Το παραμύθι της εβδομάδας: «Και τώρα τι γίνεται;»!
«Έρχονται τα Χριστούγεννα! Και η Πρωτοχρονιά!» μουρμούριζε η Νία – που κανονικά την έλεγαν Αντωνία αλλά το όνομά της έμεινε ... "μισό" από τότε που ήταν μωρό και δεν μπορούσε να το πει ολόκληρο. Είχε μεγάλη χαρά και το είπε στη μαμά της.
Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου
«Ουου ... έχουμε καιρό ακόμη! Σχεδόν ένα μήνα!» απάντησε η μαμά, που, αν και χαμογελαστή, καμία προετοιμασία δεν φαινόταν να κάνει.
«Μα, είναι δυνατόν;» αναρωτιόταν η Νία. «Στο σχολείο έχουμε ήδη αρχίσει τις χριστουγεννιάτικες κατασκευές, στο μάθημα των εικαστικών και η δασκάλα της μουσικής μας μοίρασε τα φυλλάδια με τα τραγούδια που πρέπει να μάθουμε. Άρα, οι γιορτές πλησιάζουν! Λες να κάνει λάθος η μαμά; Αααχχχ... πόσο ανυπομονώ να στολίσω το σπίτι!»
Αποφάσισε πως μόνη της δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Στο σχολείο ήδη προετοιμάζονταν, στο σπίτι όμως δεν παρατηρούσε καμία αλλαγή. Συνήθως η μαμά έκανε ... "γερές πάστρες" όπως έλεγε, καθάριζε δηλαδή τα πάντα, από το ταβάνι και τα φωτιστικά μέχρι τα κρυστάλλινα κομμάτια της βιτρίνας – αυτά που δεν άφηνε τη Νία ούτε το χεράκι της ν' απλώσει πάνω τους, και μετά, όλοι μαζί, κουβαλούσαν από την αποθήκη το δέντρο και τα στολίδια του και περνούσαν ολόκληρη τη μέρα στολίζοντάς το. Πάστρες όμως ακόμη δεν είχαν ξεκινήσει.
Ούτε η λίστα με τα υλικά που χρειάζονταν για μελομακάρονα και κουραμπιέδες είχε γραφτεί. Πότε θα τα προλάβαιναν όλα;
«Μαμά, γιατί αργούμε να ξεκινήσουμε τις προετοιμασίες για τις γιορτές;» ρώτησε το απόγευμα τη μαμά της.
«Δεν αργούμε καθόλου γλυκιά μου! Από βδομάδα, θα τα βάλουμε σε μία τάξη όλα, θα δεις. Δεν υπάρχει λόγος να πιεστούμε!»
Σίγουρα η μαμά ήξερε καλύτερα. Δεν αμφέβαλλε γι' αυτό η Νία. Αλλά, η Νία είναι ένα μικρό κοριτσάκι, ας μην το ξεχνάμε αυτό. Και σε όλα τα μικρά παιδιά, το "έχουμε καιρό" και το "είναι νωρίς ακόμη", ειδικά όταν πρόκειται για τις γιορτές που τόσο λαχταράνε, είναι λίγο απογοητευτικό.
Έτσι η Νία πέρασε αρκετή ώρα δαγκώνοντας το μολύβι της – αυτό τη βοηθούσε να σκεφτεί, παρ' όλο που ήξερε πως χαλούσε τα δόντια της. Μετά, έβαλε τις σκέψεις της σε μία τάξη.
«Λοιπόν», είπε στον εαυτό της, «έχουμε καιρό. Σωστά. Αλλά πρέπει να οργανωθώ από τώρα γιατί κάτι το σχολείο, κάτι τα αγγλικά και το διάβασμα, μην τρέχω και δεν φτάνω στο τέλος!» Η Νία ήθελε να φέρει τα Χριστούγεννα πιο κοντά.
Και ο μόνος τρόπος που έβρισκε για να το κάνει αυτό, ήταν να ξεκινήσει να προετοιμάζεται. Μπορούσε έτσι να ονειρεύεται όσο θέλει πώς να, την επόμενη βδομάδα, σταματά το σχολείο και να, αμέσως μετά θα βγει να πει τα κάλαντα με τους φίλους της. Έξυσε το μολύβι, πήρε το καλό της σημειωματάριο, αυτό με τις ζωγραφισμένες νεραϊδούλες στο πλάι, μάζεψε τα μαλλάκια της με την πιο φανταχτερή της κορδέλα και ξεκίνησε.
«Καθαριότητα» έγραψε και μετά δίπλα ακριβώς, ένα βελάκι και «μαμά». Αυτό σήμαινε πως αυτό θα το έκανε η μαμά. Το καλοσκέφτηκε και έβαλε δίπλα και το δικό της όνομα. Θα βοηθήσει όσο μπορεί.
«Μεταφορά δέντρου και στολιδιών από την αποθήκη και στόλισμα.». Ε, αυτό το έκαναν όλοι μαζί κάθε φορά. «Μπαμπάς, μαμά, Νία».
«Γλυκά». Μμμμ ....Εδώ έπρεπε να γράψει μόνο το δικό της όνομα, αφού τα μικρά της χεράκια μπορούσαν να ζυμώσουν εκατοντάδες μελομακάρονα.
«Κατασκευή διακοσμητικής γιρλάντας». Νία. Θα τους έδειχνε η κυρία των εικαστικών και η Νία θα έφτιαχνε μια πολύ μεγάλη για το σπίτι τους, να την κρεμάσουν στο κουρτινόξυλο πάνω από την μπαλκονόπορτα. Για καλό και για κακό, με άλλο ένα από τα αγαπημένα της βελάκια, έγραψε παρακάτω: «χαρτόνι χρυσό, κορδέλα κόκκινη, ασημόσκονη, κόλλα». Για να μην ξεχάσει να ελέγξει εάν έχει όλα τα υλικά.
Ξαναδάγκωσε το μολύβι. Τι άλλο έμενε να προβλέψει; Μα φυσικά! Τα δώρα!
Καινούρια σελίδα λοιπόν στο σημειωματάριο. Δεν ήθελε να ξεχάσει κανέναν. Πάνω – πάνω, έγραψε με φωτεινό κόκκινο μαρκαδόρο και τα ωραιότερά της γράμματα «δώρα». Κι έτσι, οι δυο παππούδες, οι δύο γιαγιάδες, η μαμά και ο μπαμπάς, η θεία Ελένη, όλα της τα ξαδέλφια κι ακόμη περισσότεροι φίλοι και φίλες, κατάφεραν να χωρέσουν σε δυο ολόκληρες σελίδες. Η Νία διάβασε τα ονόματα ξανά και ξανά, για να είναι σίγουρη πως δεν έχει παραλήψεις.
«Πω-πω, πόσα δώρα πρέπει να αγοράσω!» σκέφτηκε και η χαρά της ήταν μεγάλη. Γιατί δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να δωρίζεις στους ανθρώπους που αγαπάς κάτι, όσο μεγάλο ή μικρό κι αν είναι αυτό! Και το ωραιότερο πράγμα στις γιορτές, εκτός από τα μελομακάρονα δηλαδή, ήταν για τη Νία όλη αυτή η φροντίδα. Το να βάζεις το μυαλό σου – και την καρδιά σου! – να ψάξει και να βρει τι θα ήταν αυτό που θα έφερνε το μεγαλύτερο χαμόγελο στους αγαπημένους σου.
Τώρα τα πράγματα γίνονταν δύσκολα. Η Νία είχε αφήσει χώρο δίπλα στο κάθε όνομα για να γράψει τις ιδέες της για τα δώρα του καθενός. Αλλά, ξαφνικά, τίποτε δεν της ερχόταν. Ούτε το δαγκωμένο μολύβι έμοιαζε να μπορεί να δώσει λύση. «Ευτυχώς που ... "έχουμε καιρό"! Αν τα άφηνα όλα αυτά για την τελευταία στιγμή, δεν θα έπαιρνα κανένα δώρο της προκοπής!
Είδες καμιά φορά που όσο καιρό και να έχουμε μπροστά μας δεν φτάνει;». Πολύ θα ήθελε να πει αυτές τις σκέψεις στη μαμά της, αλλά τότε θα δεν θα ήταν έκπληξη. Οπότε, επειδή είχε αρχίσει να νυστάζει κι επειδή "έχουμε καιρό", έκλεισε το σημειωματάριο, το τρύπωσε βαθιά στο συρτάρι της και έβαλε πιτζάμες. Αύριο, που θα είχε "καθαρό μυαλό" – μια έκφραση που έλεγε ο μπαμπάς συχνά-πυκνά και που η Νία δεν την καταλάβαινε εντελώς αφού το μυαλό δεν πλένεται – θα είχε σίγουρα καλύτερες ιδέες.
Πράγματι είχε! Μόνο που οι ιδέες τις έρχονταν ανάκατες, πότε την ώρα των μαθηματικών, πότε της μουσικής και την ώρα που έπαιζε μπάσκετ στην γυμναστική! Κι η καημένη η Νία – που θα έπρεπε τώρα που πια μεγάλωσε να ... «μεγαλώσει» και το όνομά της και να την φωνάζουν όλοι Αντωνία,- έτρεχε να πάρει μολύβι και χαρτί να τις γράψει μη μπας και της φύγουνε! Το αποτέλεσμα ήταν λίγο ... "τραλαλά", αφού τα μισά δώρα είχαν γραφτεί στο τετράδιο του πεντάγραμμου, και τα άλλα μισά ήταν χωμένα κυριολεκτικά σε διάφορες προσθέσεις και την προπαίδεια του τέσσερα.... "τραλαλά" ντο-ρε-μι και δίπλα ακριβώς "γραβάτα" και πιο πάνω "αρωματικό σαπούνι". Μα της Νίας αυτό πολύ της άρεσε!
Στο σπίτι βάλθηκε να λύσει το μπερδεμένο κουβάρι των σημειώσεών της – κι έπρεπε να το κάνει χωρίς να την πάρει είδηση κανείς, αν ήθελε να μην χαλάσει τις εκπλήξεις της. Φυσικά, ήξερε ότι εντελώς μόνη της δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα, θα έπρεπε να εκμυστηρευτεί στη μαμά κάποια πράγματα ώστε να επισκεφτούν μαζί τα διάφορα καταστήματα – αλλά, "έχουμε καιρό".
«Για τον έναν παππού κάλτσες, για τον άλλο παντόφλες, για τη μια γιαγιά ποδιά της κουζίνας για την άλλη κασκόλ. Ο μπαμπάς δεν έχει μια γραβάτα σε εκείνα τα χρώματα του ουρανού που τόσο του πάνε. Η μαμά θα είναι ενθουσιασμένη με εκείνο το υπέροχο, μυρωδάτο αφρόλουτρο και νομίζω πως η Ελένη θα χαρεί να έχει μια καινούρια στέκα, εκείνη με τα διαμαντάκια που στραφταλίζουν».
Η λίστα μεγάλωνε. Σε μερικά ονόματα δίπλα υπήρχαν περισσότερα από ένα δώρα, κι η Νία θα έβλεπε μαζί με τη μαμά της ποιο θα ήταν το καλύτερο. Ήταν ενθουσιασμένη! Οι γιορτές είχαν έρθει λιγάκι πιο κοντά, κι ένα σωρό όμορφες σκέψεις κατέκλυσαν το μυαλουδάκι της. Είχε δίκιο ο μπαμπάς που της είχε πει πέρσι πως το πιο όμορφο πράγμα στις γιορτές είναι η ... προετοιμασία! «Αχ, μπαμπάκα μου, θα σου πάρω μια γραβάτα τρέλα!»
«Τι κάνεις μωρό μου;» ρώτησε η μαμά βλέποντάς τη σκυμμένη με τις ώρες να γράφει.
«Τη λίστα με τα δώρα μου!»
«Καλά έκανες! Για να έχουμε όλον τον χρόνο να ψωνίσουμε! Κι εγώ από μεθαύριο ξεκινώ τις προετοιμασίες».
Επιτέλους ! της Νίας της ερχόταν να ξεφωνίσει. Αλλά δεν το έκανε. Αντίθετα, ξεφώνισε ένα μεγάλο και δυνατό «πω-πω!», λίγη ώρα αργότερα. Που είχε μετρήσει τα λεφτά του κουμπαρά της....
«Καταστροφή! Δεν είναι δυνατόν! Να τα ξανα-μετρήσω...» έλεγε από μέσα της η Νία. Καθότι τα χρήματά της ήταν πολύ λίγα.... Ελάχιστα! Όσες φορές κι αν τα μέτρησε όμως, αυτά μείνανε το ίδιο λιγοστά. Της ήρθε να βάλει τα κλάματα. Κι αλήθεια, τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Πώς θα γινόταν, με τόσο λίγα λεφτά, ν' αγοράσει τόσα δώρα;
«Μήπως να μην τα έπαιρνα όλα αυτά; Απαπα.... Και ποιον να αδικήσω; Τη μαμά; Τη γιαγιά; Ή μήπως την Ελένη; Αποκλείεται! Πρέπει όλοι να έχουν το δώρο τους, ένα δώρο σημαντικό, ένα δώρο που θα τους το έχω κάνει εγώ. Διαφορετικά, οι γιορτές δεν θα είναι ακριβώς γιορτές. Δεν έλεγε ο μπαμπάς ότι το σημαντικότερο πράγμα είναι το να δωρίζεις;» Ένα μικρό δάκρυ τελικώς κατρακύλησε από τα ματάκια της κι έπεσε πάνω στη λίστα .... Πλιτς.... Και μετά άλλο ένα. Η Νία διόρθωσε τη μουτζούρα.
«Και τώρα τι γίνεται;» σκεφτόταν δαγκώνοντας το μολύβι. Που σιγά μην μπορούσε να την βοηθήσει. Μετά, η Νία το έριξε στα μαθηματικά. «Τόσο χαρτζιλίκι την ημέρα, και η εβδομάδα έχει πέντε μέρες και μέχρι τις γιορτές έχουμε τόσες μέρες .... Μας κάνει ... τόσα λεφτά. Μμμμμ... δεν ήταν απογοητευτικό το νούμερο που θα μάζευε, με την προϋπόθεση όμως πως δεν θα έτρωγε ούτε ένα κουλούρι όλον αυτόν τον καιρό.
Η Νία τελικά περίμενε – παρά την αρχική της απογοήτευση – την αυριανή μέρα και το καθαρό της το μυαλό, να κάνουν κανένα θαύμα. Είχε το λόγο της. Σχολώντας, και στην διαδρομή για το σπίτι, σταμάτησε σε όλα τα εμπορικά μαγαζιά, ψάχνοντας να βρει τα δώρα από τη λίστα της. Και, η αλήθεια είναι ότι τα βρήκε. Σχεδόν όλα. Κατέγραψε και τις τιμές – το σημειωματάριο με τη νεραϊδούλα και το καλό μολύβι είχαν πάρει φωτιά!
Στο σπίτι πια, ξανάπιασε τα μαθηματικά. Άθροισε όλες τις τιμές που είχε καταγράψει. Το νούμερο ήταν ... τεράστιο, απλά τεράστιο, για το δικό της μικρό πορτοφόλι, όσο κι αν τα δώρα που είχε επιλέξει και να μην ήταν πανάκριβα. Το άθροισμα έγινε άλλες δύο φορές. Δεν είχε κανένα λάθος. Ήταν καλή στα μαθηματικά. Δώσ' του και μια τρίτη φορά. Δεν άλλαξε. Ακόμη κι αν μάζευε όλο της το χαρτζιλίκι, κι ακόμη κι αν ο κουμπαράς της κατάφερνε να κάνει ένα θαύμα και να διπλασιάσει το ποσό που είχε μέσα, και πάλι τα λεφτά της δεν έφταναν!
«Και τώρα τι γίνεται;» ρώτησε τη μαμά με κλάματα και λυγμούς. «Για να σας πάρω τα δώρα σας εγώ θα' πρεπε να μαζεύω λεφτά από το καλοκαίρι!!!! Γιατί δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα;» Ένα χαρτομάντηλο εμφανίστηκε μπροστά της αλλά τη μια στιγμή σκούπισε τα δάκρυα και την άλλη αυτά έτρεχαν ανεμπόδιστα στα μάγουλά της. Η μαμά την κρατούσε αγκαλιά λες και ήταν μωρό.
Η Νία δεν μπορούσε να κρατάει πια το μυστικό της. Μπορεί να ήθελε να κάνει σε όλους έκπληξη, αλλά πώς θα γινόταν αυτή; Κι έκλαιγε από τη μια για τα λιγοστά της χρήματα κι από την άλλη γιατί πάει η έκπληξη.
«Δε νομίζεις ότι πρέπει να σταματήσεις να κλαις;», ρώτησε η μαμά μετά από λίγη ώρα.
«Μα....»
«Ναι, ναι, να σταματήσεις! Τι νομίζεις; Είσαι η πρώτη που το παθαίνεις αυτό; Κι εμείς το πάθαμε. Και μη σου πω ότι, μερικές φορές, ακόμη και τώρα, συμβαίνει. Αλλά υπάρχουν ένα σωρό τρόποι να το διορθώσουμε». Η μαμά είχε πάρει το πολύ σοβαρό της ύφος.
«Αλήθεια;» είπε η Νία με προσδοκία αλλά σύντομα κοίταξε τη μαμά λοξά, με καχυποψία. Τι είδους τρόποι μπορεί να ήταν αυτοί που δεν τους είχε σκεφτεί η ίδια; Και πώς γινόταν να αντιμετωπίζουν τις ίδιες καταστάσεις και οι μεγάλοι;
«Βεβαίως» Και η μαμά πήρε φόρα, σαν να ήθελε να της αποδείξει πως δεν ήταν και τόσο μαύρα τα πράγματα. «Αρχικά, θα πας να φέρεις τη λίστα σου, να της ρίξουμε μια ματιά. Μπορεί να διαπιστώσουμε πως ένα-δυο από τα δώρα που θα ήθελες να κάνεις, τα έχουν ήδη και να αλλάξουμε την ιδέα για τους συγκεκριμένους ανθρώπους. Ύστερα, θα ψάξουμε μαζί στα μαγαζιά για να δούμε πιο συμφέρουσες τιμές για όσα θέλουμε να αγοράσουμε».
«Τι πάει να πει "συμφέρουσες";» ρώτησε η Νία
«Θα πει πως μπορούμε να βρούμε το ίδιο πράγμα, ή σχεδόν το ίδιο, σε κάποιο άλλο μαγαζί, σε τιμή που να είναι λίγο φθηνότερη. Έτσι, θα μειώσουμε το σύνολο των χρημάτων που μας χρειάζονται».
«Και τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;»
«Φυσικά, θα φροντίσουμε να γεμίσουμε τον κουμπαρά σου όσο περισσότερο μπορούμε. Εσύ, ευκαιρία είναι, να μην χαλάς τα λεφτά σου αγοράζοντας λιχουδιές που δεν σου προσφέρουν τίποτε στην διατροφή σου. Θα παίρνεις και το δεκατιανό από το σπίτι. Εγώ, θα βάζω εκεί τα ρέστα από τα ψώνια και στο τέλος θα τα καταφέρουμε».
«Αποκλείεται .... Λείπουν πολλά....» Εμ, δεν είχε και καμιά υπερβολικά καλή ιδέα η μαμά ... Τέτοιους υπολογισμούς ήξερε να κάνει και εκείνη!
«Μπορεί ... αλλά μάλλον δεν θυμάσαι από πέρσι ...»
«Τι πράγμα;»
«Ότι, λίγες μέρες πριν τις γιορτές, αφού βάλουμε κάτω τα χρήματα που έχουμε μαζέψει, βάζουμε κι ένα ποσό από τους μισθούς μας, εγώ και ο μπαμπάς, που το μοιράζουμε μετά στα δώρα που θέλουμε να αγοράσουμε!»
«Τι κάνετε λέει;» η Νία είχε ήδη αρχίσει να ξανακάνει προσθέσεις και αθροίσματα. Τόσα έχει ο κουμπαράς, τόσα είναι το χαρτζιλίκι μου, τόσα μπορεί να περισσέψουν από τα ψώνια .... Συν αυτό το ποσό, που δεν ήξερε ποιο είναι! Μάλλον τελικά τα πράγματα δεν είναι και τόσο χάλια!
«Πάντα έχουμε ένα ποσό, όχι και τίποτε εξαιρετικά μεγάλο, μη φανταστείς, που το διαθέτουμε για τα δώρα της οικογένειας και των φίλων και μόνο. Σε καμία περίπτωση δεν φτάνει όμως να τα καλύψει όλα, γι' αυτό και κάνουμε οικονομίες αρκετό καιρό νωρίτερα».
«Ώστε έτσι τα καταφέρνετε πάντα με τον μπαμπά;» η Νία δεν ήταν σίγουρη ότι είχε καταλάβει και πολύ καλά όλα όσα της έλεγε η μαμά, όμως, ένα πράγμα το είχε καταλάβει στα σίγουρα: Με λίγη προσοχή και ακόμη περισσότερη καλή θέληση, τελικώς θα τα κατάφερναν!
Φίλησε τη μαμά κι έτρεξε – σκοντάφτοντας από τη βιασύνη της – να φέρει τη λίστα. Η μαμά φόρεσε τα γυαλιά της και κάθισαν στο μεγάλο τραπέζι κοντά – κοντά. Κάποια πράγματα άλλαξαν, κάποια δώρα έμειναν τα ίδια, σε κάποια άλλα η μαμά πρόσθεσε και δικές της ιδέες. Είχαν πολύ δουλειά ακόμη. Και δεν θα ήταν κι εύκολη αυτή η δουλειά. Η μαμά όμως, εκτός από τα γυαλιά της, φορούσε κι ένα τεράστιο χαμόγελο. Οπότε, μάλλον καλά θα πάνε τα πράγματα.
Ύστερα από αρκετή ώρα, η Νία ρώτησε: «μαμά, αυτό είναι που λένε "πνεύμα των Χριστουγέννων;"»
«Αυτό είναι! Τα Χριστούγεννα δεν είναι μόνο μία μέρα. Μαζευόμαστε, τρώμε, αλλάζουμε δώρα και ευχές, καμαρώνουμε το δέντρο, βγάζουμε φωτογραφίες. Χριστούγεννα είναι όλη αυτή η αγάπη, για τους δικούς μας ανθρώπους, η φροντίδα, η έγνοια, η προσπάθεια που κάνουμε, μέρες πριν, με όποιον τρόπο μπορούμε, να δείξουμε το ενδιαφέρον και την αγάπη μας. Αυτό που κάνουμε τώρα, η συνταγή της γιαγιάς για τα μελομακάρονα, τα κάλαντα που θα εσείς πείτε φάλτσα αλλά εμείς θα σας καμαρώνουμε, κι αυτά "πνεύμα Χριστουγέννων" είναι. Και τα στολίδια που θα φτιάξετε στα εικαστικά, και τα τραγούδια που μαθαίνετε. Και οι κάρτες που θα ζωγραφίσεις για να στείλουμε με το ταχυδρομείο. Και το δώρο που θα σου φέρει ο Άγιος Βασίλης»
Η μαμά έλεγε ... έλεγε ... κι η Νία ένιωθε πως οι γιορτές είχαν ήδη φτάσει – μέσα στο σπίτι της τουλάχιστον! – και ονειρευόταν πως ίσως, αύριο το πρωί που θα ξυπνούσε, θα είχε χιονίσει για τα καλά, το δέντρο θα στεκόταν περήφανο και στολισμένο στη μέση του σαλονιού και θα μπορούσε να φάει για πρωινό ένα ολόκληρο βουνό μελομακάρονα!