Το παραμύθι της εβδομάδας: Ο δικός μου γίγαντας!
«Ξέρεις τι είναι να είσαι ο μεγαλύτερος από τέσσερα αδέλφια; ΒΑΣΑΝΟ!» Αυτά έλεγε ο Σταύρος στο φίλο του το Γιώργο, ο οποίος, αν και μοναχοπαίδι, κουνούσε το κεφάλι του πάνω – κάτω, δείχνοντάς του ότι τον καταλάβαινε.
Της Πέγκυς Παπαδοπούλου
Κι ο Σταύρος συνέχισε με αγανάκτηση: «Ξεφυτρώνουν όλη την ώρα μπροστά μου. Και πάντα κάτι ζητάνε από μένα!
"Σταύρο, μου λύθηκε το κορδόνι, μπορείς να μου το δέσεις;"
"Σταύρο, δε φτάνω τα ποτήρια"
"Σταύρο, έχασα την ξύστρα μου, να πάρω τη δική σου;"
Ο Σταύρος συνέχισε για λίγη ώρα να μιμείται τις φωνές των αδελφών του, κάνοντας και διάφορες γκριμάτσες. Είχε γίνει κατακόκκινος.
«Μέχρι και εκτός σπιτιού, όλο και κάποιο από αυτά τα μικρά ζιζάνια θα παρουσιαστεί μπροστά μου. Ήμουν στο βιβλιοπωλείο για εκείνες τις κόλλες γκοφρέ της χειροτεχνίας και τσουπ! Η Βαγγελίτσα με τη γιαγιά και να θέλουν να της πάρω μια γόμα που μυρίζει φράουλα. Ακούς; Μια γόμα που μυρίζει, λέει, φράουλα. Πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα; Της είπα πως δεν μου έφταναν τα χρήματά μου. Να κλαίει η Βαγγελίτσα και να μην εννοεί να καταλάβει. Ευτυχώς που ήταν η γιαγιά. Πήγα στην πλατεία την Κυριακή να κάνουμε βόλτες με το καινούριο ποδήλατο του Τάκη, ο Ντίνος ήρθε και μου παραπονέθηκε για ένα παιδί που του κλέβει τα αυτοκινητάκια. Και ήθελε να πάω να του κάνω παρατήρηση. Πήγα, τι να κάνω; Ώσπου να βρεθεί η άκρη, η ώρα πέρασε και δεν πρόλαβα να κάνω ούτε μία βόλτα με το ποδήλατο του Τάκη».
Περπατούσαν οι δύο φίλοι μαζί, από το σχολείο στο σπίτι. «Αν φάω σοκολάτα, ζητούν από ένα κομμάτι κι αυτοί, αν απλώσω το χέρι στο ψυγείο εκλιπαρούν για καμιά λιχουδιά, και ποτέ δεν έχω πιει έναν ολόκληρο χυμό μόνος μου, αφού όλο και με κάποιον θα πρέπει να τον μοιραστώ!»
«Κοίτα να δεις φίλε μου τι περνάς εσύ, ενώ παραπονιέμαι πως είμαι μόνος μου και δεν έχω κανέναν να παίξω!». Ο Γιώργος ζύγιζε την κατάσταση με το μυαλό του και κατέληξε πως αυτός είναι μάλλον πιο τυχερός. Είχε ένα δωμάτιο εντελώς δικό του, όπως κι όλα τα παιχνίδια και τα βιβλία, και κανέναν να του κάνει τη ζωή δύσκολη. Μπροστά στα βάσανα του φίλου του, ξέχασε τη μοναξιά του!
«Εντάξει, δεν είναι ότι δεν τους αγαπάω, φυσικά....», είπε ο Σταύρος λίγο μουδιασμένος, γιατί δεν ήθελε να νομίζει ο Γιώργος πως δεν αγαπά τα αδέλφια του. Ίσα – ίσα, τους αγαπούσε όλους, το Ντίνο, το Χρήστο και τη Βαγγελίτσα, πάρα πολύ! Αλλά είχε κουραστεί να τους φροντίζει. Κοίταξε το Γιώργο και συνέχισε: «τους αγαπάω, αλλά πολύ θα ήθελα να με αφήσουν και λίγο ήσυχο. Αυτοί παίζουν όταν εγώ διαβάζω και όταν εκείνοι κοιμούνται εγώ δεν μπορώ να παίξω για να μην τους ενοχλήσω! Δεν είναι άδικο αυτό;»
«Είναι άδικο σίγουρα!», του είπε ο Γιώργος, «όμως, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να τους κάνεις να καταλάβουν πως θα έπρεπε να μην κρέμονται από σένα για οτιδήποτε χρειάζονται;»
«Και να δεις πόσο τους βοηθάω με τα μαθήματά τους! Προσπαθούν μόνοι τους βεβαίως, αλλά αν δεν μπορεί κανείς από τους μεγάλους, με ανακατεύουν εμένα! Λες και δε μου φτάνει η ιστορία...». Για τον Σταύρο, η ιστορία ήταν το δυσκολότερο μάθημα. Τη μια μέρα μελετούσε και την άλλη του φαινόταν πως είχε ξεχάσει τα πάντα!
«Τότε να αγριέψεις. Να τους βάλεις τις φωνές. Να γίνεις και λιγουλάκι κακός. Άμα τους βοηθάς με το παραμικρό, έτσι θα γίνεται. Αγρίεψε.» Ο Γιώργος κάνει το συμβουλάτορα λες κι έχει αδέλφια κι έχει περάσει τα ίδια. Αλλά ο καημένος ο Σταύρος, που από τη μια μεριά δεν ξέρει πώς να αγριέψει κι από την άλλη στ' αλήθεια αγαπά τα αδέλφια του, δεν βρίσκει ούτε σε αυτό τη λύση.
Πέρασε λοιπόν όλο του το μεσημέρι να εξηγεί πώς γίνεται η κάθετη πρόσθεση το Χρήστο και πότε βάζουμε "ι" και "η" στη Βαγγελίτσα, και πολύ λίγα πράγματα έκανε σχετικά με τη δική του μελέτη. Αυτό σήμαινε πως θα αργούσε να τελειώσει και ίσως δεν τον άφηναν να δει καθόλου τηλεόραση. Και δεν μπόρεσε να διαμαρτυρηθεί στον μπαμπά του για όλα αυτά, αφού κι εκείνος τους βοήθησε όλους όσο μπορούσε. Αλλά πάντως ο μπαμπάς κάτι πρέπει να κατάλαβε, γιατί έστειλε τους "μικρούς" στα κρεβάτια τους νωρίτερα από το συνηθισμένο κι ήταν αρκετά αυστηρός μαζί τους. Μετά, κάθισε μαζί με το Σταύρο ν' αποτελειώσουν την δική του μελέτη.
Ο καημένος ο Σταύρος κοίταζε τη μούρη του στον καθρέπτη καθώς έπλενε τα δόντια του, και προσπαθούσε να κάνει τον κακό και τον άγριο, να δει αν είναι πειστικός. Στο τέλος έβαλε τα γέλια. «Σαχλαμάρες», σκέφτηκε, «εγώ δεν μπορώ να γίνω κακός». Και ξάφνου του ήρθε μια ιδέα κα-τα-πλη-κτι-κή! «Κι αν κάποιος άλλος είναι ο κακός;». Κάθισε κι άλλη ώρα στο μπάνιο και σκέφτηκε όλες τις λεπτομέρειες του σχεδίου του.
Το οποίο σχέδιο έδωσε καρπούς από την επόμενη μέρα κιόλας. Ο Σταύρος απέκτησε έναν "φίλο", εντελώς φανταστικό – αλλ' αυτό δεν το είπε σε κανέναν εκτός από το Γιώργο -, που ήταν ένας πολύ μεγάλος γίγαντας. Κι αυτός ο γίγαντας ανέλαβε να είναι ο "κακός" της υπόθεσης "μικρότερα αδέλφια".
Του ζητούσε ο Χρήστος να δανειστεί τη μπάλα του;
«Ο γίγαντας φίλος μου δεν είναι τόσο καλός όσο εγώ και δεν μου επιτρέπει να σου τη δανείσω», απαντούσε ο Σταύρος. Γιατί ήξερε πως κάθε φορά που δάνειζε τη μπάλα του στο Χρήστο θα έπρεπε μετά να την ξανα-φουσκώνει.
Ζητούσε η Βαγγελίτσα να την κρατά από το χέρι για να μάθει πατίνια;
«Ο γίγαντας φίλος μου λέει πως αυτό είναι κοριτσίστικο παιχνίδι, να πας να μάθεις μόνη σου». Κι όταν επέμενε «φύγε παιδί μου μην αγριέψει ο γίγαντας!»
Πρότεινε ο Ντίνος να παίξουν όλοι μαζί κουκλοθέατρο κι ο Σταύρος βαριόταν;
«Ο γίγαντας φίλος μου δεν με αφήνει να παίζω παιχνίδια για μικρά παιδιά, έχουμε πολύ σοβαρότερα πράγματα να κάνουμε», τους έλεγε και τους κοβόταν ο βήχας!
Για λίγες μέρες, θα μπορούσε να πει κανείς πως είχε βρει την πολυπόθητη ησυχία του. Μέχρι και ο Ντίνος τον ρώτησε κάποια στιγμή «να παίξουμε μονόπολη ή δεν θα μας αφήσει ο γίγαντας;». Αλλά έπαιξαν. Γιατί ο συγκεκριμένος γίγαντας ήταν φιλικός μερικές φορές και γιατί ο Σταύρος άρχισε να βαριέται τη μοναξιά του. Την έβρισκε κάποτε-κάποτε ανιαρή.
Οπωσδήποτε, μπροστά στους γονείς του δεν είχε βγάλει άχνα για τον γίγαντα φίλο του. Θα καταλάβαιναν αμέσως την πλεκτάνη του και δεν θα τον δικαιολογούσαν. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Αυτοί οι ίδιοι προέτρεπαν τους "μικρούς" να προστρέχουν σε αυτόν για όποια βοήθεια χρειάζονταν.
Τώρα, για να λέμε την αλήθεια, ο Ντίνος και ο Χρήστος τις περισσότερες φορές δεν τον πολύ-πίστευαν, αφού ξέρανε πως γίγαντες υπάρχουν μόνο στα παραμύθια, αλλά ίσως είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν πως ο μεγάλος τους αδελφός δεν μπορεί να ασχολείται αιωνίως μαζί τους.
Αλλά, η Βαγγελίτσα, στ' αλήθεια φοβήθηκε πολύ. Δεν έμπαινε πια στο δωμάτιό του για κανένα λόγο, κι όταν περπατούσε δίπλα της έψαχνε τριγύρω τρομαγμένη μήπως και τους ακολουθεί αυτός ο γίγαντας. Όταν βγήκε το πόδι της κούκλας της, δεν πήγε στο Σταύρο να της το φτιάξει, όπως έκανε τόσες φορές στο παρελθόν. Την κρατούσε με παράπονο στην αγκαλιά της ξεχαρβαλωμένη μέχρι να έρθει η μαμά να της την φτιάξει. Κι η μαμά μετά, που έμαθε για το γίγαντα – φίλο του Σταύρου, που δεν τον άφηνε να βοηθήσει τα μικρά του αδέλφια και ήταν "πολύ μεγάλος και πολύ κακός" όπως της είπε η κόρη της, του έριξε μια γερή κατσάδα για το πώς δεν πρέπει να φοβίζουμε κανένα παιδί και πόση ντροπή θα έπρεπε να νιώθει γι' αυτό. Του τόνισε δε πως, αν καταλάβαινε ότι συνέχιζε αυτή την "ιστορία", δεν θα έμενε μόνο στα λόγια παρά θα του έβαζε και μια πολύ βαριά τιμωρία.
Κι ο Σταύρος, που είχε περάσει μια ολόκληρη εβδομάδα απολαμβάνοντας τον μικρό του θρίαμβο και παινεύοντας την ιδέα του στο Γιώργο, δεν ήξερε πού να κρυφτεί. Τις τιμωρίες της μαμάς του δεν ήταν να τις παίρνει κανείς γι' αστεία!
Αλλά η Βαγγελίτσα, που κι αυτή κατάλαβε αρκετά πράγματα, αποφάσισε να πληρώσει το Σταύρο με το ίδιο νόμισμα. Και ποιος άλλος θα την βοηθούσε; Η μαμά! Κι έτσι, μετά από λίγη ώρα, κάθισαν οι δυο τους μυστικά στο μεγάλο κρεβάτι της μαμάς και κατέστρωσαν το σχέδιό τους. Πέρασαν αρκετή ώρα με ψαλίδια και βελόνες και κλωστές – και με λίγα γέλια. Κι ύστερα, η Βαγγελίτσα πήγε στο δωμάτιο του Σταύρου, σέρνοντας με δυσκολία το ... δικό της γίγαντα! Η μαμά είχε ξηλώσει δυο μεγάλους αρκούδους και τους είχε ράψει μαζί σε έναν, ακόμη μεγαλύτερο! Του φόρεσε μια παλιά μπλούζα του μπαμπά και τις γαλότσες του. Ήταν υπερβολικά μεγάλος και λιγάκι άσχημος. Αλλά την δουλειά του θα την έκανε μια χαρά! Άφησαν λοιπόν το μεγάλο γιγαντο-αρκούδο έξω από την πόρτα του Σταύρου – που την είχε κλειστή επίτηδες για να μπορεί να μελετά απερίσπαστος όπως έλεγε-, κι έφυγαν.
Μετά από ώρα, ο Σταύρος αποφάσισε πως είχε μελετήσει όσο καλύτερα μπορούσε και πως πεινούσε. Με φούρια λοιπόν ξεκίνησε για την κουζίνα ... κι έπεσε πάνω στο ασχημότερο και τρομερότερο και αποκρουστικότερο πλάσμα που μπορεί να δει κανείς!
«Ααααα!» φώναξε από την τρομάρα του. Κάτι τεράστιο, σκοτεινό, χνουδωτό και χοντρό, ήταν στο διάδρομο, μπροστά στην πόρτα του. «Μαμάααα!!!!!!» Ξαναφώναξε. Αλλά κανείς δεν πήγε να τον βοηθήσει, κανείς. Ούτε ο Ντίνος, ούτε ο Χρήστος, ούτε η μαμά φυσικά. Όσο για τη Βαγγελίτσα, αυτή την άκουγε να γελά, μ' εκείνο το γέλιο της που ο ίδιος το έλεγε "κατσαρό", και να τον κοροϊδεύει. Στην αρχή ήταν τόσο τρομαγμένος, που νόμιζε πως η καρδιά του χτυπούσε μέσα στα αυτιά του κι όχι στο στήθος του. Λίγες στιγμές μετά, το γέλιο της μικρής του αδελφής αλλά και των αγοριών, τον έκανε ν' ανοίξει τα μάτια του που τόση ώρα κρατούσε κλειστά για να μην βλέπει αυτό το "πράγμα".
«Είδες τι παθαίνει κανείς από τον δικό μου γίγαντα;» Η Βαγγελίτσα είχε έρθει κοντά του και προσπαθούσε να παραμερίσει το "γίγαντα" για να φτάσει τον αδελφό της. «Δεν είναι πολύ κακός;», ρώτησε το Σταύρο που σιγά – σιγά εύρισκε το φως του αλλά τη μιλιά του αργούσε ακόμη να την βρει. «Είναι πολύ μεγάλος, πολύ γίγαντας και πολύ κακός!», συνέχισε να του λέει καθώς στεκόταν δίπλα του και τον κοίταζαν κι οι δύο μαζί.
«Πήρα μια τρομάρα!» της είπε ο Σταύρος κι ήταν έτοιμος να της τραβήξει τα μαλλιά, όπως έκανε πάντα όταν τον εκνεύριζε με κάτι. «Γιατί μου το έκανες αυτό; Δεν ξέρεις πως ο διάδρομος είναι σκοτεινός;»
«Γιατί ήθελα να φοβηθείς κι εσύ όσο με φόβισες εμένα! Που τόσες μέρες μου μιλάς για έναν γίγαντα που δεν τον βλέπω κι όμως μπορεί να είναι τόσο κακός. Και που είναι τόσο κακός και είναι και φίλος σου από πάνω! Έναν γίγαντα – φίλο σου που δεν σε αφήνει να κάνεις τίποτε για τα αδέλφια σου πια!»
«Κι από ότι βλέπω, τα κατάφερες μια χαρά να τον τρομάξεις!», πετάχτηκε ο Ντίνος. «Πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα;»
«Σκέφτηκα πως μπορούσα να έχω κι εγώ έναν γίγαντα που να τρομάζει, όχι τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά τον Σταύρο ειδικά, που με έκανε να φοβηθώ τόσο πολύ!»
Ο Ντίνος άρχισε να γελάει, κι ο Σταύρος, αν μπορούσε, θα γελούσε κι αυτός με το πάθημά του. Άναψε όλα τα φώτα και κοίταξε το γίγαντα της αδελφής του. Το ένα μάτι του ήταν μεγαλύτερο από το άλλο, το στόμα του στραβό και, τι ήταν αυτό, φορούσε τις γαλότσες του μπαμπά; Στ΄ αλήθεια ήταν πολύ άσχημος.
«Εγώ ήθελα μόνο λίγη ησυχία», παραπονέθηκε.
«Θα μπορούσες απλά να μας το ζητήσεις!», τον αντέκρουσε ο Ντίνος θυμωμένα. Γιατί ο Ντίνος ήταν ο πιο θυμωμένος από όλους. Του έλειψε πολύ η παρέα του μεγάλου αδελφού. Χώρια που έπρεπε να κάνει όλα όσα δεν έκανε ο Σταύρος για τους "μικρούς".
«Σας το είχα πει τόσες φορές ... κι όμως για το παραμικρό σε μένα τρέχατε!». Ο Σταύρος δεν ήξερε από πού να αρχίσει. «Με διακόπτετε όταν μελετώ για να μου ζητήσετε ότι σας έρθει στο μυαλό, δε με αφήνετε να δω σχεδόν τίποτε στην τηλεόραση μια και πάντα έχει κάτι που θα αρέσει σε εσάς κι όχι σε μένα, αναγκάζομαι να ξανακάνω μαζί σας όλα τα μαθήματα που έχω ήδη περάσει μια και είμαι σε μεγαλύτερη τάξη, σας προσέχω όταν παίζετε, μαζεύω και τα δικά σας άπλυτα για το πλυντήριο. Συνήθως ξυπνώ πρώτος και σας τραβολογάω να σηκωθείτε από τα κρεβάτια σας. Μέχρι που σας πηγαίνω από το χέρι για το πλύσιμο των δοντιών!»
«Και δεν κάνεις μόνο αυτά», συμφώνησε ο Ντίνος, «παίζεις τα χαζά παιχνίδια μας, ακούς πώς περάσαμε τη μέρα στο σχολείο, και μπαίνεις διαιτητής στους καβγάδες μας». Αλλά από πού κι ως πού έπρεπε να μας τρομάξεις; Και καλά εμάς, τη μικρή δεν την σκέφτηκες;»
«Δεν ήταν ο σκοπός μου να σας τρομάξω κι αν ήξερα ότι αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα δεν θα το είχα κάνει, όπως είπα και στη μαμά». Ο Σταύρος έψαχνε να βρει τις κατάλληλες λέξεις αλλά μια φορά τον πανάσχημο αρκούδο δεν τον κοίταζε.
«Αν μας έλεγες ότι ήθελες λίγο χρόνο για τον εαυτό σου, θα προσπαθούσαμε κι εμείς να μην σε ενοχλούμε συνέχεια, ζητώντας σου διάφορα πράγματα!», είπε η Βαγγελίτσα.
«Παιδιά», είπε η μαμά που τόσην ώρα τους άκουγε αλλά δεν είχε πει τίποτε, επίτηδες, για να βρούνε τη λύση μόνοι τους, «είμαι σίγουρη πια πως ο σκοπός του Σταύρου δεν ήταν να σας φοβίσει. Πρέπει να καταλάβετε κι εσείς πως σε όλους, στους γονείς σας, στον Σταύρο αλλά και σε εσάς, στον καθένα ξεχωριστά, χρειάζεται λίγος προσωπικός χρόνος. Αυτό ήθελε ο Σταύρος, λίγο χρόνο για τον εαυτό του, για τα προσωπικά του ενδιαφέροντα. Βρήκε λάθος τρόπο να σας το πει και τον έχω ήδη μαλώσει γι' αυτό, και η αδελφή του τον πλήρωσε με το ίδιο νόμισμα. Νομίζω πως αυτό πια, έχει λήξει».
«Ναι, ας το ξεχάσουμε και πάμε να παίξουμε!» είπε βιαστικά η Βαγγελίτσα, που περισσότερο αυτό της είχε λείψει.
«Μια στιγμή κυρία μου!»
Φφφφφ.... Ο Σταύρος ξεφύσηξε. Τα δύσκολα είχαν περάσει, αφού όπως φαινόταν κανείς δεν θα του κρατούσε κακία, αλλά η μαμά είχε και κάτι άλλο να πει.
«Να βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη. Από τώρα κιόλας, εσείς οι μικρότεροι, μαθαίνετε να κάνετε μόνοι σας όλα αυτά για τα οποία κρεμόσασταν στην βοήθεια του Σταύρου. Να δένετε τα κορδόνια σας, να πλένετε τα δόντια σας χωρίς να πρέπει να σας το πει κάποιος μεγαλύτερος δέκα φορές πριν το κάνετε, να προετοιμάζετε τα ρούχα σας και την τσάντα του σχολείου από το προηγούμενο βράδυ για να μην τρέχετε το πρωί, να μην χάνετε τα πράγματά σας κάθε λίγο και λιγάκι. Κι ένα σωρό άλλα. Ο Σταύρος θα σας βοηθά μόνο σε κάτι πολύ δύσκολο ή πολύ σοβαρό».
«Εντάξει μαμά», είπε ο Χρήστος με το Ντίνο μαζί, σα βαριεστημένη χορωδία.
«Όχι απλώς "εντάξει", ξεκινήστε αμέσως. Μαζέψτε πρώτα το χάλι των παιχνιδιών σας και μετά στρώστε τραπέζι να φάμε. Άντε να σας δω να πλένετε και τα δόντια σας...».
Καθώς ένας – ένας πήγαινε να κάνει αυτό που του αναλογούσε κι ο Σταύρος ξέντυνε τον γίγαντα της Βαγγελίτσας, σκεφτόταν : «μήπως αυτό έπρεπε να έχω κάνει από την αρχή; Μήπως έπρεπε να έχω μιλήσει της μαμάς ή του μπαμπά και να βάλουν εκείνοι λίγο φρένο στα μικρά; Δεν θα ήταν πιο εύκολο αυτό από το να σκαρφίζομαι ένα σωρό ιστορίες που δε μου βγήκαν τελικά σε καλό; Την επόμενη φορά θα συζητώ τα θέματά μου με τους γονείς μου. Είναι λογικό. Κι έχει σίγουρο αποτέλεσμα!» Τραβολογούσε τις γαλότσες κι έλεγε μέσα του: «τελικά ο δικός μου γίγαντας ήταν αποτυχία, της Βαγγελίτσας τουλάχιστον είχε πλάκα!»