To παραμύθι της εβδομάδας: Απόκριες …. «αλλιώς»!

«Ήρθαν οι Απόκριες!». Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που είπε – ή, καλύτερα, φώναξε – ο Φώτης στον Στράτο μόλις τον είδε εκείνο το πρωί της Κυριακής στην πλατεία.

To παραμύθι της εβδομάδας: Απόκριες …. «αλλιώς»!

Της Πέγκυς Παπαδοπούλου

tale carnival

«Ε, και;» Ο Στράτος είχε αγουροξυπνήσει και το μόνο που δε σκέφτηκε ήταν φυσικά οι Απόκριες.
«Σου λέω ήρθαν! Επιτέλους! Θα φορέσουμε τις στολές μας, και θα παίζουμε με αυτές όλη μέρα! Και θα κάνουμε και το πάρτι του σχολείου, να χορέψουμε!» Ο Φώτης είχε πάρει φόρα μεγάλη, αφού είχε ήδη φάει ένα γερό πρωινό και έκανε μεγάλα σχέδια!
«Σπουδαία τα λάχανα!» Ο Στράτος μήτε που θυμόταν τις Απόκριες, μήτε για τα καρναβάλια είχε όρεξη. Έσκυψε να δέσει το κορδόνι του. Αλλά ο Φώτης δεν θα τον άφηνε σε ησυχία.
«Έχω τη στολή μου του batman και μου φαίνεται ότι θα μου κάνει και η στολή του spiderman που μου έδωσε ο ξαδελφός μου. Δεν ξέρω ποια να διαλέξω! Τη μια μέρα θα φοράω τη μια και την άλλη θα αλλάζω!» Και συνέχισε απτόητος : «και η αδελφή μου θα ντυθεί Κάρμεν, κι έχει ένα φουστάνι κόκκινο με μαύρο και είναι τεράστιο φίλε μου, θα πνιγούμε στα τούλια, χώρια που έχει και καπέλο!»
«Άντε και πες ότι οι δικές σου στολές με ενδιαφέρουν. Για την στολή της αδελφής σου γιατί να νοιαστώ; Μήπως δεν έχω εγώ αδελφή να μου ταράζει τα νεύρα, πρέπει ν' ασχοληθώ με τη δική σου;»
Ο Φώτης κοίταξε το Στράτο με απορία: «Μα, τι λες, δε σε νοιάζει που άνοιξε το Τριώδιο και θα έχουμε καρναβάλια στη γειτονιά και στο σχολείο; Εσένα δηλαδή μόνο τα μαθήματα σε ενδιαφέρουν;»
«Φυσικά και όχι!», αμύνθηκε ο Στράτος βγαίνοντας από τον ύπνο του. «Αλλά να, αυτές οι στολές, με τα σπαθιά, τα καπέλα, τα φρου-φρου, δε μου αρέσουν και τόσο»
«Δεν σου αρέσουν;» Τα μάτια του Φώτη είχαν μεγαλώσει από την έκπληξη. Τρελάθηκε ο φίλος του; «Μέχρι και πέρσι παίζαμε τους Νίντζα με τα φωτό-σπαθα και σκαρφαλώναμε ατρόμητοι σε όλα τα παγκάκια και τα πεζούλια. Τι έγινε στο μεταξύ;».
«Μεγαλώσαμε. Με-γα-λώ-σα-με», είπε ο Στράτος και τόνισε τις συλλαβές μία-μία.
«Και τι μ' αυτό; Ο μπαμπάς μου που είναι μεγάλος, παίζει μαζί μας με το γαϊτανάκι, πετάει αετό και γελά περισσότερο από όλους, και μια φορά είχε φορέσει και μια ξανθιά περούκα και μας έκανε κόλπα κουνώντας τις μπούκλες. Ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια σου λέω! Άρα, τι πάει να πει μεγάλος; Οι μεγάλοι δεν γλεντάνε στις Απόκριες;» Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ο Φώτης δεν θα το έβαζε κάτω μέχρι να ανακαλύψει τι ήταν αυτό ακριβώς που προβλημάτιζε το φίλο του. Τόση άρνηση πρώτη φορά την αντιμετώπιζε. Πίστευε λοιπόν πως κάτι άλλο ίσως συνέβαινε κι ήθελε να μάθει ακριβώς τι ήταν αυτό.

tale carnival

Επιτέλους. Το κορδόνι του Στράτου είχε δεθεί σωστά. Κι εκείνος δεν είχε πια λόγο να κοιτά το πεζοδρόμιο. Οπότε, ίσιωσε το κορμί του κι έριξε το βλέμμα στον ενθουσιασμένο φίλο του. «Μη νομίζεις πως απλά δε μου αρέσουν οι Απόκριες. Ίσα – ίσα. Μου αρέσουν πολύ, αλλά τις ονειρεύομαι ... "αλλιώς"», του είπε.
«Τι "αλλιώς" δηλαδή; Και, πώς θα μπορούσαν να είναι ποτέ "αλλιώς"». Ο Φώτης σκεφτόταν πως δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν και πολύ καλά σήμερα οι δυο τους.
Φορτώθηκαν τις τσάντες τους και πήραν το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι – είχαν και οι δυο αρκετή μελέτη ακόμη.
«Χθες το βράδυ, που είχε έρθει ο παππούς στο σπίτι, μας έλεγε ένα σωρό ιστορίες για το πώς γιορτάζανε την Αποκριά στα χρόνια τα δικά του». Ο Στράτος κλώτσαγε και πετραδάκια καθώς προχωρούσε, πράγμα που δεν έκανε ποτέ του γιατί δεν ήθελε να χαλάει τα παπούτσια του – τι είχε πάθει σήμερα; «Μας έλεγε λοιπόν πώς μαζεύονταν όλοι και φτιάχνανε στολές από ότι είχανε. Παίρνανε παλιά ρούχα και σεντόνια. Τα κόβανε και τα ράβανε κατά πώς ονειρεύονταν τη στολή τους. Τις περούκες τις έκαναν στερεώνοντας στα σκουφιά τους τα μαλλιά από τα πρόβατα που κούρεψαν την προηγούμενη άνοιξη, κι είχαν περισσέψει από τις ανάγκες του σπιτιού. Κρεμούσανε πάνω τους οτιδήποτε μπορούσε να κάνει φασαρία, συνήθως κουδούνια και κρόταλα και κουταλο-πήρουνα».
«Αλήθεια; Δεν μου φαίνεται ότι θα ήταν και πολύ όμορφες!»
«Πώς δεν ήταν όμορφες! Βάζανε όλη τους την τέχνη!»
«Άντε, να πούμε ότι ήταν όμορφες, μα να κρεμάς και κουταλο-πήρουνα και κουδούνια;» ανατρίχιασε ο Φώτης.
«Δεν το έκαναν όλοι αυτό!»
«Και λοιπόν, αυτό σημαίνει "αλλιώς";»
«Όχι, όχι μόνο αυτό!» ο Στράτος υπερασπιζόταν κάτι το οποίο δεν μπορούσε να περιγράψει και καλά. «Ήταν το ότι μαζεύονταν γύρω από το τζάκι, παρέες μεγάλες, και λέγανε ιστορίες και παραμύθια. Περνούσανε από τα σπίτια και τραγουδούσανε πειραχτικά στιχάκια στους νοικοκυραίους. Και το ότι φτιάχνανε μόνοι τους χαρταετούς. Δεν το βρίσκεις κι εσύ ότι αυτό ήταν πιο ενδιαφέρον από το σκέτο χορό του σχολείου που πάμε εμείς;»
«Φυσικά και είναι πιο ενδιαφέρον, και σίγουρα κι εκείνοι καλά θα διασκέδαζαν, αλλά πες μου, βρίσκεις κανέναν τρόπο να κάνουμε και την δική μας Αποκριά πιο ενδιαφέρουσα;»
«Να, όταν μου τα έλεγε αυτά ο παππούς χθες, κατάλαβα πως θα ήθελε να μπορούσε να ξαναζήσει τέτοιες στιγμές. Μελαγχόλησα λιγάκι, ξέρεις. Ιδίως αυτό με τον χαρταετό. Να μπορούσαμε να κάνουμε τουλάχιστον αυτό».
«Δεν έχεις άδικο, κι ο μπαμπάς μου λέει πως οι δικοί του χαρταετοί όταν ήταν μικρός, πήγαιναν πιο ψηλά από ότι αυτοί που αγοράζουμε εμείς σήμερα. Λες να τους έφτιαχνε κι αυτός μόνος του;»
«Κι ύστερα, είναι και το άλλο. Βλέπω και ξαναβλέπω τα ίδια θέματα, τις ίδιες περίπου στολές κάθε χρόνο. Τις έχω φορέσει ήδη όλες, τουλάχιστον αυτές που θα μου άρεσαν εμένα να φορέσω, κι είμαι μόλις δέκα χρονών!» Ο Στράτος δεν είχε μόνο αναποδιά σήμερα, είχε και κάποια επιχειρήματα.
«Σωστά τα λες. Αν δεις το batman δίπλα στον spiderman, δεν έχουν και τεράστιες διαφορές – εκτός από το χρώμα τους δηλαδή. Η Κάρμεν, η Σταχτομπούτα και καμιά δεκαριά πριγκίπισσες το ίδιο! Αλλά τι να κάνουμε τώρα, αυτές έχουμε, αυτές θα φορέσουμε. Δε μου φαίνεται να περισσεύουν του μπαμπά μου για τίποτε περισσότερο» Ο καημένος ο Φώτης ονειρευόταν φέτος να ντυθεί ιππότης αλλά δεν γινόταν. Φέτος σειρά είχε η αδελφή του για να της αγοράσουν στολή, που την περίμενε 2 χρόνια. Λυπόταν και για τους δυο τους, αλλά αυτό δεν μείωνε το κέφι του.

tale carnival

Ο Στράτος σταμάτησε να περπατά και ανάγκασε και τον Φώτη να κάνει το ίδιο.
«Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ. Θέλουμε να είμαστε διαφορετικοί μασκαράδες αλλά δεν θέλουμε να ξοδέψουμε και πολλά χρήματα. Θέλουμε να ευχαριστηθούμε γέλιο και πειράγματα και δεν θέλουμε απλά να πάμε κάπου και ν' ακούσουμε μουσική. Και θέλουμε να έχουμε τον χαρταετό που θα νικήσει όλους τους άλλους! Αυτό θα πει "αλλιώς"». Ο Στράτος ένιωσε μιαν κάποια ανακούφιση, που έβαλε το Φώτη επιτέλους στο νόημα.
«Ναι, και θα πάμε τώρα σπίτι, θα τους τα πούμε όλα αυτά, και πολύ θα χαρούνε όλοι! Θα μας στείλουν κατ' ευθείαν για μελέτη και μη σου πω ότι θα μας ξεχάσουν στα δωμάτιά μας κιόλας!» Ο Φώτης δεν τολμούσε ούτε να σκεφτεί πώς θα ξεφούρνιζε αυτές τις φαεινές ιδέες στο σπίτι του χωρίς να προκαλέσει πανδαιμόνιο.
Αφού φτάσανε στο "σταυροδρόμι του χωρισμού" – που το λέγανε έτσι γιατί ήταν το σημείο που χωρίζανε κάθε φορά και τραβούσε ο ένας για το σπίτι του προς τα αριστερά κι ο άλλος προς τα δεξιά, - ο Φώτης είχε μια ιδέα. «Αφού από τις ιστορίες του παππού σου ξεκίνησε όλο αυτό, γιατί δεν του λες να μας βοηθήσει εκείνος;»
«Βρε πώς δεν το είχα σκεφτεί πρώτος;» Ο Στράτος χτύπησε το κούτελό του με την παλάμη του. Και θαρρείς αυτό το χτύπημα τον έκανε ν' αρχίσει να σκέφτεται κι εκείνος πυρετωδώς, ενώ μέχρι πριν μια στιγμή ήταν "μπλοκαρισμένος". «Έχεις δίκιο! Ο παππούς θα μας βοηθήσει! Ξέρει στα σίγουρα τι πρέπει να γίνει και ακόμη κι αν δεν θυμάται κάποια πράγματα, αφού έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε, θα καλέσουμε σε βοήθεια και τους μπαμπάδες».
«Μμμμ....» Ο Φώτης δεν ήταν και πολύ αισιόδοξος με την συμμετοχή των γονιών του σε όλη τη διαδικασία. Η μαμά έμενε ατελείωτες ώρες στο γραφείο της κι όταν ερχόταν πάντα είχε πολλά πράγματα να κάνει. Ο δε μπαμπάς, ούτε όταν έφτανε στο σπίτι δεν σταματούσε να εργάζεται. Όσο για την ... "Κάρμεν"-αδελφή του, αυτή μόνο με την ομορφιά της ήθελε να ασχολείται.
Αλλά ο ενθουσιασμός του Στράτου δεν μπορούσε να μπει σε ρέγουλα, κι έτσι μπήκε στο σπίτι φουριόζος, και καθώς ήταν Κυριακή, εξήγησε με φόρα στον μπαμπά του τι ήθελε να κάνει. Τόση ήταν η φόρα του που δεν έβαζε τελεία στις προτάσεις του! «Να πούμε στον παππού να μας μάθει πώς να φτιάχνουμε περούκες, κι όσο για μαλλί, θα κλέψουμε από τα πλεκτά της γιαγιάς! Να μετρήσουμε πόσα πηχάκια θέλουμε για τους αετούς και να ζητήσουμε από τον μπαμπά του Θόδωρου που είναι μαραγκός, να μας τα φτιάξει. Να παραγγείλουμε χρωματιστά χαρτιά στο βιβλιοπωλείο και σπάγκο. Πού θα βρούμε σπάγκο; Λες να έχει η μαμά κανένα παλιό-πανο που δεν το χρειάζεται;» Έλεγε, έλεγε, έλεγε. Στο τέλος καταπιάστηκε να γράψει τι έχει να κάνει – πράγμα που ήταν πολύ καλύτερο από το να ασχοληθεί με τα μαθηματικά του που είχε αφήσει στη μέση -, για να μην ξεχάσει τίποτε.

tale carnival


«Ο παππούς σου με είχε μάθει να χρησιμοποιώ κουρκούτι αντί για κόλλα. Τι με κοιτάς; Εκείνη την εποχή, με αλευρόκολλα – νερό κι αλεύρι δηλαδή – κολλάγαμε τις ριζόκολλες που φτιάχναμε τους χαρταετούς. Άμα θες σου δείχνω. Αλλά, τώρα πια, έχουμε ένα σωρό επιλογές σε κόλλες, και μάλλον θα γίνει η ζωή μας πιο εύκολη αν τις χρησιμοποιήσουμε». Ο μπαμπάς, ο μπαμπάς που μόνο μια Κυριακή του έμενε για να ξεκουραστεί, είχε σηκώσει τα μανίκια του κι ήταν έτοιμος να βάλει ένα χεράκι για να γίνουν όλα όπως τα ονειρεύονταν τα παιδιά.
«Και να πούμε του παππού να έρθει εδώ να σας δείξει ό,τι θέλετε»
Κι έτσι το τηλέφωνο .. "πήρε φωτιά". Ο μπαμπάς πήρε τον παππού για περαιτέρω οδηγίες κι ο Στράτος τον Φώτη για να καταστρώσουν τα σχέδιά τους. Μέχρι το βράδυ όλο γι' αυτό μιλούσαν μέσα στο σπίτι – παρά τρίχα να ξεχάσει ολωσδιόλου τα μαθηματικά ο Στράτος!
Η επόμενη εβδομάδα ήταν πολύ έντονη. Κουμπαράδες άνοιξαν, χρήματα μετρήθηκαν. Κάθε απόγευμα τα παιδιά αγόραζαν κι από κάτι που τους χρειαζόταν. Στην μεγάλη τραπεζαρία του Στράτου, ήταν αραδιασμένα όλα όσα χρειάζονταν και το δωμάτιο έμοιαζε με ... οικοδομή! Αλλά τη μαμά του, περιέργως, δεν την ένοιαξε καθόλου. Ίσα – ίσα που τους έφτιαχνε και τοστάκια και τους καθάριζε και φρούτα για να έχουν κάτι να μασουλίζουν όση ώρα καταγίνονταν με τις ετοιμασίες τους.
Σε όλον αυτό το σαματά, ο παππούς δεν έλειψε. Μόνο που άφησε στην άκρη το κομπολόι του – είχε πιο ενδιαφέροντα πράγματα να κάνει. Φαινόταν δε να χαίρεται κάθε στιγμή κι αυτός ολόιδια όπως ο εγγονός του.
Την επόμενη Κυριακή της Αποκριάς, τα πάντα ήταν έτοιμα. Ο Στράτος είχε καταφέρει να φτιάξει μια στολή Ζορό, κι η μπέρτα του έγινε από ένα κομμάτι μαύρο ύφασμα φόδρας που είχε κρατημένο σ' ένα ντουλάπι η μαμά του. Για όταν θα έραβε παλτό. Η ... "Κάρμεν" – αδελφή του Φώτη, έραψε στο κέντρο της κάπας του ένα τεράστιο άσπρο "Ζ". Τι κι αν ήταν ασύμμετρες οι βελονιές; Μια χαρά φαινότανε! Με μπόλικη ζωγραφική σε χοντρό χαρτόνι κι αρκετά πειράματα για να βρεθεί η σωστή θέση των ματιών, φτιάχτηκε και η μάσκα. Πασπαλίστηκε και ασημόσκονη, έτσι, για να προσδώσει έναν τόνο μυστηρίου στη μαύρη στολή. Όσο για σπαθί, ας είναι καλά οι παλιότερες στολές του Στράτου που όλο και κάτι ξέμεινε. Ένιωθε πολύ περήφανος όταν την φόρεσε κι έστρωνε του τις πιέτες της . Όχι γιατί ήταν ωραία – υπήρχαν κι ομορφότερες -, αλλά γιατί την είχε κάνει μόνος του.


Και ο Φώτης επιτέλους μεταμορφώθηκε σε πρίγκηπα, κάτι που τόσο λαχταρούσε. Σ΄ ένα κόκκινο παντελόνι της αδελφής του, προστέθηκαν ρίγες χρυσές. Κι άλλη μια μπέρτα από το ίδιο πατρόν του Ζορό, φτιάχτηκε σε χρώμα χρυσό αυτή τη φορά. Κόκκινα, ζωγραφιστά σιρίτια την έκαναν να φαίνεται πολύ αριστοκρατική, ας είναι καλά οι μαρκαδόροι του! Στο λευκό του πουκάμισο, αυτό που φόρεσε στην παρέλαση, ο Φώτης έβαλε τη μαμά να του στερεώσει το δαντελένιο μαντηλάκι της, να φαίνεται σαν πλουμιστή γραβάτα. Και στα παπούτσια του κόλλησε τεράστιους φιόγκους από χαρτόνι, βαμμένους κοκκινόχρυσους, να είναι ταιριαστοί με την υπόλοιπη στολή του.
Τα τρία παιδιά είχαν προσπαθήσει πολύ αλλά καμάρωναν ακόμη περισσότερο. Πιαστήκανε αγκαζέ και πήρανε σβάρνα τα σπίτια των συμμαθητών τους, να μοιράσουν "καλημέρες" και πειράγματα. Και να τους πούνε πως όποιος ήθελε και μπορούσε, ο παππούς του Στράτου είχε την όρεξη να τον μάθει να φτιάχνει χαρταετό. Όχι έναν απλό χαρταετό. Τον ΤΕΛΕΙΟ χαρταετό. Νιώθανε έτοιμοι για τον περιβόητο "χορό του σχολείου" κι ακόμη περισσότερο έτοιμοι να μάθουν και σε άλλους πως πρέπει να βάζουν το μυαλό τους και τα χέρια τους να δουλεύουν. Καταλάβαιναν, από το θαυμασμό των άλλων παιδιών, πως δεν ήταν η τελειότητα της στολής ούτε τα πολλά της στολίδια που τον προκαλούσαν αυτό το θαυμασμό. Ήταν η δική τους, προσωπική πινελιά, που έφερνε το όμορφο αποτέλεσμα. Ήταν οι ώρες που είχαν περάσει προσπαθώντας και κάνοντας λάθη και πειράματα και γελώντας με όλα αυτά. Ήταν η χαρά της προετοιμασίας. Ήταν και το σμίξιμο μικρών και μεγάλων σε ιδέες αλλά και σε έργα, προκειμένου όλοι να έχουν ένα μερτικό από αυτή τη χαρά. ΑΥΤΟ ακριβώς έβλεπαν κι όλοι οι άλλοι. Και δεν ήταν λίγα τα παιδιά που αποφάσισαν να τους συμβουλευτούν, έστω και με τα λίγα που ήξεραν.
Έτσι, ο Στράτος που ήθελε Αποκριές "αλλιώς", αλλά που δεν ήξερε πώς ακριβώς να το πει, τελικά κατάφερε να δώσει το σωστό νόημα σ' αυτό που ονειρευόταν και να το μοιραστεί με την οικογένεια και τους φίλους του. «Αν τώρα πάει καλά κι η δοκιμή με το πέταγμα του αετού και δεν ρεζιλευτούμε, τότε θα μπορώ να καμαρώνω όσο θέλω!», σκεφτόταν. «Ευτυχώς προλαβαίνουμε. Κι αν υπάρχει λάθος, θα το διορθώσουμε!»
Αλλά, το τι σκέρτσα τους έκανε ο χαρταετός κι αν πήγε κάτι στραβά τελικώς .... αυτό είναι μία άλλη ιστορία!

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved