Έρευνα ΑΠΘ: 15 μαθητές ανά τάξη το ιδανικό όριο στα σχολεία
Σύμφωνα με τους ερευνητές, κατά 50% μειώνεται o δείκτης μετάδοσης του κορονοϊού σε μία τάξη με 15 μαθητές.
Η ομάδα του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής (EnVe-Lab) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής τον καθηγητή Χημικών Μηχανικών Δημοσθένη Σαρηγιάννη, πραγματοποιεί έρευνα για το πώς διαφοροποιείται ο δείκτης μετάδοσης του κορονοϊού ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη.
Οι ερευνητές επεξεργάζονται διάφορα «στοχαστικά» μοντέλα κι ένα πρώτο πόρισμα μέχρι στιγμής είναι ότι στις τάξεις με 25 μαθητές ο δείκτης βασικών επαφών του κορονοϊού, μία από τις συνιστώσες του δείκτη μετάδοσης του ιού, αυξάνεται κατά 50% σε σχέση με τάξεις 15 μαθητών, ενώ σε τάξεις με 22 μαθητές, ο δείκτης μετάδοσης περιορίζεται στο 20%.
Όπως εξηγεί ο κ. Σαρηγιάννης τα μοντέλα που χρησιμοποιούν στο εργαστήριο, έχουν ήδη εφαρμοστεί και «δουλεύουν» σε χώρες του εξωτερικού όπως ο Καναδάς, προσομοιώνοντας την πραγματική συμπεριφορά των παιδιών με στοχαστικό τρόπο. Τα στοχαστικά αυτά μοντέλα στηρίζονται στις πιθανές αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων μεταξύ τους (agent-based models) και όπως αναφέρει ο καθηγητής συμβάλλουν στην προσπάθεια μοντελοποίησης της αλληλεπίδρασης των ατόμων έτσι ώστε να προσομοιώνεται η πραγματική συμπεριφορά τους. όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο μιας ομάδας ανθρώπων, όπως είναι μια σχολική τάξη.
Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα σε σύγκριση με μία τάξη των 15 μαθητών που σύμφωνα με τους ειδικούς είναι το προτιμότερο όριο για την τήρηση της κοινωνικής απόστασης, η τάξη των 22 παιδιών (50% περισσότερα παιδιά) θα παρουσιάσει αύξηση των βασικών επαφών -ενός από τους δείκτες που προβλέπουν τη μετάδοση- κατά 20%, ενώ σε μια τάξη με 25 μαθητές (67% περισσότερα παιδιά) ο δείκτης αυτός εμφανίζει αύξηση 50%.
Επιπλέον, μία μικρότερη πιθανότητα μετάδοσης σε επίπεδο κοινότητας εκτιμάται όταν τα αδέρφια βρίσκονται στην ίδια σχολική αίθουσα.
Αναγκαία η γρηγορότερη διεξαγωγή τεστ και των αποτελεσμάτων τους
Ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι ο μεγάλος αριθμός τεστ για την ανίχνευσης του κορονοϊού. Όσο μεγαλώνει ο αριθμός δειγμάτων, τόσο αυξάνονται και οι απαιτήσεις σε επιστημονική/τεχνική υποδομή για να γίνουν οι αναλύσεις σε όσο τον το δυνατόν πιο σύντομο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημοσθένη Σαρηγιάννη τα πανεπιστημιακά εργαστήρια θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη μείωση του χρόνου που απαιτείται για την εξαγωγή αποτελεσμάτων των τεστ Covid-19 λειτουργώντας επικουρικά στα εργαστήρια αναφοράς του ΕΟΔΥ. Έτσι οι αρχές θα έχουν ταχύτερο χρόνο αντίδρασης και λήψης μέτρων προκειμένου να μειώσουν τη μεταδοτικότητα του ιού.