Το παραμύθι της εβδομάδας: Η μεγάλη απόδραση της Ντίντης!
«Ντίντη; Τι θα πει Ντίντη; Είναι όνομα αυτό;»
Της Πέγκυς Παπαδοπούλου
«Εμένα μου αρέσει, συνεπώς θα τη φωνάζω Ντίντη. Και νομίζω ότι της αρέσει κι εκείνης!». Έτσι είπε η Φωτούλα, έτσι έγινε. Στο κάτω – κάτω, δική της ήταν η γάτα, ας την ονόμαζε όπως ήθελε. Άλλωστε, αν δεν ήταν η Φωτούλα, η Ντίντη δεν θα ζούσε τώρα. Γιατί την βρήκε μικρή και μοναχούλα της πλάι στον σκουπιδοντενεκέ της πολυκατοικίας τους. Να κλαίει και να ζητάει τη μαμά της. Έψαξαν αλλά η μαμά-γάτα δεν βρέθηκε. Κι έμεινε η Φωτούλα με το ορφανό γατάκι, να το ταΐζει γάλα με τη σύριγγα και να κοιμάται μαζί του για να μην κλαίει.
Αφού το έσωσε λοιπόν από βέβαιο θάνατο, ήταν αναμενόμενο το γατάκι να την θεωρεί μαμά του. Την ακολουθούσε παντού και έπαιζαν συνέχεια μαζί. Με τον καιρό έγινε μία όμορφη, μελένια γάτα, που όμοιά της δεν είχε άλλος κανείς – όπως τουλάχιστον πίστευε η Φωτούλα. Αλλά όνομα άργησε να της δώσει. Κι όταν το αποφάσισε, όλοι απόρησαν με την επιλογή της.
Πάντως, Φωτούλα και Ντίντη φαίνονταν ευχαριστημένες κι οι δύο με αυτό, κι έτσι δεν δόθηκε συνέχεια στο θέμα.
Η Ντίντη μάλιστα, απέκτησε καινούριο περιλαίμιο, απαραίτητα ροζ, που έγραφε το όνομά της με χρυσά γράμματα. Και φιόγκο ασορτί. Και τα δύο τα έφτιαξε με πολύ φροντίδα η Φωτούλα, ει είδη χειροτεχνίας και για να περάσει η ώρα της, αφού λίγα πράγματα είχε να κάνει όλο το καλοκαίρι. Περήφανες κι οι δύο πήγαιναν από δωμάτιο σε δωμάτιο και μετά στο μπαλκόνι, σα να φορούσε η Ντίντη δημιουργία της υψηλής ραπτικής.
Αν νόμιζε κανείς πως αυτό είναι το πιο περίεργο πράγμα σχετικά με αυτή τη γάτα, το όνομά της δηλαδή, θα ήταν πολύ γελασμένος. Επειδή το συγκεκριμένο γατί, είχε ένα σωρό άλλα περίεργα κουσούρια. Για παράδειγμα έπινε πολύ γάλα αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να φάει ψάρι. Όταν της έβαζαν μπροστά της ψαράκι, έστριβε τη μύτη της από την άλλη μεριά και τελικώς έφευγε μακριά με ύφος θιγμένο. Κι όχι τίποτε άλλο, αλλά η Φωτούλα πίστευε πως θα μπορούσε να της κάνει πάσα τα δικά της ψάρια από το πιάτο της, να τα ξεφορτωθεί μια ώρα αρχύτερα και χωρίς να την καταλάβει η μαμά! Της άρεσε το μπάνιο. Που σε καμία γάτα δεν αρέσει! Αυτό το κατάλαβε η Φωτούλα όταν κάποια στιγμή (από εκείνες τις ατέλειωτες στιγμές των μεσημεριών του καλοκαιριού που δεν θες να πας για ύπνο αλλά σε στέλνουν με το ζόρι), που πάλι δεν είχε με τίποτε να ασχοληθεί κι η τηλεόραση ήταν απαγορευμένη, ξεκίνησε να πλένει τα μαλλιά της κούκλας της, ενώ η Ντίντη την παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Και σαν γάτα που είναι, έδωσε έναν πήδο, προσγειώθηκε στο νιπτήρα χωρίς να πάθει κάτι, και βούτηξε με δισταγμό την πατούσα της στο νερό. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα πλατσούριζε χαρούμενα! Από τότε, η Φωτούλα της κάνει μπάνιο τακτικά και την σκουπίζει με την αγαπημένη της πετσέτα. Μετά, αν η Ντίντη έχει κέφια, της πατάει κι ένα στέγνωμα με το πιστολάκι.
Τέλος, στη Ντίντη αρέσει πολύ το στόλισμα. Σαν την κυρά της. Φιόγκοι μπαίνουν και βγαίνουν, περιλαίμια διαφορετικά για την κάθε περίσταση, μέχρι και παλτό έχει! «Σε λίγο θα της πάρεις και παπούτσια!». Ας κοροϊδεύει ο μπαμπάς. Γάτα σαν τη Ντίντη καμιά άλλη δεν είναι!
Ένα άλλο παράξενο πράγμα σχετικά με τη Ντίντη είναι ότι δεν της αρέσουν οι βόλτες. Η Φωτούλα βλέπει τα γατιά της γειτονιάς να περνάνε από μάντρα σε μάντρα, από αυλή σε αυλή, να μυρίζουν δεξιά κι αριστερά, να εξερευνούν γενικώς. Η Ντίντη από την άλλη μεριά, δυσανασχετεί όταν πρόκειται να πάει έστω και μέχρι τον κτηνίατρο. Σε καμία περίπτωση δεν θέλει να μπει στην τσάντα μεταφοράς της, και τελικώς την ξεγελούν με κανένα γατο-μεζεδάκι, ενώ στον κτηνίατρο προσπαθεί ολοένα να φτάσει στην πόρτα της εξόδου.
«Όπως φαίνεται, για τη Ντίντη ο κόσμος όλος είναι το σπίτι μας, και πιθανόν αυτό να της φτάνει!», σκεφτόταν η Φωτούλα. «Μπορεί και να φοβάται ότι θα ξαναβρεθεί στον κάδο απορριμμάτων αν τύχει και ξεμυτίσει από εδώ». Κι έτσι, δεν την πίεσαν περισσότερο να εγκαταλείψει τη γωνιά της, παρά μόνο για τα απαραίτητα εμβόλια. Άλλωστε, κανείς δεν θα ήξερε πώς να της διδάξει να φέρεται σαν γάτα!
Είπαμε, η Ντίντη δεν είναι σαν τις άλλες. Κι αυτό το συνήθισαν όλοι. Κι ίσως εξ αιτίας της διαφορετικότητάς της να την αγάπησε κι η Φωτούλα τόσο πολύ. Οι φίλοι τους που έρχονταν για επίσκεψη, οι συμμαθήτριές της, οι γείτονες, σε λίγο καιρό είχαν καταλάβει πως μπορούσαν να την χαϊδεύουν, να παίζουν μαζί της, να την κανακεύουν με λιχουδιές – εκτός ψαρών βεβαίως!
Ένα απόγευμα, ήρθε επίσκεψη η κυρία Βούλα, συνάδελφος της μαμάς, που μόλις είδε τη Ντίντη την ερωτεύτηκε αμέσως! Και τι απαλό τρίχωμα και τι υπέροχα χρώματα και τι ασυνήθιστα εκφραστικά μάτια έχει η γάτα σας! Όλο παινέματα ήτανε. Αλλά δεν σταματούσε η κυρία Βούλα. Και να πάλι χάδια και ψ-ψι-ψι, μόλις η καημένη η Ντίντη πήγαινε να πάρει έναν υπνάκο στη ράχη του καναπέ. Άλλαξε θέση η κυρία Βούλα για να είναι κοντά της. Κι άμα είσαι γάτα σου αρέσει να σε χαϊδεύουν πίσω από το αυτί, αλλά για πόση ώρα; Έδωσε έναν πήδο η Ντίντη και πήγε και προσγειώθηκε μέσα στο καλάθι με τα περιοδικά. Σου λέει, εδώ γύρω δεν έχει κάθισμα να μετακινηθεί η επισκέπτρια, άρα δεν θα έρθει κοντά μου. Και κουλουριάστηκε έτοιμη να απολαύσει λίγη ησυχία.
Απατήθηκε! Η κυρία Βούλα έσυρε μέχρι εκεί μια καρέκλα της τραπεζαρίας και βάλθηκε να της μιλά με όλες εκείνες τις γλυκές εκφράσεις που δεν αρέσουν μήτε στα παιδιά μήτε στα γατάκια. Η Ντίντη την κοίταξε με τα μελένια μάτια της γεμάτα ικεσία «άφησέ με ήσυχη» αλλά η κυρία Βούλα προφανώς δεν το κατάλαβε και συνέχισε να της κατσιάζει τη γούνα από το πολύ χάδι.
Η Φωτούλα δεν μπορούσε να βλέπει την καλή της γατούλα να υποφέρει, αλλά και τι θα μπορούσε να κάνει χωρίς να θεωρηθεί αγενής προς την επισκέπτριά τους; Αφού φαινόταν πως η κυρία Βούλα αγαπούσε τις γάτες, δεν γινόταν να την πάρει και να πάνε να κλειστούνε στο δωμάτιό της – τουλάχιστον όχι πριν περάσει αρκετή ώρα και οι μεγάλοι ξεκινήσουν πιο σοβαρές συζητήσεις.
Αλλά η Ντίντη δεν ξέρει τι θα πει αγένεια ούτε πρέπει να κρατήσει τα προσχήματα. Κι είναι σχεδόν σίγουρο που δεν θα την μαλώσει και κανείς για ό,τι σκεφτεί να κάνει. Έτσι, μη αντέχοντας της υπερβολική εκδήλωση στοργής και αγάπης από την – άγνωστη μέχρι κείνη την ώρα – φίλη της οικογένειας, η Ντίντη βγήκε φουριόζα από το καλάθι, τεντώθηκε, πήγε στο μπαλκόνι, έριξε πίσω της μια φευγαλέα ματιά και με ένα τεράστιο και καλά υπολογισμένο σάλτο, προσγειώθηκε στον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας – δύο ορόφους παρακάτω!
«Ντίντηηηηηη!» φώναξαν μαζί η μαμά και η Φωτούλα. «Πού πήγε καλέ;» Η μαμά δεν μπορούσε να το πιστέψει, η Ντίντη, που δεν ξεκολλούσε από τις παντόφλες της μαμάς, τις γάμπες της Φωτούλας και τα παντελόνια του μπαμπά, και που για να την πας μέχρι τον κτηνίατρο έπρεπε να σκαρφιστείς ένα σωρό τεχνάσματα, η Ντίντη που δεν άφηνε τη σιγουριά του μαξιλαριού της για τίποτε στον κόσμο, έγινε καπνός! Με αγωνία κοιτούσαν όλοι κάτω, στην αυλή, και τα μάτια τους έτρεχαν μπρος – πίσω και δεξιά – αριστερά για να την εντοπίσουν. «Ντίντη, αχ καλή μου Ντίντη, πού είσαι;» κλαψούριζε η Φωτούλα, ενώ από μέσα της ήθελε να γδάρει την κυρία Βούλα, που αν δεν ήταν αυτή, τώρα θα καθόταν οι δύο τους στον καναπέ και θα χάζευαν τηλεόραση.
Κατέβηκαν στην πυλωτή, έψαξαν κάτω από τα αυτοκίνητα, μέσα στις γλάστρες, πήγαν στα διπλανά σπίτια και ρώτησαν «μήπως είδατε τη γάτα μας;», έκαναν όλοι μαζί «ψι-ψι-ψι», η Ντίντη άφαντη. Το κοριτσάκι δεν μπορούσε να διανοηθεί πόσους κινδύνους θα αντιμετώπιζε μόνη της η καημένη η γατούλα. Ο κόσμος μπορεί να είναι πολύ κακός με τα ζώα. Η ώρα περνούσε, η Φωτούλα μυξόκλαιγε και η κυρία Βούλα ανακοίνωσε πως θα πρέπει να γυρίσει σπίτι της, γιατί θα γύριζαν τα παιδιά της και δεν ήθελε να τα αναστατώσει με την απουσία της.
«Μμμμ...», σκέφτηκε η Φωτούλα στραβώνοντας τη μύτη της, «τώρα θυμήθηκε τα παιδιά της; Αφού αναστάτωσε πρώτα τη δική μου γάτα και την δική μου οικογένεια – γιατί για όλο αυτό που περνούσε η Φωτούλα την κυρία Βούλα θεωρούσε ένοχη και όχι τη Ντίντη – τώρα θυμήθηκε πως πρέπει να πάει και σπίτι της! Ε, ας πάει λοιπόν!». Αν δεν ήταν η στεναχώρια και η αγωνία της, θα είχε ξεχάσει παντελώς τους ευγενικούς της τρόπους.
Κι επειδή όσο κι αν έψαξαν, όσο κι αν ρώτησαν, η Ντίντη παρέμενε άφαντη προς μεγάλη τους απογοήτευση, η Φωτούλα με τη μαμά της αναγκάστηκαν να ανέβουν κι εκείνες σπίτι τους.
«Μη στεναχωριέσαι καλή μου», είπε η μαμά στο ασανσέρ. «Οι γάτες είναι πλάσματα ανεξάρτητα και δεν μπορούμε να τις περιορίσουμε μέσα σε ένα διαμέρισμα. Θα ήταν κόντρα στη φύση τους κάτι τέτοιο!». Βλέποντας την κόρη της σιωπηλή και δυο δάκρυα έτοιμα «να κατρακυλήσουν στο πάτωμα», η μαμά συνέχισε χαϊδεύοντας τα μακριά μαλλιά της Φωτούλας: «κι αν τόσον καιρό δεν το είχε τολμήσει, επειδή ήταν πιο μικρούλα, για τη Ντίντη η εξερεύνηση είναι στο αίμα της και καλά θα κάνουμε να το αποδεχτούμε αυτό».
Αλλά, μπαίνοντας στο σπίτι, ανακάλυψαν τη γάτα τους να κάθεται αριστοκρατικά στην πλάτη του καναπέ, στην αγαπημένη της θέση, και να στρώνει το τρίχωμά της που προφανώς θα είχε ταλαιπωρηθεί αρκετά κατά την διάρκεια της βόλτας της! Ένα σωρό μικρά φυλλαράκια ήταν κολλημένα στις πατούσες της και πρέπει να ένιωθε αρκετά άβολα με τη βρώμα που είχε πάνω της. Οι γατούλες ξέρουν από μόνες τους να φροντίζουν τον εαυτό τους – εντάξει, καμιά φορά και το αφρόλουτρο μπορεί να τους αρέσει, όπως στη συγκεκριμένη γάτα.
«Ντίντη! Εδώ είσαι γλυκό μου κοριτσάκι!» η Φωτούλα έτρεξε να την αγκαλιάσει, σταμάτησε όμως κάπως απότομα σκεπτόμενη πως τα υπερβολικά χάδια της κυρίας Βούλας τελικά δεν άρεσαν στη γάτα της που φρόντισε να εξαφανιστεί για να γλιτώσει από αυτά. Συνέχισε λοιπόν να της μιλά από μακριά. «Να δεις μια στεναχώρια που πήραμε Ντίντη μου, γιατί ήταν η πρώτη φορά που το έκανες και δεν μας είχες ενημερώσει κιόλας! Θα πρέπει να πήγες πολύ μακριά αφού δεν μας άκουσες να σε φωνάζουμε!»
Της έβαλε το φαγάκι στο πιάτο της και η καλή της φίλη, με έναν πήδο όλο χάρη και τσαχπινιά, προσγειώθηκε και τριβόταν στα πόδια της κυράς της, δείχνοντας πως απολάμβανε όλη αυτή τη φροντίδα. «Τελικά τίποτε δεν είναι σαν το σπίτι μας, ε Ντίντη;» τη ρώτησε η μαμά και η γατούλα έβγαλε ένα μικρό «νιάααου» σα να συμφωνούσε.
«Την άλλη φορά που θα έχουμε επισκέψεις μαμά, να δεις η Ντίντη θα ξαναφύγει. Μου φαίνεται πως δεν αντέχει τις κοινωνικές συναναστροφές!»
«Σίγουρα θα προτιμά περισσότερο μια "γατίσια" παρεούλα ή ακόμη κι ένα "γατο-σκυλο-καβγά", κι εμείς θα φροντίζουμε να έχουμε πάντα ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα για να μη νιώθει καταπιεσμένη. Αλλά την επόμενη φορά, θα ανησυχήσουμε λιγότερο! Η Ντίντη μας έδειξε πως ότι κι αν γίνει, όσο κι αν λείψει, τούτο δω θεωρεί σπίτι της κι εμάς οικογένειά της και θα ξαναγυρίσει!». Η μαμά γαργάλησε το λαιμό της Ντίντης κι εκείνη δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου, μα καθόλου για το χάδι αυτό.