Το παραμύθι της εβδομάδας: Ο γύψος των φίλων!

Η Άλκηστη έχει πέσει πολλές φορές. Μερικά καρούμπαλα, αρκετές γρατζουνιές και μελανιές ήταν τα πιο συχνά "συμβάντα" της σχολικής της καθημερινότητας. Αλλά, μέχρι εκεί. Σοβαρότερα πράγματα δεν είχε πάθει – τουλάχιστον μέχρι τώρα.

Το παραμύθι της εβδομάδας: Ο γύψος των φίλων!

Της Πέγκυς Παπαδοπούλου

2 1
2 1
2 1
2 1

Μπορεί λοιπόν να έβαζε και λιγάκι τα κλάματα, μετά από λίγο όμως γυρνούσε στις δραστηριότητές της και ξεχνούσε τον πόνο της εύκολα. Σε αυτό, πολύ την είχαν βοηθήσει και οι γονείς της, που όπως της έλεγαν, "με μια σφιχτή αγκαλιά κι ένα μεγάλο χαμόγελο περνάνε σχεδόν όλα", έτσι ακριβώς της φέρονταν σε οποιοδήποτε μικρό ατύχημα πάθαινε.
Πάνω – κάτω, τα ίδια πάθαιναν και τα υπόλοιπα παιδιά, στο σχολείο, στη γειτονιά, στην παιδική χαρά. Μάλιστα, η Άλκηστη έκανε με τους φίλους της και "διαγωνισμό" για το ποιος είχε τις περισσότερες ή τις μεγαλύτερες μελανιές στα γόνατά του. Μερικές φορές γελούσαν κιόλας με τα παθήματά τους. «Θυμάσαι τότε που πήρες εκείνη την απότομη στροφή με το ποδήλατο κι ήρθες μούρη με μούρη με το κράσπεδο;» «Κι εσύ ξέχασες πως, για να φτάσεις τα πιο ψηλά κορόμηλα της γιαγιάς σου, έσπασες το κλαδί που πατούσες και έκανες ένα ωραίο "πλατς" στις λάσπες του κήπου της;» Και, αφού τα πρώτα μυξο-κλάματα είχαν περάσει και κανένα μεγάλο κακό δεν τους είχε βρει, τους έπιαναν τα γέλια.

Αλλά, σήμερα, όλη η τάξη της Άλκηστης έπαθε ένα μικρό σοκ. Γιατί ο Πάνος έσκασε μύτη το πρωί, αρκετά μετά το χτύπημα του κουδουνιού και συνοδευόμενος από τη μαμά του, με το ένα χέρι του στο γύψο. Τα παιδιά μείνανε με το στόμα ανοιχτό. Πρώτη φορά έβλεπαν από κοντά κάποιον με γύψο κι ακόμη πρώτη φορά ο Πάνος, που ήταν εξαιρετικά ζωηρός, στεκόταν δίπλα στη μαμά του εξαιρετικά φρόνιμος, σαν βρεμένο γατί.
Η μαμά του Πάνου εξήγησε τον λόγο της καθυστέρησής τους, ή καλύτερα, τον έδειξε: το γύψο. Όταν η δασκάλα ρώτησε «πώς έγινε αυτό;», η μαμά του Πάνου περιορίστηκε να πει πως ήταν μία ακόμη από τις "απροσεξίες του". Ο Πάνος, ούτε κουβέντα. Και είχε όλη αυτή την ώρα τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα.
Η Άλκηστη, ξεπερνώντας το αρχικό της σοκ – και φροντίζοντας να κλείσει το στόμα της που είχε ανοίξει τόοοοσο μεγάλο από την έκπληξη - , βάλθηκε να τον βοηθήσει: του πήρε την τσάντα, του έφτιαξε την καρέκλα και του έβγαλε το μπουφάν. Κι ο Πάνος την κοίταξε με ευγνωμοσύνη. Πονούσε, κι όπως του είπε ο γιατρός, θα πονούσε μερικές μέρες ακόμη. Και φυσικά, δυσκολευόταν να κάνει οτιδήποτε. Πάλι καλά που ήταν το αριστερό χέρι του, κι όχι το δεξί! Τι θα έκανε τότε, που ήταν δεξιόχειρας;

Ο καθένας καταλαβαίνει πως η πρώτη ώρα μέχρι το διάλειμμα πέρασε με όλα τα παιδιά της τάξης να κοιτούν το γύψο του Πάνου, και τον ίδιο να κοκκινίζει ολοένα και περισσότερο, που ήταν το κέντρο τόσης προσοχής. Την κυρία τους λίγοι την πρόσεξαν.....
Ήταν επίσης αναμενόμενο, να μαζευτούν όλοι γύρω του με το πρώτο "ντριιιιν" του κουδουνιού. Και οι ερωτήσεις να πέφτουν βροχή:
«Πόσο βαρύς είναι ο γύψος;»
«Πού το έπαθες;»
«Πώς το έπαθες;»
«Πόνεσε πολύ;»
Κι ένα σωρό τέτοιες. Δεν ήξερε σε ποιον να πρωτο – απαντήσει. Τα έλεγε λοιπόν κι αυτός μαζεμένα:
«Ναι, πόνεσε, πόνεσε πολύ. Άκουσα κι ένα κρακ καθώς έπεφτα πάνω στο χέρι μου»
«Έκλαψες;»
«Φυσικά και όχι ... όχι πολύ δηλαδή. Τι να κάνω ρε παιδιά αφού πονάει; Και τώρα ακόμη μου έρχεται να κλαίω. Νομίζετε ότι είναι εύκολο να έχεις ένα γύψο; Και να προσπαθείς ας πούμε να ντυθείς ή να φορέσεις τα παπούτσια σου; Αλλά στο νοσοκομείο ήμουν κύριος. Από δω με τραβάγανε από κει με σέρνανε, εγώ κιχ δεν έκανα!»
«Πώς το έπαθες;» Δεύτερη φορά αυτή η ερώτηση. Και τι να απαντήσει ο Πάνος; Πως το έπαθε από καθαρή χαζομάρα; Πώς να το παραδεχτεί τέτοιο πράγμα; Ουφ πια! Θα τους το έλεγε.
«Έβαζα ένα παγάκι στον καφέ του μπαμπά μου. Αλλά μου γλίστρησε από το χέρι μου κι έπεσε στο πάτωμα ... και το είδα να τσουλάει πολύ όμορφα πάνω στα πλακάκια της κουζίνας. Σκέφτηκα λοιπόν πως ίσως να μπορούσα να τσουλήσω έτσι κι εγώ .... Χαριτωμένα!»

«Και τι έκανες δηλαδή;» Αυτή η Άλκηστη μερικές φορές ... ήθελε να μαθαίνει και την παραμικρή λεπτομέρεια.
«Ε, τι να έκανα, κάτω είχε πέσει, οπότε το πέταξα στα σκουπίδια κι έβαλα άλλο στον καφέ του μπαμπά μου!»
«Άσε τον καφέ και πες μας πώς έπεσες!» Σιγά μην της ξέφευγε της Άλκηστης τίποτε.
«Ε... να... σκέφτηκα πως άμα ρίξω το πάτωμα δυο παγάκια, και βάλω από ένα πόδι μου πάνω στο καθένα παγάκι, θ' αρχίσω κι εγώ να στροβιλίζομαι. Σαν το πατινάζ! Πάντα μου ήθελα να κάνω πατινάζ!» Κοίταξε τους συμμαθητές του που κρέμονταν από τα χείλη του. Της Άλκηστης όμως το ένα φρύδι ήταν σηκωμένο.
«Έκανες πατινάζ;»
«Έκανα! Στην αρχή ήταν ωραιότατα. Φφφσστ ... κι απλώθηκε το ένα μου πόδι μπροστά. Ένιωθα σα να πετούσα. Αλλά... φφφσστ .... Το δεύτερο πόδι μου δεν είχε την ίδια χορευτική ικανότητα με το πρώτο!»
«Δηλαδή;» ρώτησε η Άλκηστη.
«Δηλαδή, αντί να κάνω φφφσστ – φφφσστ – φφφσστ ανάλαφρα γύρω από το τραπέζι της κουζίνας, όπως ήθελα, το δεύτερο πόδι μου έκανε ένα ζζζμπανγκ σε λάθος κατεύθυνση, χτύπησε με φόρα το ψυγείο και το πρώτο πόδι σηκώθηκε στον αέρα... και μετά προσγειώθηκα πάνω στο χέρι μου με όλη τη φόρα που είχα πάρει!» Η αλήθεια είναι πως τώρα που το διηγήθηκε στους συμμαθητές του, ένιωσε πως η όλη φάση ήταν κάπως αστεία, και τους έπιασαν όλους τα χάχανα.
«Μα, δεν κατάλαβες πως θα έπεφτες με τα μούτρα καημένε μου; Άλλο πράγμα το πατινάζ πάνω στον πάγο κι άλλο πράγμα το γλίστρημα πάνω σε παγάκια!» η Άλκηστη γελούσε μεν αλλά του καταλόγιζε την απροσεξία του.
«Ε, δεν θα το πιστέψεις», της είπε αμέσως ο Πάνος, «κι ο μπαμπάς μου το ίδιο ακριβώς πράγμα είπε!»

«Κι η μαμά σου; Εκείνη δεν είπε τίποτε;» Όλοι ήξεραν πως χρόνια προσπαθούσε η καημένη η μαμά του να τον κάνει λίγο πιο φρόνιμο. Αλλά ο Πάνος, τη μια στιγμή της υποσχόταν πως θα βάλει τον καλύτερο εαυτό του και την αμέσως επόμενη σκαρφιζόταν μια καινούρια σκανταλιά.
«Είπε πως ήταν θαύμα που τελικά δεν έπεσε και το ψυγείο να με πλακώσει από πάνω με τις τρέλες που κάνω!» Εκεί πια δεν κρατήθηκε κανένας, έβαλαν όλοι τα γέλια, ακόμη κι η Άλκηστη, που είναι συνήθως πολύ σοβαρή.
«Δε σε μάλωσαν;»
«Γιατί, άμα με μάλωναν θα ξανα-κόλλαγε το χέρι μου;» Αλλά η απάντηση του Πάνου πνίγηκε στον ήχο του κουδουνιού που τους καλούσε στην τάξη.
Μέχρι το τέλος της ημέρας, τα νέα για τον γύψο στο χέρι του, είχαν κάνει το γύρο του σχολείου. Και δεν ήταν λίγα τα παιδιά που ήρθαν να τον δουν και να του ευχηθούν περαστικά κι από τις άλλες τάξεις. Μέχρι το τέλος της ημέρας όμως, ο Πάνος πονούσε πραγματικά πολύ. Αν και δεν το κουνούσε σχεδόν καθόλου, το τραυματισμένο χέρι του ήταν άβολα τοποθετημένο στο θρανίο την περισσότερη ώρα και το να κάνει όλα τα πράγματα με το άλλο χέρι, τον είχε κουράσει πιο πολύ από ότι περίμενε. Τα χείλη του είχαν γίνει μια άσπρη, λεπτή γραμμή από τον πόνο, και τα φρύδια του είχαν σμίξει. Η Άλκηστη κατάλαβε πως έπρεπε να τον βοηθήσει λίγο ακόμη. Του αντέγραψε λοιπόν στο τετράδιό του όλες τις σημειώσεις της, του μάζεψε όλα τα βιβλία και τα μολύβια και φορτώθηκε την τσάντα του μέχρι να τον παραλάβει η μαμά του.
«Αυτό το πράγμα είναι πολύ άβολο!», παραπονέθηκε ο Πάνος στη μαμά του αμέσως μόλις την είδε. «Είναι βαρύ και με πονάει, όχι μόνο το χτύπημα αλλά και ο σβέρκος μου, έτσι όπως κρέμεται το χέρι μου στο μαντήλι που μου έχεις δέσει. Τα δάχτυλά μου μοιάζουν ήδη με λουκάνικα, αφού είναι πρησμένα. Και δεν μπορώ να κάνω σχεδόν τίποτε με ένα μόνο χέρι!»

2 1
2 1
2 1
2 1


Η μαμά του χαμογέλασε αλλά όχι με τη γνωστή της ευθυμία, και του είπε: «Είναι καιρός λοιπόν ν' ανακαλύψεις δύο πράγματα»
Ο Πάνος την κοίταξε και η Άλκηστη της έδωσε την τσάντα του – κρατώντας και την δική της και την δική του, είχε κουραστεί. «Και ποια είναι αυτά;», ρώτησαν σχεδόν ταυτόχρονα και τα δύο παιδιά.
«Το πρώτο είναι φυσικά πως όταν είσαι απρόσεκτος, μπορεί να σου συμβούν σοβαρά ατυχήματα. Σωστά δε λέω αγόρι μου;» Το ... "αγόρι" της πάντως δεν απάντησε. Το ήξερε πως αυτό το ατύχημα, που τον έφτασε ως το νοσοκομείο, θα του το έφερναν σαν παράδειγμα οι γονείς του σε κάθε υποψία σκανταλιάς για όλη την υπόλοιπη ζωή του.
«Και το δεύτερο;» ρώτησε η Άλκηστη για λογαριασμό του
«Το δεύτερο πράγμα που θα μάθει, ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ, είναι πώς να κάθεται ήσυχος, για λίγη τουλάχιστον ώρα! Γιατί βλέπεις, ήταν μαθημένος να γυρίζει σαν τη σβούρα, να χοροπηδάει σαν κατσίκι και να κάνει φασαρία σαν Ινδιάνος πολέμαρχος! Τώρα, φαντάζομαι, και προκειμένου για το καλό της θεραπείας του, θα καταλάβει ότι δεν γίνεται να παίζει όλη την ώρα. Πού ξέρεις; Μπορεί να διαβάσει και κανένα βιβλίο – αυτό σίγουρα μπορεί να το κάνει και με ένα χέρι!» Η μαμά του Πάνου είχε διατηρήσει το χιούμορ της, αλλά όπως παρατήρησε η Άλκηστη, η φωνή της είχε μια νότα λυπημένη και τα μάτια της δε γελούσαν όπως λίγες μέρες πριν. Την καταλάβαινε απόλυτα. Κανείς δεν θέλει να βλέπει τους αγαπημένους του να πονάνε, πολύ δε περισσότερο μια μαμά να βλέπει το παιδί της χτυπημένο – έστω κι αν αυτό έγινε από απροσεξία του.

Η Άλκηστη κοίταξε τον Πάνο που είχε σμίξει τα φρύδια του – μάλλον από τον πόνο. Κοίταξε και το γύψο. Το μανίκι της μπλούζας του Πάνου, στο αριστερό του χέρι, ήταν κομμένο πάνω από τον αγκώνα, προφανώς για να χωρέσει να περάσει το χέρι με το γύψο από εκεί. Ο γύψος θα ήταν στη θέση του πολλές μέρες, και κάθε μία από αυτές ο Πάνος θα περνούσε τις ίδιες δυσκολίες στην καθημερινότητά του και θα θυμόταν ξανά και ξανά τη στιγμή του ατυχήματος. Αυτό δεν θα ήταν καθόλου εύκολο.
Η Άλκηστη πέρασε το απόγευμά της ψάχνοντας να βρει έναν τρόπο να παρηγορήσει το φίλο της – αφού ήξερε πως, περισσότερο από όλα, του είχε κοστίσει το γεγονός πως ολοένα και κάποιος θα του θύμιζε την απροσεξία του και θα τον "έψελνε" γι' αυτή, αλλά και πως στ' αλήθεια θα πονούσε αρκετά μέχρι να γίνει καλά. Σκέφτηκε πως δεν θα μπορούσε να παίξει μαζί τους κανένα από τα αγαπημένα τους παιχνίδια – κυνηγητό, μήλα, κορόιδο, αγώνες δρόμου. Ούτε να κάνει γυμναστική. Για το ποδόσφαιρο και το ποδήλατο ούτε λόγος! Πώς θα περνούσε λοιπόν τις ώρες του;
Μερικά τηλέφωνα και αρκετή ώρα αργότερα, είχε βρει τη λύση. Κι έτσι, την άλλη μέρα το πρωί, αρκετοί από τους συμμαθητές τους έφτασαν στο σχολείο λίγο νωρίτερα και πολύ πιο φορτωμένοι από ότι συνήθως!

Και κατάφεραν όλοι μαζί, να κάνουν τον Πάνο και να κοκκινίσει περισσότερο από ότι είχε κοκκινήσει ποτέ στη ζωή του αλλά και να του δείξουν πως "οι φίλοι για τις δύσκολες ώρες είναι"! Μόλις ήρθε ο Πάνος, τον περικύκλωσαν, προσφέροντάς του κι ο καθένας από κάτι. Ο Χρήστος του έδωσε ένα στικάκι που είχε αντιγράψει μερικά καινούρια παιχνίδια για τον υπολογιστή. Ο Βαγγέλης έφερε δυο βιβλία "με πολύ γέλιο" όπως είπε. Η Άλκηστη ένα cd με τα αγαπημένα τους τραγούδια. Η Φρόσω είχε βάλει τη μαμά της να φτιάξει εκείνα τα υπέροχα μάφιν σοκολάτας, που τόσο του άρεσαν! Όλοι είχαν να του δώσουν κι από κάτι. Κάτι που σκέφτηκαν πως ίσως του έφτιαχνε τη διάθεση.
«Τι να σας πω ρε παιδιά, τι να σας πω!», ο Πάνος ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα από τη συγκίνηση. «Θα μου χρειαστεί φορτηγό για να φύγω από εδώ στο σχόλασμα, τόσα πράγματα που κουβαλήσατε!», τους έλεγε κι είχε έναν κόμπο στο λαιμό.
«Θα σε βοηθήσουμε εμείς!», του είχαν έτοιμη την απάντηση οι συμμαθητές του. Και το ίδιο είπαν και στη μαμά του το μεσημέρι, που δεν ήξερε με ποιο χέρι να τα κρατήσει όλα αυτά, κι είχε κοκκινίσει κι εκείνη από τη συγκίνηση. «Ίδια ο γιος της!» σκέφτηκε η Άλκηστη.
«Πώς το σκεφτήκατε αυτό παιδιά μου;», ρωτούσε η δασκάλα τους, περήφανη για την πρωτοβουλία των μικρών μαθητών της.
«Αααα... ήταν εύκολο!», της είπε η Άλκηστη. «Μόλις καταλάβαμε ότι μπορούσε ο καθένας μας να πάθει ένα τέτοιο ατύχημα, βρήκαμε τη λύση στο τι θα ήταν εύκολο να κάνουμε ακόμη και με ένα χέρι χτυπημένο!»
Η μαμά του Πάνου προσπαθούσε να χωρέσει στην τσάντα του όσα περισσότερα πράγματα μπορούσε – και δεν ήταν εύκολο. Ένα σωρό μικρά και μεγάλα τσαντάκια υπήρχαν τριγύρω, χωρίς ελπίδα να βρει τρόπο να τα μεταφέρει. Ευτυχώς, αρκετά παιδιά είχαν προθυμοποιηθεί να την βοηθήσουν στο κουβάλημα προς το σπίτι τους.
«Πραγματικά σας ευχαριστούμε πολύ – έτσι δεν είναι Πάνο, αγόρι μου;» Και του έριξε μια ματιά κοφτερή και λοξή, που δεν είχε πει ούτε ένα "ευχαριστώ" τόση ώρα. «Αλλά, ξέρετε, κάτι λείπει...» πρόσθεσε κοιτάζοντας τα παιδιά ένα – ένα στα μάτια.
«Και τι είναι αυτό;»

«Ε, να, ο γύψος έχει ένα πολύ άσχημο λευκό χρώμα. Μήπως να τον ομορφαίνατε λιγάκι με τις ευχές σας και μερικές ζωγραφιές; Είμαι σίγουρη πως έτσι το χέρι του Πάνου θα γιατρευτεί γρηγορότερα!» Αυτή τη φορά το χαμόγελό της είχε φτάσει μέχρι και τα μάτια της.
Σε λίγη ώρα, καρδούλες, λουλούδια, ευχές, γεωμετρικά σχήματα, ασχημόφατσες, μπαλόνια, κι ότι άλλο πέρασε από το μυαλό των παιδιών, γέμισαν κάθε σημείο του γύψου. Ο Πάνος κοιτούσε το μπανταρισμένο χέρι του με καμάρι. «Θα πω στο γιατρό, όταν έρθει η ώρα, να μου τον βγάλει πολύ προσεκτικά. Θα τον κρατήσω ενθύμιο!»
«Για να θυμάσαι να είσαι προσεκτικός την επόμενη φορά που θα .... "πατινάρεις";» τον πείραξε ο Βαγγέλης.
«Όχι! Για να θυμάμαι πόσο καλούς φίλους έχω!», του απάντησε και κοκκίνισε ακόμη περισσότερο – αν είναι ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο δηλαδή....

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved