Το παραμύθι της εβδομάδας: Το πιο μικρό παραμύθι!
Δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Πώς να κρατήσεις φρόνιμο τον μικρό σου αδελφό και μάλιστα για πολύ ώρα; Το πράγμα δυσκολεύει περισσότερο όταν ο μικρός σου αδελφός είναι ο Αντώνης.
Της Πέγκυς Παπαδοπούλου
Τι θα πει αυτό; Μα, όλοι ξέρουν τον Αντώνη. Είναι... λιγάκι «ιδιαίτερος». Κοντός, στρουμπουλός, με λίγα δόντια, ανακατεμένα μαλλιά και φοράει ακόμα πάνες. Όλη την ώρα τρέχει. Με μεγάλη ταχύτητα, οπότε τις περισσότερες φορές, πέφτει. Κι όταν βαριέται να τρέχει, μπουσουλάει. Λέει τις μισές λέξεις μπερδεμένες, τόσο που ούτε αυτός δεν τις καταλαβαίνει, και τις άλλες μισές δεν τις λέει καθόλου. Το «ρο» το προφέρει «λο». Κι επιμένει να μιλάει. Προφανώς μια γλώσσα άγνωστη σε όλους μας μέσα στο σπίτι, που την καταλαβαίνει όμως μόνο η μαμά.
Για παράδειγμα, εγώ ακούω τον Αντώνη να λέει «σέλω λαλό» και δεν του δίνω καμία σημασία. Πώς να του δώσω; Μήπως καταλαβαίνω τι ζητάει; Ενώ η μαμά, θα πει αμέσως : «νερό θέλει το αγοράκι μου;»
Ο Αντώνης είναι τώρα «το αγοράκι» της. Εγώ ... είμαι ο «μεγάλος γιος». Το λέει με καμάρι. Περισσότερο καμάρι δε γίνεται! Μου αρέσει να το ακούω. Αλλά το αγοράκι της είναι ο Αντώνης.
Ο οποίος Αντώνης θα μπορούσε κάλλιστα να μην είναι αγόρι, να είναι ένα ... ζουζούνι. Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Κάτι που πετάει ενοχλητικά γύρω μου όλη την ώρα – εντάξει, δεν πετάει, αλλά μπουσουλάει και μερικές φορές τρέχει κιόλας. Γύρω μου πάντα. Ιδίως την ώρα που θέλω να παίξω με τα δικά μου παιχνίδια. Τότε παρατάει τα δικά του γιατί τα δικά μου είναι ωραιότερα. Ζουζουνίζει. Ενοχλητικά. Ζητάει – και μάλιστα όχι και με πολύ ευγένεια – το ένα ή το άλλο από τα παιχνίδια μου. Δύσκολα μου τα δίνει πίσω μετά. Αλλά εγώ, σαν «μεγάλος γιος», τον αφήνω και να ζουζουνίζει και να είναι γύρω μου και να μου παίρνει τα παιχνίδια. Γιατί εγώ είμαι «ώριμος».
Τι ακριβώς σημαίνει «ώριμος» δεν έχω καταλάβει. Ο μπαμπάς λέει είμαι «ώριμος» όταν δεν γκρινιάζω για τα όσα τραβάω από τον Αντώνη. Η μαμά λέει πως είμαι «ώριμος» όταν την βοηθώ στις δουλειές της ΚΑΙ προσέχω και τον Αντώνη να μην κάνει τις ζαβολιές και τις ζημιές του.
Ο Αντώνης πάλι, τις ζημιές τις έχει στο τσεπάκι του. Ζωγραφίζει με τους μαρκαδόρους του έξω από το χαρτί που του δίνεις, και κάνει χάλια το τραπέζι. Πασαλείβεται με σοκολάτα. Σκορπάει παντού παιχνίδια. Τραβάει το τραπεζομάντηλο και πέφτουν κάτω τα πράγματα που κατά λάθος έχουμε αφήσει πάνω στο τραπέζι. Βάζει ένα μολύβι – ΔΙΚΟ ΜΟΥ μολύβι εννοείται! – στην κλειδαρότρυπα και το σφηνώνει καλά – καλά, και φωνάζουμε κλειδαρά να επισκευάσει τη ζημιά. Τραβολογάει το κομπολόι του παππού ώσπου σπάει και πέφτουνε κάτω οι χάντρες και τις μαζεύω μία-μία στα γρήγορα, μην τύχει και τις βάλει στο στόμα και πνιγεί.
Με όλα αυτά όμως, κι άλλα πολλά που δεν μπορώ να τα γράψω, αφού κι εγώ μικρό παιδί είμαι ακόμη, ο Αντώνης με αγαπάει. Και μου το δείχνει όπως μπορεί. Όταν είμαι στεναχωρημένος – τις περισσότερες φορές δηλαδή γιατί κάποιος θα με έχει μαλώσει για κάτι που δεν θα φταίω και πολύ -, έρχεται και με αγκαλιάζει και μου λέει δυνατά, λες και είμαι κουφός: «παπάω Μέμη μου». Πράγμα που σημαίνει «σε αγαπάω Αριστομένη μου». Αλλά πώς να πει το όνομά μου ο Αντώνης; Μήπως είναι κι ένα εύκολο όνομα; Αριστομένης. Αυτό μέχρι κι εγώ δυσκολεύτηκα να το μάθω, όχι ο μικρός! Που λέει ακόμη το νερό «λαλό» και περιμένει να του δώσουμε κιόλας!
Έτσι με φωνάζει, Μέμη. Αυτός να δείτε, θα μεγαλώσει καμιά μέρα, θα μπορέσει να πει καλά το όνομά μου, αλλά μέχρι τότε εμένα θα μου έχει μείνει το Μέμης και το κανονικό μου όνομα δεν θα το θυμάται κανείς!
Εγώ λοιπόν, είμαι ο Μέμης, ο μεγάλος γιος, ο ώριμος. Όλα αυτά μαζί. Α... και κάτι ακόμη. Κι εγώ τον αγαπάω τον Αντώνη. Κι ας μην τον αντέχω όλες τις φορές. Τρελαίνομαι όταν του χτενίζω τα μαλλιά και του βάζω και κολόνια κι εκείνος καμαρώνει λες κι είναι μεγάλος γόης! Μου αρέσει που μοιραζόμαστε το δωμάτιό μου, που είμαι ο πρώτος που βλέπει κάθε πρωί που ξυπνά και αρχίζει να λέει λογάκια μέσα στην κούνια του, που του δίνω «το φιλί της καληνύχτας». Τον αγαπάω τον Αντώνη όταν βάζει τα στρουμπουλά του χεράκια στο λαιμό μου και μου λέει «παπάω Μέμη μου».
Άντε τώρα να βρω εγώ τρόπο να τον κρατήσω ήσυχο, πράγμα που είναι δύσκολο έστω και για λίγο. Αλλά η μαμά πρέπει να πάει να αγοράσει τα φάρμακα της γιαγιάς και να της τα πάει και στο σπίτι. Πράγμα που σημαίνει ότι θα λείψει αρκετή ώρα. Κι ο μπαμπάς είναι στη δουλειά. Η μαμά βέβαια υποσχέθηκε πως δεν θα αργήσει. Ο φαρμακοποιός όμως; Αυτός δεν υποσχέθηκε ότι θα την εξυπηρετήσει αμέσως. Οπότε, την αργοπορία της μαμάς την έχω σχεδόν σίγουρη.
Αλλά η μαμά λέει πως έχει εμπιστοσύνη στον μεγάλο της γιο. Κι έτσι εγώ, ο Μέμης, ο μεγάλος γιος, ο ώριμος, πρέπει να φανώ αντάξιος αυτής της εμπιστοσύνης.
Από ότι κατάλαβα λοιπόν, εγώ πρέπει να κάνω τα εξής πράγματα για όση ώρα λείπει: να φροντίσω τον Αντώνη, να καταλάβω τι ζητάει αν ζητήσει κάτι και να τον βοηθήσω, να τον εμποδίσω να κάνει ζημιές και κυρίως να τον εμποδίσω να κάνει οτιδήποτε θα μπορούσε να τον βλάψει.
Καταστρώνω σχέδιο. Του δίνω χαρτιά και μαρκαδόρους να ζωγραφίσει και κάθομαι δίπλα του να κάνω το ίδιο. Σκέφτομαι πως αυτό θα τον κρατήσει απασχολημένο για αρκετή ώρα. Και η πλαστελίνη. Θα κάνουμε κάστρα και πύργους με αυτή. Αρκεί να μην του έρθει η ιδέα να τη φάει – τώρα τελευταία βάζει τα πάντα στο στόμα του!
Αλλά, φυσικά, ο Αντώνης δεν θα καθίσει φρόνιμος. Ίσως λίγο στην αρχή. Μα οι μαρκαδόροι είναι βαρετοί, και την πλαστελίνη ίσα που πρόλαβα να του την αρπάξω από το χέρι, αλλιώς θα είχε καταπιεί πανηγυρικά ένα κομματάκι από το πράσινο χρώμα!
Κι ο Αντώνης αρχίζει τα τρεχαλητά με τα αυτοκινητάκια του και τη μπάλα του, κι εγώ από πίσω τρέχω πανικόβλητος μην τύχει και στουκάρει σε καμιά γωνία και έχουμε καρούμπαλα και τι να κάνω εγώ, ένα μικρό αγόρι, με ένα καρούμπαλο μέχρι να έρθει η μαμά;
Έχουμε ήδη ιδρώσει και οι δύο και ... ο χρόνος φαίνεται να περνά απελπιστικά αργά. Πότε θα έρθει η μαμά; Κάθομαι στην άκρη του καναπέ προβληματισμένος. Και κουρασμένος για να λέμε και του στραβού το δίκιο. Ο Αντώνης νομίζει ότι έχω στεναχώρια μεγάλη – δεν είναι και τελείως ψέματα αυτό, σωστά; Στεναχωριέμαι και γιατί νομίζω πως αυτός δεν περνά καλά μαζί μου και γιατί φοβάμαι μήπως μας συμβεί κάτι όσο λείπει η μαμά.
«Αχ, Αντώνη, να γινόταν να καθίσεις λίγο φρόνιμος!» του λέω με απελπισία.
Κι εκείνος σα να με καταλαβαίνει, σα να νιώθει τη στεναχώρια μου, με αγκαλιάζει. Είναι κι αυτό μια μικρή ησυχία, στην τόση φασαρία που κάνει!
«Μέμη μου, σέλω μύθι» μου λέει χαδιάρικα
«Μύτη; Τι μύτη; Έχεις μύξες;» λέω έντρομος. Άντε τώρα να του την ξεβουλώσεις! Συνήθως, κατά την διάρκεια μιας τέτοιας διαδικασίας, φωνάζει, σκούζει, χτυπιέται, και μόνο η μαμά μπορεί να τον κάνει καλά. Πώς θα τα καταφέρω μοναχός μου;
«Όσι, όσι, σέλω μύθι!» Επιμένει αυτός. Εντάξει Αντώνη, κατάλαβα, δεν έχεις μύξες. Τι να θες όμως;
«Παραμύθι;» του λέω διστακτικά
«Ναι!» φωνάζει πάλι με όλη του τη δύναμη. Προφανώς, μάντεψα σωστά.
«Εντάξει, αδελφούλη, παραμύθι!» Καμαρώνω. Είμαι ο Μέμης ο ώριμος και κατάλαβα τι θέλει ο αδελφός μου, να μην καμαρώσω;
Τώρα τρέχω εγώ μπροστά. Ο Αντώνης από πίσω. Πατάω στις μύτες των ποδιών μου και κατεβάζω από τη βιβλιοθήκη όσα παραμύθια νομίζω ότι μπορώ να του διαβάσω. Αν κι εγώ ακόμη δεν διαβάζω καλά. Μπορώ όμως να τα πω με δικά μου λόγια. Άλλωστε, τα περισσότερα τα ξέρω πολύ καλά. Πέντε παραμύθια φτάνουν μέχρι να γυρίσει η μαμά; Θα δούμε....
Ξανακαθόμαστε στον καναπέ. Κολλητά ο ένας με τον άλλο, για να μπορεί να βλέπει τις φωτογραφίες των παραμυθιών.
Παίρνω το πρώτο βιβλίο και το ανοίγω. Ξεκινάω να διαβάζω.
«Μια φορά κι έναν καιρό...»
«Παπάω Μέμη μου», πετάγεται ο Αντώνης και με ξαναφιλάει. Τον αγκαλιάζω. Με το ένα χέρι. Το άλλο μου χρειάζεται για να γυρίζω τις σελίδες.
Λέω ότι μου κατέβει. Ο Αντώνης δεν κουνιέται. Κάθεται. Πράγμα εξαιρετικά σπάνιο. Συνεχίζω να λέω κάτι που μοιάζει με την ιστορία του βιβλίου. Είναι και λίγο δική μου ιστορία όμως. Του Αντώνη φαίνεται να του αρέσει πολύ. Γελάει με την ψυχή του. Κι εγώ γελάω. Για άλλους λόγους. Ο μικρός μου αδελφός με ακούει, δεν κουνιέται, δεν έχει φύγει από δίπλα μου, έχει ξεχάσει ότι λείπει η μαμά και μ' αγαπάει κι από πάνω!
Το κλειδί ακούγεται στην κλειδαριά και η μαμά μπαίνει μέσα φουριόζα. «Τι κάνουν τα αγόρια μου;» ρωτάει με λίγη ανησυχία είναι η αλήθεια.
«Μύθι!» λέει ο Αντώνης
«Αααα, μπράβο, διαβάζετε παραμύθι!» Πώς τα καταλαβαίνει όλα η μαμά;
Κι ο Αντώνης, που μάλλον του είχε λείψει η μαμά περισσότερο από ότι θα μπορούσε ποτέ να πει, γυρίζει σε εμένα, κλείνει το βιβλίο, το βάζει στην άκρη και λέει «τε ζήτανε ατί καλά τε μις καλύτελα!» Που πάει να πει «και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», αλλά σε διασκευή του αδελφού μου «τέλος το διάβασμα, ας κάνω μερικές σκανταλιές τώρα!»
Πολύ ανακουφίστηκα που γύρισε η μαμά! Κι εκείνη ανακουφίστηκε που δεν πάθαμε τίποτε όσο έλειπε. Και μου έδωσε πολλά «μπράβο» επειδή ακριβώς είμαι ώριμος. Και πήρα και μια αγκαλιά περισσότερη την ώρα που ο Αντώνης είχε πάει να κάνει-ποιος-ξέρει-ποια σκανταλιά του!
Δεν θυμάμαι ποιο παραμύθι του διάβασα. Σίγουρα όμως θα ήταν το πιο μικρό παραμύθι του κόσμου! Δεν είχε αρχή, δεν είχε μέση και είχε ένα τέλος μάλλον απότομο. Ευτυχώς. Γιατί, για σκεφτείτε να έπρεπε να του πω ένα μεγαλύτερο ... ποιος ξέρει ... θα καθόταν άραγε ήσυχος τόση πολλή ώρα;