγούμενη ενότητα. Αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ των κανόνων, της ιδεολογίας (δικαστική) εξουσία, της ηθικής, της έννοιας και της ερμηνείας δεν μπορεί να εξηγηθεί με αναφορά στις δύο ηγετικές θεωρίες σχετικά με τη νομική ανθρωπολογία, δηλαδή τη θεωρία των κοινωνικών κυρώσεων (Radcliffe-Brown, 1952) και την τάξη και αντιδικία (Caplan, 1995: 1). Μια ανθρωπολογική θεωρία την οποία ο συγγραφέας βρίσκει πειστική στο πλαίσιο της παρούσας συζήτησης είναι η θεωρία του ταμπού, η οποία υποδηλώνει ότι συγκεκριμένη συμπεριφορά (θεωρούμενη μόνη ή μέσω αντικειμένων και συμβόλων) μπορεί να γίνει αντιληπτή συλλογικά ως βέβηλη, απαγορευμένη ή μολυσμένη. Αυτό που είναι σημαντικό είναι αν είναι το ταμπού δημιουργείται με την πάροδο του χρόνου από μια προσωπική κουλτούρα ή αντ ‘αυτού μέσω μιας διαδικασίας κοινωνικής μηχανικής από μια άρχουσα ελίτ. Ο Στάινερ έδειξε στη μελέτη του για τα νησιά Φίτζι το 1956, ότι αυτοί που ασκούν πολιτική εξουσία θα μπορούσαν να επιβάλουν ένα ταμπού ως μέρος αυτής της εξουσίας. Ως αποτέλεσμα:
Η εξουσία να θέτεις περιορισμούς ήταν το κριτήριο με το οποίο μετρήθηκε η εξουσία: Εδώ ήταν η κοινωνική εκδήλωση εξουσίας. Δεύτερον, η άσκηση αυτού του δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο) ήταν με σημείο αναφοράς το ταμπού, δηλαδή, η πραγματική σφαίρα του αξιώματος οποιουδήποτε ατόμου ή της εξουσίας του αξιώματος οριοθετείτε από τα είδη ταμπού που μπορούσε να επιβάλει. Ως εκ τούτου, το ταμπού παρείχε τα μέσα για να σχετίζεται ένα άτομο με τους ανωτέρους και τους κατώτερους του. [Steiner, 1956: 39]
Στην προκειμένη περίπτωση είναι πιθανό οι δικαστές να προβάλλουν έναν συνδυασμό του δικού τους συστήματος πεποιθήσεων και της κοινής (αλλά όχι με βάση την πλειοψηφία) λαϊκής κουλτούρας κατά τον καθορισμό της επιμέλειας , διαμορφώνοντας ένα ταμπού που στη συνέχεια συμμερίζονται οι σχετικά ενδιαφερόμενοι στη διαδικασία της επιμέλειας (δηλαδή οι διάδικοι και οι δικηγόροι). Η νομιμοποίηση αυτού του ταμπού ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι η αρχή της ευημερίας απαιτεί δικαστική κρίση. Ως αποτέλεσμα, αφαιρείται από το εκτελεστικό πεδίο και οι δικαστές ασκούν απόλυτη εξουσία επί της λειτουργίας και της κατάρτισής του. Το ταμπού βρίσκει περαιτέρω κανονιστική αιτιολόγηση και ενίσχυση με αναφορά σε άκριτες και χωρίς λογοκρισία εισβολές στη νευροεπιστήμη και την ψυχολογία και την απουσία ειδικής δομής δικαστηρίου οικογενειακού δικαίου. Αυτό εξηγεί γιατί δεν υπάρχουν παρόμοιες αυθαίρετες στρεβλώσεις σε άλλα πεδία του οικογενειακό δίκαιο όπου ο νόμος είναι κατηγορηματικός και δεν υπόκειται στη δικαστική κρίση.
Το επόμενο τμήμα θα καταδείξει ότι η πολιτισμική προκατάληψη κατά τις διαδικασίες της επιμέλειας εμπόδισε τους δικαστές του οικογενειακού δικαίου στην Ελλάδα να λάβουν υπόψη τις εξελίξεις στην έρευνα της ψυχολογίας και νευροεπιστήμης, βασιζόμενοι έτσι σε απαρχαιωμένες θεωρίες, αν όχι και καθόλου, για τον προσδιορισμό της φυσικής επιμέλειας.
Η οπτική της Εξελικτικής Ψυχολογίας και της Νευρολογίας και η Κυριαρχία της Θεωρίας της Προσκόλλησης
Για πολύ καιρό, η κυρίαρχη θεωρία στην αυγή της παιδοψυχολογίας ήταν ότι τα βρέφη και τα νήπια, έχουν μια εγγενή προσκόλληση στην μητέρα τους. Ο δεσμός μεταξύ της μητέρας και του παιδιού είναι αυταπόδεικτος, αλλά η εγγενής προσκόλληση τρεφόταν επίσης από συμβολισμούς της θρησκείας και τις κυρίαρχες αντιλήψεις περί της συγγένειας αίματος υπό το πρόσχημα θεωριών της βιολογίας. Ο Rodney Needham σε μια ρηξικέλευθη συλλογή εργασιών το 1971, τόνισε ότι η συγγένεια:
…έχει να κάνει με τον καταμερισμό των δικαιωμάτων και την κληρονόμηση τους από τη μια γενιά στην άλλη. Αυτά τα δικαιώματα δεν είναι συγκεκριμένης φύσης αλλά είναι ποικίλα: περιλαμβάνουν, κυρίως, δικαιώματα συμμετοχής σε μια ομάδα, διαδοχής σε αξίωμα, κληρονομιά ιδιοκτησίας, εντοπιότητας, τύπου επαγγελματικής απασχόλησης και πολλών άλλων. Μεταβιβάζονται, όμως, όλα με τρόπους που δεν σχετίζονται με το φύλο ή την γενεαλογική θέση, ή τον αποδέκτη
Needham, 1971: 3–4
Ως αποτέλεσμα, οι κοινωνικές (ή οι πολιτιστικές) διαστάσεις των δεσμών αίματος έχουν σε μεγάλο βαθμό κυριαρχήσει στην κοινή αντίληψη για την οικογένεια καθώς, επίσης, και στους δεσμούς και τις σχέσεις μεταξύ των μελών της. Συγκεκριμένα, τα συμπεράσματα που βασίζονται στο βιολογικό δεσμό, ενισχύονταν περαιτέρω, από τον καταμερισμό των ρόλων στην οικογένεια, όπου η μητέρα ήταν ο μοναδικός φροντιστής των παιδιών της. Σε ένα μεγάλο βαθμό, στον παιδοκεντρικό κόσμο των περασμένων εποχών, οι πατέρες πρέπει να είχαν δει αυτή την διευθέτηση ως εμμέσως βολική. Ένας παράγοντας που περιέπλεκε τα πράγματα στην εισαγωγή της σύγχρονης ψυχολογίας, ήταν το γεγονός ότι ανόμοια με κλινικές μελέτες με ενήλικες, τα βρέφη και τα νήπια δεν μπορούσαν να εκφραστούν τα ίδια με έναν τρόπο που θα μπορούσε να παράγει ουσιαστικά πορίσματα και έτσι οι εμπειρικές μελέτες στα νήπια, πολλών δε μάλλον, στα βρέφη περιορίζονταν την παρατήρηση. Οι εξελίξεις στην νευρολογία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο από αυτή την άποψη, επειδή επέτρεψαν στους επιστήμονες να μελετήσουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου μέσα στον χρόνο.
Οι προαναφερθείσες βιολογικές ψυχολογικές θεωρίες δεν μπορούσαν, ωστόσο, να εξηγήσουν το πλήθος των διαφορών, δηλαδή την υγιή ψυχική ζωή πολλών παιδιών που δεν ανατράφηκαν από τις μητέρες τους (π.χ. ορφανά) και το αντίστροφο. Αυτός ο χαμένος κρίκος παρέχεται από τη επονομαζόμενη Θεωρία της Προσκόλλησης, του Bowlby, και την επακόλουθη κατανόηση από τους κοινωνικούς και φυσικούς επιστήμονες του διάχυτου ρόλου κάθε γονέα στην ψυχολογική ανάπτυξη των παιδιών. Αυτές οι θεωρίες, που είναι τώρα κυρίαρχες, απέρριψαν την υπόθεση του κυρίαρχου ρόλου του ενός γονέα έναντι του άλλου, υποδεικνύοντας, αντίθετα, ότι τα βρέφη αναπτύσσουν την αίσθηση της ασφάλειας και της σταθερότητας με το να προσκολλώνται με το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που ανταποκρίνονται άμεσα και με συνέπεια στα κλάματα, τα γέλια και άλλα σημάδια, σε μια διαδικασία, η οποία λέγεται προσκόλληση. Η προσκόλληση δεν περιορίζεται, λοιπόν, στους βιολογικούς γονείς του παιδιού, αλλά μπορεί επίσης, να αναπτυχθεί με μια νταντά ή με θετούς γονείς. Η νευρολογία έχει για κάποιον καιρό υποστηρίξει, ότι η στοργή και η αγάπη είναι βασικό σημείο στην ανάπτυξη του εγκεφάλου των βρεφών, ιδιαίτερα στην ανάπτυξη των κοινωνικών και συναισθηματικών συστημάτων του εγκεφάλου (Gerhardt, 2004; Bowlby, 2005). Σε κάθε περίπτωση, οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν, ότι ο ασφαλής δεσμός ενός βρέφους με τους γονείς του, του προφέρουν καλύτερες πιθανότητες ανάπτυξης σε μια ευτυχισμένη και αρμονική νεανική και αργότερα ενήλικη ζωή. Έχει, επιτυχημένα, αποδειχθεί ότι τα βρέφη δημιουργούν της ίδιας ποιότητας δεσμούς με τους πατεράδες, όπως με τις μητέρες (De Wolff και van Uzendoorn, 1997). Χωρίς με κάποιον τρόπο να μειώνεται ο ρόλος των μητέρων, ο ρόλος του πατέρα στην ανάπτυξη ενός παιδιού, έχει αποδειχθεί κρίσιμος, όχι μόνο σε ότι έχει να κάνει με τα βρέφη, αλλά και αργότερα στη ζωή τους. Σε μια πρόσφατη μελέτη (Sarkadi κά, 2008), έχει αποδειχθεί ότι η περαιτέρω ενασχόληση του πατέρα μειώνει την συχνότητα προβλημάτων συμπεριφοράς στα αγόρια και ψυχολογικών προβλημάτων στις νεαρές γυναίκες, ενισχύοντας, έτι περαιτέρω, την γνωστική τους εξέλιξη και, ταυτόχρονα, μειώνοντας την νεανική εγκληματικότητα και το κοινωνικό μειονέκτημα σε οικογένειες χαμηλού εισοδήματος. Σημαντικότερο είναι, ότι οι μητέρες και οι πατεράδες έχουν διαφορετικές αλλά συμπληρωματικές λειτουργίες στην υγιή εξέλιξη των παιδιών τους. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι η φυσική απουσία του ενός ή του άλλου γονέα είναι επιβλαβής για την εξέλιξη του παιδιού, δεδομένου, ότι η υγιής προσκόλληση σε μια μητέρα ή σε έναν πατέρα, στοργικών, που φροντίζουν τα παιδιά τους, επαρκούν για να υποκαταστήσουν τις ιδιότητες του απόντος γονέα. Κατά τον ίδιο τρόπο, η παρουσία δυο μη στοργικών και μη υποστηρικτικών γονέων, με τους οποίους το παιδί δεν έχει δημιουργήσει κανενός είδους προσκόλληση, είναι κατά πολύ κατώτερη, από ότι η προσκόλληση ενός παιδιού σε έναν γονέα, είτε αυτός είναι η μητέρα, είτε ο πατέρας. Η έρευνα έχει αποδείξει, ότι ενώ οι μητέρες προσφέρουν στοργή και ασφάλεια, οι πατεράδες είναι πιο ενεργοί στο παιχνίδι (Parke, 1986: 63) και επιτρέπουν στα βρέφη και τα νήπια να ανακαλύψουν το περιβάλλον τους, δημιουργώντας εμπόδια για να τα βοηθήσουν να λύσουν προβλήματα και για να αλληλοεπιδρούν με τον κόσμο (Parke και Buriel, 2006: 429ff). Τα βρέφη απολαμβάνουν απίστευτα αυτού του τύπου την ανακάλυψη, μέσω ερεθισμάτων στο παιχνίδι, και έτσι οι πατεράδες γίνονται ιδιαίτερα οικείοι σε αυτά, με αποτέλεσμα να μπορούν να θέσουν και να επιβάλλουν όρια και περιορισμούς.
Αρκετές εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει τα ευεργετικά αποτελέσματα των αφοσιωμένων και στοργικών πατέρων στα βρέφη – αυτή η ηλικία είναι αντικείμενο διαμάχης, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις μας παραπάνω. Έχει αποδειχθεί, για παράδειγμα, ότι τα παιδιά του νηπιαγωγείου έχουν καλύτερες επιδόσεις σε τεστ που ελέγχουν τον βαθμό συναίσθησης, εάν είχαν ασφαλείς δεσμούς με τους πατεράδες τους κατά την βρεφική ηλικία. Αυτά τα παιδιά παρουσίασαν ανθρώπινη συμπεριφορά απέναντι στους συνομηλίκους τους και έλαβαν συγκεκριμένα μέτρα για να τους κάνουν να αισθανθούν καλύτερα (Biller, 1993). Εξίσου, τα βρέφη με στοργικούς πατεράδες που ασχολούνταν έντονα με αυτά, έχει αποδειχθεί ότι τα πάνε πολύ καλύτερα στην αντίληψη και στις ικανότητες επίλυσης προβλημάτων (Radin, 1986; Nuggent, 1991), καθώς επίσης, στην δημιουργία σχέσης αγάπης με τους αδερφούς και αδερφές τους (Volling και Belsky, 1992).
Φυσικά, η δημιουργία νομικών επιχειρημάτων από τα δικαστήρια σε σχέση με την πατρότητα μετά το διαζύγιο, δεν είναι ένα εύκολο ζήτημα. Ακόμα και εκεί που η επιστήμη συμφωνεί ομόφωνα, ότι πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε διατάραξη στην προσκόλληση των παιδιών μέχρι την ηλικία των δύο ετών (George κά, 2011a), τα δικαστήρια εξακολουθούν να πρέπει να ζυγίσουν κι άλλες συνθήκες όπως η πνευματική και φυσική συμπεριφορά του πρωτεύοντα γονέα κλπ, προκειμένου να φτάσουν σε ένα λογικό συμπέρασμα. Εντούτοις, η επιστήμη μπορεί να καθοδηγήσει τα οικογενειακά δικαστήρια διότι έχει ήδη απαντήσει οριστικά πολλά από τα ερωτήματα που τίθενται από τα δικαστήρια στον καθορισμό του βέλτιστου συμφέροντος των παιδιών. Μεταξύ αυτών, μπορεί να αναφερθεί το γεγονός, ότι η δημιουργία της προσκόλλησης είναι συνεχής διαδικασία, και σε καμία περίπτωση δεν ολοκληρώνεται νωρίς στη ζωή44, και ότι η προσκόλληση είναι θεμελιωδώς ένα παράγωγο ποιοτικής φροντίδας και στοργικής και ζεστής σχέσης. Ως αποτέλεσμα, διανυκτερεύσεις με την δευτερεύουσα φιγούρα προσκόλλησης, καθώς και συχνές αλλαγές στην φροντίδα και κατοικία του βρέφους, είναι αποπροσανατολιστικές και πρέπει να αποφεύγονται κυρίως για βρέφη έως δύο ετών (George κά., 2011b). Σε ένα πρόσφατο νευρολογικό συνέδριο προτάθηκε από όλους τους συγγραφείς ότι τα βρέφη δεν έχουνε προκατάληψη γένους σε ότι αφορά την προσκόλληση τους (McIntosh, 2011: 424). Τα βρέφη προσανατολίζονται σε στοργικούς, με αγάπη και ευαίσθητους φροντιστές. Παρόλα αυτά, ο Schore πρόσθεσε μία περαιτέρω παράμετρο, ότι, δηλαδή, ο θηλυκός εγκέφαλος είναι ειδικά εξοπλισμένος με τις κύριες, μη λεκτικές, ικανότητες συνεργασίας και γαλούχησης, που είναι απαραίτητες για τον σχηματισμό προσκόλλησης με ένα βρέφος(Schore and McIntosh, 2011). Παρότι, αυτό το συμπέρασμα μπορεί να φαίνεται ότι είναι σε αντιπαράθεση με κάποια από τα επιχειρήματα σε αυτό το άρθρο, αυτό δεν ισχύει σε καμία περίπτωση. Ο συγγραφέας δεν έχει ισχυριστεί σε καμία περίπτωση, ότι οι πατεράδες είναι καλύτεροι γονείς ή ότι τα παιδιά δημιουργούν πρωτεύοντα δεσμό με αυτούς σε σχέση με τις μητέρες. Αλλά ούτε ο Schore ούτε κανένας άλλος νευρολόγος δεν πρότεινε ότι οι μητέρες είναι καλύτεροι γονείς και ότι τα παιδιά τους θα δημιουργήσουν κατηγορηματικά δεσμό με αυτές. Το επιχείρημα που τέθηκε, εξαρχής, είναι, ότι τα δικαστήρια πρέπει να εμπλουτίσουν τα μέσα προσδιορισμού της κρίσης τους σε αντιδικίες για επιμέλεια και γονικής φροντίδας, βασιζόμενα στην νευρολογία και τις κατά περίπτωση συνθήκες, στις οποίες όλες οι σχετικές πληροφορίες πρέπει να συνεκτιμώνται στο συγκεκριμένο πλαίσιο της κάθε υπόθεσης.
Ο σκοπός αυτού του σύντομου εγχειρήματος στο πεδία της εξελικτικής ψυχολογίας και της νευρολογίας, σε καμία περίπτωση, δεν είναι να απαξιώσει τις μητέρες ή να προτείνει με κάποιον τρόπο ότι οι πατέρες γίνονται καλύτεροι γονείς. Αντί τούτου, αυτό στο οποίο δίνεται έμφαση, είναι η ανάγκη για τα οικογενειακά δικαστήρια, σε χώρες όπως η Ελλάδα, να απορρίψουν ξεπερασμένα στερεότυπα για την βιολογική ή οποιαδήποτε άλλη υπεροχή του ενός γονέα έναντι του άλλου και αν τέτοια δεδομένα υπάρχουν για την ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης εγκεφαλικής λειτουργίας, τα δικαστήρια πρέπει να τα εντοπίζουν και να κρίνουν βάσει των συγκεκριμένων δεδομένων της κάθε υπόθεσης. Στην ολότητα τους, τα δικαστήρια πρέπει να αποδεχτούν για τον καθορισμό της φυσικής επιμέλειας, ότι αυτό που έχει πρωτεύουσα σημασία, είναι η ποιότητα της γονικής παρουσίας και η ποιότητα του δεσμού που σχηματίζει το παιδί με τον έναν ή τον άλλο γονέα. Αυτά τα ευρήματα έχουν εγκριθεί από κυβερνητικές υπηρεσίες που σχετίζονται με το παιδί και σχηματίζουν την ραχοκοκαλιά των σχετικών αποφάσεων. Έχοντας αυτό κατά νου, τα δικαστήρια πρέπει να επιλέξουν, αποτελεσματικά, το είδος της επιμέλειας που ταιριάζει καλύτερα στο συγκεκριμένο παιδί, το οποίο, κάλλιστα, μπορεί να αποδειχτεί ότι είναι η κοινή επιμέλεια, με την αίρεση, που προαναφέρθηκε, σε σχέση με τα βρέφη
Συμπέρασμα
Η ανθρωπολογική έρευνα είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο για τον έλεγχο υποθέσεων σχετικά με την απόκλιση ενός κανόνα από την τρέχουσα πρακτική. Οι σχετικά ενδιαφερόμενοι, δηλαδή όσοι επηρεάζουν και επηρεάζονται από την αντίστοιχη πρακτική, είναι οι πλέον κατάλληλοι για την παροχή πολύτιμων πληροφοριών όχι μόνο για την ύπαρξη της απόκλισης, αλλά και για το πώς και γιατί αυτή διατηρείται. Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι υπάρχει ενσωματωμένη θεσμική κουλτούρα στο ελληνικό δικαστικό σώμα σε σχέση με υποθέσεις που αφορούν αποφάσεις για την επιμέλεια παιδιών. Αυτή η δικαστική κουλτούρα σαφώς κάνει διακρίσεις υπέρ των γυναικών, ενώ οι άνδρες γενικά λαμβάνουν την επιμέλεια σε υποθέσεις που είναι οι πλέον αδιάσειστες και όπου οποιοδήποτε άλλο αποτέλεσμα δεν θα ήταν απλώς άδικο αλλά παράλογο. Το κύριο μεταξύ αυτών είναι αν η επικράτηση των γυναικών δικαστών στο δικαστικό σώμα σε υποθέσεις που σχετίζονται με το οικογενειακό δίκαιο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση προκαταλήψεων υπέρ των μητέρων, ιδίως όταν μπορούν να ταυτίσουν την δική τους κατάσταση με εκείνη μίας μητέρας που ζητεί την επιμέλεια των παιδιών της. Αυτό, φυσικά, είναι θέμα εικασίας και κανένα συμπέρασμα δεν προσφέρεται σε αυτό το άρθρο. Αυτό που (ευελπιστούμε) εξηγήθηκε, ωστόσο, είναι ότι οι δικαστές είναι πράγματι σε θέση να προβάλλουν συμπεριφορά και πρακτικές που μεταφράζονται ως ταμπού σε εκείνους που εμπίπτουν στη δική τους “εξουσία”. Με την πάροδο του χρόνου, ένα τέτοιο ταμπού, ακόμη και αν δεν συνάδει με συγκεκριμένο κανόνα, γίνεται αποδεκτή πρακτική, ιδίως αν δεν υπάρχει ενεργός κοινωνία των πολιτών που να το αμφισβητεί. Στην προκειμένη περίπτωση, η Ελλάδα μόλις πρόσφατα έχει δει την ανάπτυξη ενός μέτριου κινήματος ΜΚΟ που έχει ξεκινήσει μια εκστρατεία για να υποστηρίξει τα οφέλη που αποκομίζουν τα παιδιά από την υπεύθυνη πατρική ανατροφή. Η πλατφόρμα αυτή δεν είναι αντιφεμινιστική ή επιθετική στην επιχειρηματολογία και τη δράση της, παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμα προσέγγισής της είναι αρκετά ισχυρό. Ωστόσο, κατά τη γνώμη του εν λόγω συγγραφέα, δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τα βαθύτερα αίτια του επίμαχου ζητήματος.
Το άρθρο έχει επίσης επισημάνει την απουσία κάθε θεωρητικής βάσης από την άποψη της νευροεπιστήμης και της αναπτυξιακής ψυχολογίας στη συλλογιστική των ανώτερων και κατώτερων δικαστηρίων. Τα δικαστήρια είναι σαφώς απρόθυμα να εισέλθουν σε οποιαδήποτε επιστημονική συζήτηση ή να δικαιολογήσουν τη θέση τους βάσει οποιασδήποτε αναγνωρίσιμης θεωρίας. Η άκριτη εκτίμηση τους, ότι οι μητέρες απολαμβάνουν ξεκάθαρη υπεροχή σε υποθέσεις επιμέλειας για φερόμενους βιοκοινωνικούς λόγους, είναι αυθαίρετη και στερείται επιστημονικής βάσεως. Η έρευνα στον τομέα αυτό απεικονίζει σαφώς μια πολύ διαφορετική εικόνα. Οι πατέρες και οι μητέρες ασκούν διαφορετικούς, αλλά συμπληρωματικούς, ρόλους. Αν και δεν υπάρχει εύκολος τρόπος αξιολόγησης, μεταξύ γονέων ίσης αξίας, για το ποιος είναι ο πλέον κατάλληλος, αν τα δικαστήρια έκαναν την αξιολόγησή τους χωρίς μεροληψία από την αρχή, πολλές από τις στρεβλώσεις και τις αδικίες σε παιδιά που έχουν συμβεί στο Ελληνικό πλαίσιο μπορούν να αποφευχθούν. Προτείνεται, επομένως, σε μια ενδεχόμενη μεταρρύθμιση του ελληνικού συστήματος οικογενειακού δικαίου, να δοθεί προτεραιότητα στην υποχρεωτική συνδρομή των κοινωνικών υπηρεσιών ενώπιον των δικαστηρίων κατά τον καθορισμό κάθε υπόθεσης επιμέλειας τέκνων.
Πηγή: Ενεργοί Μπαμπάδες