Το παραμύθι της εβδομάδας: «Κάποιοι υπέροχοι κουμπαράδες!»
«Πω-πω! Ξέχασα...» είπε ο Νίκος στη μαμά του την ώρα που τον άφηνε στην πόρτα του σχολείου. Η μαμά απόρησε : «Ξεχάσαμε να κάνουμε καμία εργασία;» Από μέσα της βέβαια, υπενθύμισε στον εαυτό της να τα ψάλλει ένα χεράκι του Νικολάκη το βράδυ στο σπίτι. Πρέπει να είναι πιο οργανωμένος και συγκροτημένος σε αυτά που έχει να κάνει.
Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου
«Όχι! Με τις εργασίες εντάξει είμαστε! Αλλά ...», ξεροκατάπιε, «μας είχε πει η κυρία να φέρουμε την Δευτέρα από ένα ευρώ όλα τα παιδιά για να συγκεντρωθούν χρήματα και να αγοράσει ο Σύλλογος Γονέων κάποια πράγματα που χρειάζονται στο Δήμο μας για το ορφανοτροφείο...». Ο Νίκος κοίταζε τα παπούτσια του. Τα κορδόνια ήταν δεμένα. Μα δεν έβρισκε άλλον τρόπο να αποφύγει το βλέμμα της μαμάς του.
Η οποία μαμά "φούσκωσε". Όταν η μαμά του "φουσκώνει", και παίρνει βαθιές ανάσες πριν του μιλήσει, μπορεί κάλλιστα να κάνει και "μπαααμ", ένα μπαμ πολύ δυνατό, και θα είναι όλο δικό του. Το μάλωμα εννοείται.
Το δε χειρότερο όλων είναι πως η μαμά του Νίκου, όπως κι όλες οι άλλες μαμάδες, έχει την ικανότητα να βλέπει ... και το υπόλοιπο παγόβουνο και όχι μόνο την κορυφή του! Πράγμα που σημαίνει πως μπορεί να συνδυάσει κι άλλες δυο απροσεξίες του Νίκου μαζί με αυτή την τελευταία και ο εξάψαλμος να μην έχει τέλος... Γι' αυτό ο Νίκος δεν την κοιτάζει καν.
«Φαντάζομαι πως το είχες θεωρήσει αρκετά σημαντικό αυτό ώστε να κρατήσεις μία σημείωση στο τετράδιο εργασιών σου, σωστά;», τον ρώτησε η μαμά σκυμμένη από το τζάμι του αυτοκινήτου.
«Εεεεε...» βρήκε μόνο να πει ο Νίκος.
«Με το "εεεε" μικρέ μου δεν λύνεται το θέμα! Αν με είχες ακούσει τις άπειρες φορές που σου έχω πει να κρατάς σημειώσεις για οτιδήποτε μέσα στην τάξη, τώρα θα είχες σημειώσει και αυτό το θέμα. Και θα το είχαμε φροντίσει. Ή μήπως θεωρείς πως η βοήθεια προς τους συνανθρώπους μας δεν είναι κάτι σημαντικό;» Η μαμά είχε κοκκινίσει λιγάκι – προφανώς είχε συγχιστεί κι όταν συγχίζεται κοκκινίζει. Εντάξει, ο Νίκος την έχει δει και πιο κόκκινη ακόμη .... Οπότε μάζεψε το κουράγιο του και διάλεξε να είναι ειλικρινής.
«Όχι, μαμά, σημαντικό είναι ! Και τώρα είμαι στεναχωρημένος που το άφησα να στο πω την τελευταία στιγμή!»
«Πάλι καλά! Ευτυχώς! Δεν σου έχει πάρει τα μυαλά τελείως το τάμπλετ!». Τακ! Το καρφάκι της μαμάς για τις άπειρες ώρες που περνά μπροστά στο νέο του απόκτημα. Εκείνες τις ώρες που δεν δίνει σημασία σε τίποτε και σε κανέναν.... «Μα, ότι και να κάνω εκεί θα καταλήξουμε; Στο κήρυγμα;», αναρωτήθηκε ο Νίκος.
«Τώρα λοιπόν, έχουμε δύο εναλλακτικές λύσεις, παιδί μου», είπε η μαμά που δεν ήταν πια τόσο κόκκινη. «Μπορείς να δώσεις τα χρήματα από το προσωπικό σου χαρτζιλίκι, αν έχεις μαζί το πορτοφόλι σου, ή να πεις στην δασκάλα σου ότι απλώς το ξέχασες και θα τα φέρεις αύριο. Δική σου η απόφαση – εγώ πρέπει να φεύγω γιατί έχω ήδη καθυστερήσει για την δουλειά κι εμποδίζουμε και την κίνηση των αυτοκινήτων εδώ που σταθήκαμε. Καλό μάθημα!». Και φωνάζοντας αυτά, η μαμά έκλεισε το τζάμι κι έφυγε για τη δουλειά της, αφήνοντάς τον σύξυλο μπροστά στην πόρτα του σχολείου.
«Τι έγινε ρε Νίκο κι έχεις αυτά τα μούτρα;» τον ρώτησε ο Λουκάς καθώς έμπαιναν μαζί στο προαύλιο.
«Άστα, ξέχασα τα χρήματα για το ορφανοτροφείο κι η μαμά μου άρχισε το κήρυγμα! Και είχε δίκιο Λουκά μου.... Το μυαλό μου τις περισσότερες φορές θέλει να είναι μακριά από τα μαθήματα... αλλά όχι και να ξεχάσω τα χρήματα για το ορφανοτροφείο!»
«Ε, μην κάνεις έτσι, ούτε κι εγώ τα θυμήθηκα!»
«Ωραιότατα! Θα πρέπει να το πούμε της κυρίας. Δεν θα πει τίποτε αλλά δεν θα πει και "μπράβο παιδιά μου". Δίκιο θα έχει. Πώς μπορούμε να ξεχνάμε κάτι τόσο σημαντικό; Τον χειρότερό μας εαυτό δείχνουμε!»
«Μα, δεν είπαμε ότι δεν θα τα φέρουμε καθόλου!» Ο Λουκάς ψαχνόταν στις τσέπες με μανία. Κατάφερε να βγάλει από εκεί ένα ... έρημο, μισό ευρώ, που ίσα – ίσα έφτανε για το κουλούρι του. Το κοίταξε απογοητευμένος. «Αν είχα εγώ θα σου δάνειζα κι εσένα, τώρα μάλλον πρέπει ντε και καλά να τα θυμηθούμε αύριο...»
«Α, όσο για μένα δεν πρόκειται να το ξεχάσω φίλε μου! Η μαμά μου θα φροντίσει γι' αυτό. Έχει τον τρόπο της. Θα ξεκινήσουμε γράφοντας σ' ένα χαρτί "αύριο να πάρω μαζί μου ένα ευρώ" καμιά εκατοστή φορές ...»
Και για να μην ξεχαστούν περισσότερο, ο Νίκος και ο Λουκάς, είπαν στην δασκάλα τους αμέσως μόλις μπήκαν, πως δεν έχουν φέρει σήμερα τα χρήματα. Εκείνη τους κοίταξε με κατανόηση. Αρχικά. Γιατί, αμέσως μετά κι άλλα παιδιά δήλωσαν την "αφηρημάδα" τους. Ούτε καν η Δανάη, το "καλό" κορίτσι της τάξης, δεν είχε καταφέρει να έχει μαζί της τα χρήματα, και το παραδέχτηκε γεμάτη ντροπή, μαζί με τους υπόλοιπους. Οπότε η κατανόηση της κυρίας τους πήγε περίπατο. Και τους είπε – και πολύ σωστά – μερικά "τσουχτερά" λόγια, για το πώς δεν πρέπει τίποτε να θεωρούν δεδομένο στη ζωή και για το πώς ο κάθε άνθρωπος πρέπει να νοιάζεται για τον διπλανό του. Που τους έκανε όλους να ντραπούν.
«Είπαμε, σαν σχολείο, να κάνουμε μία δράση, μία ενέργεια που θα ανακουφίσει κάποιους συνανθρώπους μας. Και προτιμήσαμε να συγκεντρώσουμε χρήματα κι όχι αντικείμενα, που θα ήταν πιο δύσκολο κι ίσως να μην είχαν όλοι την δυνατότητα», τους είπε τελειώνοντας. «Δεν θα σας ζητήσω να θυμηθείτε αύριο να φέρετε το ποσόν. Θα σας πω απλά ότι νομίζαμε πως θα ήταν χαρά σας να συμμετέχετε σε κάτι που θα έδινε χαρά σε παιδιά που δεν είναι τόσο τυχερά όσο εσείς». Τώρα όλων τα κεφάλια έβλεπαν προς τα παπούτσια τους, αλλά του Νίκου του κόστισε πιο πολύ. Έχει τους γονείς του, τα ξαδέλφια του, τους φίλους του. Το σχολείο και τις δραστηριότητές του. Εκδρομές, διακοπές, τάμπλετ. Τα παιδιά που δεν έχουν τίποτε από όλα αυτά βρήκε να ξεχάσει; Ωραίο χαρακτήρα είχε!
Το ίδιο σκεφτικός πέρασε όλη τη μέρα. Τώρα είχε πολλούς λόγους να μην σκέφτεται το μάθημα – αν κι αυτό πάλι, ήξερε πως δεν είναι σωστό. Και όταν έφτασε και η ώρα των εικαστικών, εκεί πια ήταν εντελώς αφηρημένος. Η κυρία τους έδειχνε πώς να φτιάχνουν με πηλό μολυβοθήκες. Πολύ που τον ένοιαζε εκείνον ! Είχε πάρει τον πηλό του και χαζολογούσε με δαύτον, αν και ήξερε πως θα έπρεπε να δουλεύει γρήγορα για να μην του στεγνώσει.
«Μου φαίνεται πως κάποιος δεν είναι μαζί μας σήμερα!» είπε η δασκάλα των εικαστικών κάποια στιγμή. «Τι έχεις Νικόλα μου;»
«Τίποτε κυρία». Ο Νίκος πολύ θα ήθελε να της πει να τον αφήσει ήσυχο στη στεναχώρια του. Γιατί πραγματικά ήταν πολύ στεναχωρημένος. Κι είχε και μια σκασίλα παραπάνω: τα λιγοστά χρήματα που θα μαζεύονταν ήξερε πως δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν και πολλά. Αυτό τον "έτρωγε" περισσότερο.
«Ε, πώς τίποτε, δεν θες κι εσύ μιαν όμορφη μολυβοθήκη από τα χέρια σου; Θα τις αφήσουμε να στεγνώσουν, και στο επόμενο μάθημα θα τις ζωγραφίσετε όπως σας αρέσουν με τα ειδικά χρώματα!»
«Ωραία κυρία». Το δικό του μυαλό έτρεχε στο απαλό χέρι της μαμάς του όταν του χάιδευε το κεφάλι για να δει αν έχει πυρετό. Και στη μεγάλη χούφτα του μπαμπά που τον κρατούσε σφιχτά κάθε που πήγαιναν βόλτα. Εκείνα τα παιδιά άραγε, ποιο χέρι είχαν να τα παρηγορήσεI;
«Μμμμμ.... Αλλά δεν μας είπες τι έχεις! Μήπως μπορούμε να βοηθήσουμε;» Τώρα τον κοίταζε κι όλη η τάξη. Γιατί επιμένουν; Πώς είναι δυνατόν αυτοί να μη ντρέπονται; Μήπως, τελικά, κανείς δε νοιάζεται; Ούτε καν ο ίδιος; Αν τον ενδιέφερε .... Υπήρχε άραγε τρόπος να βοηθήσει περισσότερο;
Κοίταξε τη δασκάλα του και τους συμμαθητές τους. Λες αυτοί να είχαν καμιά καλύτερη ιδέα; «Ξέχασα να φέρω σήμερα τα χρήματα για το ορφανοτροφείο», είπε τόσο σιγά που μόλις ακούστηκε. Αλλά μετά πήρε φόρα και δεν έλεγε να σταματήσει. Είπε πόσο ντροπιασμένος ένιωθε, είπε για το χάδι της μαμάς και τη χούφτα του μπαμπά, το μαξιλαροπόλεμο που παίζουν συχνά – πυκνά όταν δεν θέλει να πάει για ύπνο, το τάμπλετ που του χάρισε ο νονός του, τα γεμάτα λιχουδιές ντουλάπια του σπιτιού του. Για τα ρούχα του που δεν του κάνουν πια και η μαμά τα συγκεντρώνει στο τέλος κάθε εποχής και φροντίζει να πηγαίνουν "σ' αυτούς που τα έχουν ανάγκη". Για τα παιχνίδια του που παίρνουν τον ίδιο δρόμο.
«Δεν υπάρχει κάποιος τρόπος να βοηθήσουμε περισσότερο;» Στο τέλος, μόνο που δεν φώναζε. Κι είχε βουρκώσει λιγάκι, να, τόσο δα, ξέροντας πως μερικοί από τους συμμαθητές του ήδη γελούσαν πίσω από την πλάτη του.
Η "κυρία των εικαστικών" τον κοίταξε στα μάτια και μετά γύρισε και κοίταξε κι όλα τα άλλα παιδιά. Αλλά κανένας δεν μίλησε – μόνο η Αντιγόνη πήγε και κάθισε δίπλα στο Νικόλα κι από την άλλη μεριά στάθηκε ορθός ο Λουκάς. Σα να του έλεγαν πως είχε δίκιο. Χωρίς λόγια. Κι αυτοί είχαν ξεχάσει τα χρήματα κι αυτοί κατάλαβαν πόσο εγωιστικά μπορούμε να φερθούμε μερικές φορές. Μετά από μερικά λεπτά, η "κυρία των εικαστικών" είπε:
«Ξέρετε κάτι; Έχει δίκιο ο Νίκος... Βρέξτε τα χέρια σας και πιάστε πάλι τον πηλό σας, ξανακάντε τον μπάλα. Θα φτιάξουμε κάτι άλλο που θα είναι πολύ πιο χρήσιμο τώρα! Βιαστείτε να μην ξεραθεί ο πηλός!»
«Τι θα φτιάξουμε κυρία;» ρώτησε κάποιος αν και όλοι έσπευσαν να κάνουν ό,τι τους είπε.
«Κουμπαράδες. Κανονικούς, στρογγυλούς, μεγάλους, παραδοσιακούς, πήλινους κουμπαράδες! Σαν αυτούς που είχα όταν ήμουν μικροί, σαν αυτούς που είχαν οι γονείς σας!» Ο ενθουσιασμός και η βιασύνη της κυρίας ήταν μεταδοτικός. Μα, ο Νίκος, δεν καταλάβαινε τι σχέση μπορεί να έχει όλο αυτό με όσα πριν λίγα μόλις λεπτά έλεγε εκείνος. Δεν κρατήθηκε. Τη ρώτησε.
«Τι θα τους κάνουμε τους κουμπαράδες; Μα, θα τους γεμίσουμε φυσικά!» Ο Νίκος την κοίταζε σαν χαζός.
«Κατάλαβα κυρία!» πετάχτηκε ο Λουκάς κι η "κυρία των εικαστικών" του χάρισε το πιο μεγάλο της χαμόγελο.
«Τι κατάλαβες δηλαδή; Εκτός φυσικά από το ότι έγινα ρεζίλι σε όλη την τάξη...» είπε ο Νίκος.
«Θα φτιάξουμε κουμπαράδες και θα βάζουμε εκεί όσα χρήματα μας περισσεύουν. Σε λίγο καιρό θα μαζέψουμε περισσότερα χρήματα από ότι έχει προγραμματίσει ο Σύλλογος Γονέων! Κι έτσι θα κάνουμε περισσότερα πράγματα για το ορφανοτροφείο!» Ο Λουκάς πάλευε με μανία με τον πηλό του για να προλάβει, η "κυρία των εικαστικών" έδινε οδηγίες και τα παιδιά τέντωναν το λαιμό τους για να βλέπουν τι κάνει και να επαναλαμβάνουν, η Αντιγόνη πήρε από τα χέρια του Νίκου και τον δικό του πηλό γιατί στο τέλος θα ξεραινόταν, όπως ξεράθηκε κι ο ίδιος από την έκπληξη! Πώς δεν το είχε σκεφτεί; Πήρε φόρα κι έτρεξε στην δασκάλα του, κόκκινος από τη χαρά του.
«Τι ωραία ιδέα, κυρία, τι υπέροχη ιδέα! Άμα ο καθένας μαζέψει όσα μπορεί για κανένα μήνα, τότε πράγματι θα δώσουμε πολλά χρήματα!». Ήταν ενθουσιασμένος και δεν μπορούσε να το κρύψει. Είχε σκοπό να μην χαλάει καθόλου από το χαρτζιλίκι του και να το αποταμιεύει όλο. Κι ας έτρωγε μια μπανάνα στο διάλειμμα. Ή ακόμη κι εκείνα τα παντελώς άνοστα «υγιεινά μπισκότα» της μαμάς του! Δεν πειράζει! Αυτός έχει τους γονείς του, τα ξαδέλφια του, τους φίλους του, το σχολείο και τις δραστηριότητές του, εκδρομές, διακοπές, τάμπλετ. Τώρα είναι καιρός να κάνει κάτι για όσους δεν έχουν!
Η δασκάλα των εικαστικών τον αγκάλιασε – με τρόπο, να μην τον λερώσει, αν και το Νίκο καθόλου δεν θα τον ένοιαζε. «Πρέπει όμως να ενημερώσουμε και τον Σύλλογο για την ιδέα μας, και τις άλλες τάξεις και να πάρουμε και την έγκρισή τους! Δεν θα είναι εύκολο μικρέ μου! Άσε που πρέπει να φτιάξουμε και τόσους κουμπαράδες! Θα προσπαθήσουμε όμως για το καλύτερο, ε; Τι λες;»
Ο Νίκος δε μπορούσε να πει τίποτε. Οι λέξεις δεν έβρισκαν τον δρόμο από το λαρύγγι προς τα χείλη του. Γύρισε βιαστικός να φτιάξει τον δικό του κουμπαρά, αυτόν που πάλευε να σώσει τόση ώρα η Αντιγόνη. Της έκλεισε το μάτι. Δεν είχε καμία κλίση στα καλλιτεχνικά! Ε, και τι μ' αυτό; Μπορεί ο δικός του κουμπαράς να έβγαινε λίγο στραβός, ίσως κομμάτι πιο στρογγυλός απ' όσο θα ήθελε και σίγουρα με τα χρώματα θα μπερδευόταν. Θα ήταν όμως σίγουρα υπέροχος! Όπως κι όλοι οι κουμπαράδες των άλλων παιδιών. Θα έκλεινε μέσα του όλο το ενδιαφέρον και την αγάπη ενός μικρού παιδιού, για όλα τα παιδιά που δεν είναι τόσο τυχερά όσο ο ίδιος!
Ο Λουκάς τον χτύπησε στην πλάτη – με τα χέρια του που ήταν κοκκινωπά από τον πηλό. «Τελικά, καλά κάναμε και ξεχάσαμε σήμερα το ευρώ....»
«Καλά δεν κάναμε», του απάντησε, «μα σίγουρα τώρα θα τα κάνουμε καλύτερα!»