Το παραμύθι της εβδομάδας: «Ζζζζζζ…. Φύγε μακριά μου!»
«Ζζζζζζ...» ακουγόταν στο αυτί του Αντώνη. Ανατρίχιασε. «Ζζζζζ...» και δεν έλεγε να σταματήσει. Πολύ ενοχλητικός αυτός ο θόρυβος! Μα, τι είναι τέλος πάντων; Α! μια μέλισσα!
Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου
Ο Αντώνης παίρνει το φύλλο του χαρτιού που ζωγράφιζε και το κουνάει με μανία στον αέρα. Θέλει να την διώξει, αυτό το επίμονο «ζζζζζζ» φαντάζει πολύ απειλητικό – και ξέρει ότι οι μέλισσες έχουν κεντρί και μπορεί να τον τσιμπήσουν. Μα, πού βρέθηκε αυτό το ... «πράγμα» στο δωμάτιό του; Υποτίθεται πως πετά από λουλούδι σε λουλούδι, ψάχνοντας να βρει φαγητό ... να δεις πώς το λένε ... ααα... νέκταρ. Στο δωμάτιό του έχει ένα σωρό αυτοκίνητα, τραίνα, καράβια, βιβλία, αλλά λουλούδια μια φορά δεν έχει. Τι γυρεύει μια μέλισσα στο δωμάτιό του;
Προσπαθεί να την διώξει μακριά του. Τίποτε. Το ενοχλητικό «ζζζζζ» απομακρύνεται για λίγο από το δεξί του αυτί μόνο και μόνο για να έρθει από την αριστερή του μεριά.
«Φύγε μακριά μου! Ξεκουμπίσου από το δωμάτιό μου!» φώναζε ο Αντώνης στη μέλισσα με μανία, κουνώντας τώρα και μια μπλούζα του που ήταν παρατημένη σε μια καρέκλα. Κι όσο περισσότερο κουνιόταν η μπλούζα τόσο πιο κοντά του ερχόταν η μέλισσα, χορεύοντας τρελά επικίνδυνα κοντά στα μαλλιά του. «Φύγε μακριά μου!» ξεφώνιζε με περισσότερη δύναμη τώρα.
«Τι έπαθες παιδί μου; Σε ποιον μιλάς;» η μαμά έφτασε απορημένη κοντά του.
«Δε μιλάω! Φωνάζω! Σε αυτό το ιπτάμενο ζώο που έρχεται κατά πάνω μου! Κάνε κάτι μαμά!» Ο πιτσιρίκος είχε σκαρφαλώσει στο κρεβάτι του και χτυπούσε την μπλούζα του με μανία στον τοίχο, σα να ήθελε να λιώσει το καημένο το ζωάκι.
«Μα, στάσου, μην κάνεις έτσι!» είπε η μαμά του.
«Πώς να μην κάνω έτσι καλέ μαμά; Αυτό έχει ένα κεντρί τεράστιο και άμα με τσιμπήσει θα πονάω! Χώρια που μπορεί να πρηστώ και να πάθω μόλυνση και ίσως να είμαι αλλεργικός και να πρέπει να με πας στο νοσοκομείο...» Ο Αντώνης χοροπηδούσε τώρα και η μαμά φοβόταν ότι πριν πάει στο νοσοκομείο από το άτιμο το κεντρί της μέλισσας θα είχε προλάβει ν' ανοίξει το κεφάλι του στα δυο πέφτοντας από το κρεβάτι του.
«Ηρέμησε! Ηρέμησε!» του είπε επιτακτικά, προσπαθώντας να τον σώσει – κι όχι από τη μικρή μελισσούλα φυσικά. «Μείνε ακίνητος και η μέλισσα θα πετάξει μακριά σου!»
Νέος πανικός κατέλαβε τον Αντώνη. Τι λέει η μαμά; Να μείνει ακίνητος; Με αυτό το εκνευριστικό και απειλητικό «ζζζζζζ» ν' ακούγεται τόσο κοντά του; Και το καφετί «πλάσμα» να θέλει να τον αγκαλιάσει; «Δεν γίνεται! Αυτή χορεύει μπροστά στη μούρη μου, πώς θες να μείνω ακίνητος;»
«Μα, άκου με που σου λέω!» η μαμά τον έπιασε από το μπράτσο και τον κρατούσε σχεδόν ακίνητο. Ο Αντώνης πάλι κρατούσε την αναπνοή του από την τρομάρα του. «Τώρα δεν θα με τσιμπήσει μόνο, θα με φάει ζωντανό!», σκεφτόταν. Παραδόξως όμως δεν κουνήθηκε, έπαψε και να φωνάζει κιόλας. Η μέλισσα έκανε μερικά «ζζζζζζ» απορημένη και στάθηκε στον τοίχο. Φαινόταν να μην ξέρει προς τα πού να πάει.
«Ακίνητος εσύ μικρέ!» άκουσε τη μαμά να λέει σιγανά δίπλα στο αυτί του. Ναι, καλά, σιγά μην είχε το κουράγιο να κουνηθεί. Μα γιατί δεν ξεκουμπίζεται αυτό το τέρας από το δωμάτιό του τέλος πάντων;
Η μαμά κινήθηκε πολύ αργά και προσεκτικά. Σα να προσπαθούσε να ξυπνήσει από βαθύ ύπνο ένα πράγμα. Άφησε το μπράτσο του Αντώνη κι έκανε «χουφτίτσα» τα δυο της χέρια, κινούμενη προς τον τοίχο που πάνω του είχε καθίσει η μελισσούλα. Πολύ αργά, για να μην την τρομάξει, κατάφερε να την κλείσει ανάμεσα τις δυο της παλάμες, ενώ ταυτόχρονα της έλεγε: «έλα μικρή μου φίλη, έλα να σε πάω στο μπαλκόνι. Μη φοβάσαι, δεν θα σου κάνω κακό. Θα σε πάω έξω για να μπορέσεις να βρεις τις φίλες και την οικογένειά σου!» Η φωνή της μαμάς ήταν το ίδιο τρυφερή, όπως όταν γιάτρευε τα ματωμένα γόνατα του Αντώνη και του σκούπιζε τα δάκρυα από το πρόσωπο.
«Πρόσεχε μαμά!» κατάφερε να της πει ο Αντώνης, όταν φυσικά ξαναβρήκε τη φωνή του.
«Μα, δεν πρόκειται να μου κάνει κακό! Κοίτα την, είναι πολύ φοβισμένη. Χάθηκε η καημενούλα! Κι αντί για πολύχρωμα λουλούδια, μπερδεύτηκε, και βρέθηκε ανάμεσα σε πολύχρωμα παιχνίδια! Αλλ' αυτά δεν καμία νοστιμιά, έτσι δεν είναι; Έλα κοντά, Αντώνη, μη φοβάσαι»
Ο Αντώνης πολύ θα ήθελε να ξαναβάλει τις φωνές κι ίσως να τρέξει να φύγει εκείνος όσο πιο μακριά γινόταν, αλλά αφού ήταν η μαμά κοντά, μάλλον δεν κινδύνευε. Μάζεψε το κουράγιο του, κατέβηκε από το κρεβάτι του και πήγε λιγάκι πιο κοντά στη μαμά και το ... "τέρας".
«Δες πόσο μικρούλα είναι και όμως τόσο προικισμένη από τον Θεό!» του είπε η μαμά του.
«Ναι, προικισμένη, μ' ένα τεράστιο κεντρί που πονάει και τσούζει!»
«Δηλαδή, εσύ αγόρι μου, πιστεύεις πως το κεντρί η μέλισσα το έχει για να πονάει εσένα; Κύριε Ελέησον! Τίποτε δεν έμαθες στο σχολείο;»
«Πώς δεν έμαθα! Οι μέλισσες είναι εξαιρετικά εργατικές, όλη μέρα δουλεύουν, μαζεύουν το νέκταρ από τα λουλούδια, το πηγαίνουν στην κυψέλη τους, το κάνουν μέλι! Με το μέλι τρέφονται οι ίδιες, τα μωρά τους, η βασίλισσά τους, αλλά περισσεύει και για εμάς. Αλλά πάντως, έχουν κεντρί μαμά, κι άμα σε τσιμπήσουν πονάει, κι αυτό το έμαθα!»
«Ναι, αλλά δεν τσιμπάνε στα καλά του καθουμένου! Είναι, ας πούμε, το "όπλο" τους ενάντια στους εχθρούς τους. Μόνο όταν νιώσουν ότι κινδυνεύουν θα το χρησιμοποιήσουν. Εμένα μου έκανε κάτι τόση ώρα που κόβει βόλτες στην παλάμη μου; Όχι! Ξέρεις γιατί; Γιατί νιώθει πως την αγαπώ και δεν θα της κάνω κακό. Με εμπιστεύτηκε!» Η μαμά την καμάρωνε λες κι ήταν κόρη της.
«Αυτά τα μικρά φτερά, Αντώνη μου, πετάνε όλη μέρα ακούραστα, και δεν είναι όλες οι μέρες εύκολες. Άλλοτε ο ήλιος θα είναι καυτός, μερικές φορές ο αέρας παρα-είναι δυνατός, κι όμως αυτές εκεί, επίμονες και υπομονετικές, φροντίζουν η μία την άλλη κι όλες μαζί την μεγάλη τους οικογένεια. Καθαρίσουν το σπίτι τους, την κυψέλη, την αερίζουν, κανακεύουν τα μωρά τους, και πάλι πίσω στον αγώνα τους για επιβίωση»
«Εντάξει μαμά, αλλά δεν την θέλω στο δωμάτιό μου!»
«Ούτε αυτή ήθελε να βρίσκεται εδώ! Ένα λαθάκι έκανε!»
Η μαμά άνοιξε την κουρτίνα και βγήκε στο μπαλκόνι. Πήγε στη γλάστρα με τις πετούνιες με τη μέλισσα πάντα στη χούφτα της. Την βοήθησε να σταθεί πάνω σε ένα λουλούδι κι εκείνη αμέσως προχώρησε στο κέντρο του, να γευτεί τους χυμούς του. Μετά, πήγε στο διπλανό. «Μια χαρά θα είναι τώρα!» είπε η μαμά και, μαζί με τον Αντώνη, μπήκαν πάλι στην προστατευτική δροσιά του σπιτιού. Ο Αντώνης πάντως, καλού – κακού, έριξε μια ματιά πίσω του, μην τύχει κι η μέλισσα ξαναχάσει το δρόμο της κι αντί να πάει στη δική της μαμά, έπαιρνε από πίσω τη δική του κι είχαν πάλι τα ίδια. Η μέλισσα όμως έκανε μερικά ακόμη ζικ-ζακ πετώντας, και λίγα «ζζζζζζ» και πήγε στο διπλανό σπίτι που είχε κι άλλες γλάστρες με λουλούδια.
«Βλέπεις; Δεν πρέπει να την φοβάσαι. Πρέπει να την σέβεσαι. Ένα τόσο μικροσκοπικό πλάσμα κι όμως ξέρει πολύ καλά τι πρέπει να κάνει! Θα συνεχίσει να εργάζεται ακούραστη!»
«Μα, γιατί την θαυμάζεις τόσο πολύ μαμά; Τι το ιδιαίτερο έχει;»
«Γιατί είναι πολύ σημαντική για την ζωή όλων μας, παιδί μου. Θυμάσαι που είχατε πει στο σχολείο πως η ζωή όλων μας στον πλανήτη είναι μια αλυσίδα, κι είμαστε όλοι ενωμένοι ο ένας με τον άλλον, για να υπάρχει ισορροπία στη φύση; Ε, λοιπόν, οι μέλισσες είναι πραγματικά πολύ σημαντικές γι' αυτή την ισορροπία της φύσης παρ' όλο που είναι μικρούλικες. Πετώντας ανάμεσα στα λουλούδια, οι κόκκοι της γύρης που μένουν στα πόδια τους, πηγαίνουν από το ένα στο άλλο, κι έτσι αυτά, τα λουλούδια δηλαδή, μπορούν να πολλαπλασιαστούν. Από αυτά τρέφονται κάποια ζώα κι εμείς, οι άνθρωποι. Καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι αυτό που κάνουν;»
Ο Αντώνης έξυσε το κεφάλι του, όπως έκανε πάντα όταν σκεφτόταν κάτι σοβαρά. «Ναι», είπε στο τέλος. «Αν οι μέλισσες δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, ή αν πάψουν να υπάρχουν για κάποιο λόγο, θα σπάσει αυτή η αλυσίδα. Τα φυτά δεν θα πολλαπλασιαστούν, τα ζώα δεν θα έχουν να τραφούν αφού δεν θα υπάρχουν τα φυτά, και σε λίγο καιρό ούτε κι εμείς».
«Μπράβο παιδί μου! Την άλλη φορά λοιπόν που θα βρεθείς μπροστά σε μια μέλισσα, κοίτα να μην φοβηθείς. Μείνε χωρίς να κουνιέσαι κι εκείνη θα φύγει να πάει να συνεχίσει αυτό που κάνει. Και, προς Θεού, μην τη σκοτώσεις! Έχει ήδη πάρα πολλούς εχθρούς, και τη μόλυνση του περιβάλλοντος που την αρρωσταίνει – όπως όλους μας δηλαδή. Θυμήσου όσα είπαμε!» Και με αυτά τα λόγια η μαμά, ήρεμη που έκανε το καθήκον της ως προς την χαμένη μελισσούλα και ως προς τον τρομοκρατημένο γιο της, πήγε να συνεχίσει τις δουλειές της.
Ο Αντώνης άνοιξε τον υπολογιστή του και μπήκε γρήγορα στο διαδίκτυο. Ήθελε να μάθει περισσότερα πράγματα για τον απρόσκλητο επισκέπτη του – γιατί μπορεί να θυμόταν τι είχαν πει στο σχολείο, αλλά εξακολουθούσε να απορεί πώς ήταν δυνατόν ένα τόσο μικρό πλάσμα να είναι απαραίτητο σε όλον τον πλανήτη. Βρήκε ένα σωρό εγγραφές. Θα είχε πολύ μελέτη, λοιπόν!
«Ε, δεν πειράζει, δεν έχω και κάτι άλλο να κάνω!» σκέφτηκε. «Αφού δε με τσίμπησε ήμουν τυχερός. Κι αφού κι εκείνη γλίτωσε από τα δικά μου χέρια, ήταν κι αυτή τυχερή. Ποιος ξέρει; Μπορεί ν' ανακαλύψω ένα σωρό πράγματα διαβάζοντας για τη ζωή της. Κι ίσως ακόμη να καταφέρω να μην φοβάμαι τόσο πολύ κάθε φορά που μια μέλισσα περνάει δίπλα μου».
Έπειτα από αρκετή ώρα, αφού είχε δει φωτογραφίες, βίντεο κι είχε διαβάσει όσα άρθρα ξεπετάχτηκαν στην οθόνη του, ο Αντώνης ήταν πολύ σοφότερος. Αλλά, όπως και να έχει, το κεντρί της μέλισσας δεν θα πάψει να το φοβάται και να το αποφεύγει! Τουλάχιστον μέχρι να μεγαλώσει αρκετά....