Το παραμύθι της εβδομάδας: Η καινούρια τσάντα!
«Βαγγέλη μου, να πάμε να δούμε και τα σχολικά. Να διαλέξεις και την τσάντα σου!», είπε ένα απόγευμα η μαμά.
της Πέγκυς Παπαδοπούλου
Ο Βαγγέλης πολύ βαριόταν αλλά δεν είπε «όχι». Το να δεις τα σχολικά, βιβλία, τσάντες, μολύβια, μαρκαδόρους, υλικά για χειροτεχνίες και κατασκευές, ήταν ένα πολύ γοητευτικό πράγμα. Που σε παρηγορούσε λιγάκι για το γεγονός ότι τελειώνουν οι διακοπές και ξεκινά η νέα σχολική χρονιά. Μόνο που όλα αυτά είναι πιο συγκινητικά όταν είσαι μικρός. Μεγαλώνοντας, ε, επειδή το έχεις ξανακάνει, δίνεις λιγότερη σημασία. Και έχεις μπροστά σου όλες τις αγωνίες για τις δυσκολίες που έρχονται.
Ο Νίκος από την άλλη μεριά, πολύ θα ήθελε να μπορούσε να διαλέξει κι αυτός κάτι καινούριο, όχι μόνο τα μολύβια και τις γόμες του κι όσα τετράδια τους ζητήσει η δασκάλα τους. Και κοίταξε τη μαμά τους με ελπίδα. «Να έρθω κι εγώ μαζί μαμά;»
«Φυσικά, άλλωστε θα περάσουμε ένα όμορφο απόγευμα! Αλλά θα πρέπει να έχουμε κάνει λίστα με το τι θα χρειαστούμε, γιατί δεν σας κρύβω πως δεν μας περισσεύουν χρήματα για να τα χαλάσουμε άσκοπα!»
Ο Νίκος αμέσως σκέφτηκε δυο πράγματα: πρώτον, αποκλειόταν η μαμά να του πάρει εκείνα τα φο-βε-ρά αυτοκόλλητα που έβαζαν οι περισσότεροι συμμαθητές του παντού, σε τσάντες, κασετίνες, τετράδια, μπλοκ ζωγραφικής, κι έκαναν τόσο μοναδικά τα υπάρχοντά τους. Τα αυτοκόλλητα ΔΕΝ μπαίνουν σε λίστα, τουλάχιστον όχι στη λίστα που φτιάχνει η δική του μαμά. Και δεύτερον, δεν υπήρχε περίπτωση να διαλέξει και να καταφέρει να του αγοράσουν μια ολοκαίνουργια, αστραφτερή, με πολλές θήκες και μοναδικά χρώματα τσάντα, που έβλεπε στην τηλεόραση. Γιατί ο Νίκος είναι ο μικρότερος από τα δύο αδέλφια.
«Λοιπόν, δεν είναι και τόσο άσχημο να είσαι ο μικρός αδελφός», σκεφτόταν για να παρηγορήσει τον εαυτό του. «Πάντα υπάρχει κάποιος να σε βοηθήσει, να σε "ξεκολλήσει" από τις δύσκολες ασκήσεις μαθηματικών, να "καθαρίσει" για λογαριασμό σου με τα κακά παιδιά του σχολείου, να μαζέψει την γκάφα σου ή την ακαταστασία σου πριν την πάρει είδηση η μαμά». Κι αυτά είναι η αλήθεια πως δεν θα τα άλλαζε με τίποτε ο Νίκος. Θα ήθελε όμως, έστω και για μια φορά, να μην ήταν έτσι τα πράγματα.
Κι αν τον ρωτήσει κανείς, δεν τον νοιάζει καθόλου να φορέσει το χιλιο-τρυπημένο τζην του Βαγγέλη, ούτε τις μπλούζες που του πέφτουν και μεγάλες. Ίσα – ίσα, για το ποδήλατο που ήρθε στα χέρια του αφού είχε κάνει ένα σωρό χιλιόμετρα με τον Βαγγέλη, είχε μεγάλη χαρά, αφού είχε ακόμη ρόδες βοηθητικές και τον έκανε να νιώθει σιγουριά πως δεν θα τουμπάρει σε καμιά στροφή, επειδή δεν ήταν και τόσο καλός στην ποδηλασία.
Η καινούρια τσάντα όμως, που ποτέ του δεν έχει πάρει, του φέρνει μια στεναχώρια. Όχι τόσο μεγάλη για να βάλει και τα κλάματα, αλλά πάντως του ... μικραίνει τη χαρά. Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν είναι όλα του τα πράγματα μεταχειρισμένα, ούτε προέρχονται πάντα από τον μεγαλύτερο αδελφό του. Έχει μια ολοκαίνουρια συλλογή από αγωνιστικά αυτοκινητάκια, υπέροχους βόλους και γκαζιές, για να μην ξεχνάμε και τα μποτάκια του μπάσκετ που ήταν ομολογουμένως πανάκριβα!
Έτσι, όταν πήγαν με τη μαμά να δουν τα περίφημα "σχολικά", ήταν και οι δύο τους μουτρωμένοι. Ο Βαγγέλης γιατί ήταν κάτι που έκανε κάθε χρόνο τέτοια εποχή τα οκτώ τελευταία χρόνια και δεν είχε καμιά όρεξη να γυρίζει στους διαδρόμους του πολυκαταστήματος και να στριμώχνεται με τον κόσμο για να διαλέξει ένα στυλό – που στο κάτω της γραφής, όποιας μάρκας, χρώματος ή τύπου ήταν, δεν έπαυε να είναι ένα στυλό -, κι ο Νίκος γιατί από όλα όσα θα έβλεπε, θα αγόραζε τελικά μόνο εκείνα που δεν θα ... "κληρονομούσε" από τον μεγαλύτερο αδελφό του.
Η μόνη που ήταν χαρούμενη, πιο πολύ κι από τους ίδιους, ήταν η μαμά. Που ενθουσιάστηκε με τα πάντα, τις γόμες που μυρίζουν φράουλα, τις ξύστρες που έχουν θηκάκι και μαζεύουν τα ξύσματα οπότε λέω λερώνεις το θρανίο σου, τα σπιράλ τετράδια που ήταν βαριά σαν τόμος εγκυκλοπαίδειας και είχαν διαφορετικό χρώμα φύλλων σε κάθε θέμα ώστε να οργανώνεις καλύτερα τις σημειώσεις σου. Τους φακέλους αρχειοθέτησης που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα αγόρια της για να μαζέψουν τα διάφορα χαρτιά και χαρτάκια τους που τα άφηναν άτακτα πάνω στα γραφεία τους. Τα λεξικά. Λες και δεν είχαν ήδη ! Τα χρωματιστά χαρτόνια, τα κανσόν, τις κατασκευές με χάντρες και τις κατασκευές με ξύλο. Κι ένα σωρό άλλα. Λες κι η μαμά θα ήταν εκείνη μαθήτρια, τέτοια χαρά έκανε με κάθε τι που ανακάλυπτε!
Μετά λίγες μέρες, θα πήγαιναν τελικώς να αγοράσουν όλα τα απαραίτητα, κι ας μην ήταν αυτά όλα όσα θα ήθελε η μαμά ή τα δύο αγόρια. Αλλά, τα πράγματα δεν έγιναν όπως γίνονταν τόσα χρόνια τώρα.
«Μαμά, δεν υπάρχει λόγος, αλήθεια, να έρθω μαζί σου!» είπε ο Νίκος. «Προτιμώ να παίξω play station, που θα είναι ελεύθερο τώρα που θα λείπει ο Βαγγέλης!» Δικαιολογία. Που την κατάλαβε και η μαμά και ο Βαγγέλης. Η μαμά δεν είπε τίποτε όμως, παρά του χάιδεψε το κεφάλι με τα σγουρά μαλλιά και τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Το θεωρούσε σχεδόν φυσικό να είναι μελαγχολικός ο Νίκος, από τη στιγμή που τίποτε σχεδόν από όσα εκείνος πίστευε πως θα του έκαναν τη σχολική του ζωή όμορφη, δεν θα αγόραζαν τελικώς!
«Τι δύσκολο που πρέπει να είναι για ένα παιδί να θέλει κάτι, κάτι που δεν είναι μόνο χρήσιμο αλλά είναι μόνον όμορφο και το έχουν τα άλλα παιδιά, και να μην μπορεί να το αγοράσει....» είπε αργότερα στον μπαμπά. «Αλλά δεν μπορούμε φυσικά να τους κάνουμε όλα τα χατίρια. Υπάρχουν ένα σωρό άλλες προτεραιότητες!» συμπλήρωσε η μαμά με μια γενναιότητα που κατά βάθος δεν την είχε. Κι ο μπαμπάς την κοίταξε συννεφιασμένος.
Ο Βαγγέλης όμως, βλέποντας το Νίκο έτσι λυπημένο, αποφάσισε να του μιλήσει, να δει σαν τι είναι αυτό που τον απασχολεί. Και, "επιστρατεύοντας όλη τη διπλωματία του", όπως θα έλεγε κι ο μπαμπάς, τα κατάφερε μετά από λίγη ώρα, που δεν τους άκουγαν οι μεγάλοι.
«Τι να σου πω Βαγγέλη; Θα ήθελα κι εγώ μια τσάντα καινούρια, ολοκαίνουργια, με το χρώμα που ονειρεύομαι, τα σχέδια που προτιμώ, τις θήκες που μου χρειάζονται».
«Μα, οι δικές μου τσάντες είναι σε πολύ καλή κατάσταση! Δεν κολλάω αυτοκόλλητα, δεν τις ζωγραφίζω και μετά από ένα γερό πλύσιμο είναι σχεδόν σαν καινούριες, γιατί δεν σου αρέσουν;»
«Γιατί πολύ απλά εγώ θα διάλεγα για τον εαυτό μου κάτι διαφορετικό!»
«Κατάλαβα ....», είπε ο Βαγγέλης και σκέφτηκε πως ίσως κι άλλα δικά του πράγματα να μην άρεσαν στον μικρό του αδελφό και αναγκάζεται να τα χρησιμοποιήσει. «Πώς θα ένιωθα εγώ αν ήταν τα πράγματα "ανάποδα";», σκέφτηκε. «Αν εγώ ήμουν αυτός που έπαιρνε μόνο μερικά πράγματα καινούρια κάθε χρόνο και όλα τα άλλα ήταν στο γούστο κάποιου άλλου; Πώς θα ήταν άραγε να εμφανιστώ στο Γυμνάσιο με μια τσάντα που θα είχε πάνω της χελωνονιντζάκια; Γιατί σίγουρα μια τέτοια ονειρεύεται ο μικρός...» Κοίταξε το τζιν του και την μπλούζα που φορούσε.
Όταν την πρώτο πήρε αυτή την μπλούζα, είχε ένα πολύ όμορφο καφέ χρώμα, με ωραία πορτοκαλιά σχέδια. Του Βαγγέλη του πήγαινε πολύ. Με τον καιρό και τα πλυσίματα, το καφέ χρώμα δεν θα το έλεγες ακριβώς «ζωντανό» και οι πορτοκαλί στάμπες είχαν ξεκολλήσει στις γωνίες, κάνοντας τα σχέδια να φαίνονται «μισοτελειωμένα». Κι όμως, του χρόνου, η ίδια αυτή μπλούζα θα κατέληγε στη ντουλάπα του Νίκου, κι ας μην του ταίριαζαν καθόλου αυτά τα χρώματα. Κι ο Νίκος όχι μόνο δεν θα παραπονιόταν, αλλά ούτε και που θα έδινε σημασία. Για να αναφέρει τώρα την τσάντα .... Μάλλον θα ήταν πολύ στεναχωρημένος.
«Ξέρεις κάτι;» είπε ο Νίκος αμέσως μετά. «Την τσάντα του σχολείου την κουβαλάω κάθε μέρα. Τη σέρνω από εδώ κι από εκεί. Πάω σχολείο, μετά πάω φροντιστήριο, το Σάββατο πάω για ποδήλατο. Και στις εκδρομές ακόμη, αυτήν παίρνω μαζί μου. Βάζω τα βιβλία και τα τετράδιά μου. Τα βγάζω και βάζω τη φόρμα της γυμναστικής. Είναι κομμάτι της ζωής μου κάθε μέρα, κάθε ώρα σχεδόν! Δεν έχω δίκιο που θέλω να είναι όπως την ονειρεύομαι;»
Ο Βαγγέλης κατάλαβε πως ο μικρός αδελφός είχε μεγαλώσει. Πολύ. Μπορούσε να καταλάβει πως όλοι κάνουμε υποχωρήσεις μέσα σε ένα σπίτι. Δεν ζητούσε ποτέ τίποτε. Αλλά και κανείς, και κυρίως ο ίδιος, δεν κάθισε ποτέ να τον ρωτήσει τι πραγματικά θέλει. «Δίκιο έχεις!» του είπε και τον αγκάλιασε. Είχε πολύ καιρό να το κάνει αυτό. «Δίκιο έχεις! Γιατί μεγάλωσες μεν, είσαι όμως ο μικρός μου αδελφός, που μου άπλωνε το χεράκι για να τον στηρίξω στα πρώτα του βήματα. Είσαι ο Νίκος, που με περίμενες όλο χαρά να γυρίσω από το σχολείο για να έχεις κάποιον να παίξει μαζί σου. Είσαι ο μικρός μου, αγαπημένος αδελφός! Που μοιραζόμαστε σχεδόν τα πάντα! Και που σε αγαπάω τόσο πολύ!» Αλλά αυτά δεν τα είπε ο Βαγγέλης φωναχτά. Γιατί είχε έναν κόμπο στο λαιμό.
Πήγε όμως στη μαμά και είπε την ιδέα του. «Φέτος μαμά δεν θέλω καινούρια τσάντα. Είναι μια χαρά αυτή που έχω!»
«Μα, πώς! Εσύ θα πάρεις καινούρια και την περσινή σου θα την πάρει ο Νίκος!» είπε η μαμά.
«Ε, κι εγώ λέω, για τούτη τη χρονιά τουλάχιστον, να αλλάξουμε λίγο τα πράγματα» επέμεινε ο Βαγγέλης.
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή μαμά, να πάτε με τον μικρό να πάρετε ΔΙΚΗ ΤΟΥ καινούρια τσάντα. Όποια θέλει εκείνος ή, τέλος πάντων, όποια συμφωνήσετε μαζί. Να πάρει κι ένα σωρό αυτοκόλλητα να της κολλήσει πάνω, και να βάλει και σε όλα του τα τετράδια!»
Η μαμά τον κοίταξε. Μεγάλωσε ο μεγάλος της γιος. «Πώς σου ήρθε αυτό; Σου είπε κάτι ο Νίκος;»
«Όχι μαμά, τίποτε δεν μου είπε. Ποτέ δεν λέει κάτι. Παίρνει ό,τι του δίνουμε και λέει και "ευχαριστώ" κιόλας!»
«Τότε; Ποιο είναι το πρόβλημα;»
«Στην ουσία μαμά, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα! Σκέφτηκα όμως πως ο αδελφός μου πραγματικά είναι πολύ καλό παιδί, και πολύ καλός αδελφός, και δεν τον αλλάζω με κανέναν στον κόσμο όλο και θα ήθελα να του κανονίσουμε μαζί μιαν έκπληξη!»
Η μαμά δεν ήξερε τι να πει. Ή μάλλον, ήξερε, αλλά δεν ήταν εύκολο να το πει. Ο "κόμπος" είχε θαρρείς μετακομίσει από το λαιμό του Βαγγέλη στον δικό της. «Αχ, παιδιά μου», έκανε από μέσα της, «να ξέρατε πόσο πολύ θα θέλαμε κι εγώ κι ο μπαμπάς σας να μην σας χαλάσουμε ποτέ κανένα χατίρι! Αλλά δεν είναι όλα όπως τα ονειρευόμαστε και μερικές φορές όλοι μας πρέπει να κάνουμε θυσίες, μικρές ή μεγάλες, για να έχουμε μια αρμονία και μια ισορροπία στην οικογένειά μας!». Τα μάτια της μαμάς όμως, είπαν στον Βαγγέλη όλα αυτά που εκείνη νόμιζε ότι έλεγε από μέσα της. Γιατί τα παιδιά, μεγάλα και μικρά, καταλαβαίνουν πολύ καλά πόσο πολλή αγάπη υπάρχει μέσα στο σπιτικό τους και όλες τις έγνοιες που μπορεί να έχουν οι μεγάλοι, έστω κι αν δεν τις μοιράζονται μαζί τους.
«Θα πάτε λοιπόν οι δυο σας να πάρετε ότι θέλετε και για μένα απλώς θυμηθείτε ένα μεγάλο σπιράλ τετράδιο με πολλά θέματα. Εντάξει;»
«Εντάξει παιδί μου...» είπε η μαμά ξεροκαταπίνοντας.
«Α, και κάτι ακόμη μαμά!» Ο Βαγγέλης είχε πάρει ένα ύφος ... συνωμοτικό.
«Τι, Βαγγέλη;» Η μαμά ευχόταν να μην της ζητήσει τώρα ο Βαγγέλης κάτι πραγματικά δύσκολο.
«Να, μπορείτε να λείψετε κανένα δίωρο τουλάχιστον; Θέλω να γράψω ένα cd με τα αγαπημένα του τραγούδια, και να του το κάνω δώρο για την καινούρια σχολική χρονιά. Μου το έχει ζητήσει εδώ και πολύ καιρό, αλλά εγώ όλο παιχνίδια έπαιζα στον υπολογιστή και δεν έβρισκα το χρόνο να του το φτιάξω! Βαριόμουνα κιόλας λιγάκι ....Εντάξει και σε αυτό μαμά;»
Θα μπορούσε να διαφωνήσει η μαμά;