Το παραμύθι της εβδομάδας:«Ω! Ο μπαμπάς έπαθε "βαβά"!»

Πολύ όμορφα περνά ο Στέλιος με το μπαμπά του! Πάνε μαζί βόλτες με τα ποδήλατα, παίζουν ποδόσφαιρο και τον αφήνει να χρησιμοποιεί το τάμπλετ του μερικές φορές!

Το παραμύθι της εβδομάδας:«Ω! Ο μπαμπάς έπαθε "βαβά"!»

Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου

Ο μπαμπάς παίζει και μπάσκετ αλλά αυτός είναι ψηλός και τα καταφέρνει, ενώ ο Στέλιος δεν μπορεί καλά – καλά να κουμαντάρει τη μπάλα, αφού είναι μικρούλης ακόμη. Μπορεί όμως μια χαρά να τον βλέπει να παίζει με τους δικούς του φίλους και τα μεγαλύτερα παιδιά της παρέας!

1a111a1a1a1a1a

Άλλες φορές πάλι, κάθονταν μαζί, δίπλα – δίπλα, στον καναπέ απέναντι από την τηλεόραση, και έπαιζαν το παλιό, ξεχαρβαλωμένο σχεδόν, playstation του μπαμπά, κι εκείνος καμάρωνε με τις επιδόσεις του σα να ήταν κι αυτός μικρό παιδί.

Οι βόλτες με τα ποδήλατα ήταν όμως το πιο ωραίο πράγμα που έκανε μαζί με το μπαμπά! Έπαιρναν τα ποδήλατα και πήγαιναν βόλτες τα τετράγωνα ή – κι αυτό ήταν ακόμη πιο καλό! – ανέβαιναν μαζί στην Καισαριανή και άφηναν το αυτοκίνητο, εξερευνώντας το βουνό με τα ποδήλατα. Συχνά σταματούσαν για να χαζέψουν ένα πουλάκι ή για να του πει ο μπαμπάς πώς λέγεται κάποιο δέντρο.

1a111a1a1a1a1a

Ο Στέλιος λάτρευε το ποδήλατό του. Όχι μόνο γιατί ήταν το πιο γοητευτικό του άθλημα αλλά και γιατί κάθονταν μαζί με το μπαμπά και μαστόρευαν με τις ώρες. Να σφίξουν φρένα, να λαδώσουν αλυσίδες, να ρυθμίσουν σέλα, να φουσκώσουν λάστιχα. Μια ολόκληρη διαδικασία που γινόταν μάλιστα αρκετά συχνά, κι έκανε το μικρό αγόρι να νιώθει εξαιρετικά περήφανος που μπορούσε να κάνει τόσα πολλά και τόσο σοβαρά πράγματα τέλεια!

Είχαν μάλιστα οι δυο τους έναν "κωδικό συνεννόησης", που τον σκαρφίστηκαν ειδικά για τα πρωινά της Κυριακής. Όποιος ξυπνούσε πρώτος λοιπόν, κοιτούσε από τη μπαλκονόπορτα να δει τι καιρό κάνει. Αν ο ουρανός ήταν μουντός ή έβρεχε ή έκανε πολύ κρύο, τότε ενημέρωνε τον άλλο για "καναπεδάτη μέρα». Που σήμαινε : θα μείνουμε μέσα αναγκαστικά! Αν το πρωινό ήταν ηλιόλουστο, χωρίς δυνατό άνεμο και χωρίς εξαιρετικό κρύο, φώναζαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν "έφοδος".

1a111a1a1a1a1a

Και έκαναν διαγωνισμό ποιος θα ετοιμαστεί πρώτος για να πάρουν τα ποδήλατα και ... δρόμο! Μάταια η μαμά επέμενε να πιει ο Στέλιος το γάλα του πρώτα – κι ας το ήξερε πως το έπινε για το δικό της το χατίρι αφού δεν του άρεσε. «Θα το πάρουμε μαζί» έλεγε ο μπαμπάς, που κουβαλούσε κι ένα σωρό άλλες προμήθειες. Νερό, παστέλι, μήλα, ψωμί, κουλούρι. Στα σταματήματα της διαδρομής, μπούκωνε τον Στέλιο κι από κάτι "για να πάρει δυνάμεις" !

Μια τέτοια μέρα ήταν κι η χθεσινή. Ηλιόλουστη. Με έναν ουρανό μούρλια. Ίσως λίγο κρύο, πάντως όμως ηλιόλουστη. «Αυτή η μέρα μου ψιθύρισε στο αυτί "σήκω και βγες έξω"» είπε ο Στέλιος στο μπαμπά του, φορώντας μπουφάν. «Έχει έναν ήλιο θαύμα! Υποσχέσου μου ότι δεν θα γυρίσουμε νωρίς!»
«Θα γυρίσετε την ώρα του φαγητού, το καλό που σας θέλω!». Αχ, μαμά μου..... Ο Στέλιος πολύ θα ήθελε να της πει πως θα μείνουν έξω με τα ποδήλατα μέχρι να νυχτώσει αλλά δεν ήθελε να τη στεναχωρήσει. Ήταν Κυριακή και πάντα ετοίμαζε κάτι ιδιαίτερο για το μεσημεριανό φαγητό. Θα ήταν κρίμα να της το χαλούσε. Έκλεισε λοιπόν το μάτι συνωμοτικά στον μπαμπά του – του στυλ "θα μείνουμε όσο περισσότερο μπορούμε" – και συμφώνησε με μισή καρδιά.

1a111a1a1a1a1a

Πραγματικά, είχε δίκιο ο μπαμπάς όταν, τότε που ήταν μικρούλης και δυσκολευόταν, του είχε πει πως με το ποδήλατο θα γνωρίσουν μαζί πάρα πολύ όμορφα μέρη και θα είναι κάθε διαδρομή τους ένα μεγάλο ταξίδι. Ο Στέλιος τότε, έχοντας φάει ένα σωρό τούμπες και με γρατζουνισμένα γόνατα, ήταν έτοιμος να τα παρατήσει. Αλλά δεν το έκανε τελικώς. Γιατί ο μπαμπάς του είχε μεγάλο ενθουσιασμό και του έδωσε πολύ κουράγιο. Και τελικά, οι βόλτες με ποδήλατο έγιναν η μεγαλύτερη απόλαυση πατέρα και γιου.

Ο φρέσκος αέρας του βουνού, που περνούσε μέσα από το σκουφί και το κασκόλ του, κουβαλούσε σήμερα ένα σωρό μυρωδιές. Πεύκο, έλατο, κουκουνάρι, χορταράκια και βρεγμένο χώμα. Ο μπαμπάς πήγαινε μπροστά, εντοπίζοντας τις κακοτοπιές. Φρόντιζε πάντα να ενημερώνει το Στέλιο για τις λακκούβες, τις πέτρες, κι ότι άλλο, απρόοπτο, παρουσιαζόταν στο δρόμο τους.

1a111a1a1a1a1a

Σήμερα όμως .... η ρίζα ενός δέντρου δεν φαινόταν πόσο εξήχε από το χώμα στο μονοπάτι που ακολουθούσαν. Κι αυτό, αν και δεν είναι και κανένα μεγάλο εμπόδιο πια, ήταν αρκετό για να κάνει το μπαμπά να πάρει μία θεαματικότατη τούμπα – μαζί με το ποδήλατο!

Ο Στέλιος δεν πίστευε στα μάτια του! Ο μπαμπάς έπεσε κάτω με έναν βαρύ γδούπο – μάλλον το κράνος του έκανε "γκουπ" σε κάποια πέτρα και το ποδήλατο έγραψε έναν μεγάαααλο κύκλο πάνω από το κεφάλι του, οπότε και προσγειώθηκε με το πλάι αρκετά μέτρα παραπέρα. Ίσα – ίσα πρόλαβε να φρενάρει ο Στέλιος για να μην πέσει και αυτός, κι έτρεξε με όση δύναμη είχαν τα παιδικά του ποδαράκια κοντά στο μπαμπά του.
«Είσαι καλά πατερούλη μου;» τον ρώτησε με αγωνία.

1a111a1a1a1a1a

Ο μπαμπάς ήταν γεμάτος λάσπες. Ανακάθισε κι έβγαλε το κράνος του – που είχε ένα γούβωμα στο πλάι και του το έδειξε. «Είδες; Αν δεν το φορούσα τώρα θα είχα στην καλύτερη περίπτωση ένα μεγάλο σκίσιμο στο κεφάλι μου». Έπιασε όμως και το κεφάλι του και έκανε μία γκριμάτσα πόνου. «Μμμμμ... αυτό θα γίνει ένα ωραίο καρούμπαλο μου φαίνεται», είπε λίγο αστεία, για να μην τρομάξει περισσότερο ο Στέλιος.

Ο μπαμπάς μάζεψε το κουράγιο του κι έκανε να σηκωθεί, πράγμα που κατάφερε τελικώς αλλά ο Στέλιος έβλεπε πως κούτσαινε πολύ από το δεξί του πόδι. Ευτυχώς, μια άλλη παρέα ήταν εκεί κοντά, κι ήρθαν οι άνθρωποι να βοηθήσουν, έχοντας δει την τούμπα. Κι έτσι, τα δύο ποδήλατα κι ο μπαμπάς υποβασταζόμενος από έναν κύριο που ήταν τόσο αδύνατος που ο μικρός μας φίλος πίστευε πως θα τον έλιωνε το βάρος του μπαμπά, έφτασαν με τα πολλά στο πάρκινγκ που είχαν αφήσει το αυτοκίνητο. Λίγο αργότερα, ήρθε να τους παραλάβει η μαμά με τη θεία Αγγελική – κι εκείνοι τις υποδέχτηκαν μασουλώντας τα σαντουϊτσάκια που είχαν στα σακίδιά τους. «Για να μην πάνε χαμένα, μαμά», είπε ο Στέλιος μπουκωμένος. Κι όταν κατάφερε να καταπιεί: «Κοίτα μαμά, ευτυχώς που είχε ο μπαμπάς κράνος κι επιγονατίδες και δεν έπαθε μεγάλη ζημιά!».

1a111a1a1a1a1a

Σωστά. Δεν είχε πάθει κάτι πολύ σοβαρό. Κι ούτε έδειχνε πως πονάει πολύ. «Είδες για να είναι αθλημένος; Δεν έπεσε άσχημα, δεν έσπασε κάτι, και ούτε κιχ δεν έκανε κι ας πονάει!», έλεγε μέσα του ο Στέλιος καθώς γύριζαν σπίτι. Του φάνηκε πως ο μπαμπάς του ήταν πολύ γενναίος.

Αργότερα όμως, στο σπίτι, ο "γενναίος" μπαμπάς έκανε σα να τον είχε βρει κανένα μεγάλο ατύχημα του έβαλε μια παγοκύστη στο κεφάλι "για να μην χειροτερέψει το καρούμπαλο" όπως του είπε. Το καρούμπαλο εκείνη την ώρα μπορούσε να το δει κανείς ξεκάθαρα κι από μακριά. Άρα, μάλλον πονούσε.
Επίσης, ο μπαμπάς άπλωσε το πονεμένο πόδι του σε μια καρέκλα, κι είδε κι έπαθε η μαμά να του λύσει τα κορδόνια των αθλητικών του παπουτσιών, αφού ο στραμπουληγμένος αστράγαλός του είχε πρηστεί αρκετά. Όταν τα κατάφερε, η μαμά έφερε επιθέματα που υποτίθεται ότι θα τον ανακούφιζαν, αλλά, περίεργο πράγμα, δεν φαινόταν να κάνουν αυτήν ακριβώς τη δουλειά! Γιατί ο μπαμπάς κάνει συνέχεια "άουτς" και "ωωωω – ώπα!" και "ωχ πονάει" σε κάθε άγγιγμα ή μετακίνηση.
Πάνω στον κακό χαμό, που η μαμά του έλεγε «δεν είναι τίποτε, θα περάσει» για να τον παρηγορήσει, κατέφθασε κι η γιαγιά. Πολύ φουριόζα από την αγωνία της για το παιδί της. Η γιαγιά κουβάλησε μαζί της ένα σωρό γιατρικά. Λες και δεν είχαν!

1a111a1a1a1a1a

«Να βάλεις το πόδι σου σε νερό με πάγο! Θα σε κάνει πολύ καλό!», είπε στο γιο της με την χαρακτηριστική προφορά του τόπου της. Μπήκε νερό στη μεγάλη λεκάνη, μπήκαν και παγάκια, αλλά το πόδι του μπαμπά δεν έλεγε να χωρέσει εύκολα – το πρήξιμο μεγάλωνε. Νέα επιφωνήματα του μπαμπά «πονάω βρε παιδιά μη με τραβολογάτε!», έκαναν τους υπόλοιπους να γελάνε – αντί να τον λυπούνται.

«Κάνεις σα μωρό παιδί!» τον μάλωνε τρυφερά η μαμά
«Μα, αφού πονάω, να μην το πω;» διαμαρτυρόταν εκείνος.
«Ωωωωχ, το καημένο το αγοράκι μου έκανε βαβά!» είπε η μαμά κοροϊδευτικά και νέα γέλια τους έπιασαν όλους.

Ο Στέλιος δεν γελούσε. Τουλάχιστον όχι φανερά. Αλλά όταν δεν τον έβλεπαν – και ποιος να προλάβαινε άλλωστε; - τρανταζόταν από τα γέλια. «Για δες, ο μπαμπάς, που είναι γυμνασμένος και ατρόμητος και δυνατός ....», σκεφτόταν, «κάνει ακριβώς σαν εμένα όταν είχα πέσει από την κουκέτα του ξαδέλφου μου». Του φαινόταν πολύ περίεργο. Νόμιζε πως οι μεγάλοι δεν παθαίνουν ατυχήματα, αφ' ενός, και ότι μπορούν να τα βγάλουν πέρα αφ' ετέρου.

1a111a1a1a1a1a

Στο μεταξύ η γιαγιά, είχε στουμπήξει μερικά κρεμμύδια. Δηλαδή, τα είχε κοπανήσει με τη γροθιά της στον πάγκο της κουζίνας κι είχαν γίνει κάπως ... μπλιαχ.... Μετά, πήρε αυτόν τον πολτό, και τον έβαλε σε μια πετσέτα, κι ήθελε αυτή την πετσέτα να την βάλει στον αστράγαλο του μπαμπά, για να «πάρει τη μελανιά», όπως είπε.

Ήταν που ήταν ο μπαμπάς ανήμπορος να αντιδράσει, λίγο έλειψε να βάλει και τα κλάματα. «Τι κάνεις καλέ μαμά;» τη ρώτησε. «Γιατί να μην πάρουμε μία αλοιφή από το φαρμακείο; Πρέπει να βάλω αυτό το πράγμα που βρωμάει κιόλας;»

1a111a1a1a1a1a

Η γιαγιά απτόητη, έδεσε την κρεμμυδο-πολτο-πετσέτα με έναν επίδεσμο απαλά, στο πόδι του παιδιού της. «Στον καιρό τον δικό μου, πίσω, στο νησί μου» του έλεγε, «δεν υπήρχε πρόσβαση σε φάρμακα τον περισσότερο καιρό, κι όσο να πεις για γιατρό, έπρεπε να περιμένεις το τέλος του μηνός, που ερχόταν με το καράβι κι έμενε όλες κι όλες τρεις μέρες. Αν κάτι πάθαινες στο μεταξύ, είτε το γιάτρευες με βότανα είτε έπαιρνες το βαπόρι και πήγαινες σε άλλο νησί να βρεις την υγειά σου!»

«Σωστά, αλλά μήπως να πήγαινε η Σταυρούλα σε ένα εφημερεύον φαρμακείο καλύτερα;» Η γιαγιά είχε βολέψει τον μπαμπά στον καναπέ, είχε φέρει μαξιλάρια για την πλάτη του κι ακόμη περισσότερα για να έχει ανασηκωμένο το πόδι του, και τώρα του έφερνε την εφημερίδα και τα γυαλιά του. Ο Στέλιος αναρωτήθηκε από πού ξεφύτρωσε η εφημερίδα.

1a111a1a1a1a1a

«Την έφερα για να περνά την ώρα του μικρέ μου!» απάντησε χαμογελαστά η γιαγιά, και κάθισε δίπλα του. Ο μικρός πήγε κι έφερε τα τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης και του στερεοφωνικού. Κάτι ήξερε κι αυτός για τον μπαμπά του! Σίγουρα θα ήθελε ν' ακούσει λίγη μουσική κι ίσως αργότερα να παρακολουθούσε και τις ειδήσεις. Ο μπαμπάς του χάιδεψε τα μαλλάκια και τον ευχαρίστησε.

«Πάρτε αυτό το πράγμα από κοντά μου!» είπε για την κρεμμυδο-πολτο-πετσέτα.

«Θα μείνει εκεί που είναι μέχρι το απόγευμα!» απάντησε απτόητη η γιαγιά κι ο μπαμπάς για να την συγκινήσει άρχισε πάλι τα "άουτς" και "ωωωω – ώπα!" και "ωχ πονάει" με το πιο κακόμοιρο ύφος του κόσμου.

Η μαμά, που στο μεταξύ έτρεχε μια στην κουζίνα να βλέπει το φαγητό και μια στον ... "ασθενή", σήκωσε τα χέρια και τα μάτια στο ταβάνι, λες και παρακαλούσε τον καλό Θεό να της δώσει κουράγιο μέχρι να γίνει λίγο καλύτερα ο μπαμπάς. Κι όλοι ξέσπασαν σε γέλια τρανταχτά.
«Εσείς γελάτε κι εγώ πονάω!» ακούστηκε ο μπαμπάς παραπονεμένος ...

1a111a1a1a1a1a

«Μη σε νοιάζει μπαμπάκα μου, εγώ είμαι εδώ για σένα!» Ο Στέλιος προσπαθούσε να του δώσει κουράγιο. Του φαινόταν πολύ περίεργο. Συνήθως ο Στέλιος ήταν αυτός που αρρώσταινε. Μια ιωσούλα, μια φαρυγγίτιδα, μια ωτίτιδα. Όταν έχει πυρετό και τον πιάνει το παράπονο, ο μπαμπάς τον καθίζει δίπλα του, τον αγκαλιάζει, του βάζει κομπρέσες, διαβάζει παραμύθια, παίζει επιτραπέζια και τον παρηγορεί για την απαίσια γεύση που έχει το φάρμακό του. Τώρα ... ο Στέλιος δεν ξέρει πώς να παρηγορήσει τον μπαμπά, αφού κάτι τέτοιο δεν έχει ξαναγίνει, ξέρει όμως σίγουρα πως μια μεγάλη αγκαλιά και μπόλικα χάδια από πάνω μπορούν να γιατρέψουν τα πάντα.
Κι αυτό ακριβώς έκανε. Βρήκε τρόπο και στριμώχτηκε ανάμεσα στα μαξιλάρια και το μπράτσο του καναπέ, και βάλθηκε να χαϊδεύει τα μαλλιά του μπαμπά – μακριά από το καρούμπαλο εννοείται!

1a111a1a1a1a1a

«Ότι και να μου κάνετε εσείς, εγώ ξέρω πως μόνο ο γιόκας μου μπορεί να με κάνει εντελώς καλά!» έλεγε ο μπαμπάς με καμάρι, καθώς η μανούλα του άλλαζε το επίθεμα στο πόδι. Αυτή τη φορά είχε βάλει μέσα και παγάκια – αν είναι δυνατόν! – για να περιορίσει το πρήξιμο, οπότε ένας βαρύς αναστεναγμός πόνου βγήκε από το στόμα του ταλαίπωρου ασθενή.

«Εγώ θα πηγαίνω τώρα» είπε η γιαγιά σε κάποια στιγμή κι ο μπαμπάς σίγουρα θα χοροπηδούσε από τη χαρά του – από μέσα του φυσικά αφού στο χάλι που ήταν "δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε το μικρό του δακτυλάκι" όπως έλεγε.

«Αλλά εσύ γιέ μου», συνέχισε απτόητη η γιαγιά, «κοίτα να μην κλαίγεσαι όλη την ώρα! Δεν έχεις και τίποτε σοβαρό, κι ύστερα είμαι σίγουρη πως θα νιώσεις αρκετά καλύτερα σε μια-δυο ώρες». Τον φίλησε, τον σταύρωσε, έδωσε άφθονες οδηγίες σε όλους, κι άνοιξε την πόρτα. «Και μη διανοηθείς να βγάλεις το κατάπλασμα!» φώναξε πριν την κλείσει, λες κι ήξερε ότι ο μπαμπάς αυτό ακριβώς θα έσπευδε να κάνει.
«Γιούπιιιιιιιι !» έκανε ο Στέλιος, εισπράττοντας μια αυστηρότατη ματιά της μαμάς. «Τι καλέ μαμά, για τη γιαγιά νόμισες ότι το έκανα; Μπαααα.... Όχι!»

1a111a1a1a1a1a

«Ε, τότε τι "γιούπι" ; Που θα κάθομαι ακίνητος μερικές ώρες ακόμη και θα έχω πάνω στο πόδι μου αυτήν την .... κρεμμυδο-πολτο-πετσέτα και θα πονάω και θα βρωμάει κιόλας;»
«Όχι γι' αυτό μπαμπάκα μου! Αλλά γιατί, μέχρι το απόγευμα, θα μπορώ να σε φροντίζω όσο θέλω!» ήταν η περήφανη απάντηση του Στέλιου που έτρεξε να φέρει ένα επιτραπέζιο να παίξουν οι δυο τους.

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved