Το παραμύθι της εβδομάδας: «Οταν μεγαλώσω…!»
«Τελικά, είναι πολύ δύσκολο πράγμα να είσαι μικρός». Αυτό σκεφτόταν ο Οδυσσέας, καθώς πάσχιζε να φτάσει τον καθρέφτη στο μπάνιο για να βλέπει τον εαυτό του να βουρτσίζει τα δόντια του. Τι κι αν είχε ανέβει στο ειδικό σκαμνάκι; Και πάλι δεν έφτανε!
Της Πέγκυς Παπαδοπούλου
Κατέβηκε και σκουπίστηκε στην πετσέτα. Αλλά για να το κάνει αυτό, πατούσε στις μύτες των ποδιών του. Δεν έφτανε καλά – καλά ούτε να σκουπίσει τα χέρια του.
«Πρόσεχε μην πέσεις», φώναξε η μαμά από κάποιο δωμάτιο, λες κι ο Οδυσσέας ήθελε να πέσει! «Προσέχω μαμά...» της απάντησε.
Το να μάθει να ξεχωρίζει τα παπούτσια του, το δεξί από το αριστερό και να τα φορά το-σωστό-παπούτσι-στο-σωστό-πόδι, το είχε μάθει σχετικά εύκολα, μα με τις κάλτσες ήταν διαρκώς μια περιπέτεια, ειδικά αν αυτές δεν είχαν ξεχωριστό χρώμα στη φτέρνα και τα δάκτυλα. Πάντως, τελικώς, τα κατάφερνε.
Και στον καναπέ ανέβαινε με δυσκολία. Σα να είχε πολύ κοντά πόδια ή σα να ήταν ο καναπές ψηλός. Όσο για τις καρέκλες της τραπεζαρίας, για ν' ανεβεί χρειαζόταν και λίγο σπρώξιμο από κάποιον άλλο. «Τελικά όλα είναι φτιαγμένα για τους μεγάλους. Εμείς οι μικροί δεν ταιριάζουμε πουθενά μέσα σε ένα σπίτι, εκτός από το δωμάτιό μας!», σκεφτόταν.
Κοίταξε το τζην παντελόνι του και την ξεχειλωμένη μακό μπλούζα του. Του φάνηκαν πολύ μικροσκοπικά. Πώς θα ήθελε να είναι μεγάλος σαν τον μπαμπά του και να φορά κοστούμι και γραβάτα! Είχε καταφέρει μια φορά να ξεκρεμάσει μια γραβάτα του μπαμπά από την κρεμάστρα και την είχε τυλίξει στο λαιμό του με μεγάλη μαεστρία είναι η αλήθεια – αφού είχε δει τόσες φορές τον μπαμπά να το κάνει! Αλλά... η γραβάτα του έφτανε ως τις πατούσες σχεδόν και παραδέχτηκε κι ο ίδιος ότι μπορεί μεν να του πήγαινε, ήταν όμως αστείος έτσι όπως καμάρωνε!
«Δεν τελείωσες με τα λαχανικά σου!» ακούστηκε η φωνή της μαμάς από την κουζίνα. «Κανονικά έπρεπε να φας λίγα ακόμη, κάνουν τόσο καλό στην υγεία!»
Ο Οδυσσέας σκέφτηκε τις φουντίτσες του μπρόκολου που δεν έλεγαν να τσουλήσουν στο λαιμό του κι εκείνα τα καρότα που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η μαμά επέμενε να τα μαγειρεύει αφού δεν τα έτρωγε κανείς τους. «Δεν θα φάω άλλα μαμά, μου είχες βάλει πάρα πολλά!» της απάντησε με λίγη φούρκα.
«Εντάξει, αλλά να ξέρεις πως πρέπει να φας όλα σου τα φρούτα το απόγευμα, και εννοώ ΟΛΑ!». Η μαμά δεν υποχωρούσε, όχι τουλάχιστον σε θέματα "υγιεινής διατροφής" όπως τα έλεγε. Κι ο Οδυσσέας ήθελε πράγματι να τρέφεται σωστά, έλα όμως που περισσότερο του άρεσαν τα φαγητά της γιαγιάς, που είχαν μπόλικη σάλτσα και μπορούσε να βουτά μεγάλες μπουκιές από το ψωμί του και να λερώνεται με ευχαρίστηση. «Εντάξει, μαμά», της είπε με μισή καρδιά.
«Και καλά θα κάνεις να ξεκουραστείς λίγο το μεσημέρι, γιατί το απόγευμα περιμένουμε επισκέψεις και δεν θα έχεις κέφι αν δεν ξεκουραστείς λίγο».
Ο Οδυσσέας ήθελε να φωνάξει στη μαμά του πως δεν είχε καμιά ανάγκη να ξεκουραστεί. Είναι δυνατόν να κουράζεται ένα παιδί με το παιχνίδι; Αυτός όλη μέρα σήμερα θα έπαιζε!
«Να δω λίγη τηλεόραση πρώτα;»
«Όχι!». Αυτό το είπαν ο μπαμπάς και η μαμά μαζί. Τι ήθελε να ρωτήσει; Του είχαν πει πάρα πολλές φορές πως θα έβλεπε μόνο ορισμένα παιδικά προγράμματα – και τώρα δεν ήταν η ώρα που του επιτρεπόταν να δει. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί να μη βλέπει ό,τι θέλει, όση ώρα θέλει και σε όποιο κανάλι θέλει. Αφού, στο κάτω – κάτω , του άρεσε τόσο πολύ να βλέπει τηλεόραση κι ας μην καταλάβαινε ακόμη τα πάντα! Και με τους φίλους του που το είχε συζητήσει αυτό, όλοι τα ίδια λέγανε.
Οι μαμάδες κι οι μπαμπάδες δεν τους αφήνουν να δουν όση τηλεόραση λαχταράει η καρδιά τους. Κι επιμένουν πως το κάνουν για το καλό τους. Όπως και την περιβόητη "υγιεινή διατροφή". Που για να φας σοκολάτα ή τούρτα πρέπει έχει γιορτή το σπίτι – και να υποσχεθείς ότι πλύνεις τα δόντια σου αμέσως μετά!
«Άμα μεγαλώσω , θα τρώω ότι θέλω κι όσο θέλω! Θα δίνω και στους φίλους μου – αφού θα έχω ψηλώσει και θα φτάνω τα ντουλάπια της μαμάς!»
Ο Οδυσσέας πήρε το αγαπημένο καφέ αρκούδι του και πήγε στο κρεβάτι του. Όχι, δεν θα κοιμόταν. Όχι. Απλώς θα περίμενε εκεί μέχρι να περάσει η ώρα και θα έκανε πως κοιμάται. Για να μην τον ζαλίζουν άλλο με ένα σωρό «κάνε αυτό» και «μην κάνεις το άλλο». Μερικές φορές του φαίνονταν πάρα πολλοί οι κανόνες που είχαν στην οικογένειά τους – κι ας ήξερε πως κανόνες υπήρχαν και για τους μεγάλους. Πώς καθόμαστε στο τραπέζι, πώς συμπεριφερόμαστε όταν έχουμε επισκέπτες, πώς βοηθάμε τη μαμά, πώς τακτοποιούμε τα ρούχα μας, τι φοράμε. Κανόνες για το πλύσιμο των χεριών, κανόνες για το πλύσιμο των δοντιών. Κανόνες παντού.
Κοιτώντας το ταβάνι, σκεφτόταν πόσα «μη» υπήρχαν στη ζωή του, και τα βρήκε πάρα πολλά. Κι έγιναν περισσότερα, τόσα που πια δεν ήξερε πώς να τα μετρήσει, όταν σκέφτηκε και τα «μη» που υπήρχαν στις ζωές των φίλων του.
«Όταν μεγαλώσω», σκεφτόταν χαϊδεύοντας το αρκούδι του τον Πάντυ, «θα μπορώ να κάνω όλα όσα δεν μπορώ ή δεν μου επιτρέπουν τώρα».
Αλήθεια, πώς θα ήταν αν μεγάλωνε ξαφνικά;
Σίγουρα δεν θα πρέπει να τρώω όλα τα φαγητά – τουλάχιστον όχι τα μπρόκολα και τα καρότα κι ότι άλλο δεν μου αρέσει πολύ. Εντάξει, ίσως να τα έτρωγα αφού κάνουν καλό, αλλά πάντως όχι τόσο συχνά! Θα αγόραζα κι όλα τα γλυκά που ονειρεύομαι. Όχι μόνο για να τα φάω αλλά και για να τα μοιραστώ με τους φίλους μου. Και ποιος ξέρει; Αν ήθελα, θα μπορούσα να τα φάω και ΠΡΙΝ το φαγητό!
Κι ύστερα, θα μπορούσα ίσως να μην μαζεύω τα παιχνίδια μου κάθε βράδυ πριν πάω για ύπνο. Γιατί κανείς δεν θα έμπαινε την άλλη μέρα το πρωί στο δωμάτιό μου φωνάζοντας «δεν υπάρχει χώρος ούτε να πατήσω εδώ μέσα!» Άσε που θα κουβαλούσα τα αυτοκινητάκια μου στο σαλόνι, να μπορώ να παίζω όσο θα βλέπω ΚΑΙ τηλεόραση!
Ούτε θα με στέλνουν για ύπνο πρώτον – πρώτον. Αντίθετα, θα μένω να συζητάω με την παρέα μου ως αργά το βράδυ, αν θέλω. Και θα πηγαίνω βόλτα όποτε θέλω, και δεν θα κάθομαι μέσα στο σπίτι ούτε όταν βρέχει. Θα φορώ το αδιάβροχο με την κουκούλα και τις μπότες μου και θα πλατσουρίζω στα νερά της βροχής όσο θέλω, αφού δεν θα αρρωστήσω – οι μεγάλοι δεν αρρωσταίνουν ποτέ!
Θα είχα ένα μεγάααλο σπίτι και θα έκρυβα σε κάθε ντουλάπι κι από έναν θησαυρό, και μετά θα οργάνωνα το μεγαλύτερο πάρτυ με κυνήγι θησαυρού για όλα τα παιδιά της γειτονιάς – εεε... εντάξει, θα καλούσα μόνο τα καλά παιδιά. Δεν θα περίμενα να κάνω πάρτυ μόνο μια φορά το χρόνο, στα γενέθλιά μου .
Χα! Και θα έπαιζα μπάλα με τα καλά μου τα παπούτσια! Τι κι αν είναι δώρο της νονάς μου; Εγώ αυτά θέλω να φοράω όταν παίζω μπάλα! Ούτε θα είχα «καλά ρούχα» και ρούχα «καθημερινά». Τέρμα! Θα παίζω μπάλα με τα καλά μου τα παπούτσια και με τα καλά μου τα ρούχα. Και τη γραβάτα φυσικά!
Αλλά, κυρίως, θα έφτιαχνα εγώ τους κανόνες και για τους μικρούς και για τους μεγάλους. Με πολύ λιγότερα «μη» κι ακόμη πιο λίγα «δεν πρέπει». Θα ήθελα να έβλεπα τη μαμά και το μπαμπά όταν θα τους τα ανακοινώσω όλα αυτά! Νομίζω ότι δεν θα τους άρεσαν και πολύ...
Η μαμά του σκέπασε τον Οδυσσέα με μια κουβερτούλα. Του χάιδεψε τα μαλλιά και τον άφησε να κοιμάται μαζί με τον Πάντυ. Τον είδε που ήταν χαμογελαστός στον ύπνο του και σκέφθηκε πως μάλλον θα έβλεπε ένα πολύ ωραίο όνειρο. «Πόσο κουράζονται τα παιδιά με το παιχνίδι!», έλεγε μέσα της. «Όλη την ημέρα δεν σταματάνε καθόλου, λίγη ξεκούραση τους είναι απαραίτητη!». Κι έκλεισε την πόρτα απαλά......