Το παραμύθι της εβδομάδας: «Η γλυκατζού»!
«Μίιινα! Μην τρως άλλο γλυκό!»Να μια φράση που ακουγόταν συχνά – πυκνά στο σπίτι της Μίνας. Κι η Μίνα απορούσε γιατί.
Της Πέγκυς Παπαδοπούλου
Επειδή βλέπετε, η Μίνα είναι ένα πολύ καλό παιδί, πραγματικά. Γι' αυτό απορεί. Ξέρει να δένει μόνη τα κορδόνια των παπουτσιών της, κάθεται για φαγητό και συμπεριφέρεται σαν μικρή πριγκίπισσα, δεν μιλά με μπουκωμένο στόμα, πηγαίνει για ύπνο στην ώρα της, βγάζει τον σκύλο βόλτα – μαζί με τον Κωνσταντίνο εννοείται! -, μαζεύει όποια ακαταστασία υπάρχει στο παιδικό δωμάτιο εγκαίρως – δηλαδή πριν τη δει η μαμά, και γενικώς, κάνει όσα θα ήθελε κάθε γονιός από το παιδί του να κάνει. Είναι τελείως διαφορετική από τον ακατάστατο-και-πάντα-αφηρημένο αδελφό της, τον Κωνσταντίνο. Που θα ήταν καταστροφή σκέτη αν η Μίνα δεν έτρεχε πίσω του όλη την ώρα, αν και μικρότερη, για να συμμαζεύει τις γκάφες του. Γι' αυτό απορεί. Να είναι τόσο καλό παιδί και να μην μπορεί να φάει ένα γλυκάκι παραπάνω;
Σε δύο πράγματα θα ήθελε πολύ να μοιάσει η Μίνα στον αδελφό της και μόνο σε αυτά: είναι εξαιρετικός μαθητής και μπορούσε να φάει ένα σωρό πράγματα παραμένοντας τόσο λεπτός που καμιά φορά η Μίνα φοβόταν πως θα τον έπαιρνε ο αέρας έτσι ανάλαφρος που ήταν!
Αλλά, όπως είπαμε, η Μίνα είναι καλό παιδί και ακούει τη μαμά της. Έτσι, άφησε το μικρό μάφιν στο δίσκο. «Θα το φας αργότερα», την παρηγόρησε η μαμά, αλλά η Μίνα ήξερε πως δεν θα γινόταν αυτό. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, αυτόν που είναι δίπλα στην πόρτα του σπιτιού τους, κι είναι τόσο μεγάλος που μέχρι κι ο Κωνσταντίνος χωράει μέσα του. Παχιά δεν ήταν. Κοίταξε τις γάμπες της. Όχι, δεν ήταν χοντροκαμωμένες. Κοίταξε τη μούρη της. Τα μαγουλάκια της ήταν ροδαλά αλλά δεν θα έλεγε κανείς ότι ήταν φουσκωτά, σαν των παιδιών που είναι στρουμπουλά. Αντίθετα προσγειώνονταν απαλά πάνω στο σαγόνι της. Γύρισε στο πλάι. Ούτε η κοιλιά της πετούσε. Δεν φαινόταν καν!
«Τότε γιατί, αφού δεν είμαι χοντρή, δεν με αφήνουν να φάω όσα γλυκά θέλω;» αναρωτήθηκε.
«Κωνσταντίνε», ο μεγάλος αδελφός κάτι θα ήξερε, δεν μπορεί, «γιατί δεν κάνει να φάω γλυκά;»
Ο ακατάστατος-και-πάντα-αφηρημένος μεγάλος αδελφός σήκωσε τα μάτια από το βιβλίο του, σίγουρος πως η ερώτηση της Μίνας ήταν παγίδα. «Δεν μπορείς να φας κανένα γλυκό;»
«Μπορώ να φάω αλλά δεν με αφήνουν να φάω όσα θέλω!»
«Αααα, ώστε έτσι. Εμ βέβαια, υπάρχει κάποια εξήγηση γι' αυτό!» Ο Κωνσταντίνος είχε πάρει ύφος πολύ σπουδαίο. Το ύφος που τσαντίζει τις μικρότερες αδελφές.
«Μα είναι πολύ νόστιμα!» η Μίνα το έλεγε αυτό κι ήταν έτοιμη να βουρκώσει. «Δεν είναι άδικο να τρώω τα φασολάκια και τα μπρόκολα και το σπανακόρυζο, που δεν μπορείς να πεις ότι είναι και υπέροχα, και να μην μπορώ να φάω ένα γλυκάκι;»
«Για να ξέρεις, τα πολλά γλυκά παχαίνουν και χαλάνε και τα δόντια! Μάλλον γι' αυτό σου είπε η μαμά να μην φας άλλο γλυκό. Δεν θες να γίνεις καμιά χοντροπατάτα, θες; Ούτε να πηγαίνεις ολοένα στον οδοντίατρο. Κάνω λάθος;» Ο Κωνσταντίνος φυσικά λάθος δεν έκανε, αλλά της Μίνας δεν της άρεσαν αυτά που άκουσε. Καθόλου. Γιατί, είχε δίκιο ο ακατάστατος-και-πάντα-αφηρημένος μεγάλος αδελφός.
«Εντάξει, τότε πες μου εσύ που είσαι σοφός, στα πόσα γλυκά πρέπει να σταματάω». Να μια καλή ιδέα που έπρεπε να την έχει σκεφτεί νωρίτερα. Να ξέρει ένα νούμερο ας πούμε. Μπορείς να φας δύο σοκολατάκια, μία γκοφρέτα, τέσσερα κουφέτα, τρία μάφινς.
«Δεν φαντάζομαι να υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο νούμερο», της είπε ο Κωνσταντίνος μετά από αρκετή σκέψη. «Νομίζω πάντως πως εξαρτάται για ποιο γλυκό μιλάμε».
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή .... Να, υπάρχουν μερικά γλυκά που είναι πολύ παχυντικά και ίσως μάλιστα να μην κάνουν καθόλου καλό στην υγεία σου. Μερικά άλλα όμως, σαν αυτά που φτιάχνει η μαμά μας ή η γιαγιά, επειδή ακριβώς είναι "σπιτίσια", είναι φτιαγμένα με αγνά υλικά και με όλη την φροντίδα τους, οπότε νομίζω πως από αυτά θα μπορούσε κάποιος να φάει περισσότερα».
Κι αλήθεια αυτή είναι μία λύση. Αν και, η Μίνα δεν ήξερε να πει πώς θα γινόταν να τρώει τις αγαπημένες της σοκολάτες, αφού ούτε η γιαγιά ούτε η μαμά ήξεραν να τις φτιάχνουν....
Η Μίνα πάντως εκείνο το απόγευμα δεν έφαγε άλλο γλυκό, ούτε καν ένα μικρό σοκολατάκι μέσα από το μπολ που τα στόλιζε η μαμά. Πολύ θα ήθελε να φάει ένα, αλλά είπαμε, είναι καλό παιδί και δεν παρακούει τους γονείς της.
Την επόμενη μέρα όμως, ήρθε στο σπίτι η γιαγιά, κουβαλώντας ένα βάζο γυάλινο, που φαινόταν αρκετά βαρύ. «Έφτιαξα γλυκό σταφύλι! Το πρώτο της χρονιάς! Για δείτε τι όμορφο χρώμα έχει!» τους είπε με καμάρι.
Ε, τώρα, γινόταν η Μίνα να μην δοκιμάσει το γλυκό της γιαγιάς; Α πα πα! Να την περάσει η γιαγιά κακοαναθρεμμένη; Και να μην της πει «γεια στα χέρια σου γιαγιά»; Αποκλείεται! Κι έτσι η Μίνα φρόντισε να φάει όλο όσο της έβαλε η μαμά και να γλείψει μάλιστα με το κουταλάκι κι όλο το σιρόπι από το πιάτο της. «Δεν θα ζητήσω άλλο», σκέφτηκε, «όχι τώρα. Ίσως μετά το φαγητό».
«Όχι!» της απάντησε η μαμά. «Αύριο πάλι! Θα σε πονέσει η κοιλιά σου στο τέλος»
«Ναι, καλά, έτσι μου είχε πει και τότε που η γιαγιά έκανε γλυκό βύσσινο. Αλλά με τα χίλια ζόρια με άφησε να φάω λιγάκι ακόμη. Κι ας είναι το αγαπημένο μου. Κι η κοιλιά μου δε με πόνεσε τότε που έφαγα κουνουπίδι γιαχνί, με το γλυκό θα με πονέσει;». Τελικά, το βύσσινο το έφαγαν οι επισκέψεις πριν προλάβει μια δεύτερη δόση η Μίνα!
Η καημένη, πήγε για ύπνο με μια φοβερή λιγούρα. Μόλις πήγαν να κλείσουν τα βλέφαρά της, ονειρεύτηκε ότι είχε ένα μεγάλο κουτάλι και το βουτούσε στο γυάλινο βάζο και έτρωγε όσο γλυκό σταφύλι ήθελε. Και, πράγμα περίεργο, το βάζο αντί να αδειάζει, γέμιζε με ακόμη περισσότερο γλυκό. Μετά, άλλα βάζα εμφανίστηκαν, αυτά ήταν γεμάτα σοκολάτες και κουφετάκια χρωματιστά, και η Μίνα έτρωγε κι απ' αυτά, μέχρι που πόνεσαν τα δόντια της.
Αφού πέρασε δυο μέρες η Μίνα χωρίς να έχει ζητήσει έστω και ένα τόσο δα γλυκάκι, παρά το γεγονός ότι το βάζο την κοιτούσε από το ράφι του μέσα στη σερβάντα γεμάτο γλύκα, αποφάσισε πως θα έπρεπε τουλάχιστον να δοκιμάσει αν η μαμά είχε δίκιο ή όχι. Για να μπορεί να της ανακοινώσει το αποτέλεσμα μετά. Αφού σκέφτηκε πολύ ώρα, βρήκε τον τρόπο να το κάνει.
Έτσι, την ώρα που η μαμά βοηθούσε τον Κωνσταντίνο στην επανάληψη μιας άσκησης και ο μπαμπάς κλάδευε την αγαπημένη του τριανταφυλλιά, η Μίνα ξεκλείδωσε την παλιά σερβάντα. Πολύ της άρεσε αυτό το έπιπλο. Είχε ένα σωρό μεγάλα και μικρά ντουλάπια και ράφια κι εκεί κρύβονταν πραγματικοί θησαυροί. Όπως το όμορφο λουλουδάτο σερβίτσιο του τσαγιού ή εκείνα τα καταπληκτικά ποτηράκια του λικέρ, που είχαν χρώμα μωβ απαλό κι ήταν στολισμένα με χρυσά μπουκετάκια. Ωωωω... θα μπορούσε να τα χαζεύει με τις ώρες κι αλήθεια δεν θα την μάλωνε κανείς γι' αυτό, αλλά τώρα είχε άλλο πράγμα στο μυαλό της. Τράβηξε το μεγάλο βάζο με προσοχή και ξεβίδωσε το καπάκι – κάτι για το οποίο χρειάστηκε όλη της την δύναμη! «Μα, γιατί τα κλείνουν τόσο σφιχτά τα βάζα οι μεγάλοι;» αναρωτήθηκε. Με τη μεγάλη κουτάλα της κουζίνας, έβαλε μπόλικο γλυκό σε ένα βαθύ μπολ, το ακούμπησε στο πάτωμα, και έκλεισε πάλι τη σερβάντα.
Στα σβέλτα εξαφάνισε το μπολ – που εκεί η μαμά έκοβε τις περιβόητες σαλάτες της κι ήταν αλήθεια τόσο μεγάλο όσο και μια κολυμπήθρα – στο δωμάτιό της. Δεν κρατήθηκε. Πριν σκεφτεί πού θα το κρύψει, έφαγε στα γρήγορα μερικές γερές κουταλιές. Τι ευχαρίστηση! Τι υπέροχη γεύση! Κι εκείνα τα αμυγδαλάκια που κολυμπούσαν στο σιρόπι, όνειρο ήταν! Το γλυκό γλιστρούσε απαλά στη γλώσσα της και η χαρά της που επιτέλους μπορούσε να φάει όσο ήθελε, ήταν απερίγραπτη. «Τι πειράζει αν φάω άλλη μία κουταλιά; Και μία ακόμη;».
Σταμάτησε όμως κάποια στιγμή γιατί η μαμά τους φώναξε για φαγητό και κάπου έπρεπε να κρύψει το μπολ. Η μια θέση ήταν πολύ φανερή, η άλλη πολύ ψηλά, κάτω από το κρεβάτι θα μαζεύονταν μυρμήγκια, πάνω στη βιβλιοθήκη δεν χωρούσε. Τελικά, κάτω από το κρεβάτι το έβαλε η Μίνα το μπολ. «Άμα το φάω όλο απόψε, δεν θα προλάβουν να το ανακαλύψουν τα μυρμήγκια», σκέφτηκε. «Ούτε η μαμά θα το ανακαλύψει». Διπλή χαρά!
«Μαμά, να φάω λίγο γλυκό σταφύλι;», ρώτησε μετά το φαγητό η Μίνα.
«Ναι, μπορείς να φας λιγάκι, μικρή μου γλυκατζού!» της είπε η μαμά και τη Μίνα την έπιασε πανικός. Γιατί, αν της έβαζε γλυκό η μαμά, θα έβλεπε πόσο λείπει από το βάζο! Οπότε αρνήθηκε όσο πιο ευγενικά μπορούσε. «Μπα, νομίζω πως τελικά δεν θέλω, μου φαίνεται έφαγα πολλά μακαρόνια και δεν χωρά τίποτε άλλο στο στομάχι μου!» είπε και εισέπραξε μια πονηρή ματιά από τον Κωνσταντίνο, που ευτυχώς, αν και μόνιμα αφηρημένος και στην κοσμάρα του, δεν είπε τίποτε άλλο.
Και ξεπερνώντας αυτήν την παρά τρίχα γκάφα της, ένιωσε τόσο ευχαριστημένη με τον εαυτό της, που, όταν όλοι είχαν πια κοιμηθεί, στρογγυλοκάθισε στο κρεβάτι της και έφαγε όλο το υπόλοιπο γλυκό από το κρυμμένο μπολ.
Δεν είχε περάσει πολύ ώρα, κι η κοιλιά της άρχισε να κάνει περίεργους θορύβους. Έμοιαζαν με μπουμπουνητά, κι ένα κάψιμο στο στομάχι της έκανε έντονη την παρουσία του. Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά γιατί αμέσως μετά άρχισε να πονά. Η κοιλιά της διαμαρτυρόταν και ίδρωνε. Της φαινόταν πως τα μακαρόνια χόρευαν καλαματιανό μέσα στο στομάχι της μαζί με ένα αμπέλι ολόκληρο κι ένα καράβι ζάχαρη! «Πω-πω, να δεις που είχε δίκιο η μαμά και τελικά με πονά πράγματι η κοιλιά μου! Αχ, τι θα κάνω τώρα, τι θα κάνω τώρα;» σκεφτόταν απελπισμένη αλλά και λίγο φοβισμένη. Κι επειδή χειροτέρευε και δεν ήξερε να πει αν πονούσε μόνο ή φοβόταν περισσότερο την κατσάδα της μαμάς, άλλη λύση δεν είχε παρά να ζητήσει τη βοήθεια του Κωνσταντίνου.
Τι να περιμένει όμως κανείς από τον ακατάστατο-και-πάντα-αφηρημένο μεγάλο αδελφό; Που μόλις του είπε τι είχε κάνει, έβαλε πρώτα τα γέλια και μετά ειδοποίησε τη μαμά; Πολύ θα ήθελε να ένιωθε λίγο καλύτερα και να του πετούσε τις παντούφλες της κατακέφαλα, αλλά έφυγε σφαίρα για το μπάνιο μην τύχει και κάνει εμετό πάνω στα σεντόνια της. Άλλη φορά θα του τα έψελνε κι αυτού!
Η καημένη η Μίνα δεν πέρασε καθόλου καλά για τις επόμενες ώρες. Η μαμά της σκούπιζε το μέτωπο και της έδωσε να πιει χυμό λεμόνι με σόδα, που έκανε ένα σωρό μπουρμπουλήθρες και της γαργαλούσε τον ουρανίσκο – αλλά η Μίνα θα έπινε ευχαρίστως μέχρι και πετρέλαιο αρκεί να της περνούσε αυτό το μαρτύριο! Η αλήθεια είναι όμως ότι μετά από λίγο αισθανόταν αρκετά καλύτερα – τόσο ώστε να ζητήσει συγνώμη από τη μαμά της γι' αυτό που έκανε.
«Δεν καταλαβαίνω μικρή μου, γιατί πήρες κρυφά το γλυκό; Και γιατί πήρες τόσο μεγάλη ποσότητα;» Η μαμά την βοηθούσε να αλλάξει πιτζάμες.
«Ήθελα να σου αποδείξω πως μπορώ να φάω πολύ γλυκό χωρίς να πάθω τίποτε! Αλλά έκανα λάθος μαμά μου!» Η Μίνα τώρα είχε βουρκώσει για τα καλά. Και θα έβαζε τα κλάματα μια χαρά, αλλά σκέφτηκε πως έτσι θα έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα!
«Τι νομίζεις Μίνα; Πως όταν σου λέω κάτι το λέω απλώς για να κάνω τη μαμά και για να σου στερήσω κάποια απόλαυση; Όχι! Το αντίθετο μάλιστα! Να σε προφυλάξω ήθελα, για να μην περάσεις αυτή την αδιαθεσία, που θα μπορούσε να ήταν και πολύ πιο άσχημη μάλιστα!»
«Πώς να με προφυλάξεις δηλαδή; Δεν φταις εσύ που εγώ είμαι γλυκατζού κι έχω συνέχεια το μυαλό μου στα γλυκά!»
«Όχι, δεν φταίω. Αλλά ίσως θα έπρεπε να σου έχω πει πως κι εγώ μικρούλα μια φορά είχα φάει όλο το γλυκό βύσσινο της γιαγιάς και μετά αρρώστησα τόσο πολύ, που φέραμε μέχρι και το γιατρό στο σπίτι. Και μου έκανε και έ-νε-ση! Που δε μου άρεσε καθόλου φυσικά! Αν σου είχα διηγηθεί την δική μου ιστορία, αντί μόνο να σου απαγορεύσω να φας περισσότερο γλυκό, ίσως να είχες καταλάβει ακριβώς τι μπορεί να πάθεις και να μην το έκανες» Η μαμά έδειχνε προβληματισμένη. «Στο κάτω – κάτω, σε όλα τα παιδιά αρέσουν τα γλυκά, εσύ γιατί να είσαι διαφορετική; Αλλά στο υπόσχομαι, την επόμενη φορά που θα σου ζητήσω να κάνεις ή να μην κάνεις κάτι, θα σου εξηγώ το λόγο. Για να μην ξαναπάθουμε τα ίδια, ε, τι λες;»
«Αχ μαμά μου!» Αυτό μόνο της ήρθε στο μυαλό της Μίνας. Κι από μέσα της υποσχέθηκε στον εαυτό της ποτέ να μην παρακούσει τη μαμά ξανά. Γλυκά φυσικά θα συνέχιζε να τρώει αλλά τώρα πια ήξερε ότι θα είναι πολύ συγκρατημένη. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να το ξαναπεράσει αυτό, ούτε τον πόνο ούτε την αγωνία!