Το παραμύθι της εβδομάδας: Ο … «καινούριος»
Η Λίνα μετρά τις μέρες. Τις μετρούσε και την περασμένη εβδομάδα και ήταν περισσότερες. Ευτυχώς δεν έχουν μείνει πολλές. Το σχολικό έτος θα φτάσει στο τέλος του. Σύντομα. Αλλά μέχρι τότε...
Της Πέγκυς Παπαδοπούλου
Ορθογραφία. Μαθηματικά. Και πολλή μελέτη. Ξανα-μετρά τις μέρες. Πολλές μείνανε. Γιατί περνάνε μία – μία; Ουφ! Κάθε μέρα τα ίδια. Θα ήθελε μιαν αλλαγή.
Αυτή η "αλλαγή" μπήκε μια μέρα στην αυλή του σχολείου. Με μαύρα μαλλιά και μάτια σε ένα χρώμα σαν του μελιού. Μόνο που τα κρατούσε χαμηλά, να βλέπουν το πάτωμα, λες και ντρεπόταν για κάτι.
«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε η Σμαράγδα
«Πού θες να ξέρω; Δεν τον έχω ξαναδεί!» είπε η Λίνα
«Κάποιου θα είναι αδελφός» πετάχτηκε ο Στράτος
«Μα, αφού ξέρουμε όλα τα αδέλφια των συμμαθητών μας, και τα μεγαλύτερα και τα μικρότερα!»
«Ε, θα είναι ξάδελφος τότε!» επέμεινε εκείνος
Τελικά δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά. Και – κοίτα κάτι περίεργα πράγματα που συμβαίνουν – μπήκε μαζί τους, στην τάξη τους. Έριξε μια ματιά τριγύρω να δει αν υπήρχε άδεια θέση. Πήγε από μόνος του στο τελευταίο θρανίο και εξακολουθούσε να κοιτά το πάτωμα.
«Σήμερα έχουμε μαζί μας ένα καινούριο φίλο!» είπε ο δάσκαλός τους πριν ξεκινήσει το μάθημα. «Θα ήθελα να γνωρίσετε όλοι και να καλωσορίσετε τον Ιάκωβο»
Δεν χρειάστηκε να τους δείξει ποιος είναι ο Ιάκωβος. Όλα τα παιδικά κεφάλια εκείνον κοιτούσαν εδώ και ώρα. Ο καημένος ο Ιάκωβος δεν φτάνει που είχε κοκκινίσει, είχε χάσει και τη μιλιά του από πάνω!
«Ιάκωβε», συνέχισε ο δάσκαλος απτόητος από την αφωνία του, «οι συμμαθητές σου θα ήθελαν να σε γνωρίσουν. Μπορείς να μας πεις μερικά πράγματα για τον εαυτό σου;»
Ο Ιάκωβος δεν έβρισκε τι θα μπορούσε να πει. Τα δάκτυλά του έπαιζαν με ένα μολύβι νευρικά, αλλά είχε καταφέρει να σηκώσει τα μάτια του και να τους κοιτάζει.
«Εεε... ήρθαμε με την οικογένειά μου πριν λίγες μέρες από τα Γιάννενα». Ωραία φωνή. Δυνατή και καθαρή. «Ο μπαμπάς μου πήρε μετάθεση και μας έφερε όλους κοντά του. Έτσι, έπρεπε κι εγώ να αλλάξω σχολείο. Σήμερα είναι η πρώτη μου μέρα εδώ». Το είπε όλο αυτό μονορούφι. Και σα να κατάλαβαν όλοι την αμηχανία του.
«Είμαι σίγουρος πως σε λίγο καιρό θα ξέρεις πολύ καλά την γειτονιά μας αλλά και όλα τα παιδιά του σχολείου!» Ο δάσκαλος ήθελε να του δώσει λίγο κουράγιο. «Έτσι δεν είναι παιδιά;»
«Ναι, ναι, σίγουρα θα μας μάθει όλους!» Η Λίνα πολύ θα ήθελε να πει περισσότερα το ντροπαλό αυτό αγόρι που ..... «προσγειώθηκε» σήμερα στην τάξη τους, αλλά ο ίδιος ο Ιάκωβος, εκτός από ένα στραβό χαμόγελο, δεν φαινόταν να θέλει να μιλήσει πάλι.
«Έλα μπροστά» του είπε ο Στράτος, «να καθίσουμε μαζί, μην είσαι μόνος σου εκεί κάτω!» Κι ο Ιάκωβος μάζεψε τα βιβλία του και πήγε στην διπλανή θέση του Στράτου.
Η πρώτη ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουν τα παιδιά. Ό,τι κι αν έλεγε ο δάσκαλος, το δικό τους μυαλό ήταν στο καινούριο παιδί.
«Αυτό μάλιστα, είναι μια αλλαγή» σκέφτηκε η Λίνα. «Θα έχουμε ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγματα να κάνουμε τις επόμενες μέρες – εκτός από τη μελέτη φυσικά». Και λογάριαζε με το νου της πως θα έπρεπε να του δείξουν το σχολείο, το γυμναστήριο, την παιδική χαρά, το κολυμβητήριο – λες να μην του αρέσει το κολύμπι;
Στο διάλειμμα όλα τα παιδιά τον πλησίασαν και τον ρωτούσαν ένα σωρό πράγματα. Τόσα πολλά πράγματα, που δύσκολα καταλάβαινε τι του έλεγε και ποιος του το έλεγε! Ο Ιάκωβος έδειχνε σαστισμένος. Δεν είχε προλάβει καν να βγει από την πόρτα της τάξης. Στεκόταν ο μισός μέσα στην τάξη κι ο άλλος μισός απ' έξω, κι ένα γύρω του έβλεπε τα παιδιά που του έφραζαν το δρόμο.
«Από τα Γιάννενα είσαστε;» ρώτησε κάποιος
«Εκεί μεγάλωσες;» ρώτησε κάποιος άλλος
«Και τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου και μετατέθηκε; Αξιωματικός είναι;» Ο Στράτος πολύ θα ήθελε να γνώριζε έναν αξιωματικό από κοντά. Του άρεσαν πάρα πολύ οι στολές τους! Κι από ότι ήξερε, μόνο αυτοί άλλαζαν κάθε λίγο και λιγάκι τον τόπο εργασίας τους παίρνοντας μετάθεση.
«Έχεις αδέλφια;» ρώτησε η Λίνα πιο δυνατά από όλους τους άλλους.
«Ήθελες να μείνεις στην Άρτα; Σου αρέσει εδώ; Πόσον καιρό θα μείνετε;»
Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή κι ο Ιάκωβος προσπαθούσε να απαντήσει όσο καλύτερα γινόταν. Όχι, δεν είμαστε από την Άρτα, ναι, έχω μια αδελφή μεγαλύτερη, όχι ο μπαμπάς μου δεν είναι αξιωματικός, μηχανικός είναι! Δεν προλάβαινε να καταπιεί το σάλιο του! Και δεν του άρεσε να μιλάει και πολύ, επειδή ήταν λιγάκι ντροπαλός. Χώρια που δεν ήξερε ακόμη τα ονόματα κανενός. Πώς μιλάς σε κάποιον που δεν ξέρεις; Η Λίνα το κατάλαβε κι ανέλαβε τις συστάσεις. Η Ξένια, η Ελένη, ο Στράτος, ο Βαγγέλης, ο Γιώργος .... Άλλο μπέρδεμα κι αυτό. Του είχε ήδη δείξει τρεις Γιώργηδες και ποιος ξέρει πόσοι ακόμη θα υπήρχαν! Κανέναν δεν μπορούσε να θυμηθεί με το όνομά του. Κι αναρωτιόταν ο καημένος ο Ιάκωβος αν θα προλάβαινε να τους μάθει όλους πριν το τέλος της χρονιάς!
Φυσικά, και στο επόμενο διάλειμμα το ίδιο έγινε με τις ερωτήσεις. Εκείνος, που σαν καινούριος θα ήθελε να ρωτήσει ένα σωρό πράγματα, δεν το είχε καταφέρει. Τον προλάβαιναν οι άλλοι. Και, σα να μην έφτανε αυτό, καβγάδιζαν και μεταξύ τους για το με ποια ομάδα θα παίξει βόλεϊ ή ποδόσφαιρο. Σε λίγο τα αυτιά του βούιζαν και δεν έβλεπε την ώρα να πάει σπίτι του – όχι, όχι σπίτι του! Στο καινούριο σπίτι ακόμη δεν είχαν τακτοποιηθεί και δεν είχε καμιά όρεξη να βοηθήσει τη μαμά του να ανοίγει τις κούτες της μετακόμισης!
Η Λίνα κατάλαβε πόσο κουρασμένος αισθανόταν με όλα αυτά και σε πόσο δύσκολη θέση τον έφερναν. «Μήπως θα ήταν καλύτερα να σε αφήσουμε λίγο στην ησυχία σου;» τον ρώτησε κάποια στιγμή και του Ιάκωβου του φάνηκε πως θα της χρωστούσε αιώνια ευγνωμοσύνη αν κατάφερνε και τους άλλους να σκεφτούν το ίδιο. Τα μάτια του, με εκείνο το περίεργο χρώμα που έμοιαζε με το μέλι, την κοίταξαν με ανακούφιση – τουλάχιστον αυτή τον καταλάβαινε.
«Παιδιά, παιδιά!» φώναξε η Λίνα στους συμμαθητές της «Σταθείτε λίγο! Έχουμε πέσει πάνω στον Ιάκωβο και ολοένα τον ρωτάμε ότι μας έρχεται στο μυαλό. Δεν θα ήταν καλύτερα, να του δείξουμε πρώτα το σχολείο μας, ώστε να ξέρει τα κατατόπια, και μετά να του πούμε εμείς λίγα λόγια για τον εαυτό μας, για να μας γνωρίσει;»
«Κι εμείς πώς θα τον γνωρίσουμε Λίνα; Αυτός δεν θα μας πει τίποτε;» Η Ξένια ήξερε να γίνεται πολύ ενοχλητική καμιά φορά.
«Ήδη έχουμε μάθει αρκετά! Τουλάχιστον δηλαδή τα πιο σημαντικά ... Δεν πειράζει αν μάθουμε τα υπόλοιπα "με δόσεις"!» Η Λίνα κοίταξε τον Ιάκωβο με το καλό της το χαμόγελο. Αυτό που φύλαγε για όσους αγαπούσε. Αλλά τα παιδιά σημασία δεν της έδωσαν και συνέχισαν να τον ρωτούν. Ποια ομάδα είσαι, ποιο σπορ σου αρέσει, ξέρεις ποδήλατο, σου αρέσουν τα μαθηματικά; Ταυτόχρονα ήθελαν να τον τραβολογήσουν στο προαύλιο για να του δείξουν τους χώρους του σχολείου. Α, μα δεν θα τους άντεχε άλλο! Έδωσε έναν πήδο και ανέβηκε σε μια καρέκλα.
«Θα τα πάρω από την αρχή για να μη σας μένουν απορίες!» τους είπε κι είχε γίνει κόκκινος σαν παντζάρι. Ουπς! Έγινε μια κάποια ησυχία.
«Γεννήθηκα σε ένα νησί. Το μεγαλύτερο της Ελλάδας. Το λένε Κρήτη»
«Αααα...» έκαναν τα παιδιά λες και ξέρανε όλα κατά πού πέφτει η Κρήτη.
«Και συγκεκριμένα, γεννήθηκα στα Χανιά. Όμορφο μέρος! Αλλά δεν το πολύ-θυμάμαι, μια και φύγαμε από εκεί όταν ήμουν ακόμη πολύ μικρός».
«Και πού ξέρεις πόσο όμορφο μέρος είναι;» Αυτός ο Στράτος! Να μην πεταγόταν συνέχεια!
«Από τις φωτογραφίες που έχουμε! Κι από όσα μου λέει η αδελφή μου που αγαπά τα Χανιά πολύ, μιας κι εκείνη, σαν μεγαλύτερη, τα γνώρισε καλύτερα»
«Και μετά πού πήγατε;»
«Μετά πήγαμε στα Γιάννενα. Αυτά τα θυμάμαι και τα αγαπώ εγώ πολύ. Είναι μια πόλη χτισμένη γύρω – γύρω από μια λίμνη! Και πιο μακριά, είναι τα ψηλά της τα βουνά. Καταπράσινα! Αχ... να ξέρατε, τι ωραία είναι να πηγαίνεις βόλτα στη λίμνη, να κάθεσαι και να βλέπεις είτε τον ήλιο είτε το φεγγάρι να καθρεφτίζονται στα νερά της!» Ο Ιάκωβος μιλούσε με παράπονο. Σα να ήθελε να βρισκόταν τώρα εκεί.
«Και γιατί φύγατε πάλι από εκεί αφού ήταν τόσο ωραία;» Αμάν! Αυτός ο Στράτος δε λέει να περιμένει λίγο.
«Ο μπαμπάς μου είναι μηχανικός. Ξέρει να φτιάχνει δρόμους και πλατείες. Αυτή είναι η δουλειά του. Και πρέπει να πηγαίνει όπου τον στέλνει η εταιρία του. Μόλις τελειώσουν τα έργα σε ένα μέρος, πρέπει να πάνε κάπου αλλού, για να φτιάξουν κι εκεί τους δρόμους. Αυτά τα πράγματα δεν είναι εύκολα, ούτε τελειώνουν σύντομα. Κάποτε όμως τελειώνουν, οπότε κι εμείς τον ακολουθούμε όπου αλλού έχει να πάει».
«Δηλαδή αλλάζετε σπίτι κάθε λίγο;» Της Λίνας αυτό της φαινόταν πολύ ενδιαφέρον. Εκείνη ήξερε από όταν γεννήθηκε τη γειτονιά της, καλημέριζε τους ίδιους ανθρώπους, ψώνιζε με τη μαμά στα ίδια μαγαζιά κι είχε τους ίδιους συμμαθητές εδώ και χρόνια. Μέχρι και πότε έβαζε μπουγάδα η γειτόνισσα ήξερε. Για φαντάσου να μπορούσε να τα άλλαζε όλα αυτά!
«Δεν είναι εύκολο κι ούτε τόσο ωραίο όσο το ονειρεύεσαι!» της είπε ο Ιάκωβος και η νοσταλγία του για τα Γιάννενα είχε γίνει πίκρα. «Χάνεις τις συνήθειές σου και τους φίλους σου. Μπορεί να κάνεις νέους φίλους, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν θες πια να ξέρεις τους παλιούς. Κι όπου πας, όσο καλά και να είναι, είσαι πάντα "ο καινούριος". Σε κοιτάνε όλοι σαν το ψαράκι στη γυάλα και σου κάνουν ένα σωρό ερωτήσεις. Αλλά ο καινούριος δεν έχει το κουράγιο να ρωτήσει τίποτε στην αρχή. Ο καινούριος θα ήθελε πάρα πολύ να είχε μείνει στο προηγούμενο σπίτι του. Να μην είχε πακετάρει τα πράγματά του. Να μην έχανε τους φίλους του».
Το κουδούνι χτύπησε αλλά κανείς δεν ήθελε να καθίσει στο θρανίο του για να κάνει μάθημα. Είχαν μαγευτεί από τα λόγια του Ιάκωβου και σχεδόν τον παρακαλούσαν να συνεχίσει. Ούτε καν στον δάσκαλο δεν έδωσαν σημασία, που στεκόταν τόση ώρα από μακριά και τους άκουγε.
«Νομίζω ότι τώρα ξέρετε πια αρκετά πράγματα για την αφεντιά μου και θα με αφήσετε στην ησυχία μου, τουλάχιστον για λίγο!» Ο Ιάκωβος ήθελε να βάλει μια τελεία. Να σταματήσει να μιλά. Γιατί όσο μιλά θυμάται. Θυμάται εκείνα που άφησε πίσω του και του λείπουν.
Η Λίνα τον κοίταζε σκεφτική. «Έχεις δίκιο, πέσαμε όλοι πάνω σου και θέλαμε να μάθουμε τα πάντα για σένα», του είπε. «Είναι βλέπεις που εμείς εδώ ξέρουμε ο ένας τον άλλο τόσο καλά που έχει καταντήσει βαρετό!»
«Σωστά τα λέει η Λίνα», πετάχτηκε πάλι ο Στράτος και η Λίνα του έκανε απεγνωσμένα νοήματα – που δεν εννοούσε να καταλάβει – για να τον κάνει να σταματήσει. «Το θέμα είναι ότι μάλλον κάναμε τα πράγματα ανάποδα! Αντί να έρθουμε εμείς να σου συστηθούμε, για να μας γνωρίσεις και να νιώσεις πιο άνετα, σε βάλαμε στη μέση και θέλουμε εμείς να μάθουμε για την δική σου ζωή! Δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα να σε ... "ανακρίνουν"!» Η Λίνα δεν πίστευε στ' αυτιά της. Ήξερε ο Στράτος να μιλά τόσο όμορφα;
Ο Ιάκωβος δεν μιλούσε, μόνο που είχε κατέβει από την καρέκλα πια. Ήταν να μην πάρει φόρα όμως ο Στράτος. «Οπότε, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε, είναι το εξής: σε κάθε διάλειμμα θα γνωρίζεις κι έναν από εμάς, που θα σου λέει λίγα λόγια για τον εαυτό του. Κι εσύ θα μας λες μια – δυο κουβέντες για σένα. Ότι θες, όπως σου έρχεται στο μυαλό. Χωρίς άλλες ερωτήσεις. Τι λες;» Και ο Στράτος έτεινε το χέρι του στον Ιάκωβο, σα να επρόκειτο να κάνουν καμιά σπουδαία συμφωνία.
Ο Ιάκωβος του έσφιξε το χέρι με θέρμη. Είχε βγει από την δύσκολη θέση. Και ανάσαινε με ανακούφιση. Δεν του άρεσε που ήταν "ο καινούριος". Δεν του άρεσε που άλλαξε σχολείο, δάσκαλο και συμμαθητές. Δεν του άρεσε και να μιλά για τον εαυτό του – άλλωστε σαν πόσα πράγματα θα μπορούσε να πει;
«Εγώ πάντως λέω πως αυτό ακριβώς θα πρέπει να κάνετε. Στο διάλειμμα. Γιατί τώρα πρέπει να κάνουμε μάθημα!» τους είπε ο δάσκαλος και τους έστειλε στα θρανία τους.
Μέχρι να τελειώσει η μέρα, τα παιδιά έμαθαν πως στον Ιάκωβο αρέσει το ποδόσφαιρο αλλά και πως ξέρει να παίζει κιθάρα, πως δεν τρώει σε καμία περίπτωση τον φιδέ, ούτε όταν είναι άρρωστος και πως δεν μοιάζει καθόλου με την μεγάλη του αδελφή, που είναι ξανθιά και γαλανομάτα.
Το βράδυ η Λίνα ξανα-μέτρησε τις μέρες που απέμεναν για την λήξη της σχολικής χρονιάς. Δεν είχαν λιγοστέψει. Αλλά τώρα δεν την ένοιαζε και πολύ. Γιατί κάθε μέρα θα υπήρχε κάτι καινούριο να δείξει στον Ιάκωβο και κάτι ακόμη να μάθει για εκείνον. Είχε μόλις δε μια λαμπρή ιδέα!
«Μαμά! Μπαμπάαααα! Έχω έναν καινούριο συμμαθητή. Ήρθε με την οικογένειά του πριν λίγες μέρες από τα Γιάννενα. Να τους καλέσουμε σπίτι μας για ένα μεζεδάκι για να γνωριστούμε όλοι καλύτερα;»