To παραμύθι της εβδομάδας: Ο καβγάς του Λουκάνικου
Είπαμε, ο Βαγγέλης έχει πλέον σκύλο. Τον Άρη. Είναι ένα κοντούλικο και σκανταλιάρικο Μπασέ Χάουντ. Καφέ με μαύρο. Σκέτη γλύκα – έτσι θέλει να πιστεύει ο Βαγγέλης.
Της Πέγκυς Παπαδοπούλου
Αλλά, όλοι οι άλλοι του λέγανε όταν τον πήρε ότι μοιάζει με λουκάνικο, κι έτσι του έμεινε το παρατσούκλι. Λουκάνικος. Έτσι κι αλλιώς όμως ο εξαιρετικός αυτός σκύλος, ακούει και με τα δύο ονόματα! Σα να έχει όνομα και επώνυμο ένα πράγμα.
Ο Βαγγέλης πολύ τον αγαπάει το σκύλο του. Για να πούμε την αλήθεια, ο Λουκάνικος δεν ήταν ακριβώς ό,τι φανταζόταν όσον καιρό περίμενε να του πάρουν οι γονείς του ένα κατοικίδιο και μάλιστα έναν σκύλο. Με την αστεία του εμφάνιση, αφού είναι κοντός, με μακρύ σώμα, στραβά ποδαράκια και αυτιά τόσο μακριά που ... "σφουγγαρίζουν" το πάτωμα, ίσως να μην γινόταν εύκολα αποδεκτός από τον κόσμο γύρω του. Αποδείχτηκε όμως ότι ο – τότε – Άρης ήταν πολύ τρυφερός με όλη την οικογένεια και ιδιαίτερα αφοσιωμένος στον Βαγγέλη, και σε λίγο καιρό όλοι τον είχαν αγαπήσει, ακόμη κι η μεγαλύτερη-στριμμένη-τον-περισσότερο-καιρό αδελφή του Βαγγέλη, η Ειρήνη.
Πάντως, όσο γλυκός και χαριτωμένος κι αν είναι, τις ζημιές του τις ... "καταφέρνει" μια χαρά! Χρειάστηκαν αρκετά μαθήματα – και ο σκύλος και ο Βαγγέλης σαν αφεντικό του που είναι -, για να μάθουν βασικά πράγματα ώστε να απολαμβάνουν ο ένας τη συντροφιά του άλλου και να έχουν – κυρίως – απόλυτη ασφάλεια.
Πέρασε λίγος καιρός κι ο Άρης-Λουκάνικος δε λέρωνε πια μέσα στο σπίτι, έμαθε να μην ζητιανεύει φαγητό όταν η οικογένεια συγκεντρωνόταν γύρω από το τραπέζι, να μην γαβγίζει σε όποιον άνθρωπο περνούσε το κατώφλι τους. Ύστερα είχε μάθει πώς να συμπεριφέρεται στη διάρκεια της καθημερινής του βόλτας, γιατί δεν ήταν λίγες οι φορές που τραβολογούσε τρέχοντας τον καημένο το Βαγγέλη στο λυσσαλέο κυνήγι ενός κεραμιδόγατου ή που προσπαθούσε να φάει κάθε πράγμα που βρισκόταν πεταμένο στο πεζοδρόμιο. Και φυσικά, ούτε που είχε ξαναπλησιάσει τα απλωμένα ρούχα! Τα πουκάμισα του μπαμπά ήταν πλέον ασφαλή από τα κοφτερά του δοντάκια!
Μερικά πράγματα όμως, πολύ απλά, δεν μπορούν να αλλάξουν. Ο Άρης είναι σκύλος. Κι ως σκύλος πρέπει να σώσει τον εγωισμό και το κύρος του απέναντι σε όλες τις γάτες της γειτονιάς. Όποια τολμήσει να περάσει από το δρόμο τους, αντιμετωπίζει τις αγριοφωνάρες του και τρέπεται σε άτακτη φυγή. Όσο δε για τις μελισσούλες και τις πεταλούδες, αυτές έχουν βρει κακό μπελά γιατί ο Άρης νομίζει πως είναι παιχνίδια και χοροπηδάει να τις φτάσει, ακολουθώντας τες καμιά φορά και πάνω στα λουλούδια που πάνε οι δόλιες να ξεκουραστούν. Αυτές φεύγουν φοβισμένες και ο Άρης-Λουκάνικος προσγειώνεται στο χώμα της γλάστρας – στην καλύτερη περίπτωση. Και κάθε φορά που η Ειρήνη, η μεγαλύτερη-στριμμένη-τον-περισσότερο-καιρό αδελφή του Βαγγέλη, αγόραζε ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια, ο Λουκάνικος έκανε σαν τρελός την πρώτη φορά που την έβλεπε να τα φορά και προσπαθούσε να βάλει στο στόμα του το παπούτσι μαζί με το πόδι της Ειρήνης. Αυτό κατέληγε σε πολύ έντονες επιπλήξεις της Ειρήνης, εξαφάνιση του σκύλου στο δωμάτιο του Βαγγέλη για αρκετές ώρες – μέχρι να της περάσει ο θυμός – και ακόμη περισσότερα παράπονα στο μπαμπά για το ... "τέρας" που έφερε μέσα στο σπίτι τους!
Μετά από μια τέτοια φάση αναταραχής κι ενώ ο Βαγγέλης νόμιζε πως η αδελφή του είχε κάπως ηρεμήσει – αυτή τη φορά πρόλαβε να τραβήξει τον Άρη μακριά από το παπούτσι της πριν καν ανοίξει το στόμα του να το φάει -, η Ειρήνη κατέπλευσε μετά από ένα δίωρο, με ένα κλουβί στο χέρι, σκεπασμένο με ένα άσπρο ύφασμα, κάτι που έκανε χρατσ-χρουτς μέσα σε αυτό και καθόλου λεφτά στο πορτοφόλι της, λέγοντας πως είχε χαλάσει όλο της το χαρτζιλίκι.
Όπως ήταν φυσικό όλοι πήγαν κοντά της να δουν τι έχει εκεί μέσα με μεγάλη περιέργεια. Κι εκείνη, με καμάρι, τράβηξε με ύφος ταχυδακτυλουργού το πανί και αποκάλυψε ... ένα ζευγάρι πρασινο-γάλανα παπαγαλάκια, που τους κοίταζαν όλους λοξά! «Δεν είναι υπέροχα;», ρώτησε η Ειρήνη και τους κοίταξε όλους στα μάτια!
Σιωπή ακολούθησε την ... "αποκάλυψη" του περιεχόμενου του κλουβιού. Ο μπαμπάς και η μαμά κοιτάζονταν μεταξύ τους, ο Βαγγέλης κοιτούσε τα παπαγαλάκια, τα παπαγαλάκια κοιτούσαν γύρω-γύρω σα να μην μπορούσαν να αποφασίσουν ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός. Κι ο Άρης-Λουκάνικος έτρεξε να κρυφτεί κάτω από τον καναπέ μέχρι να δει τι είναι αυτό που συμβαίνει στο σπίτι του.
«Είναι όμορφα, αλλά πώς σου ήρθε και τα πήρες;». Η μαμά κοιτούσε και την κόρη της και τα πουλιά, σα να ζύγιζε πόσος ακόμη κόπος θα έπεφτε στους ώμους της με τη νέα αύξηση των μελών της οικογένειας!
«Για να είμαι ακριβής, το ένα μου το χάρισε η φίλη μου η Ντόρα. Τον λένε Φασαρία. Της είχα πει ότι ήθελα ένα κατοικίδιο αλλά και το ότι δεν μπορούσαμε πιθανά να πάρουμε κι άλλο σκυλί αφού ήδη έχουμε ένα, αλλά ούτε και γατί, γιατί θα γινόταν χαμός με τους καβγάδες ολημερίς. Έτσι, πήγε και μου πήρε τον Φασαρία. Τον είπε έτσι γιατί έκανε πολύ σαματά την ώρα που τον έβαζε στο καινούριο κλουβί» Οι εξηγήσεις της Ειρήνης φυσικά ήταν ... "μισές". Γιατί, κανονικά, έπρεπε να έχει ρωτήσει τους γονείς τους ΠΡΙΝ κάνει την οποιαδήποτε κίνηση. Και τώρα που τους είχε απέναντί της έβλεπε ότι ήταν λάθος της που δεν μοιράστηκε μαζί τους το τι ήθελε να κάνει.
Όχι ότι ο μπαμπάς και η μαμά θα έφερναν αντιρρήσεις. Το αντίθετο. Μάλλον θα επιβράβευαν την ωριμότητά της να μην κουβαλήσει κι άλλο τετράποδο στο σπίτι. Πάντως, η Ειρήνη ήταν ευτυχής που δεν ξεκίνησαν τις επιπλήξεις. Τις τελευταίες ώρες είχε αρχίσει να έχει τις αμφιβολίες της...
«Και το δεύτερο παπαγαλάκι;» Ο Βαγγέλης δεν θα κρατιόταν για πολύ, έπρεπε να ρωτήσει.
«Η άλλη παπαγαλίνα είναι η Μπέλλα. Σκέφτηκα πως ο Φασαρίας θα ήθελε ένα ταίρι, κάποιον που να του κάνει παρέα και να του μοιάζει λίγο. Κι έτσι του βρήκα ... νύφη!».
«Φαντάζομαι έχεις ενημερωθεί για το πώς πρέπει να τα φροντίζεις, τι τρώνε, πώς θα καθαρίζεις το κλουβί τους, κι όλα αυτά...». Ο μπαμπάς έβαλε τα γυαλιά του για να βλέπει καλύτερα. Η Μπέλλα είχε στραβώσει το κεφάλι της προς το μέρος του. Ο Φασαρίας πάλι κρατιόταν σε μια διακριτική και ασφαλή απόσταση.
Και τότε, πάνω που νόμιζε η Ειρήνη πως η οικογένειά της δέχτηκε την "υιοθεσία" των δύο παπαγάλων μάλλον τρυφερά και πως ίσως να έχει γλιτώσει το κατσάδιασμα, τότε ακριβώς ξέσπασε ο χαμός.
Ένας Λουκάνικος έξαλλος, βγήκε με φόρα από τον καναπέ, έχοντας συνειδητοποιήσει πως δυο μικρά πουλιά δεν θα μπορούσαν να τον κάνουν μια χαψιά, και θέλοντας να τους δείξει ποιος είναι ο ... αρχηγός σε αυτό το σπίτι. Γαύγιζε, χοροπηδούσε – αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσει το κλουβί που ήταν πάνω στο τραπέζι, κι αυτό τον έκανε περισσότερο έξαλλο-, έφτυνε σάλια παντού, τράβαγε τον Βαγγέλη από το πατζάκι του παντελονιού για να του δώσει σημασία, δάγκωσε το παπούτσι της Ειρήνης, σα να της έλεγε «να τι θα σου κάνω τώρα που πήγες κι έφερες αυτά τα πλάσματα εδώ!», και γενικώς έδειχνε τον πιο άγριο και αντικοινωνικό του εαυτό!
Αλλά μη νομίζετε πως ένας παπαγάλος που τον λένε Φασαρία θα καθίσει να ακούει ένα ... κοντό τετράποδο να του γαυγίζει κατάμουτρα. Αμ όχι! Άρχισε κι αυτός να φτερουγίζει στο κλουβί του με μανία, και να τσιρίζει άγρια με όλη του την δύναμη, στέλνοντας την κακόμοιρη τη Μπέλλα ζαρωμένη σε μια γωνία. Κι επειδή όσο τσίριζε ο Φασαρίας – δικαιώνοντας το όνομά του! – τόσο αγρίευε και γάβγιζε ο Λουκάνικος, και λύση δεν βρισκόταν για να ηρεμήσουν τα έρημα τα ζωντανά, η Ειρήνη έσπευσε να βγάλει το κλουβί στο μπαλκόνι κι ο μπαμπάς να βουτήξει αγκαλιά τον Άρη-Λουκάνικο, πριν σηκωθεί ολόκληρη η γειτονιά στο πόδι.
Χα! Ο Φασαρίας άρχισε να φτύνει τα σπόρια του έξω από το κλουβί του και να τα πετάει με φόρα όσο μακρύτερα γινόταν κι ο Άρης-Λουκάνικος ξέφυγε από την αγκαλιά του μπαμπά και κατάφερε να περάσει το μακρύ του σώμα με σβελτάδα από το στενό άνοιγμα της μπαλκονόπορτας – πριν την κλείσει η Ειρήνη. Κι έτσι η Ειρήνη βρέθηκε στη μέση της διαμάχης, να κρατά ψηλά το κλουβί με τα πουλιά και, από τη μια μεριά να δέχεται κατακέφαλα τους λιόσπορους που της πετούσε ο Φασαρίας και από την άλλη να προσπαθεί να γλιτώσει τα πατούμενά της από τα δοντάκια του σκύλου. Όπως είναι δε φυσικό, βάλθηκε να φωνάζει κι αυτή "βοήθεια" μπας κι έρθει κάποιος να την σώσει, ενισχύοντας έτσι τον καβγά που ήδη μαινόταν, και κάνοντας τους γείτονες να βγουν στα μπαλκόνια τους.
Όλο αυτό ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις αντοχές της μαμάς. Μετά από μια δύσκολη μέρα στο γραφείο, ψώνια, προετοιμασία φαγητού και άφθονο σιδέρωμα – που ακόμη την περίμενε -, το μόνο που της έλειπε ήταν ένας "οικογενειακός" καβγάς. Με συνοδεία πολλών ερωτηματικών βλεμμάτων από τους γείτονες.
Άνοιξε την μπαλκονόπορτα διάπλατα, έβαλε τα χέρια της στη μέση, πήρε το πιο αυστηρό της ύφος, και ... ξεκίνησε να αποκαθιστά την τάξη, πρώτα από την κόρη της την ίδια.
«Σταμάτα να κουνάς το κλουβί πέρα – δώθε, θα ζαλιστούν τα παπαγαλάκια και θα έχεις να καθαρίζεις και τους εμετούς μετά! Κι επειδή όλα σου φαίνονται εύκολα, αν είχες καταδεχτεί να συζητήσεις τα σχέδιά σου μαζί μας, θα είχαμε φροντίσει να κάνουμε την προσαρμογή των πουλιών αλλά και του σκύλου, λίγο πιο ομαλή. Τώρα είναι όλα ξαφνιασμένα!»
Και χωρίς να πάρει ανάσα, σήκωσε το χέρι της κι έδειξε προς την συνηθισμένη γωνιά του Άρη λέγοντας με σταθερή φωνή : «εσύ γρήγορα στη θέση σου και να μην ακούσω τσιμουδιά!». Κι ο Άρης κατέβασε ακόμη περισσότερο τα αυτιά του, έβγαλε ένα – το τελευταίο – παρατεταμένο και παραπονεμένο γρύλισμα για να σώσει την περηφάνεια του, έκανε μερικά βήματα προ τα πίσω και μετά πήγε στα σβέλτα στο αγαπημένο του μαξιλάρι. Ήξερε πως με τη μαμά δεν τα βγάζει κανείς πέρα εύκολα.
Τέλος, η μαμά έβγαλε την ποδιά της κουζίνας από τη μέση της και σκέπασε με αυτή το μέρος του κλουβιού που ήταν προς τη μεριά του σαλονιού, ακουμπώντας το απαλά στο τραπέζι της βεράντας. «Τώρα θα ησυχάσουν γιατί ταράχτηκαν. Βάλ' τους φρέσκο νερό και ίσως λίγα σποράκια ακόμη. Άσε την ποδιά μου εκεί που βρίσκεται – δεν θέλω να ξαναρχίσει ο καβγάς. Για μερικές μέρες δεν θα αφήνουμε τον Άρη να τα πλησιάζει πολύ. Θα συνηθίσουν την παρουσία ο ένας του άλλου μα θα πρέπει να βοηθήσουμε όλοι σε αυτό!»
Η Ειρήνη είχε κοκαλώσει και δεν έλεγε κουβέντα. Ήταν πολύ ντροπιασμένη με όλο αυτό που έγινε. Φοβόταν και λιγάκι. Θες η μαμά να διώξει τα παπαγαλάκια; «Μαμά δεν ήθελα να δημιουργηθεί τόσο μεγάλο πρόβλημα».
«Δεν μπορούσες να το φανταστείς, αλλά αν είχες μπει στον κόπο να μας ρωτήσεις, ίσως είχαμε καταφέρει να οργανώσουμε αλλιώς τα πράγματα, έτσι ώστε η πρώτη συνάντηση με τα νέα μέλη της οικογένειας να μην είναι τόσο τραυματική γι' αυτά». Ω, η μαμά πάντα έβρισκε έναν τρόπο να την μαλώνει "με το γάντι" που λένε. Θα περνούσε αρκετός καιρός μέχρι να ξεχάσει το σημερινό, σκεφτόταν η Ειρήνη. Ήξερε όμως ότι η μαμά είχε για μια ακόμη φορά δίκιο.
«Κι εσένα τώρα τι σε έπιασε και τα έβαλες με αυτά τα δύο μικρούλικα πουλάκια;» Ο Βαγγέλης κάθισε δίπλα στον Άρη-Λουκάνικο για να δει κατά πόσο είχε ηρεμήσει. «Δεν είναι μεγάλα, δεν έχουν χαυλιόδοντες, ούτε νύχια, δε νιαουρίζουν και είναι και κλεισμένα σε κλουβί! Τι είχες να φοβηθείς και όρμησες να τα φας;», τον ρωτούσε λες κι ο σκύλος μπορούσε να απαντήσει.
Ο μπαμπάς του χάιδεψε τα μαλλιά. «Ξαφνιάστηκε. Μπορεί να νόμιζε πως ο Φασαρίας και η Μπέλλα είναι απειλή ΓΙΑ ΕΜΑΣ, κι όχι για τον ίδιο, κι ίσως να ήθελε να μας προστατέψει».
«Ή μπορεί να νόμιζε πως στο εξής θα αγαπάμε τα πουλιά κι εκείνον όχι!», είπε η Ειρήνη που ξαναβρήκε τη φωνή της. «Αλλά εμείς θα αγαπάμε τον Λουκάνικο πάρα μα πάρα πολύ και για πάντα!» είπε κι έσκυψε να του δώσει κι εκείνου ένα χάδι, που την κοίταζε με λατρεία στα μάτια. «Έτσι δεν είναι καλέ μου; Είσαι ο μοναδικός, υπέροχος, και εντελώς δικός μας σκύλος! Κανένας Φασαρίας δεν θα πάρει την θέση σου!»
Μέγας είσαι Κύριε! Ο Βαγγέλης δεν πίστευε στ' αυτιά του! Η μεγαλύτερη-στριμμένη-τον-περισσότερο-καιρό αδελφή του τα έλεγε αυτά; Και φαινόταν να τα πιστεύει κιόλας! Το νου σου Άρη, αν σε πιάσω να της μασάς το παπούτσι ξανά θα ... σε λέω σκέτο Λουκάνικο!