Το παραμύθι της εβδομάδας: Ο «Κύριος Ξεφτέρης» που δεν ήξερε ρακέτες!
Ποιος είπε ότι για να είσαι καλός μαθητής πρέπει να διαβάζεις όλη την ημέρα; Και γιατί δηλαδή αν είσαι καλός μαθητής όλοι νομίζουν πως δεν κάνεις τίποτε άλλο παρά να μελετάς; Και ποιος ήταν τελικά αυτός που τους έκανε όλους να πιστεύουν πως οι καλοί μαθητές είναι καλοί μόνο στα μαθήματά τους και σε τίποτε άλλο;
Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου
Ο Τίμος είχε βάλει σκοπό να τους διαψεύσει όλους. Γιατί ήταν καλός μαθητής. Τα ήξερε όλα, και μερικές φορές ακόμη περισσότερα από όσα ήταν απαραίτητα σε κάθε μάθημά του. Του άρεσε να μελετά. Γι΄αυτόν τα καθημερινά μαθήματα δεν ήταν αγγαρεία. Κάθε φορά που δυσκολευόταν σε κάτι, μελετούσε ακόμη περισσότερο. Κι όταν υπερνικούσε την όποια δυσκολία, ενθουσιαζόταν.
Για τον Τίμο, τα μαθηματικά ήταν «εύκολα», η γλώσσα «απλή» και η γεωγραφία «γεμάτη περιπέτειες». Τόσο, που οι συμμαθητές του τον έλεγαν «Κύριο Ξεφτέρη». Στην αρχή, αυτό του το κόλλησαν για παρατσούκλι, γιατί τους φαινόταν πολύ διαφορετικός από εκείνους, με τα χοντρά του μυωπικά γυαλιά, και το μόνιμο χαμόγελο κάθε φορά που τον επαινούσαν οι δάσκαλοί τους. Μετά κατάλαβαν πως όσο και να τον πείραζαν, αυτός πάλι θα τα ήξερε όλα, θα τελείωνε πρώτος από όλους τα τεστ, θα έγραφε ορθογραφία χωρίς ποτέ να κάνει λάθος, δεν θα τον φόβιζαν τα δεκαδικά ψηφία σε μία πρόσθεση και σίγουρα δεν θα ξεχνούσε την πρωτεύουσα ενός κράτους. Κι ύστερα, ο Τίμος ήταν πάντα πρόθυμος να τους εξηγήσει το κάθε τι που τους δυσκόλευε, παρά το γεγονός πως αυτοί, αμέσως μετά, τον παρατούσαν και γύρναγαν στα παιχνίδια τους. Με τον καιρό, ίσως κάποιοι να έγιναν και λίγο φίλοι του. Λίγο όμως, γιατί δεν ήθελαν να τους κολλήσουν οι υπόλοιποι κι εκείνων παρατσούκλια.
Ο Κύριος Ξεφτέρης πάντως, καμάρωνε για το όνομά του και καθόλου δεν τους κράτησε κακία. Ήταν ευτυχής όταν καθόταν με τις ώρες πάνω από τα βιβλία του κι όταν ξεχνιόταν μπροστά τον υπολογιστή του μπαμπά του, να ψάχνει, να βρίσκει, να μαθαίνει, οτιδήποτε ήταν σχετικό με τις εργασίες του σχολείου ή του ερχόταν εκείνου στο μυαλό. Όλα αυτά φυσικά, μέχρι πριν λίγες μέρες. Που τελείωσαν τα σχολεία. Ο Τίμος δεν θα είχε πια τι να μελετήσει, ούτε ασκήσεις να λύσει, ούτε εργασίες να κάνει, ούτε καν ξένες γλώσσες. Αλλά, δεν ήξερε και τίποτε άλλο να κάνει εκτός από τη μελέτη. Τις πρώτες δυο μέρες, που η μαμά του τον έσερνε στα μαγαζιά, δεν πρόλαβε να καταλάβει την διαφορά. Άλλωστε η μαμά του τον είχε κουράσει πάρα πολύ, με το να του δοκιμάζει ένα σωρό μαγιώ, κι ας διαμαρτυρόταν αυτός πως το περσινό του ήταν μια χαρά, να του ανεβοκατεβάζει παντελόνια με διάφορα μήκη και χρώματα, ενώ ο Τίμος ήταν σίγουρος πως το τζην του θα τον έβγαζε ασπροπρόσωπο όλες τις ώρες, για να μην πούμε πια για τα μπλουζάκια που θα μπορούσε κάλλιστα να του τα αγοράσει μόνη της! Έτσι δεν πρόλαβε να καταλάβει τι του είχε συμβεί.
Το κατάλαβε όμως μετά. Που όλοι οι συμμαθητές του μιλούσαν για μακροβούτια, ρακέτες, ψάρεμα, καλάμια και δολώματα. Και που φρόντισαν να πληροφορήσουν τον Κύριο Ξεφτέρη πως «αυτά» δεν μαθαίνονται ούτε από τα βιβλία ούτε από το ιντερνέτ. Επίσης, του κοπανούσαν κατάμουτρα πως εκείνοι ήταν πολύ καλοί σε «αυτά». Φαγώθηκε να ψάχνει στο ίντερνετ, σκάλισε σαν σκουλήκι όλα του τα βιβλία, οδηγίες όμως για το πως τρέχεις καβάλα σε ένα ποδήλατο χωρίς να φας τα μούτρα σου ή πώς κάνεις μακροβούτι χωρίς να πνιγείς, δεν βρήκε. Δεν μπορούσε φυσικά να το παραδεχτεί, αλλά ως Κύριος Ξεφτέρης, αυτός ήταν ένας τομέας που υστερούσε. Δεν το χώραγε το μυαλό του. Κυρίως δεν χώραγε το μυαλό του το πόσο θα γελούσαν μαζί του εάν τους έλεγε πως πραγματικά δεν ήξερε τίποτε από τα ... «αυτά». Για εκείνους ήταν τόσο εύκολο να παίξουν ρακέτες, όσο για εκείνον να λύσει μια εξίσωση.
Μετά από μια ολόκληρη εβδομάδα λοιπόν που δεν είχε τίποτε μα τίποτε να κάνει, αφού ούτε με τα άλλα παιδιά δεν μπορούσε να παίξει ούτε και όρεξη να μελετήσει το οτιδήποτε είχε, αποφάσισε πως οι καλοκαιρινές διακοπές είναι ένα απαίσιο πράγμα. Που δυστυχώς θα έπρεπε να το περνάει και μια φορά το χρόνο. Απαίσιο! Και οι ώρες δεν έλεγαν να περάσουν, μέχρι να έρθει το Σαββατοκύριακο και οι γονείς του να έχουν λίγο χρόνο να του αφιερώσουν. Σαν κεραυνός όμως έπεσε στο κεφάλι του και η πρόσκληση του Θανάση, να πάνε μαζί, οικογενειακώς μαζί, για μπάνιο την Κυριακή.
Ο Κύριος Ξεφτέρης είχε μεν καινούριο μαγιώ, αλλά οι κολυμβητικές του ικανότητες δεν είχαν καμία σχέση με τις μαθηματικές, απλώς κατάφερνε να επιπλέει, ούτε ρακέτες ήξερε. Από αλλού ερχόταν το μπαλάκι, κι αλλού είχε αυτός γυρισμένο το κεφάλι του. Στις δικές του οικογενειακές διακοπές, ο Τίμος καθόταν κάτω από την ομπρέλα με το λαπτοπάκι του, ο μπαμπάς έπαιρνε το δικό του, κι η μαμά τα περιοδικά της. Άντε να τραβούσε και μερικές φωτογραφίες τα τοπία, ώστε μετά να τις επεξεργάζεται με την ησυχία του στον υπολογιστή του. Πλατσούριζε και μερικές φορές στα ρηχά και παρακαλούσε τον Θεό να ξανανοίξουν γρήγορα τα σχολεία.
Αυτό δε το «οικογενειακώς» που του πέταξε ο Θανάσης, μύριζε από μακριά κακοτοπιά, την οποία ήταν σίγουρος πως δεν θα μπορούσε και να αποφύγει. Οι γονείς φαίνεται τα είχαν ήδη κανονίσει μεταξύ τους. Και φυσικά, τα δύο μικρότερα αδέλφια του Θανάση θα ήταν μαζί τους. Πόσο θα μπορούσε ο Κύριος Ξεφτέρης να τους κάνει τον έξυπνο δείχνοντας τον φορητό του υπολογιστή; Πολύ λίγο μάλλον...Σκέφτηκε να κάνει τον άρρωστο και μην πάει. Κάτι όμως του έλεγε πως η μαμά θα τον έσερνε με το ζόρι, γιατί τώρα τελευταία επέμενε πως του χρειαζόταν «καθαρός αέρας και άθληση». Κι η μαμά δεν υποχωρεί όταν νομίζει πως έχει δίκιο, ούτε με παρακάλια ούτε με κλάψες. Άσε που θα του έβγαζε το λαπτοπάκι από την τσάντα και θα επέμενε να το αφήσουν στο σπίτι. Από όσο διαισθανόταν λοιπόν, οι διακοπές του θα του ξήλωναν το ωραίο του παρατσούκλι, αφού μάλλον ο Θανάσης θα ενημέρωνε τους πάντες πως ο Κύριος Ξεφτέρης μερικά πράγματα δεν τα ξέρει!
Έτσι, την Κυριακή, φόρεσε εκτός από το μαγιώ του και τα πιο κατεβασμένα μούτρα του, πήρε κι ένα ύφος «τι με κουβαλάτε τώρα εμένα να με κάψει ο ήλιος», κι αμίλητος εμφανίστηκε στην παραλία. Κοιτούσε λοξά τους υπόλοιπους της παρέας να κάνουν κάστρα στην άμμο με κουβαδάκια, και να δίνουν εξαιρετική σημασία στο πώς θα έπρεπε να είναι σωστή η αναλογία της άμμου με το νερό για να μην συντριβεί το κατασκεύασμά τους, και του ερχόταν ανατριχίλα. Αυτό του έλειπε τώρα, να πρέπει να κάνει και τον χτίστη! Το δράμα όμως της εξόρμησής τους για «καθαρό αέρα και άθληση», δεν έμελλε να τελειώσει σύντομα. Κι αφού έριξε μια γρήγορη βουτιά στην θάλασσα, θέλοντας να δείξει πως κάτι μπορεί να κάνει κι αυτός, νόμιζε ότι θα την γλίτωνε!
Ο Θανάσης όμως επέμενε να παίξουν ρακέτες. «Όλοι την παραλία αυτό κάνουν!» του είπε με περισπούδαστο ύφος. Ο Τίτος έπιασε τη ρακέτα εντελώς αδέξια, σήκωσε το μπαλάκι στον αέρα, και μετά βάρεσε ένα ωραιότατο χαστούκι στον ίδιο αυτόν αέρα, κι άφησε το μπαλάκι να πέσει μπροστά του, χωρίς να καταφέρει να το στείλει στον Θανάση. Ο φίλος όμως κατάλαβε πως ο περιβόητος Κύριος Ξεφτέρης, τουλάχιστον σε αυτό το σπορ ήταν εντελώς και τελείως «κουμπούρης». Δεν το πίστευε! Αν είναι δυνατόν, αυτός που ήταν ο καλύτερος μαθητής στην τάξη τους, να μην μπορεί να στείλει μια μπαλιά εκεί που πρέπει!
«Έχεις παίξει ποτέ σου ρακέτες;» τον ρώτησε μισο-αστεία.«Δεν έτυχε....», μάσησε τα λόγια του ο Τίτος. Κοιτούσε τις άκρες των δακτύλων του κι ευχόταν να είχε ψάξει περισσότερο στη βιβλιοθήκη του, μπας κι έβρισκε κάτι να μελετήσει σχετικά. Σήκωσε τα μάτια του στον Θανάση. Ο Θανάσης δεν μπορούσε να κάνει πρόσθεση με δύο ψηφία, για να μην πούμε και για τα δεκαδικά δηλαδή που δεν εννοούσε να καταλάβει την χρησιμότητά τους, με το ζόρι θυμόταν την πρωτεύουσα της Γαλλίας, και έξυνε το κεφάλι του με μανία για να θυμηθεί το πότε έγινε η ναυμαχία της Σαλαμίνας, αλλά σίγουρα ήξερε ρακέτες. Ο Τίτος συνειδητοποίησε ότι μπορεί σε μερικά πράγματα να ήταν ο Κύριος Ξεφτέρης, αλλά όχι σε όλα. Η ντροπή ερχόταν κατά πάνω του σε μεγάλα κύματα και πολύ θα ήθελε να έβρισκε κάτι έξυπνο να πει, δεν το βρήκε όμως.
«Α, μη στεναχωριέσαι φίλε μου, αν μπορείς να λύσεις ένα πρόβλημα μαθηματικών, σίγουρα μπορείς να μάθεις και ρακέτες!» Ο Θανάσ