To παραμύθι της εβδομάδας: Μια «καλημέρα!»
Είναι απόλαυση τα πρωινά του Σαββάτου! Αυτή τη μέρα αγαπά πιο πολύ από όλες η Αθηνά.
Της Πέγκυς Παπαδοπούλου
Φυσικά, δεν είχε ακούσει ποτέ, κανέναν άνθρωπο, να λέει ότι του αρέσει η Δευτέρα. Μετά από ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο, το να «προσγειώνεσαι» στην δουλειά ή στο σχολείο, φαίνεται λίγο ... «βαρύ». Στον περισσότερο κόσμο αρέσει πιο πολύ η Κυριακή. Αλλά, για την Αθηνά, το Σάββατο είναι η ωραιότερη μέρα της εβδομάδας!
Καθισμένη στο κρεβάτι της σκέφτεται ακριβώς αυτό. «Τι ωραία μέρα που είναι σήμερα! Δεν έχω σχολείο και κοιμήθηκα όσο ήθελα! Έχω ήδη κάνει την περισσότερη από τη μελέτη μου ε, κι αν μου έχει μείνει και μια εργασία στα μαθηματικά, μπορώ να την κάνω αύριο το πρωί». Τεντώθηκε. «Δεν θα φορέσω φόρμα και αθλητικά παπούτσια. Μπορώ να βάλω τη φούστα μου και το καλσόν και ίσως να κρεμάσω και εκείνο το κολιέ που μου χάρισε η Σμαράγδα, με τις ξύλινες χάντρες και τα φτερά». Τεντώθηκε περισσότερο. Φανταζόταν τον εαυτό της ήδη ντυμένο και στολισμένο με ό,τι καλύτερο είχε η ντουλάπα της.
Γιατί θα στολιζόταν όμως με τόση φροντίδα; Μα... ήταν η μέρα της βόλτας με την γιαγιά. Της πιο μοναδικής, χρωματιστής, χοροπηδηχτής βόλτας! Της βόλτας που κρατούσε μισή μέρα ή και περισσότερη αν ο καιρός ήταν καλός και τελείωνε πάντα με μια λιχουδιά, είτε ρόφημα σοκολάτας ήταν αυτή είτε παγωτό.
Κάθε Σάββατο, η γιαγιά πηγαίνει για τα ψώνια της. Και λέει ότι χρειάζεται βοήθεια. Αλλά είναι δύσκολο να την πιστέψεις. Η γιαγιά Φωτούλα δεν ... δεν .. δεν είναι σαν «τις άλλες γιαγιάδες». Είναι ζωντανή, φοράει ζωηρά χρώματα, τις περισσότερες φορές παντελόνια, τα καλοκαίρια κρεμά στο κεφάλι της χαριτωμένα, λουλουδάτα καπέλα, και νομίζει κανείς πως είναι σχεδόν ... κοριτσάκι!
Η Αθηνά σηκώθηκε τελικώς με φούρια από το κρεβάτι της. Δεν έβλεπε την ώρα να ετοιμαστεί. Και κατάφερε να ετοιμαστεί και να τελειώσει με το πρωινό της σε ένα πεντάλεπτο, σε χρόνο ρεκόρ δηλαδή. Κάτι που ποτέ δεν έχει κάνει τα πρωινά που πάει σχολείο. Φόρεσε και την «καλή» της κορδέλα στα μαλλιά. Ούτε αυτό το κάνει συχνά. Κοκαλάκια, στεκούλες και κορδέλες ισχυρίζεται πως την στενεύουν και την ενοχλούν.
Πάνω στην ώρα χτύπησε το κουδούνι και η Αθηνά κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας για να συναντήσει τη γιαγιά.
«Ω! τι όμορφη που είσαι σήμερα!» Η γιαγιά θα μπορούσε να της το πει αυτό ακόμη κι αν την έβλεπε τυλιγμένη με την πετσέτα του μπάνιου.
«Κι εσύ γιαγιά μου είσαι ... δροσερή ... όπως πάντα!» Η Αθηνά πίστευε πως η γιαγιά δεν θα μπορούσες να πεις πως είναι όμορφη απλά. Το κέφι της την έκανε να είναι «δροσερή». Δεν μπορούσε να βρει πιο κατάλληλη λέξη για να την περιγράψει.
Πιαστήκανε χέρι – χέρι, κι αν τις έβλεπες από την πίσω μεριά, θα έλεγες πως ήταν συμμαθήτριες.
«Λοιπόν», είπε η γιαγιά με την συνηθισμένη της αποφασιστικότητα. «Θα πάμε πρώτα – πρώτα να πάρουμε φρούτα και λαχανικά. Είναι απαραίτητα για την σωστή διατροφή. Είναι όμως και νόστιμα».
Μα η διαδρομή μέχρι εκεί ήταν γεμάτη στάσεις. «Καλημέρα σας!», είπε η γιαγιά στον περιπτερά, και αγόρασε την εφημερίδα της. «Τι κάνουν τα παιδάκια σας;». Η Αθηνά δεν ήθελε ούτε να ξέρει τα .. «παιδάκια» του περιπτερά, που ήταν σκέτα διαβολάκια και έπαιζαν ένα σωρό άγρια παιχνίδια. Αλλά η γιαγιά κάθε φορά τον ρωτούσε και περίμενε κιόλας υπομονετικά και χαμογελαστή να της εξιστορήσει τα τελευταία τους κατορθώματα!
«Καλημέρα σας! Τι κάνετε; Πώς ήταν το ταξιδάκι στο χωριό;» Αυτή τη φορά χαιρέτησαν την γειτόνισσά τους την κυρία Κλεονίκη. Κι εκείνη τους είπε πολύ παραστατικά το πόσο ωραία πέρασε, τι όμορφος που ήταν ο τόπος της τώρα την άνοιξη και πόσο ωραία χρώματα είχαν τα λουλούδια στο δάσος. Καθώς μιλούσε η γιαγιά με την κυρία Κλεονίκη, η Αθηνά νόμιζε ότι δεν θα τελείωναν ποτέ. Όχι πως δεν της άρεσε ή πως βαριόταν, το αντίθετο μάλιστα! Θα μπορούσε να ακούει τη γιαγιά να μιλά με τις φίλες της όλη μέρα – ιδίως όταν έπιαναν να θυμούνται ιστορίες από τα παλιά, τότε που ήταν κι εκείνες μικρές κοπέλες. Είχαν κάτι σχεδόν μαγικό αυτές οι ιστορίες...
«Καλημέρα κύριε Γεράσιμε, πώς πάει το πόδι σήμερα;». Ο κύριος Γεράσιμος είχε κουτρουβαλιάσει τις σκάλες στην είσοδο της πολυκατοικίας του πριν καμιά δεκαριά μέρες, κι είχε στραμπουλίσει γερά τον αστράγαλό του. Η γιαγιά βλέποντάς τον ακόμη να κουτσαίνει ελαφρά, του έκανε ένα σωρό ερωτήσεις με πραγματικό ενδιαφέρον. Δεν μπορούσε να βλέπει κανέναν να υποφέρει.
Οι «καλημέρες» μοιράζονταν δεξιά κι αριστερά, και συνοδεύονταν από κουβεντούλα, κι ακόμη δεν είχαν κάνει ούτε τον μισό δρόμο μέχρι το μανάβικο! Με το ρυθμό που πήγαιναν, θα ερχόταν το μεσημέρι και δεν θα προλάβαιναν να ολοκληρώσουν τα ψώνια τους! Η Αθηνά έβλεπε την ώρα να περνά κι είχε αρχίσει να προβληματίζεται. «Λες να μην προλάβουμε να φάμε εκείνο το παγωτό και να πρέπει να γυρίσουμε στο σπίτι για φαγητό;». Ααααα.... Ούτε να το σκέφτεται δεν ήθελε κάτι τέτοιο...
«Γιατί πρέπει να σταματάμε κάθε τόσο γιαγιά; Είναι ανάγκη να χαιρετήσουμε όλο αυτόν τον κόσμο;» τη ρώτησε με πραγματική απορία.
«Δεν σου αρέσει;»
«Μου αρέσει, δεν είναι αυτό! Αλλά πρέπει να τους χαιρετήσουμε όλους;»
«Φυσικά μικρή μου! Πώς να γίνει αλλιώς; Θα δω το γείτονα ή τον φίλο μου και δεν θα σταθώ να του πω μια καλημέρα;» η γιαγιά την κοιτούσε καλά-καλά.
«Ναι, αλλά οι δικές μας καλημέρες είναι πάντα τόσο ... "μακριές"! Δεν είναι "σκέτες". Λέμε κι ένα σωρό άλλα πράγματα μετά, ρωτάς για όλους, θυμάσαι μέχρι και τα κατοικίδιά τους!»
«Θα ήταν αγένεια να μην το κάνω, Αθηνά», απάντησε η γιαγιά πολύ σοβαρά τώρα. «Είναι άνθρωποι που τους γνωρίζω χρόνια. Τους ήξερα από τότε που ήμουν εγώ μικρή, τους περισσότερους τουλάχιστον. Μεγαλώσαμε μαζί. Ξέρω τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Είναι παλιοί συμμαθητές μου, φίλοι, γείτονες». Σταμάτησε να μιλά για λίγο και κοίταξε γύρω της. «Βλέπεις αυτήν εκεί την λεύκα; Συνηθίζαμε να καθόμαστε στη σκιά της τα ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού. Μιλούσαμε ψιθυριστά για να μην καταλάβουν οι μανάδες μας πως δεν είμαστε μέσα στο σπίτι για να μην πάθουμε ηλίαση. Και κάναμε σχέδια για το μέλλον. Και γέλια, πολλά γέλια. Μέχρι που κάποια μαμά θα μας τσάκωνε!»
«Εντάξει γιαγιά, καταλαβαίνω, άλλωστε κι εγώ αγαπάω τους φίλους μου όπως κι εσύ. Αλλά πώς γίνεται να θυμάσαι όλες αυτές τις λεπτομέρειες και να τους ρωτάς για όλα τα πρόσωπα και τα πράγματα της ζωής τους; Άσε που μερικές φορές σου λένε εκατό φορές τα ίδια πράγματα!»
«Ας μου τα πουν και άλλες εκατό! Πάλι θα καθίσω να τους ακούσω». Είχε πάρει μήπως το αυστηρό της η γιαγιά; «Αααχχχ... Αθηνά μου, είναι πολύ όμορφο πράγμα να ενδιαφέρεσαι πραγματικά για τους ανθρώπους που έχεις γύρω σου. Γιατί το ίδιο κάνουν και οι άλλοι για σένα. Ενδιαφέρονται».
«Κι είναι τόσο σημαντικό αυτό γιαγιά;» απόρησε η Αθηνά.
«Φυσικά και είναι! Αν δεν ενδιαφερόμαστε για τους ανθρώπους γύρω μας, δεν τους βοηθάμε, δεν τους συμπαραστεκόμαστε όταν έχουν την ανάγκη μας, αλλά ούτε και την χαρά τους δεν συμμεριζόμαστε, θα έχουμε μία πολύ μοναχική ζωή. Κι η μοναχική ζωή δεν είναι όμορφη! Δεν αρκεί λοιπόν μια σκέτη και ξερή και σύντομη "καλημέρα σας". Πρέπει να φοράμε το "καλό μας χαμόγελο" και να δείχνουμε πραγματικά χαρούμενοι για την συνάντηση αυτή. Να κάνουμε όποιον έχουμε απέναντί μας να καταλαβαίνει πως δεν θέλουμε απλώς να κουτσομπολέψουμε τα νέα του, αλλά ότι χαιρόμαστε με τη χαρά του και συμπάσχουμε με τα προβλήματά του. Έτσι φτιάχνουμε την δική του μέρα αλλά και την δική μας».
Προχώρησαν για λίγο σιωπηλές. Δηλαδή η Αθηνά ήταν σιωπηλή, γιατί η γιαγιά εξακολουθούσε να σκορπάει τις "καλημέρες" της σε όλους τους γνωστούς που συναντούσε. Άλλοτε με λιγότερη κι άλλοτε με περισσότερη κουβεντούλα. Η Αθηνά σκεφτόταν αυτά που της είχε πει η γιαγιά Φωτούλα κι έβρισκε πως είχε δίκιο. Μια ζωή μοναχική, χωρίς να μιλάς σε άνθρωπο, θα είναι αβάσταχτη. Θα ήθελε να μεγαλώσει πολύ, πολύ, να γίνει σαν τη γιαγιά και να μπορεί να χαίρεται κάθε φορά που θα βλέπει έναν φίλο της. «Κι αν σταματήσω εγώ να χαιρετώ και να "ενδιαφέρομαι" όπως λέει η γιαγιά, μετά θα σταματήσουν κι οι φίλοι μου να με χαιρετούν! Κανείς δεν θα νοιάζεται για μένα! Στο τέλος δηλαδή, θ' απομείνω μόνη μου!» Καθόλου δεν της άρεσε αυτή η ιδέα....
«Όλα ξεκινούν από μια όμορφη και γελαστή "καλημέρα"», της είπε λίγο αργότερα η γιαγιά, περισσότερο όμως φαινόταν πως μονολογούσε. «Ξυπνάς το πρωί, κοιτάς τον ήλιο, φωτεινό εκεί ψηλά, ακούς τα πουλάκια να κελαηδούν, βλέπεις τους ανθρώπους να ξεκινούν για τις δουλειές τους. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα. Ο αέρας μοσχοβολά ανθισμένα λουλούδια. Αν όλα αυτά δεν είναι "όμορφη ζωή", τότε τι θα μπορούσε να είναι;» Και συνέχισε: «αυτή την ομορφιά πρέπει να την βάζεις στην ψυχή σου και να την "βγάζεις" στην καλημέρα σου! Σα να λες σε όλον τον κόσμο "δείτε την ομορφιά που υπάρχει γύρω μας"!»
Η γιαγιά περπατούσε με εκείνα τα μικρά, χορευτικά της βήματα, γεμάτη κέφι.
Έφτασαν στο μανάβικο. Και, πράγμα πρωτοφανές για την – συνήθως – ήσυχη Αθηνά, ήταν η πρώτη που χαιρέτησε τον κύριο Κώστα, φορώντας μάλιστα και το πιο καλό της χαμόγελο.
«Καλημέρα σας κύριε Κώστα, τι κάνετε; Ήρθαμε να ψωνίσουμε με τη γιαγιά μου!»
«Καλημέρα σας, καλημέρα σας! Καλώς τα κορίτσια!» είπε αυτός, κλείνοντας το μάτι στη γιαγιά. Μπορεί η γιαγιά Φωτούλα να είχε την δική του ηλικία, αλλά μια φορά αυτός "κορίτσι" την φώναζε από τότε που ήταν νέοι, το ίδιο θα την προσφωνεί και τώρα.
«Θα θέλαμε μερικές ώριμες και ζουμερές ντοματούλες για την σαλάτα μας, φρέσκα κρεμμυδάκια και μαρούλια. Μπορούμε να διαλέξουμε;» Η Αθηνά εξακολουθούσε να τον κοιτά χαμογελαστή. Η μέρα της ήταν πραγματικά όμορφη. Ήταν ενθουσιασμένη. Όχι μόνο για τη βόλτα, αλλά κυρίως γιατί κατάλαβε με ποιον τρόπο η γιαγιά μπορούσε θαρρείς να δει και να μυρίσει και να γευτεί όλη αυτή την ομορφιά, και να κάνει και τους γύρω της να νιώθουν το ίδιο.
«Να διαλέξετε ότι θέλετε κορίτσια! Το μαγαζί μου στην διάθεσή σας! Να δείτε και τις φράουλες. Είναι στην εποχή τους και πολύ γλυκιές. Και βγήκε και ο πρώτος αρακάς. Θα γλείφετε τα δάκτυλά σας από τη νοστιμάδα του!» Ο κύριος Κώστας ο μανάβης τους περηφανευόταν.
«Χα!», σκεφτόταν η Αθηνά, «στο γυρισμό θα ξανα-περάσουμε από το περίπτερο! Να πω μια "καλημέρα" και να ρωτήσω τι κάνουν τα διαβολάκια του περιπτερά! Κι όποιον βλέπω στον δρόμο και τον γνωρίζω, θα τον καλημερίζω. Μέχρι να τελειώσουμε, θα πάει μεσημέρι! Σιγά μη σκοτιστούμε. Σήμερα είναι Σάββατο, η πιο όμορφη μέρα της εβδομάδας!»