To παραμύθι της εβδομάδας: «Οι ζημιάρικες νερομπογιές»
Ο Βασίλης πολύ αγαπάει το νονό του. Όχι μόνο γιατί του φέρνει κι από ένα δώρο κάθε φορά που τον βλέπει, αν και χαίρεται πάρα πολύ με όλα αυτά.
Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου
Τον αγαπάει όμως περισσότερο γιατί κάθεται και τον ακούει προσεκτικά, σε ότι κι αν του λέει ο Βασίλης, και του φέρεται λες και είναι κιόλας μεγάλος. Γιατί, ένα πράγμα που στεναχωρεί τον Βασίλη είναι να του λένε συνέχεια «είσαι μικρός ακόμη!».
Ο νονός του όμως είναι ο μόνος που δεν το έκανε αυτό, ακόμη κι όταν ο Βασίλης ήταν πραγματικά μικρός. Του διηγείται ιστορίες, όχι αυτές με τους μεγάλους ήρωες, τους πρίγκηπες, τους τρανούς πολεμιστές και τις ζαχαρωτές βασιλοπούλες, όχι! Οι ιστορίες του νονού του τις περισσότερες φορές, μιλάνε για τα ταξίδια του σε χώρες μακρινές. Για το πώς ζουν εκεί οι άνθρωποι, τι ρούχα φοράνε, πώς είναι τα σπίτια τους. Κι ύστερα, είναι και οι «ιστορίες από τα παλιά», δηλαδή, από όταν ήταν μικρός ο νονός του.
Γεμάτες σκανταλιές και περιπέτειες. Ξετρελαίνεται λοιπόν να τον ακούει ο Βασίλης. Μπορούν να μιλάνε με τις ώρες κι ο Σπύρος – Σπύρο λένε το νονό του -, δεν βαριέται ποτέ ούτε κουράζεται. Κι ανακατεύεται σε όλα του τα παιχνίδια. Τουβλάκια, αυτοκινητάκια, τραίνα, ποδήλατο. Όπως λέει η μαμά του «γίνεται κι αυτός παιδί». Ο Βασίλης είναι σίγουρος πως δεν υπάρχει κανένας καλύτερος νονός στον κόσμο!
Αυτή τη φορά, ο Σπύρος του έκανε ένα πραγματικά υπέροχο δώρο. Νερομπογιές! Ένα τεράαααστιο κουτί με απίθανα χρώματα νερομπογιές και πινέλα σε διάφορα μεγέθη.
Ο Βασίλης είναι ευτυχισμένος. Μπορεί να βουτά το πινέλο στο νερό και να ζωγραφίζει δέντρα, ζώα, πουλιά, τους ήρωες των παραμυθιών του, σπιτάκια στο βουνό ή στην θάλασσα. Μπορεί ακόμη να κάνει και τα δικά του «μαγικά», ανακατεύοντας τα διάφορα χρώματα μεταξύ τους, για να δει κάθε φορά ένα νέο χρώμα να ξεπετάγεται μπροστά στα μάτια του. Είναι πράγματι ένα δώρο μοναδικό.
Μόνο που το «μοναδικό» δώρο, συνοδεύεται με ένα σωρό ... «απαγορεύσεις» : «μην αφήνεις τα πινέλα σου δεξιά κι αριστερά», «μην στάζουν τα νερά στο χαλί», «μην πιτσιλάς τα ρούχα σου».
Ο Βασίλης όμως δεν σταματά να ζωγραφίζει. Θέλει να χαρίσει από μια ζωγραφιά του σε όλους. Στις γιαγιάδες, στον θείο του, στον μπαμπά του, στους φίλους του. Και στη μαμά φυσικά. Κι ας είναι η μαμά αυτή που του λέει όλη την ώρα «πρόσεχε» όταν ασχολείται με τις νερομπογιές του. «Της μαμάς ειδικά η ζωγραφιά, πρέπει να είναι καταπληκτική», σκέφτεται ο Βασίλης. «Για να δει πόσο υπέροχα πράγματα μπορώ να κάνω με τις νερομπογιές του νονού μου και να τις ... συμπαθήσει!». Του πήρε πολλές μέρες να αποφασίσει σαν τι ακριβώς θα άρεσε στη μαμά του. Στο μεταξύ, είχε ζωγραφίσει ένα μεγάλο καράβι για τον Σπύρο, που έπλεε καμαρωτό πάνω στα κύματα, για να του θυμίζει τα τόσα ταξίδια που είχε κάνει, κι ένα όμορφο αυτοκίνητο για τον μπαμπά του. Τελικά, για τη μαμά θα έκανε ένα μπουκέτο με υπέροχα λουλούδια. Θα έβαζε πολλά-πολλά χρώματα κι έναν όμορφο φιόγκο. Ήταν ενθουσιασμένος με την ιδέα του αυτή. Πίστευε ότι και η μαμά θα ενθουσιαζόταν. Δεν είχε άδικο φυσικά, μόνο που .... μόνο που δεν είχε υπολογίσει πόσα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε στραβά.
Γι' αρχή, ήθελε ο Βασίλης να μην δει κανείς το τι ζωγραφίζει. Αυτό, όπως αποδείχτηκε, δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα, αφού στο δωμάτιό του, όπου θα μπορούσε να κρυφτεί με την ησυχία του και να κάνει ό,τι θέλει, του είχαν συστήσει να μην ζωγραφίζει. Ούτε φυσικά στην κουζίνα ή στην τραπεζαρία. Οι γονείς του του είχαν πει ότι ο μοναδικός χώρος που του επιτρεπόταν η ζωγραφική με τις νερομπογιές, ήταν η βεράντα. Κι αυτό γιατί εκεί θα καθάριζαν ευκολότερα. Αλλά, στη βεράντα, ο μπαμπάς πίνει κάθε απόγευμα τον καφέ του, η γιαγιά στήνει ψιλο-κούβεντο με τις κυρίες των απέναντι μπαλκονιών για ένα σωρό περίπλοκες συνταγές, κι η μαμά, αν είναι δυνατόν, η μαμά είναι αυτή που ρίχνεται μ' ένα βιβλίο σε μια πολυθρόνα κι ένα μεγάλο «ααααααααχχχ» να φεύγει από μέσα της, που επιτέλους σταματά τις δουλειές που έχει να κάνει για ένα μικρό διάλειμμα. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να ζωγραφίσει το υπέροχο δώρο για τη μαμά του, που ήθελε μάλιστα να είναι και μια ωραία έκπληξη, μπροστά στα μάτια τους; Κι έτσι πήρε την απόφαση να παρακούσει τους δικούς του και να ετοιμάσει τη ζωγραφιά στο δωμάτιό του. Ήξερε ότι αυτό δεν ήταν σωστό, και φοβόταν κάπως. Δεν ήθελε κανείς να καταλάβει τι επρόκειτο να κάνει, αλλά από την άλλη μεριά, δεν είχε και καμιά καλύτερη ιδέα.
«Πρέπει να είμαι πολύ προσεκτικός», σκεφτόταν, «να μην λερώσω τίποτε, να μην λερωθώ κι εγώ ο ίδιος». Φόρεσε όμως την πιο παλιά και ταλαιπωρημένη του μπλούζα, για καλό και για κακό. Και πήρε και μια από τις ποδιές της μαμάς, αυτές που φορούσε όταν μαγείρευε. Στο κάτω – κάτω, οι ποδιές είναι για να λερώνονται!
Γεμάτος ενθουσιασμό, έστησε όλα του τα σύνεργα στο τραπεζάκι του. Τα μικρά του χέρια νόμιζε πως πετούσαν από μόνα τους, μια στο ποτήρι με το νερό, μια στα πινέλα, την άλλη στα χρώματα. Το πρόσωπό του φωτιζόταν από ένα τεράστιο χαμόγελο!
Πολύ σύντομα, ένα μπουκέτο μ΄ένα σωρό πολύχρωμα λουλούδια κι έναν μεγάλο φιόγκο, ήταν ζωγραφισμένο στο χαρτί του. Το κοίταξε γεμάτος ικανοποίηση. Σίγουρα, ένα τέτοιο δώρο κανείς δεν θα είχε ξανακάνει στη μαμά του! Βιαζόταν τόσο πολύ να της το δώσει!
Το ότι βγήκε φουριόζος από το δωμάτιό του και ρίχτηκε κυριολεκτικά στην αγκαλιά της, γεμάτος χαρά που μπόρεσε να τελειώσει το δώρο του χωρίς να τον πάρει κανένας χαμπάρι, ήταν το δεύτερο λάθος που έκανε.
«Κοίτα, μανούλα, το έκανα για σένα!» της είπε γεμάτος καμάρι.
«Αααα! Τι ωραίο που είναι Βασίλη μου!», η μαμά γελούσε πολύ και τον είχε σφιχτά στην αγκαλιά της, φιλώντας του τα μαλλιά. «Είναι πραγματικά υπέροχα τα λουλούδια! Σκέτο αριστούργημα! Εσύ τα ζωγράφισες;»
«Εγώ, μαμά, με τις καινούριες νερομπογιές. Κοίτα πόσο όμορφα χρώματα έχουν!»
Και η μαμά άφησε τον Βασίλη από την αγκαλιά της για να θαυμάσει καλύτερα το «αριστούργημά του». Αυτό τώρα κανονικά, ήταν λάθος της μαμάς. Γιατί αν εξακολουθούσε να τον κρατά αγκαλιά, δεν θα έβλεπε το χάλι του!
«Βασίληηηηηη!» του φώναξε κι η φωνή της ήταν γεμάτη έκπληξη. «Πώς έγινες έτσι;»
Ο Βασίλης είχε κάνει άλλο ένα λάθος. Πριν πάει στη μαμά του, έπρεπε να είχε πάει στον καθρέφτη, να δει τα χάλια του. Γιατί η μπλούζα του δεν είχε πια γαλάζιο χρώμα, που όσο παλιά και αν ήταν, αυτό το χρώμα είχε κανονικά, παρά έμοιαζε σαν ένα τεράστιο λιβάδι σπαρμένο με λογής-λογής αγριολούλουδα. Μπόλικο πράσινο, σε διάφορες αποχρώσεις, είχε καλύψει τα μανίκια του, και μια ωραία πινελιά από το ίδιο χρώμα είχε σταματήσει ακριβώς πάνω από το δεξί του φρύδι. Κόκκινο, κίτρινο και πάρα πολύ ροζ, είχαν φυσικά και τα μαλλιά του και πολύ λίγο τον είχε βοηθήσει η ποδιά της μαμάς, αφού και πάνω της και γύρω της υπήρχαν περισσότερες νερομπογιές από όσες τελικά χρειάστηκε ο γιός της για να κάνει τη ζωγραφιά του.
«Και πώς θα σε καθαρίσω τώρα, μου λες; Γιατί παιδί μου δεν ήσουν λιγάκι προσεκτικός; Πόσες φορές το έχουμε πει αυτό;», η μαμά στην κυριολεξία τον «έλουζε» με ένα σωρό ερωτήσεις, αλλά ο Βασίλης είχε καταπιεί για τα καλά τη γλώσσα του και δεν μπορούσε να πει κουβέντα. Και τι να έλεγε δηλαδή; Πως ούτε αυτός δεν κατάλαβε πόσο χάλια είχε γίνει γιατί αν το είχε καταλάβει θα φρόντιζε να μην παρουσιαστεί μπροστά της; «Μαμά...», κατάφερε να πει «ξέρεις, εεε... να... δεν κατάλαβα πώς έγινε αυτό...». Και αλήθεια δεν το είχε καταλάβει ! «Νομίζω μαμά ότι έκανα ότι μπορούσα, αλλά αυτές οι νερομπογιές είναι πολύ ζημιάρικες!». «Ζημιάρικες; Ποιες, οι νερομπογιές; Από μόνες τους;» Δεν θα γλίτωνε έτσι εύκολα από τη μαμά του. «Κοίτα να δεις πώς γίνεται, μαμά. Εγώ βουτάω το πινέλο στο νερό και μετά στη μπογιά και το ανακατεύω καλά για να έχει μπόλικο χρώμα επάνω του, πριν βάψω κάτι. Αλλά, αυτές οι νερομπογιές επιμένουν να κάνουν πλιτς – πλατς παντού, πριν καν ακουμπήσω τα χαρτιά μου. Κι όσο ανακατεύω τα ποτηράκια με το νερό, τόσο περισσότερο πιτσιλάνε κι αυτά δεξιά κι αριστερά. Και τα πινέλα μου ακόμη, που μερικές φορές πάνε από μόνα τους εκεί που θέλουν, κι αυτά τις βοηθάνε να είναι ακόμη πιο ζημιάρικες!» Αχ, δεν μπορούσε να της το εξηγήσει καλύτερα, ήταν πάντως σίγουρος πως δεν έφταιγε μόνο αυτός.
«Μα, καλέ μου», είπε η μαμά που προσπαθούσε να τον καθαρίσει σκουπίζοντάς τον με την άκρη της δικιάς της ποδιάς, «αυτά τα μικρά σου χεράκια θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικά ιδίως όταν ζωγραφίζεις με νερομπογιές. Πώς θα έχεις καταντήσει άραγε το σαλόνι;»
«Το σαλόνι δεν έχει τίποτε μαμά, αλήθεια, και πώς να έχει δηλαδή, αφού δεν κάθισα καθόλου εκεί, ήμουν τόση ώρα στο δωμάτιό μου!». Μόλις το είπε αυτό ο Βασίλης κατάλαβε πως εδώ είχε κάνει και πάλι λάθος. Ήταν όμως αργά γιατί η μαμά είχε βουτήξει ένα πατσαβούρι κι έτρεχε ήδη να μαζέψει τις ζημιές που ήταν σίγουρη ότι θα έβρισκε στο δωμάτιό του. Και πήγε βιαστικός ξωπίσω της.
«Περίεργο πράγμα! Λες κι όλες οι μπογιές πέσανε μόνο πάνω σου μικρέ μου!», του είπε τελικά.
Ο Βασίλης έβγαλε δειλά το κεφάλι του πίσω από τη φούστα της, περιμένοντας να δει την πλήρη καταστροφή στο τραπέζι, την καρέκλα και το χαλί του, αλλά δεν είδε τίποτε από όλα αυτά. Αναστέναξε.
«Ουφ! Είδες μαμά; Δεν λέρωσα τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό μου!»
«Πάλι καλά!» Η μαμά εξακολουθούσε να κρατά τη ζωγραφιά του. Την κοιτούσε με αληθινό καμάρι. «Σ' ευχαριστώ που με σκέφτηκες Βασίλη! Είχες κάνει σε όλους ζωγραφιές εκτός από μένα!»
«Για σένα μανούλα ήθελα να κάνω την πιο όμορφη, γι' αυτό την άφησα τελευταία, και προσπαθούσα να μάθω τόσον καιρό για να την κάνω όπως την ονειρευόμουν! Δεν σε πειράζει που έγινα χάλια, ε;»
«Νομίζω πως είσαι πάρα πολύ καλό παιδί Βασίλη», του είπε η μαμά σοβαρά, πολύ σοβαρά. «Και πως τις επόμενες φορές θα είσαι ακόμη πιο προσεκτικός. Πάμε τώρα να βρούμε ένα ωραίο σημείο να στολίσουμε το αριστούργημα που μου χάρισες!». Ο Βασίλης έσκυψε το κεφάλι γιατί πραγματικά θα έβαζε τα δυνατά του να μην δημιουργήσει πάλι τόσο μεγάλη ακαταστασία με τις νερομπογιές του. Στις νερομπογιές όμως, ποιος θα μάθαινε πως δεν πρέπει να κάνουν ζημιές; Έπρεπε να θυμηθεί να ρωτήσει το νονό του το Σπύρο ....