Ο …. «κοκκινομαγουλίτσας»

Ο Θανάσης έχει μία μικρή φίλη. Μένει στο διαμέρισμα που είναι ακριβώς από κάτω τους και είναι λίγο μικρότερή του στην ηλικία.

Ο …. «κοκκινομαγουλίτσας»

Της Πέγκυς Παπαδοπούλου

Η Νέλη, αυτό είναι το όνομά της, έχει μαύρα μάτια και μαύρα μαλλιά, που τα χωρίζει ακριβώς στη μέση μια ολόισια χωρίστρα, κι είναι δεμένα πάντα, μα πάντα, σε δυο πολύ "υπάκουα" κοτσίδια που δεν χαλάνε ούτε όταν χορεύει ! Είναι ένα "συνηθισμένο" κοριτσάκι, όπως είχε πει κάποια φορά η μαμά του Θανάση.
Εκείνος όμως έβρισκε πως δεν ήταν ακριβώς "συνηθισμένη". Τα "συνηθισμένα" κορίτσια παίζουν με κούκλες, φοράνε συνήθως όλα τους τα ρούχα σε αποχρώσεις του ροζ, τρελαίνονται για δαντέλες, φιόγκους και βολάν, λατρεύουν να κοροϊδεύουν τα αγόρια και τις περισσότερες φορές δεν θέλουν ούτε να παίζουν μαζί τους ούτε να τα κάνουν παρέα. Αυτή είναι λοιπόν η άποψη του Θανάση για το τι είναι ένα "συνηθισμένο" κορίτσι.

Για τη Νέλη όμως δεν ίσχυαν όλα τα παραπάνω. Μπορούσε κάλλιστα να φορά ένα παντελόνι και μια χιλιοφορεμένη-από-τα-ξαδέρφια-της μπλούζα, που να είχαν πάνω τους ένα σωρό άλλα χρώματα εκτός από ροζ, και να μην τη νοιάζει καθόλου. Πολλές ήταν οι φορές που ακολουθούσε το Θανάση και τους φίλους του σε όποιο παιχνίδι έπαιζαν στην πυλωτή της πολυκατοικίας τους, και μπορούσε μια χαρά να παρατάξει τα δικά της στρατιωτάκια απέναντι στα δικά τους. Οι κούκλες της τότε έμεναν κλεισμένες στο δωμάτιό της και δεν του είπε ποτέ ότι παραπονέθηκαν για την απουσία της! Ήταν πολύ καλή στα βελάκια, κι ακόμη καλύτερη στο ποδήλατο – εντάξει, στο δικό της ποδήλατο γιατί τα αγόρια της παρέας είχαν μεγαλύτερα.

Κάθε άλλο λοιπόν παρά "συνηθισμένη" θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει ο Θανάσης. Κι εκείνη, αφού ο ίδιος την αποδεχόταν και μάλιστα χαιρόταν με την παρέα της, έγινε με τον καιρό η .. "σκιά" του. Τον ακολουθούσε αδιαμαρτύρητα παντού, ακόμη κι όταν τον έστελναν να κουβαλήσει ψώνια από το μπακαλικάκι της γειτονιάς τους. Του φούσκωνε και τα λάστιχα του ποδηλάτου όταν εκείνος βαριόταν.
Με τον καιρό, έμαθαν να παίζουν μια χαρά μαζί, είτε με τα παιχνίδια του ενός είτε με τα παιχνίδια της άλλης, είτε δικά τους, φανταστικά παιχνίδια, που σκαρφίζονταν και μοιράζονταν και με τα άλλα παιδιά. Όταν έκανε κρύο, μαζεύονταν σε όποιο σπίτι βρισκόταν μαμά για να τους επιβλέπει. Τις καλές μέρες, χαίρονταν τον ήλιο στην αυλή.

Όλα θα ήταν καλά, αν η Νέλη δεν είχε ένα πρόβλημα. Ποιο είναι αυτό; Τα άσπρα μαγουλάκια της κοκκινίζουν με το παραμικρό! Όταν, ας πούμε, τρέχει να προλάβει το Θανάση, όταν της λέει κάποιος ότι είναι όμορφη, όταν η δασκάλα της κάνει μια ερώτηση. Κι όσο περισσότερο κοκκινίζει, τόσο πιο πολύ κλαίει και τόσο πιο πολύ κοκκινίζει, κι ακόμη περισσότερο την πειράζουν μικροί και μεγάλοι. Ιδιαίτερα οι συμμαθητές της στο σχολείο, πολύ γελούν με αυτό. Γυρίζει τότε κλαίγοντας στο σπίτι, και λέει όλα της τα παθήματα στον καλό της φίλο. Ο Θανάσης δεν ξέρει πώς να την παρηγορήσει, παρά μόνο της συστήνει να μην δίνει και πολύ σημασία στα πειράγματα των άλλων.
«Πώς να μη δίνω σημασία;». Αναρωτιέται η Νέλη. «Αφού δεν σταματάνε να με πειράζουν!»
Μια μέρα η Νέλη ρώτησε το Θανάση:

«Μήπως υπάρχει κανένα φάρμακο γι' αυτό που παθαίνω;»
Κι ο Θανάσης δεν ήξερε να της απαντήσει με σιγουριά, αλλά δεν θα την άφηνε κιόλας να καταπιεί τίποτε. Για να μην πάθει και κάτι άλλο δηλαδή. Πάντως, για να ζητάει κάτι τέτοιο η Νέλη, σίγουρα θα ήταν πολύ στεναχωρημένη. Αυτή δεν έπινε ούτε το σιρόπι της όταν είχε πονόλαιμο και βήχα! Αποφάσισε λοιπόν ότι πρέπει να την βοηθήσει. Να βρει έναν τρόπο να μην κοκκινίζει, έβλεπε πως δεν γινόταν. Άρα θα πρέπει να βρει τρόπο να πείσει όλους τους άλλους να μην την κοροϊδεύουν.

Είχε όμως μπόλικη μελέτη στο σπίτι, και δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτε εκείνη τη μέρα, ούτε και την επόμενη. Μετά δυο μέρες λοιπόν, είδε τη Νέλη σε ένα διάλειμμα να έχει γίνει κατακόκκινη και να κλαίει απαρηγόρητη.
«Τι έγινε κι είσαι έτσι;» τη ρώτησε αμέσως
«Αυτά τα παιδιά», του είπε ρουφώντας τη μύτη της και δείχνοντας πίσω από τον ώμο της, «μου είπαν πως την επόμενη φορά που θα πρέπει να πω μάθημα, καλά θα κάνω να αλείψω τη μούρη μου με αλεύρι για να μην κοκκινίσω!». Πήρε το χαρτομάντηλο που της έδωσε ο Θανάσης. Τώρα ήρθαν κοντά τους κι άλλα δυο πιτσιρίκια της πολυκατοικίας τους, κι η Νέλη ένιωσε ακόμη πιο άσχημα. «Με φωνάζουν "κοκκινομαγουλίτσα" και μου βγάζουνε τη γλώσσα». Η Νέλη ήταν απαρηγόρητη.

Ο Θανάσης τα ήξερε "αυτά τα παιδιά". Μένανε στη γειτονιά τους. Άμα δεν είχαν κανένα καλό παιχνίδι για να παίξουν, κυνηγούσαν όλες τις γάτες και πετούσαν πέτρες στα σκυλιά. Αρκετές ήταν οι φορές που ο ίδιος τους είχε πει να μην κάνουν τέτοια πράγματα, αλλά δεν τον άκουσαν φυσικά. Φαίνεται το έβρισκαν διασκεδαστικό αυτό, το να ενοχλούν και να πειράζουν δηλαδή όποιον ήταν μικρότερος από εκείνους.
«Μη σε νοιάζει καλή μου, θα την διορθώσουμε αυτή την κατάσταση», της χάιδευε την πλάτη και της έφτιαχνε τα κοτσίδια. «Αφού δεν γίνεται να πάψεις κοκκινίζεις, θα βρούμε τον τρόπο να πάψουν να σε πειράζουν γι' αυτό».
Μπορεί η Νέλη να σταμάτησε να κλαίει, αλλά δεν πίστευε πως θα άλλαζε τίποτε. Μερικές φορές της φαινόταν και της ίδιας πολύ ενοχλητικό αυτό που της συνέβαινε. Εκείνη όμως δεν κορόιδευε ποτέ κανέναν. Πώς να γελάσεις με κάποιον που είναι ας πούμε κοντός ή έχει στραβά δόντια; Παρηγορήθηκε με το ενδιαφέρον του Θανάση. Αλλά, για καλό και για κακό, στο επόμενο διάλειμμα έμεινε κολλημένη στη δασκάλα της. Δεν ήθελε άλλες προσβολές από τα "κακά" παιδιά.

Το ίδιο απόγευμα, ο Θανάσης πήρε σβάρνα όλα τα κουδούνια της πολυκατοικίας τους, εκτός από της Νέλης φυσικά. Κάλεσε σε συμβούλιο τους φίλους του. Με δυο λόγια τους εξήγησε τι συμβαίνει και τι ειδικότερα έγινε εκείνο το πρωί, καθώς επίσης και τον τρόπο που είχε σκεφτεί για να δώσουν ένα καλό μάθημα στους κακοπροαίρετους.

«Τι λες Θανάση!», του είπε ο Νώντας «σιγά μην γίνουμε εμείς Καραγκιόζηδες! Εγώ λέω να πάμε, να τους ρίξουμε ένα γερό χέρι ξύλο και να τελειώνει το πράγμα!»
«Όχι!», ο Θανάσης δεν ήθελε με κανένα τρόπο τους καβγάδες. Ήταν σίγουρος πως δεν θα τους έβγαιναν σε καλό. «Το θέμα δεν είναι να κάνουμε φασαρία, το θέμα είναι να δείξουμε πως η Νέλη απλώς κοκκινίζει όταν ταράζεται, κι αυτό δεν είναι κάτι κακό ούτε πρέπει να το κοροϊδεύει κανείς».
Συνωμότησαν για λίγη ώρα ακόμη και τελικά, συμφώνησαν να ακολουθήσουν τις οδηγίες του Θανάση. Στο κάτω – κάτω, θα είχε πλάκα αυτό που πήγαιναν να κάνουν!
Έτσι, την άλλη μέρα, πριν ξεκινήσουν για το σχολείο, σταμάτησαν όλοι μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη που είχαν στην είσοδο της πολυκατοικίας τους. Ο Θανάσης τους ζωγράφισε τα μάγουλα με το κατακόκκινο κραγιόν της μαμάς του – το τι θα του έψελνε η μαμά του μετά, δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται!

Έφτασαν λοιπόν στο σχολείο, μια ομάδα επτά αγοριών, με τα μάγουλά τους κατακόκκινα κι ένα χαμόγελο στα χείλη.
«Τι πάθατε ; Αρρωστήσατε;» τους ρώτησε η Νέλη μόλις τους είδε. Τα κοτσίδια της έγερναν λοξά, με δυσπιστία. «Μήπως τρέχατε στο δρόμο;» Όσες ερωτήσεις κι αν έκανε αυτοί εκεί, με το χαμόγελο από το ένα αυτί στο άλλο. «Τι έχετε στο μυαλό σας;» τώρα τα κοτσίδια της έγερναν από την άλλη μεριά. Απάντηση όμως δεν έπαιρνε. «Γιατί είστε σε αυτό το χάλι; Δεν έχουμε απόκριες για να ντύνεστε μασκαράδες!»
Με τις φωνές της μαζεύτηκαν κι άλλα παιδιά. Αυτό ακριβώς περίμενε κι ο Θανάσης. Βάλθηκαν μαζί με τους άλλους να εξηγούν τι συνέβαινε. Όσο μιλούσε ο Θανάσης, τόσο κοκκίνιζε η Νέλη και της ερχόταν να ανοίξει η γη να την καταπιεί – ή έστω, να γίνει κάποιο θαύμα και να φύγει, να εξαφανιστεί. Δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια της και να τους κοιτάξει. Κι έτσι δεν κατάλαβε την δασκάλα της που τους πλησίασε με περιέργεια.

«Μερικά παιδιά κοροϊδεύουν την μικρή μας φίλη, τη Νέλη, που πάει στην πρώτη τάξη, επειδή με το παραμικρό κοκκινίζουν πολύ τα μαγουλάκια της. Η Νέλη είναι ένα πολύ καλό κοριτσάκι και δεν θέλουμε να την βλέπουμε να στεναχωριέται. Κι έτσι σκεφτήκαμε πως αν είμαστε πολλοί αυτοί που έχουμε κόκκινα μάγουλα, κανείς δεν θα τολμήσει να πειράξει ούτε εμάς ούτε τη Νέλη. Βαφτήκαμε λοιπόν και θα μείνουμε έτσι μέχρι να καταλάβουν όλοι ότι δεν είναι ωραίο πράγμα να κοροϊδεύεις κάποιον επειδή είναι διαφορετικός με κάποιον τρόπο». Ο Θανάσης θα έλεγε κι άλλα. Τον σταμάτησε το χέρι της δασκάλας που τον γύριζε προς το μέρος της για να τον δει καλύτερα. Αυτό δεν το περίμενε φυσικά ο Θανάσης, αλλά τώρα πια δεν μπορούσε να κάνει τίποτε.

Τα παιδιά μαζεύονταν ένα γύρω τους, και ζητούσαν να μάθουν περισσότερα. Η Νέλη είχε κρυφτεί πίσω από το Θανάση αλλά ο ίδιος ο Θανάσης δεν είχε πού να κρυφτεί. Λες να ήταν άσχημο αυτό που έκανε;
«Μπράβο Θανάση που βρήκες έναν τρόπο να δείξεις μερικά πράγματα σε όλους μας», είπε η δασκάλα του. «Ίσως βέβαια να μην είναι αυτός ο σωστός τρόπος...»

«Ο άλλος τρόπος κυρία θα ήταν να τους δώσουμε ένα γερό μάθημα», είπε ο Νώντας, «και ξέρουμε καλά πως θα τους κάναμε να κλάψουν με μαύρο δάκρυ! Ο Θανάσης όμως είπε πως δεν είναι τρόπος αυτός να λύνονται οι διαφορές, κι άλλωστε, ήταν πολύ αστείο έτσι όπως ήρθαμε με τις μούρες βαμμένες πρωινιάτικα και γελάνε όλοι!».
Τώρα, Θανάσης και Νέλη ήθελαν κι οι δύο μαζί να εξαφανιστούν. Ο Νώντας ήταν πολύ ειλικρινής αλλά πώς θα το έπαιρνε η κυρία;
«Έχει δίκιο ο Θανάσης, δεν θα καταφέρνατε τίποτε με έναν καβγά! Μάλλον θα γίνονταν χειρότερα τα πράγματα. Να θυμάστε πάντα πως πρέπει να λύνετε τις διαφορές σας με καλό τρόπο και να λειτουργείτε σαν ομάδα». Η δασκάλα τους βρήκε την ευκαιρία για να πει μερικά πράγματα που από καιρό ήθελε, δεν την άφησε όμως ο Νώντας, που πετάχτηκε αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
«Αυτό ακριβώς κάναμε κυρία! Κάναμε μία ομάδα με κόκκινα μάγουλα, ίδια σαν της Νέλης. Κι αλίμονο σε όποιον μας προσβάλλει!», φούσκωσε από υπερηφάνεια ο Νώντας. «Είμαστε οι τρομεροί..... κοκκινομαγουλίτσες!».

Ε, τώρα πια, κανένας δεν μπορούσε να κρατήσει τα γέλια του, ούτε καν η δασκάλα τους. Και "εκείνα" τα παιδιά που πείραζαν τη Νέλη, γελούσαν κι αυτά. Αλλά, πράγμα περίεργο, όχι με την κακία που είχαν όταν την κορόιδευαν.
«Είσαστε κοκκινομαγουλίτσες, είσαστε κοκκινομαγουλίτσες!» Φώναζαν όλα τα παιδιά. Γελούσαν όμως και έκαναν αστεία και ο Θανάσης κατάλαβε πως το "κόλπο" του είχε πιάσει: μπορούσαν να γελούν όλοι μαζί, αλλά δεν θα γελούσαν πια σε βάρος κάποιου, και θα τους γινόταν ένα γερό μάθημα, πως δεν είναι ωραίο πράγμα να κοροϊδεύεις κανέναν!
Φαίνεται πως κι η δασκάλα του είχε την ίδια άποψη και τώρα τον κρατούσε, από τη μια μεριά αυτόν, από την άλλη τη Νέλη και τους χαμογελούσε με νόημα. «Έχεις πολύ καλούς φίλους κοριτσάκι!», είπε στη Νέλη. «Μπήκαν στον κόπο να κάνουν όλο αυτό το σαματά για να σε κάνουν να νιώσεις καλύτερα. Και, νομίζω ότι βρήκαν τον ΣΩΣΤΟ ΤΡΟΠΟ. Θα μπορείς κι εσύ η ίδια να γελάς με τα κόκκινα μάγουλά σου, κάθε φορά που θα τα θυμάσαι όλα αυτά, και θα δεις πως δεν αξίζει να στεναχωριέσαι για κάτι τέτοιο». Σκύβοντας δε κοντά στο αυτί της, η κυρία συμπλήρωσε : «να θυμάσαι πως γίνεσαι πολύ όμορφη όταν κοκκινίζεις!». Κι έστειλε το Θανάση και τους άλλους κοκκινομαγουλίτσες να πλυθούνε καλά-καλά πριν χτυπήσει το κουδούνι.

Της Νέλης φυσικά της πήρε αρκετό καιρό για να πάψει να ντρέπεται για τα κόκκινα μάγουλά της. Αλλά ούτε στο Θανάση, ούτε στο Νώντα ούτε στη Νέλη πήρε καιρό να κάνουν μια καινούρια φιλία με "εκείνα" τα παιδιά. Τους έμαθαν πάρα πολλά πράγματα. Να είναι ευγενικοί, να αγαπούν τα ζώα, να παίζουν μονιασμένοι, να μην κοροϊδεύουν, να μην φέρνουν κάποιον άλλο σε δύσκολη θέση.

Πάντως, η μαμά του Θανάση καθόλου δεν στεναχωρήθηκε που το κραγιόν της έμεινε μισό. Μόνο που του ζήτησε, την επόμενη φορά που θα σκεφτεί να χρησιμοποιήσει κάτι που δεν του ανήκει, να ρωτάει πρώτα. Μικρό το κακό!

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved