To παραμύθι της εβδομάδας: Το ζυμάρι και τα καθαρά χεράκια
Η Κατερίνα έχει μεγάλη χαρά σήμερα. Όταν γυρίσει από το σχολείο, θα πάει στο σπίτι της γιαγιάς. Βέβαια, τη γιαγιά την βλέπει σχεδόν κάθε μέρα, αφού το δικό της σπίτι είναι πάνω από της γιαγιάς, και η γιαγιά Ζαχαρούλα κάθεται μαζί της από την ώρα που θα γυρίσει από το σχολείο μέχρι την ώρα που θα γυρίσει η μαμά από τη δουλειά της.
Της Πέγκυς Παπαδοπούλου
Σήμερα όμως είναι μια μέρα ξεχωριστή. Η Κατερίνα θα ... «προσγειωθεί» στο σπίτι της γιαγιάς και όχι στο δικό της, και θα πλάσουν μαζί κουλουράκια !
Πολύ της αρέσει της Κατερίνας η μαγειρική. Η μαμά και η γιαγιά κάνουν ένα σωρό νοστιμιές όταν ανακατεύουν τις κατσαρόλες και τα ταψιά τους, μόνο που τη Κατερίνα δεν την αφήνουν να «ανακατεύεται» σχεδόν ποτέ ! Γιατί λένε, τα πιρούνια και τα μαχαίρια είναι πράγματα επικίνδυνα για τα παιδιά, και μπορεί να πληγώσει τα δακτυλάκια της. Σιγά το πράγμα όμως, η Κατερίνα όποτε μπορεί ξεκλέβει κουταλάκια από το συρτάρι της κουζίνας και ταΐζει τις κούκλες της. Για καλό και για κακό πάντως, τα μαχαίρια δεν τα πειράζει.
Η γιαγιά ξέρει να κάνει κάτι καταπληκτικά, τραγανά κουλουράκια, και τους βάζει μάλιστα μερικές φορές και σουσάμι ή σοκολάτα, και τότε η Κατερίνα χάνει το μυαλό της ! Είναι υπέροχο πράγμα να σαλιώνεις το δάκτυλό σου και να το βουτάς στο ταψί, και να κολλάνε πάνω όλα τα μικρά σποράκια από το σουσάμι που έχουνε πέσει από τα κουλούρια!
Κι αυτό μπορείς να το κάνεις όσες φορές θέλεις, μέχρι να αδειάσουν τα σποράκια που έχουνε μείνει στο ταψί για να το πλύνει η γιαγιά. Της Κατερίνας αυτά τα κουλούρια της αρέσουν περισσότερο, γιατί περνά πιο πολύ ώρα να καθαρίζει το ταψί μετά, κι έχει και πολύ γούστο. Ενώ με αυτά που η γιαγιά ντε και καλά τα «ντύνει» με σοκολάτα γιατί λέει αρέσουν της μαμάς, βασανίζεται πολύ, ώσπου να φάει ένα πασαλείβεται, και στα χεράκι και στη μούρη, άσε που υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να λερώσει και το φόρεμά της. Πάντως, το παραδέχεται, ακόμη και τα κουλούρια με τη σοκολάτα είναι πραγματικά απολαυστικά, και κανονικά θα έπρεπε να την αφήνουν να φάει όσα θέλει κι όχι μετά από δυο-τρία να της λένε ότι θα την «πειράξει η κοιλιά της». Καμιά φορά οι μεγάλοι νομίζουνε ότι μπορούν να κοροϊδέψουν τα μικρά παιδιά, γι΄ αυτό και η Κατερίνα τα περασμένα Χριστούγεννα έφαγε όσο περισσότερα μπορούσε, και τελικώς δεν έπαθε τίποτε. Μα πώς μπορεί να αρρωστήσει κανείς και να τον πονάει η κοιλιά του με ένα τόσο νόστιμο πράγμα; Εδώ δεν παθαίνεις τίποτε άμα φας εκείνο το απαίσιο φρούτο που το λένε ακτινίδιο!
Σήμερα λοιπόν, η γιαγιά μάλλον θα κατάλαβε πως η Κατερίνα έχει μεγαλώσει, αφού τρώει μάλιστα και όλο το φαγητό της, και της υποσχέθηκε πως θα την αφήσει να την βοηθήσει ! Η χαρά της είναι αμέτρητη, γιατί ξέρει πως πολύ θα της αρέσει η διαδικασία αλλά θα μπορεί να καμαρώνει κιόλας μετά, όπως η γιαγιά, πως «τα έφτιαξε με τα χεράκια της».
Όλη μέρα το μυαλό της ήταν κολλημένο θαρρείς σε αυτό το μαγικό απόγευμα στην κουζίνα της γιαγιάς, και όταν ήρθε η ώρα να φύγει από το σχολείο, σχεδόν δεν χαιρέτησε τους συμμαθητές της και τη δασκάλα της καλά-καλά, αφού είχε πολύ σπουδαία πράγματα να πάει να κάνει και την επόμενη μέρα θα τους αποζημίωνε κερνώντας τους κουλουράκια «από τα χεράκια της».
Έφτασε φουριόζα στο σπίτι της γιαγιάς, και έδωσε στα γρήγορα ένα μεγάλο φιλί στον μπαμπά της, που ετοιμαζόταν για την δουλειά. Το χαμόγελό της ήταν από το ένα αυτί ως το άλλο, ώσπου ο μπαμπάς την πείραξε : «καλή επιτυχία νοικοκυρούλα μου!».
Η γιαγιά Ζαχαρούλα πήρε τη Κατερίνα στην κουζίνα της, και άναψε όλα τα φώτα «για να βλέπουν τί κάνουν» και της μάζεψε τα μαλλιά αλογοουρά, να μην ξεφύγει καμία τρίχα στο ζυμάρι.
Κι εκεί που επιτέλους η Κατερίνα θα άρχιζε να μαθαίνει πώς είναι αυτό το «πλάθω κουλουράκια» στην πραγματικότητα, η γιαγιά άρχισε το ..«μάθημα».
- «Ξέρεις, Κατερίνα, ποιο είναι το πρώτο πράγμα που κάνει μια καλή νοικοκυρά;» ωχ ! της γιαγιάς της αρέσει τα πιο απλά πράγματα να τα κάνει δύσκολα, αλλά η Κατερίνα περίμενε φρόνιμη να ακούσει τη συνέχεια.
- «Η καθαριότητα!» δήλωσε με στόμφο η γιαγιά, αλλά φυσικά αυτό δεν παραξένεψε τη μικρή της εγγονή, γιατί από πολύ νωρίς είχε μάθει να αγαπά το καθαρό και νοικοκυρεμένο περιβάλλον, κι ένιωθε πολύ περήφανη που τακτοποιούσε τα παιχνίδια της πριν πάει για ύπνο, κάτι στο οποίο επέμενε ο μπαμπάς ακόμη κι όταν εκείνη ήταν κουρασμένη ή βαριόταν.
- «Πάμε λοιπόν να πλύνουμε πολύ καλά τα χεράκια μας, γιατί τίποτε δεν πρέπει να πιάσουμε με αυτά αν είναι βρώμικα». Α, όλα κι όλα, η γιαγιά ήξερε πολύ καλά να δίνει διαταγές. Και χωρίς περισσότερα λόγια, την πηγαίνει στο νιπτήρα και τη βοηθά να κάνει μια πολύ καλή σαπουνάδα και να γίνουν τα χεράκια της πεντακάθαρα.
- «Τα βρώμικα χέρια, εκτός του ότι φαίνονται άσχημα, μπορεί να μας κάνουν και πολύ κακό, γιατί κουβαλάνε πάνω τους μικρόβια, κι αυτά είναι επικίνδυνα επειδή ακριβώς προκαλούν αρρώστιες». Η γιαγιά θα εξακολουθούσε το κήρυγμα, αλλά με την άκρη του ματιού της έπιασε την εγγονή της να κοιτάζει τα χέρια της με ορθάνοιχτα τα μάτια σα να τα εξέταζε με πολύ προσοχή.
Η Κατερίνα από την άλλη μεριά, είχε ακούσει άπειρες φορές για αυτά τα περιβόητα «μικρόβια», τις περισσότερες βέβαια επειδή η μαμά τη μάλωνε για κάτι, «μη βάζεις τα χέρια στο στόμα, έχουν μικρόβια» ή «μη γλείφεις τα τζάμια, έχουν μικρόβια», και έψαχνε να τα βρει να τα διώξει, να μην υπάρχουν εκεί που έλεγε η μαμά ότι είναι, και ποτέ δεν τα έβλεπε. Και θυμόταν ακόμη ένα γερό μάλωμα που έφαγε από τη μαμά και τον μπαμπά – αν είναι δυνατόν ! και από τον μπαμπά ! – εκείνη τη φορά που της μπήκε στο μυαλό να μάθει τί γεύση έχουν τα παπούτσια από τις κούκλες της αλλά και τα δικά της, κι η μαμά είχε γίνει έξαλλη που την είδε να τα γλείφει, φωνάζοντας πάλι για τα «μικρόβια». Ήταν πλέον σίγουρη ότι τα μικρόβια ήταν παντού, το καπάκι της λεκάνης, στα κάγκελα του μπαλκονιού, στο νεροχύτη, στα παπούτσια, μα τώρα να είναι και στα χέρια της, δεν το βαστούσε ! Έπρεπε να τα βρει και να τα διώξει – τώρα αμέσως ! Γιατί καθόλου δεν ήθελε να αρρωστήσει από αυτά τα μικρόβια, μα και δεν ήξερε πώς να το αποφύγει.
Ξανακοίταξε τα χέρια της και τίποτε άλλο δεν είδε παρά δέκα μικρά δακτυλάκια κι από τη μία πλευρά κι από την άλλη. Και νυχάκια.
- «Γιαγιά, πού κρύβονται τα μικρόβια ;» έπρεπε επιτέλους να μάθει. Γιατί κάπου πρέπει να κρύβονται αυτά, και δεν τα βλέπει, όπως για παράδειγμα η σκόνη, που λέει η μαμά πως κρύβεται παντού, αλλά αυτή την βρίσκει με το ξεσκονόπανο και την στέλνει έξω από το σπίτι. Τα μικρόβια δηλαδή, πού θα μπορούσανε να είναι; Κι εκεί που της λένε οι μεγάλοι ότι είναι, γιατί δεν φαίνονται ;
- «Α, ώστε αυτό είναι!» η γιαγιά ξέρει πάρα πολλά πράγματα, γιατί άλλωστε είναι και μεγάλη, πιο μεγάλη από τη μαμά, άρα θα ξέρει και να της απαντήσει, κι η Κατερίνα περιμένει με ανοιχτά τα αυτιά.
- «Κοίτα, πρέπει να τα πάρουμε από την αρχή», ωχ! όταν το λέει αυτό η γιαγιά πάει να πει θα κάνουμε πολλή ώρα. Η Κατερίνα όμως έχει υπομονή, αρκεί να βρεθούνε πια αυτά τα μικρόβια και να ησυχάσει.
- «Λοιπόν, τα μικρόβια υπάρχουν παντού !» η Κατερίνα ανοίγει και τα μάτια της τόοοσα μεγάλα, εκτός από τα αυτιά της. Η είδηση που της λέει η γιαγιά είναι τρομακτική !
- «Είναι μικρά, πολύ μικρά, καλή μου, και δεν τα βλέπεις με την πρώτη ματιά» η γιαγιά Ζαχαρούλα συνεχίζει χωρίς να έχει καταλάβει την τρομάρα της εγγονής της. «Έχουν κι αυτά "οικογένειες", μαζεύονται πολλά μαζί, είναι πράγματα που τους αρέσουν, όπως για παράδειγμα η βρωμιά, η υγρασία και η ζέστη και πράγματα που δεν τους αρέσουν και τα κάνουν να νιώθουν άβολα.
Μπορούνε και κάνουνε κι αυτά "παιδάκια" και γίνονται ολοένα και περισσότερα με αυτόν τον τρόπο». Όσο μιλάει η γιαγιά τα πράγματα μπερδεύονται περισσότερο.
- «Πώς, αφού είναι τόσα πολλά καταφέρνουν να κρύβονται τόσο καλά;» η πρώτη ερώτηση κατάφερε να βγει από το στόμα της μικρής
- «Επειδή είναι πιο μικρά ακόμη κι από τη σκόνη, τόσο που μπορούν να τρυπώσουν παντού και αυτό δηλαδή κάνουν» η γιαγιά Ζαχαρούλα τώρα, της δένει μια ποδιά της κουζίνας γύρω από τη μέση της, που της είναι τόσο μεγάλη, που φτάνει μέχρι το πάτωμα και τη ζώνη τη δένει δυο και τρεις φορές γύρω – γύρω και της κάνει κι ένα μεγάλο φιόγκο.
- «Αλλά, γιαγιά, πώς θα γίνει να τα βρούμε όλα αυτά και να τα διώξουμε; Η μαμά λέει πως δεν πρέπει να έχουν μικρόβια τα χεράκια μας και γι΄ αυτό να τα πλένουμε, αλλά άμα τα μικρόβια κρύβονται παντού, μήπως πρέπει να πλένουμε κι όλα τα άλλα πράγματα στο σπίτι μας;» η Κατερίνα θέλει να ρωτήσει ένα σωρό πράγματα και δεν ξέρει από πού να αρχίσει.
- «Υπάρχει ένας τρόπος, σίγουρα δεν είναι ο μοναδικός, αλλά μπορούμε να προσπαθήσουμε» η Κατερίνα ήξερε πως η γιαγιά θα είχε τη λύση ! Άντε λοιπόν, ας τα ξεφορτωθούμε να ησυχάσουμε.
- «Στα μικρόβια δεν αρέσει καθόλου η καθαριότητα !» τα μάτια της γιαγιάς γελάνε. «Δεν αντέχουνε το νερό και το σαπούνι, φεύγουνε τρέχοντας μόλις πλύνουμε τα χέρια μας και μόλις αρχίσουμε να καθαρίζουμε και να αερίζουμε το σπίτι μας».
- «Ααα!» η Κατερίνα ξεφωνίζει γιατί καταλαβαίνει γιατί η μαμά τη βάζει συνέχεια να πλένει τα χέρια της και έχει μία μανία με την καθαριότητα γενικώς.
- «Ξέρεις, τα μικρόβια είναι αυτά που κουβαλάνε ένα σωρό αρρώστιες, και που τις πάνε συνήθως από τον έναν άνθρωπο στον άλλο, και τότε πρέπει να πάμε στο γιατρό και να πάρουμε φάρμακα για να γίνουμε καλά».
Πάνω που η Κατερίνα φάνηκε να τα ξεμπερδεύει στο μυαλό της, όλα γίνανε πάλι κουβάρι. Γιατί πώς είναι δυνατόν τα μικρόβια, που είναι τόσο μα τόσο μικρούλια, να "κουβαλάνε" αρρώστιες και μάλιστα να τις κάνουν και γύρω – γύρω από άνθρωπο σε άνθρωπο ; Επειδή δεν το χωράει το κεφάλι της, κάνει την ερώτηση αυτή στη γιαγιά, αν και πολύ θα ήθελε να τελείωνε το μάθημα αυτό και να καταπιάνονταν με το ζυμάρι και τα κουλουράκια, πράγμα που θα ήταν σίγουρα πολύ πιο αστείο !
- «Τα μικρόβια δεν είναι μόνο στα χέρια μας, στις σόλες των παπουτσιών μας, στα χαλιά, στο πάτωμα. Είναι και στον αέρα, αφού είναι τόσο μικρά και ανάλαφρα, και μπορούν εύκολα να "πετάνε". Κι έτσι μπορούν να πάνε σχεδόν παντού, άμα δεν τους αρέσει εδώ, θα πάνε παρακάτω, σε άλλο σπίτι, στα ρούχα και τα παπούτσια άλλου ανθρώπου». Η γιαγιά την ανεβάζει πάνω στην καρέκλα της κουζίνας για να φτάνει το τραπέζι.
- «Και πότε θα τα διώξουμε όλα από παντού ;» η Κατερίνα παρακολουθεί τη γιαγιά να κοσκινίζει το αλεύρι, πράγμα που δεν την αφήνει να το κάνει, γιατί λέει ότι τα χεράκια της είναι πολύ μικρά για το κόσκινο και μάλλον το αλεύρι θα σκορπιστεί σε όλο το σπίτι.
- «Δεν μπορούμε να τα διώξουμε όλα» ομολογεί η γιαγιά και το αλεύρι στη λεκανίτσα έχει γίνει ένα μικρό βουναλάκι. «Όμως, μπορούμε να διώξουμε τα περισσότερα από αυτά με την καθαριότητα, και όπως βλέπεις καλή μου Κατερίνα, δεν είναι και πολύ δύσκολο να το κάνουμε ! Στο κάτω κάτω, άμα πλένουμε τα χεράκια μας μυρίζουν πολύ όμορφα με το σαπούνι !»
Της Κατερίνας πολύ της αρέσει και το νερό και το σαπούνι, μακάρι να την άφηναν συχνότερα να παίζει μαζί τους, ιδίως με εκείνο το καταπληκτικό αφρόλουτρο που κάνει και σαπουνάδα με μεγάλες φούσκες ! Τώρα λοιπόν, θα έχει μία πολύ καλή δικαιολογία για να το κάνει αυτό, και δεν θα μπορούν να τη μαλώσουν. Και σίγουρα θα βοηθά περισσότερο τη μαμά στις δουλειές που της λέει να κάνει, γιατί πραγματικά δεν θέλει κανένας τους να αρρωστήσει, και μετά, που το σπίτι θα είναι καθαρό και συγυρισμένο θα νιώθει πιο ήσυχη που τα μικρόβια θα έχουν φύγει να πάνε αλλού !
Τώρα που της εξήγησε η γιαγιά γιατί πρέπει να πλένονται τόσο σχολαστικά τα χέρια όλων, η Κατερίνα καμαρώνει πάνω στην καρέκλα της κουζίνας, και νομίζει ότι έχει μεγαλώσει ακόμη περισσότερο αφού την αφήνει να ανακατέψει με τη μεγάλη ξύλινη κουτάλα τα αυγά και το λιωμένο βούτυρο λίγο λίγο μέσα στην τρύπα που έκανε στο βουναλάκι από το αλεύρι. Μόνο που δεν καταλαβαίνει πώς αυτό το ...ζουμερό πράγμα, θα φτάσει να γίνει ζυμάρι, άσε που έχει ένα απελπιστικό κίτρινο χρώμα που τίποτε δεν θυμίζει τα «χρυσαφένια» κουλουράκια που έχει μάθει να βλέπει στην πιατέλα.
Η γιαγιά Ζαχαρούλα όμως, ανακατεύει με πολύ υπομονή όλα τα υλικά, και βάζει και ζάχαρη και λίγη από εκείνη την άσπρη σκόνη που είναι σε ένα τόσο δα μικρό κουτάκι και τη λένε βανίλια, κι έρχονται όλα μετά από λίγη ώρα και γίνονται σαν πλαστελίνη.
Τώρα ήρθε κι η σειρά της Κατερίνας. Η γιαγιά κόβει μικρά κομματάκια από το ζυμάρι και τα κάνει μπαλάκια και μετά της τα δίνει. Η δουλειά της Κατερίνας είναι να κάνει τα μπαλάκια μπαστουνάκια, και μετά να τα στριφογυρίζει και να μεταμορφώνονται σε στρογγυλά κουλούρια. Πόσο της αρέσει αυτό ! Μετά, τα παίρνει προσεκτικά και τα ακουμπά στη μεγάλη λαΚατερίνα του φούρνου της γιαγιάς. Το ένα δίπλα στο άλλο. Σαν στρατιωτάκια. Αχ! Πόσο περήφανη είναι που κάνει όμορφα κουλουράκια ! Τόση περήφανη που νομίζει ότι θα ψηλώσει κι άλλο και θα ... φτάσει στο ταβάνι !
Μετά, η γιαγιά πετά από πάνω και το σουσάμι, αλλά αυτό δεν αφήνει την εγγονή της να το κάνει, γιατί λέει πως το μισό σουσάμι θα καταλήξει στο πάτωμα.
- «Ορίστε, η πρώτη λαΚατερίνα είναι έτοιμη για ψήσιμο!» ανακοινώνει η γιαγιά βάζοντάς τη στο φούρνο. «Αλλά, το καλό που σου θέλω, έχουμε ακόμη πολύ δουλειά, γιατί πρέπει να κάνουμε πολλά κουλούρια, για τη μαμά, για τον μπαμπά, για τους συμμαθητές σου, οπότε μην ετοιμάζεσαι να κατέβεις και να πας να παίξεις!»
- «Όχι γιαγιά μου, θα μείνω να σε βοηθήσω, άλλωστε εδώ μυρίζει πολύ όμορφα, γιατί να πάω αλλού ;». Οι παλάμες της Κατερίνας έχουν κοκκινίσει από το ζύμωμα, πω-πω ! πολύ δουλειά θέλουν τα κουλουράκια και η αλήθεια είναι πως έχει αρχίσει να κουράζεται πια, αλλά έχει υποσχεθεί ότι θα βοηθήσει κι η Κατερίνα άμα δίνει το λόγο της ξέρει και να τον κρατά.
Όταν έρχεται η μαμά να την πάρει, τη βρίσκει να μασουλάει με μεγάλη απόλαυση είναι φρέσκο, ζεστό κουλουράκι, στην αγκαλιά της γιαγιάς. Και καθόλου δεν θέλει να ξεκουνήσει από εκεί. Η γλυκιά ζεστασιά του φούρνου, και το παραμύθι της γιαγιάς, τα τραγανά κουλούρια και το σουσάμι, την έχουν κάνει να ξεχάσει την κούρασή της. Βέβαια, δεν το φανταζόταν ότι θα είχε τόση κούραση για να κάνεις μια πιατέλα κουλουράκια, ούτε φυσικά ότι ο νεροχύτης της γιαγιάς της θα γέμιζε με πράγματα τόσα πολλά που θα θέλουνε πλύσιμο μετά. Μπροστά στο καμάρι της όμως, πως κι αυτή είναι πλέον μια «νοικοκυρούλα» και τα κουλούρια της μάλιστα βγήκαν και πολύ όμορφα, ξεχνά και τα πόδια της που πονάνε, και τις παλάμες της που κοκκινίσανε. Κι όταν η μαμά και ο μπαμπάς είπανε πως τέτοια νόστιμα κουλουράκια δεν έχουνε ξανα-φάει, ε, τότε το χαμόγελό της έπιανε από το ένα αυτί έως το άλλο !
Τους έδωσε μάλιστα την υπόσχεση πως θα βοηθά πάντα τη γιαγιά και την επόμενη φορά θα τα κάνει ακόμη πιο νόστιμα! Είναι σίγουρη πως θα το πετύχει, γιατί η γιαγιά της εμπιστεύτηκε και το «δεύτερο πράγμα» που κάνει μια νοικοκυρά να είναι καλή : την αγάπη. Άμα μαγειρεύεις κάτι γι' αυτούς που αγαπάς, κι εκείνη την ώρα η σκέψη σου είναι μαζί τους, τότε γίνεται σίγουρα νόστιμο. Έτσι είπε η γιαγιά, κι επειδή ό,τι φτιάχνει είναι πάντα «να γλείφεις τα δάκτυλά σου», η Κατερίνα είναι σίγουρη πως κι εκείνη πρέπει να βάζει μέσα σε όλα της τα φαγητά πολύ αγάπη.
Αλλά, περί «μικροβίων» δεν έκανε λόγο. Γιατί και η μαμά και ο μπαμπάς δίκιο είχανε. Στο εξής θα φροντίζει να πλένει τα χέρια της πολύ καλά και πολλές φορές την ημέρα, και θα κρατάει καθαρά όλα της τα πράγματα. Κι άμα την ρωτήσουνε πώς το έπαθε αυτό, αυτή που το νερό και το σαπούνι το ήθελε μόνο για παιχνίδι, θα τους πει πολύ απλά ότι ...«μεγάλωσε»!