Το παραμύθι της εβδομάδας: «Δεν είναι καθόλου φτωχική η φάτνη»
Στολισμοί και δέντρα παντού. Και στο σχολείο. Πολύ χαιρόταν η Γαλάτεια και το καμάρωνε το δέντρο του σχολείου! Ήταν πολύ ψηλό, και γεμάτο στολίδια που έκαναν τα παιδιά!
Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου
Βδομάδες ολόκληρες δούλευαν όλα τα τμήματα στο μάθημα των εικαστικών. Στο τέλος, όλες οι τάξεις είχαν να δείξουν απίστευτα όμορφα πράγματα, κι ούτε ένα τόσο δα κλαράκι δεν έμεινε χωρίς το στολίδι του!
Για να μην γίνει μάλιστα χαμός, επειδή όλα τα πιτσιρίκια έτρεχαν και σπρώχνονταν με μανία ποιος θα πρωτο-κρεμάσει το δικό του στολίδι, η κυρία Φωτεινή, η διευθύντρια του σχολείου, αναγκάστηκε η καημένη να κάνει τον ... "τροχονόμο" για να μην έχουν ατυχήματα. Έτσι, καλούσε κάθε ένα τμήμα ξεχωριστά, κι άφηνε τα παιδιά να κρεμάσουν τα στολίδια τους όπως εκείνα νόμιζαν ... μέχρι που οι μεγαλύτερες τάξεις έψαχναν πού θα μπορούσαν να βάλουν τα δικά τους. «Αλλά δεν πειράζει», σκεφτόταν η διευθύντρια, «αυτά τα παιδιά φτάνουν και στα ψηλότερα κλαδιά!»
Η Γαλάτεια περνούσε και ξαναπερνούσε από το μεγάλο χωλ που είχε στηθεί το δέντρο και δεν χόρταινε να το βλέπει. Και στο σπίτι τους, πού την έχανες πού την έβρισκες, καθόταν μπροστά του και χάζευε με τις ώρες.
Η σκέψη της ταξίδευε σε χώρες μακρινές, κι αναρωτιόταν πώς άραγε να περνούν αυτές τις μέρες τα παιδιά που ζουν πολύ-πολύ μακριά. Φανταζόταν γιορτές μεγάλες και γλυκά, βουνά από γλυκά, και μεζέδες και κάλαντα .... Ώσπου, ο μπαμπάς την πήρε από το χέρι κι έψαξαν στ' αλήθεια οι δυο τους στο ίντερνετ να δουν φωτογραφίες και να μελετήσουν έθιμα και συνταγές από όλο τον κόσμο! Για τη Γαλάτεια αυτό ήταν ένα υπέροχο ταξίδι. "Κλικ". Ρωσία. Πολύ χιόνι, τόσο που νόμιζε πως μπορεί και να μην είναι πραγματικό. Αχνιστή σούπα στα πιάτα και καυτό τσάι. Άλλο ένα "κλικ". Ιταλία. Δυο βήματα από εδώ. Η μάγισσα Μπεφάνα δίνει στα καλά παιδιά τα δώρα τους ενώ στα κακά παιδιά δίνει ... ένα τσουβάλι κάρβουνο! "Κλικ". Φτάσαμε Σουηδία. Κοριτσάκια ντυμένα στα λευκά λένε τα κάλαντα μοιράζοντας ευχές και όμορφα στεφάνια στους γείτονες.
Η Γαλάτεια έχει καθίσει στα γόνατα του μπαμπά της. Αυτό είναι το δικό τους παιχνίδι. Φοράει τις πιτζάμες της κι ίσως να έχει περάσει κι η ώρα που πηγαίνει συνήθως για ύπνο, αλλά, φυσικά, δεν πρόκειται ν' αφήσει αυτήν την αγκαλιά για τίποτε στον κόσμο. Ο μπαμπάς κουνάει το "ποντίκι" του υπολογιστή και βρίσκονται στη Γερμανία. Μπισκότα σε σχήματα που θυμίζουν καμπάνες, ελατάκια και μπάλες, κέικ που έχουν μέσα σταφίδες, καρύδια κι ένα σωρό άλλα καλούδια, πωλούνται εδώ και πολλές μέρες στις χριστουγεννιάτικες αγορές που στήνονται σε όλες τις πόλεις.
«Πάμε μια βόλτα στην Αμερική;», προτείνει ο μπαμπάς κι η Γαλάτεια δεν έχει αντίρρηση. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Μαζί του μπορεί να πάει και στην έρημο, εκεί που λένε ότι κάνει πολύ ζέστη και δεν έχει καθόλου νερό.
Στην οθόνη εμφανίζονται σπίτια που είναι τόσο υπέροχα στολισμένα με φωτάκια κι άλλα διακοσμητικά, που μοιάζουν με αληθινά παλάτια! Λες η μαμά από εδώ να είδε όλες αυτές τις γιρλάντες που έχει βάλει παντού μέσα στο σπίτι; Το ένα ήταν καλύτερο από τα άλλα.
Η Γαλάτεια με τον μπαμπά της, "ταξίδεψαν" όσο πιο μακριά μπορούσαν. Ελβετία, Ολλανδία, Καναδά, Ισπανία. Κάθε χώρα είχε και μια διαφορετική ιστορία να πει, και τι να πει κανείς για τα γλυκά και τα φαγητά; Κοίταξε τα λιγνά της χεράκια κι αποφάσισε πως όταν μεγαλώσει πολύ θα ήθελε να έφτιαχνε κάθε χρόνο κι από ένα φαγητό ή γλυκό που συνηθίζεται σ' αυτές τις χώρες τις μέρες των γιορτών. Έτσι αδυνατούλα που ήταν, δεν θα πείραζε καθόλου αν έκανε και μερικές "εορταστικές υπερβολές" όπως έλεγε ο παππούς της τα γερά φαγοπότια των ημερών αυτών. Που τον κυνηγούσαν όλοι "για να μην του ανέβει η πίεση", κι εκείνος έλεγε πως είναι "γερός σαν ταύρος" και η μικρή εγγονή του δεν καταλάβαινε ούτε τι έλεγαν οι θείοι της ούτε τι έλεγε ο παππούς, αλλά πάντως όλοι ήταν σκασμένοι στα γέλια.
«Τι λες; Πάμε για ύπνο;»
Η Γαλάτεια ήταν σκεφτική. Νύσταζε στα σίγουρα, και θα ήθελε πολύ να χωθεί κάτω από το πάπλωμα. Αλλά έπρεπε να ρωτήσει κάτι.
«Μπαμπά, έτσι είναι τα Χριστούγεννα σε όλα τα μέρη του κόσμου;»
«Πώς έτσι δηλαδή;»
«Να, με φώτα, γλυκά, δώρα για τα παιδιά, κάλαντα, φωτισμένα σπίτια και δρόμους, στολίδια στα δέντρα κι υπέροχα μέρη να πάει κανείς;»
«Δεν είναι όμως καλή μου όλα τα μέρη ίδια, όπως είδες. Υπάρχουν διαφορετικά έθιμα, διαφορετικές συνήθειες. Κι αυτό δίνει μια μοναδικότητα σε κάθε μέρος. Άλλωστε, αλλού είναι ο καιρός πολύ κρύος κι αλλού πιο ζεστός, αλλά είτε έχει χιόνι είτε όχι, οι άνθρωποι βρίσκουν τρόπο να κάνουν αυτές τις ημέρες πολύ γιορτινές!»
«Άλλο πράγμα θέλω να σε ρωτήσω ....». Η Γαλάτεια προσπαθούσε να βρει ακριβώς τι ήθελε να πει, άλλωστε νύσταζε κιόλας, μα είχε μεγάλη περιέργεια κι έτσι έψαξε καλά τις λέξεις στο μυαλουδάκι της. Ο μπαμπάς περίμενε υπομονετικά. Στο τέλος του είπε: «Μπαμπά, μέσα σε όλα αυτά, δε σου φαίνεται πως η φάτνη είναι πολύ ...φτωχική;»
«Πολύ φτωχική; Γιατί;»
«Κοίτα την. Δεν έχει χρυσόσκονη, ούτε κόκκινα και πράσινα και χρυσαφιά, είναι μια απλή σπηλιά, που δεν είναι καν σπίτι. Είναι απλώς μια γωνιά. Χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο. Λίγο σανό για τα ζώα που ζούσαν εκεί κι ένα μέρος για ν' ακουμπήσουνε το μωρό – Χριστούλη. Μέσα σε όλα αυτά, δεν μοιάζει πολύ φτωχική;»
«Φυσικά. Δε μοιάζει μόνο, είναι κιόλας!» Ο μπαμπάς χαμογελούσε, σα να θυμόταν κάτι από τα παλιά. «Σε μπερδεύει αυτό;» τη ρώτησε με τη σειρά του.
«Δεν με μπερδεύει αλλά μου φαίνεται περίεργο. Γιατί δεν πήγαιναν οι γονείς του να μείνουν σε ένα καλύτερο σπίτι; Να μην κρυώνουν; Να έχουνε ένα όμορφο κρεβατάκι και μια ζεστή κουβερτούλα να τον σκεπάσουν; Ο μικρός Χριστός, που μας αγαπάει και μας φροντίζει όλους, δεν θα έπρεπε να έχει καλύτερη τύχη;»
«Μμμμ...» έκανε ο μπαμπάς, όπως όλες τις άλλες φορές που το δικό του ή κάποιο άλλο παιδί, έκαναν μια πραγματικά δύσκολη ερώτηση. Της Γαλάτειας η ερώτηση δεν της φαινόταν δύσκολη. Η απάντηση στην ερώτησή της όμως, ίσως και να ήταν.
«Ας τα βάλουμε με τη σειρά», πρότεινε ο μπαμπάς, κι η νύστα και των δύο τους είχε πάει περίπατο! «Εκείνη την εποχή που γεννήθηκε ο Χριστός», άρχισε την διήγησή του, «οι άνθρωποι είχαν έναν πολύ διαφορετικό τρόπο ζωής από τον δικό μας. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, αυτοκίνητα, τραίνα, υπολογιστές. Η ζωή ήταν γενικά πιο απλή αλλά μερικές φορές και πιο ήρεμη. Και σίγουρα αρκετά δύσκολη. Οι γονείς του λοιπόν, βρήκαν απλά ένα μέρος να μείνουν λίγες μέρες, κι αυτό ήταν αρκετό, αφού θα ξεκουράζονταν από το μακρινό τους ταξίδι – που σου ξαναλέω, δεν είχε γίνει με αυτοκίνητο! Τα περισσότερα σπίτι των ανθρώπων της εποχής τους ήταν πολύ απλά, ένα δωμάτιο, ένα στρώμα, μερικά σκεπάσματα κι ίσως ένα τζάκι για να μαγειρεύουν».
«Και ήταν αρκετό αυτό;»
«Γιατί να μην είναι; Κάτι που δεν γνωρίζεις δεν μπορεί να το θες κιόλας. Ύστερα, να ξέρεις, οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο, σε όλες τις εποχές, μπορούσαν να είναι ευτυχισμένοι και με τα λίγα που είχαν. Ειδικά η οικογένεια του μικρού Χριστούλη, είχε μπόλικη αγάπη κι ακόμη περισσότερη πίστη. Μπορεί να μην ήταν πλούσιοι αλλά είχαν μεγάλη καρδιά και αγαπούσαν ο ένας τον άλλο τόσο πολύ, και ιδιαίτερα το μωρό τους, που όπως και όπου κι αν βρίσκονταν ένιωθαν ευτυχισμένοι».
Της Γαλάτειας αυτό δεν της έφτανε. «Είναι τόσο... τόσο .... λυπηρό.... Μέσα σε όλην αυτή τη γιορτή, αυτή η οικογένεια φαίνεται εντελώς παράταιρη. Δεν θα έπρεπε να είναι αλλιώς τα πράγματα;»
«Οι γιορτές, Γαλάτεια, ήρθαν στην ζωή μας πολύ αργότερα. Μα, πάρα πολύ αργότερα. Ίσως για να δείξουμε πόσο ξεχωριστή και χαρμόσυνη είναι αυτή η μέρα. Ξέρεις τι γιορτάζουμε;» Και μη απαντώντας η μικρή του κόρη, ο μπαμπάς συνέχισε: «γιορτάζουμε την αγάπη του Χριστού που ήρθε να φωτίσει τις ζωές μας. Κι αυτή η αγάπη, Γαλάτεια, καμία σχέση δεν έχει ούτε με τα πλούτη ούτε με τα στολίδια και τις γιορτές. Μπορούμε να την ζούμε κάθε μέρα της χρονιάς, δεν είναι ανάγκη να περιμένουμε τα Χριστούγεννα. Μπορούμε να την κάνουμε ακόμη μεγαλύτερη, προσθέτοντας την δική μας αγάπη. Κι ακόμη κι αν έρθουν εποχές διαφορετικές, ακόμη κι αν τίποτε από όλα αυτά που κάνουμε κάθε χρόνο δεν είναι το ίδιο, η αγάπη μας μένει ίδια, όπως και η δική Του. Με ή χωρίς στολίδια, με ή χωρίς κάλαντα και τραγούδια, αυτό είναι κάτι που δεν πρόκειται να στερηθούμε ποτέ!»
Η Γαλάτεια έκλεισε τα μάτια της για λίγες στιγμές.
Φαντάστηκε το σπίτι της χωρίς δέντρο, γιρλάντες, μελομακάρονα. Χωρίς δώρα. Χωρίς φάτνη. Αλλά, περίεργο πράγμα, ο μπαμπάς ήταν ο ίδιος, με το ίδιο χαμόγελο κι εκείνη τη μεγάλη αγκαλιά που φώλιαζε μέσα της, κι η μαμά εξακολουθούσε να της δίνει τα πιο γλυκά φιλιά του κόσμου! Φαντάστηκε και το μικρό Χριστό, στο ταπεινό του καταφύγιο, να της γελά σα να της λέει "ναι, έτσι είναι, δίκιο έχει ο μπαμπάς σου!"
Και τότε κατάλαβε. Το πιο φωτεινό, το πιο λαμπερό μέρος από όλο της το σπίτι, ήταν εκείνη η τόση δα μικρούλα φάτνη, που μέσα της φώλιαζε μια τεράστια αγάπη, που μπορούσε να αγκαλιάσει όχι μόνο εκείνη αλλά κι ολόκληρο τον κόσμο – τουλάχιστον τους καλούς ανθρώπους. Δεν είχε σημασία το χρώμα τους, η γη που καλλιεργούσαν, η μόρφωσή τους, η εμφάνισή τους.
Ένιωθε πολύ ευτυχισμένη με αυτή τη σκέψη. Γιατί όλο τον προηγούμενο καιρό, λυπόταν το μικρό Χριστούλη που έμενε σε ένα τόσο φτωχικό μέρος. Τώρα δεν υπήρχε λόγος να το κάνει. Ίσα – ίσα που καταλάβαινε πόσο μεγάλος πλούτος είναι από μόνη της η αγάπη Του.
«Ξέρεις μπαμπά», είπε αλλά δεν ήταν σίγουρη κιόλας ότι το είπε, μια και τα βλέφαρά της ήταν ήδη σφαλιστά, «δεν είναι καθόλου φτωχική η φάτνη! Τουλάχιστον όσο Τον αγαπάμε και μας αγαπά!»