Το παραμύθι της εβδομάδας: «Τι κάνει ένα παγωτό;»
Η Φώφη αγαπά το καλοκαίρι πολύ, όχι μόνο επειδή δεν έχει να ξυπνά κάθε μέρα νωρίς για να πάει στο σχολείο, ούτε επειδή πηγαίνει για μπάνιο στη θάλασσα το Σαββατοκύριακο.
Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου
Αυτό που κυριολεκτικά την τρελαίνει κάθε καλοκαίρι είναι ότι μπορεί να φάει παγωτό! Όχι μόνο ένα, μπορεί να φάει περισσότερα. Κι όταν δεν την βλέπει η μαμά, μπορεί να φάει ακόμη πιο πολλά.
Σε ποιο παιδί δεν αρέσουν τα παγωτά; Η Φώφη δεν μπορεί να θυμηθεί κανέναν από τους φίλους της που να μην τα τρώει. Η ίδια, θα μπορούσε να μην φάει καθόλου φαγητό, καθόλου σαλάτα, ούτε καν το γάλα της να μην πιει, παρά μόνο να τρέφεται με παγωτά.
Αυτό όμως δεν θα άρεσε καθόλου στη μαμά της. Της επιτρέπει να τρώει μόνο ένα το Σάββατο κι άλλο ένα την Κυριακή, κι αυτό αφού έχει φάει κανονικά το φαγητό της. Για δεύτερο ούτε λόγος να γίνεται, όσο μικρό κι αν θα μπορούσε να ήταν αυτό.
Ούτε παρακαλώντας, ούτε κλαίγοντας δεν την έχει καταφέρει να υποχωρήσει μια φορά. Όταν η μαμά της λέει πως «τα πολλά παγωτά παχαίνουν», η Φώφη κοιτάζει τα πόδια της που είναι ψηλό-λιγνα σαν καλάμια, τα χέρια της που μοιάζουν με μακρουλές οδοντογλυφίδες και την κοιλιά της που είναι κολλημένη θαρρείς πάνω στα πλευρά της, και δεν καταλαβαίνει πώς είναι δυνατόν να παχύνει. Ακόμη κι όταν τρώει όλο της το φαγητό, ακόμη κι αν φάει ένα ολόκληρο βουνό από ριζότο με λαχανικά, που το σιχαίνεται, αποκλείεται να αποκτήσει λίγο κρέας πάνω στα κόκαλά της.
Ούτε μπορεί να καταλάβει τη μαμά που όταν είναι να την ντύσει με κανένα φουστάνι από αυτά που εκείνη θεωρεί «κοριτσίστικα» και η Φώφη αντιπαθεί, τα πνιγμένα στους φιόγκους και τα βολάν, της λέει πως «έτσι κοκαλιάρα και ψηλή που είσαι κανένα ρούχο δεν κάθεται πάνω σου καλά» και την ικετεύει να πάρει βάρος, «για να μοιάζει περισσότερο με κορίτσι», ενώ της απαγορεύει τα παγωτά γιατί λέει «παχαίνουν» ! Πώς να βγάλεις άκρη με τους γονείς λοιπόν;
Όταν τα είπε αυτά παραπονούμενη στις φιλενάδες της, την Εύη και τη Γιολάντα, τότε ήταν που μπερδεύτηκαν κι οι τρεις εντελώς. Γιατί η Εύη είπε πως η δική της μαμά δεν την αφήνει να τρώει παγωτά επειδή είναι κρύα και θα αρρωστήσει και θα πάθει αμυγδαλές. Τρία κεφάλια το ένα κοντά στο άλλο, προσπαθούσαν να καταλάβουν «τους μεγάλους», όπως αποκαλούσαν τους γονείς τους, εκείνες τις φορές που τους έλεγαν πράγματα που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν.
«Δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται ένα τόσο νόστιμο πράγμα, όπως το παγωγό, να με αρρωσταίνει!». Η Εύη είχε ανοίξει διάπλατα τα μάτια της. «Εγώ ξέρω», συνέχισε, «πως όταν τρώω παγωτά είμαι μια χαρά, ενώ όταν έχω πυρετό μου δίνουν να καταπιώ ένα σωρό απαίσια σιρόπια και τότε ναι, γίνομαι πραγματικά χάλια! Νομίζω πως άμα με αφήνανε, και άρρωστη ακόμη, να φάω ένα παγωτάκι, θα γινόμουν αμέσως καλά!».
«Η δική μου μαμά», συμπλήρωσε η Γιολάντα, «μου είπε πως τα παγωτά χαλάνε τα δόντια!»
«Τα δόντια;» είπαν με μια φωνή έκπληκτες οι άλλες δύο.
«Ναι, χαλάνε τα δόντια!». Η Γιολάντα είχε όμως ένα σκεπτικό ύφος. «Νομίζω πως αυτό μου το είπε για να σταματήσω να ζητώ παγωτό κάθε λίγο και λιγάκι, κι όχι γιατί είναι αλήθεια! Κι επειδή ξέρει πως δεν μου αρέσει καθόλου να πηγαίνω στον οδοντίατρο, πιστεύει πως λέγοντας κάτι τέτοιο, θα σταματήσω να τρώω παγωτά, ή έστω, θα τα περιορίσω κάπως!»
«Ε, οι μαμάδες δε λένε ψέματα, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι από όλα αυτά που μας είπαν είναι ακριβώς η αλήθεια!» Η Φώφη είχε τώρα μπερδευτεί εντελώς. Ποια μαμά είχε δίκιο; Και πώς θα κατάφερναν να το μάθουν αυτό;
«Έχουμε και λέμε λοιπόν», είπε με ύφος «μεγάλης» και λίγο περισσότερο ακόμη η Φώφη. «Τα παγωτά παχαίνουν, αρρωσταίνουν και χαλάνε τα δόντια. Πρέπει να βρούμε τι πραγματικά καλό μπορούν να κάνουν τα παγωτά και να το πούμε στους γονείς μας!»
«Γιατί να τους το πούμε, δεν αρκεί να το ξέρουμε μόνο εμείς;»
«Μα, μόνο αν τους αποδείξουμε ότι τα παγωτά μπορούν να μην είναι βλαβερά θα μας αφήσουν να τα τρώμε!».
Είχε δίκιο η Φώφη, το έβλεπαν όλες αυτό. Το θέμα όμως δεν ήταν εύκολο, γιατί και οι τρεις καταλάβαιναν ότι οι... «μεγάλοι» είχαν κάποιο δίκιο σε ό,τι κι αν έλεγαν – τις περισσότερες φορές δηλαδή.
«Και τι θα κάνουμε δηλαδή ακριβώς;», ρώτησε η Γιολάντα που μοναχή της δεν έβρισκε κανέναν τρόπο που θα μπορούσε να πείσει τη μαμά της πως η επίσκεψη στον οδοντίατρο δεν ήταν απαραίτητη μετά από κάθε ένα παγωτό που καταβρόχθιζε.
«Θα σκεφτούμε! Θα σκεφτούμε πολύ!», είπε ενθαρρυντικά η Φώφη, λες και με τη σκέψη και μόνο θα γινόταν να λυθεί το πρόβλημά της.
Αλλά πέρασε εκείνο το απόγευμα, πέρασε κι η επόμενη μέρα, και τίποτε καλό δεν είχαν σκεφτεί. Μαζεύτηκαν λοιπόν στις κούνιες, κι αντί να κουνιούνται πέρα-δώθε κι αυτές κι οι αλογοουρές τους, είχαν καθίσει σ' ένα πεζουλάκι και συζητούσαν. Οι μαμάδες είχαν τη δική τους συζήτηση, κι ευτυχώς, γιατί έτσι δεν τους έδιναν και πολύ σημασία. Οι τρεις μικρές φίλες ψυθίριζαν σχεδόν, για να μην ακουστούν από κανέναν.
«Και δε μου έφτανε που τίποτε δεν μπορούσα τελικώς να σκεφτώ, ήρθαν και τα χειρότερα!», τις ενημέρωσε η Φώφη.
«Ποια χειρότερα δηλαδή;» φαγωθήκανε να μάθουν.
«Ε, να, χθες τελικά, έπεισα τον μπαμπά να μου πάρει ένα παγωτό. Είχαμε πάει για ψώνια κι ενώ υποτίθεται ότι ήθελα να διαλέξω ένα βιβλίο για τις καλοκαιρινές διακοπές, εγώ είχα στηθεί μπροστά σε ένα μαγαζάκι που πουλούσε παγωτό χωνάκι. Ξέρετε, εκείνο που βγαίνει σαν σερπαντίνα από το μηχάνημα με το χερούλι και σου το δίνουν με ευγένεια και μια χαρτοπετσέτα.... κι είναι τόσο μεγάλο και κρατάει τόση πολλή ώρα!»
«Και στο πήρανε;» οι δύο άλλες μικρές μπορούσαν να νιώσουν σχεδόν τη γλύκα του παγωτού στο στόμα τους.
«Η μαμά ήταν τελείως αρνητική αλλά ο μπαμπάς πρότεινε να μου το πάρει εφ' όσον το θέλω, αρκεί να μην ξαναζητήσω το Σαββατοκύριακο! Το πόσο της άρεσε της μαμάς μου αυτή η ιδέα δε λέγεται! Κι εμένα μου άρεσε και χοροπηδούσα από το χαρά μου αλλά μετά κατάλαβα τι έπρεπε να απαρνηθώ!».
«Και τι έγινε τελικά; Ποια ήταν τα .... "χειρότερα" που λες ότι ήρθανε;»
«Μου το έδωσε λοιπόν ο κύριος, ο μπαμπάς πλήρωσε, κι εγώ βρέθηκα να κρατάω το παγωτό με εκείνη τη φοβερή γεύση βανίλια, που έλιωνε όμως κι έπρεπε να το φάω λίγο βιαστικά είναι η αλήθεια. Χάζευα τις βιτρίνες κι έτρωγα το παγωτό μου. Νόμιζα ότι ήμουν πολύ ευτυχισμένη. Ίσως να πασαλοίφτηκα και λιγάκι, μα έτρεχα να προλάβω τη μαμά που περπατούσε πολύ γρήγορα για να "τα προλάβει όλα" όπως έλεγε. Κι ήμουν ακόμη περισσότερο χαρούμενη, γιατί τελικά πήρα και το βιβλίο που ήθελα και το παγωτό ήταν στ' αλήθεια πολύ μεγάλο και θα το είχα πολύ ώρα!».
«Άρα, ποιο είναι το πρόβλημα;» Η Γιολάντα είχε σκάσει που τόση ώρα η Φώφη τους τα διηγιόταν αυτά, χωρίς να μπορούν καν να δοκιμάσουν το περίφημο αυτό παγωτό και δεν είχε καταλάβει ακόμη, τι μπορούσε να έχει προβληματίσει τόσο πολύ τη φίλη της!
«Πρόβλημα; Ήμουν τόσο χαρούμενη, χοροπηδούσα σχεδόν, το παγωτό συνέχισε να λιώνει και τα χέρια μου λερώθηκαν και ... μετά ....μετά....». Η φωνή της Φώφης έγινε πολύ σιγανή, τόσο που ούτε κι εκείνη η ίδια δεν ήξερε αν μιλούσε πια. Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
«Μετά είδα ότι το λιωμένο παγωτό είχε τσουλήσει από τα δάκτυλά μου και μερικές πιτσιλιές ήταν ήδη πάνω στην μπλούζα μου».
«Πω-πω! Λερώθηκες πολύ; Ευτυχώς ήταν άσπρο, γιατί η μαμά μου λέει πως οι λεκέδες από τη σοκολάτα είναι πολύ δύσκολο να βγουν από τα ρούχα!», της είπε η Εύη, πάντα πρακτική.
«Μα, αν ήταν μόνο οι πιτσιλιές ... ίσως και να μην έδινε κανείς σημασία! Κι άλλες φορές έχω λερωθεί με κάτι είναι η αλήθεια αν και προσέχω όσο μπορώ ...». Η Φώφη πήρε μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει. «Το παγωτό ... "προσγειώθηκε" ολόκληρο πάνω μου, στη μπλούζα, στο παντελόνι μου, ακόμα και στα παπούτσια μου έκανε ένα ωραιότατο πλατς!».
Κοιτάχτηκαν και οι τρεις μεταξύ τους, με φρίκη σχεδόν όμοια με αυτή που ένιωσε και η μαμά της Φώφης, όταν είδε τα χάλια της κόρης της.
«Όλο;» Η Εύη σκεφτόταν πως το καημένο το παγωτό πήγε στράφι, όπως και η χαρά της φιλενάδας της κι η Γιολάντα πως αν της συνέβαινε εκείνης αυτό, θα ήταν υπερβολικά στεναχωρημένη.
«Και τι έγινε τελικά;»
«Τι να γίνει; Ο μπαμπάς έψαχνε να βρει χαρτομάντηλα να με σκουπίσει, και φυσικά βρήκε και με σκούπισε και μετά κολλούσαν και τα χέρια μου και τα ρούχα μου, κι η μαμά έλεγε πως "φταίει η βουλιμία μου, να τρώω στη μέση του δρόμου", και πως "πρέπει να είμαι πιο προσεκτική αφού τώρα πια δεν είμαι μωρό"».
«Ε, δεν σου είπαν και κάτι που δεν είναι αλήθεια! Τι το ήθελες κι εσύ καημένη να χοροπηδάς με το παγωτό στο χέρι;». Ακούγοντας την Εύη, η Φώφη για μια στιγμή πίστεψε πως άκουγε την ίδια τη μαμά της, τέτοιο ήταν το ύφος της φίλης της. Κι ήταν έτοιμη να κλάψει τόσο όσο δεν έκλαψε ούτε εκείνη την ώρα που τα έπαθε όλα αυτά!
«Κι έτσι, όταν γυρίσαμε σπίτι, εγώ έκλαιγα γιατί δεν πρόλαβα να φάω το παγωτό μου αλλά ούτε άλλο θα έτρωγα για πολλές ημέρες, κι η μαμά μου επέμενε πως πρώτα πρέπει να μάθω να φέρομαι σαν "δεσποινίς" και μετά να ζητώ κάτι. Έκλαιγα τόσο πολύ και δεν μπορούσε να με παρηγορήσει ούτε ο μπαμπάς, που συνήθως δεν είναι και τόσο απαιτητικός μαζί μου».
«Εντάξει, αν ήσουν λίγο πιο προεκτική, θα μπορούσες να έχεις γλιτώσει και το παγωτό και την κατσάδα, αλλά τώρα είναι αργά». Η Φώφη της έριξε μια ματιά όλο συμπάθεια, μα ούτε αυτό την έκανε να νιώσει καλύτερα.
«Κι έτσι, τώρα έχουμε και λέμε: τα παγωτά παχαίνουν, αρρωσταίνουν, χαλάνε τα δόντια και λερώνουν! Πώς θα πείσουμε τώρα τους γονείς μας ότι μας αρέσουν και δεν είναι τόσο βλαβερά και θα μπορούσαμε ίσως να τρώμε περισσότερα αφού είναι τόσο νόστιμα;». Η Γιολάντα μετρούσε στα δάκτυλα του μικρού της χεριού όλα τα ελαττώματα των παγωτών, αλλά δεν έβρισκε τι θα μπορούσε να αντιτάξει σε αυτά. Και, το χειρότερο, όλες οι μαμάδες θα συμφωνούσαν με τη μαμά της Φώφης, κι όπως έβλεπε ίσως να περνούσαν το καλοκαίρι τους χωρίς παγωτά από εδώ και στο εξής.
Λίγο πιο δεξιά τους, στο ίδιο πεζούλι, καθόταν ένα αγοράκι και τις κοιτούσε προσεκτικά, με τα μεγάλα μάτια του. Είχε στο χέρι του ένα κλαδάκι και κάτι σκάλιζε αφηρημένα στο χώμα, κι όπως η Φώφη γύρισε να κοιτάξει τις φιλενάδες της, οι ματιές τους συναντήθηκαν, κι άθελά της του χαμογέλασε λιγάκι. Τον είχε ξαναδεί, να παίζει πάντα μόνος του, χωρίς να έχει κοντά του άλλα παιδιά που θα μπορούσαν να είναι αδέλφια ή φίλοι του. Ήταν όμως τόσο απασχολημένη με τις δικές της στεναχώριες, που σημασία δεν θα του έδινε, αν δεν είχε εκείνο το ύφος το τόσο λυπημένο, που της φάνηκε σα να τον βάραιναν όλες οι έγνοιες του κόσμου. Και, κυρίως, κατάλαβε πως είχε ακούσει την συζήτησή τους.
Την ώρα που ετοιμαζόταν να γυρίσει στις φίλες της και να συνεχίσουν την απίστευτα ενδιαφέρουσα συζήτηση για τα παθήματά της, της ήρθε η ιδέα πως δεν θα μπορούσαν μόνες τους να βρουν την άκρη στο θέμα που τις προβληματίζει, και πως ίσως θα ήταν καλύτερα να ρωτήσουν και κανέναν άλλον, μπας και είχε κάτι καλό να τους πει.
«Να σου πω μικρέ», είπε όλο ύφος "μεγάλης" και χωρίς να πτοηθεί καθόλου που ο ... "μικρός" την κοιτούσε όλη την ώρα στα μάτια, «θα μπορούσες να μας βοηθήσεις σε κάτι;».
«Μπα, αποφάσισε να μου δώσει κάποιος σημασία; Τόσες μέρες έρχομαι σε αυτή την παιδική χαρά, ούτε ένα παιδί δε με χαιρέτισε, ούτε ένα παιδί δεν ζήτησε να μάθει το όνομά μου, κι ούτε κι εσύ ακόμη που ζητάς την βοήθειά μου δεν θες να ξέρεις πώς με λένε! Και θέλεις και να σε βοηθήσω και σε κάτι; Δεν θα μπορούσα μάλλον, αφού είμαι σχεδόν αόρατος σε όλους σας!». Ο ... "μικρός" τελικά είχε μάλλον μεγάλη φωνή και καθόλου δε ντρεπόταν, όπως νόμιζε η Φώφη. Η οποία Φώφη κατάλαβε επίσης πως είχε ήδη κάνει κακή αρχή μαζί του και του φέρθηκε άγαρμπα, όπως ακριβώς είχε κάνει και όταν χοροπηδούσε με το παγωτό στο χέρι με τα γνωστά αποτελέσματα. Λες να είχε δίκιο η μαμά όταν λέει ότι ξεχνά πολύ εύκολα τους καλούς της τρόπους; Α, μα αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να διορθώσει αμέσως!
«Σίγουρα σε έχω ξαναδεί εδώ, αλλά βλέπεις έχουμε ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα εγώ και οι φίλες μου, και τις τελευταίες μέρες δεν μας αφήνει χρόνο να σκεφτούμε τίποτε άλλο. Διαφορετικά θα σου είχαμε μιλήσει από την αρχή, ξέρεις κι εμείς θέλουμε καινούρια παιδιά στην παρέα μας!» Ένιωσε την Εύη δίπλα της να την σκουντάει με νόημα "δεν ξέρεις τι λες μερικές φορές", αλλά συνέχισε χωρίς να προδωθεί. «Μπορούμε να σου δείξουμε και πολλά πράγματα από τη γειτονιά αν είσαι καινούριος και δεν ξέρεις ακόμη τα κατατόπια». Προς το τέλος είχε κάτι η φωνή της που και στην ίδια φαινόταν πολύ μελιστάλαχτο για να είναι αληθινό και βιάστηκε να βάλει τελεία στην πρότασή της για να μην την καταλάβουν.
«Με λένε Γρηγόρη, λοιπόν, και όχι, δεν είμαι και πολύ καινούριος στη γειτονιά, και ναι, έχω έναν αδελφό μεγαλύτερο αλλά εκείνος τώρα έχει πάει κατασκήνωση κι εμένα δεν με πήρε μαζί του γιατί ακόμη δεν είμαι επτά χρονών, κι έτσι έχω μείνει μόνος μου με τον παπού τις ώρες που οι γονείς μου δουλεύουν. Δεν έχω πολλά πράγματα είναι η αλήθεια να κάνω αφού δεν έχω συντροφιά και βαριέμαι. Οπότε αναγκαστικά χαζεύω τα άλλα παιδιά γύρω μου και τις παρέες τους. Και "τυχαίνει", απλώς "τυχαίνει" καμιά φορά να ακούω και τι λένε ... πώς αλλιώς θα περάσει η ώρα;».
Ο Γρηγόρης τελικά ήταν αυτό ακριβώς που λέει το όνομά του. Γρήγορος. Και στα κορίτσια άρεσε αυτό, γιατί δεν άντεχαν τα αγόρια που δεν ξέρουν τι να πουν εκτός από "ναι" και "όχι" και που τους παίρνει πολύ χρόνο να καταλάβουν ό,τι τους λες. Ας ήταν μικρότερός τους, τις είχε κερδίσει αυτή η αμεσότητά του. Άσε που δεν θα κουράζονταν να του πουν με λεπτομέρειες το τι τους συμβαίνει, αφού ήδη τους είπε πως έχει ακούσει τι λένε ..... σωστά;
«Ώστε ξέρεις πως μας αρέσουν τα παγωτά αλλά οι γονείς μας απαγορεύουν να τρώμε όσα θέλουμε!» Η Εύη πήρε φόρα και δεν θα σταματούσε.
«Και δηλαδή θέλετε να τρώτε πολλά κάθε μέρα;», τις ρώτησε ο Γρηγόρης και είδε τρία κεφάλια να κουνιούνται καταφατικά πάνω – κάτω. «Δηλαδή, έχετε λεφτά να αγοράσετε όσα παγωτά θέλετε;» Η φωνή του είχε σηκωθεί αρκετά ψηλά, λες και δεν πίστευε στα αυτιά του. Υπήρχαν δηλαδή παιδιά που είχαν χρήματα για να παίρνουν ό,τι λαχταρούσαν; Κι αντί ας πούμε να πάρουν ένα βιβλίο να διαβάσουν, αυτοκόλλητα να γεμίσουν τα τετράδιά τους, παιχνίδι ή κάτι άλλο τέλος πάντων, αυτά είχαν το νου τους στα παγωτά;
«Έχουμε το χαρτζιλίκι μας, και μερικές φορές αν κάποια έχει λιγότερα λεφτά, την βοηθά κάποια άλλη, πάντως, τα χρήματά μας για παγωτά φτάνουν, αφού δεν θέλουμε να αγοράσουμε και τίποτε άλλο με αυτά!». Η Εύη είχε πάει κοντά του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πού οδηγούσε αυτή η συζήτηση, πάντως είχε την εντύπωση ότι όσο πήγαινε ξεμάκραινε από το θέμα τους. Που ήταν να βρουν επιτέλους και κάτι καλό που να κάνουν τα παγωτά, κι αυτό το "καλό" να ήταν πράγματι καλό και να τους έδινε ένα γερό πάτημα στην όποια συζήτηση με τους γονείς τους.
«Δηλαδή είσαστε πλούσιες;» Ο Γρηγόρης τις κοιτούσε εξεταστικά μία – μία, αλλά τίποτε πάνω τους δεν μπορούσε να τον πείσει ούτε αν ήταν πλούσιες ούτε αν ήταν φτωχές. Ούτε τίποτε δήλωνε σαν πόσο μεγάλο ή μικρό ήταν το χαρτζιλίκι τους.
Η Φώφη κατάλαβε λιγάκι πού το πήγαινε ο ... "μικρός". «Τα λεφτά μας», του είπε πολύ σοβαρά, «δεν είναι ποτέ πολλά, ίσα- ίσα που μερικές φορές δεν φτάνουν για τίποτε της προκοπής. Για βιβλίο ή παιχνίδι δηλαδή δεν φτάνουν. Αν και πολύ θα μας άρεσε κάτι τέτοιο. Κι ένα από τα λίγα πράγματα που μπορούμε να ευχαριστηθούμε με αυτά, είναι και τα παγωτά.»
«Αλλά σας τα έχουν απαγορεύσει;» η απορία του Γρηγόρη μεγαλώνει.
«Όχι ακριβώς. Ας πούμε ότι στους γονείς μας δεν αρέσει να τρώμε όσα εμείς ονειρευόμαστε, κι αυτό για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους». Και βάλθηκαν και οι τρεις να του εξηγούν τι είχε συμβεί. Με αρκετές λεπτομέρειες είναι η αλήθεια, και μπόλικες φευτο-κλάψες από την Φώφη, που προσπαθούσε έτσι να δικαιολογήσει και την απροσεξία της. Μιλούσαν όλες μαζί κι ο Γρηγόρης τις παρακολουθούσε με ενδιαφέρον.
Στο τέλος τους είπε:
«Ξέρετε κάτι; Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι καλό, κάτι πραγματικά υπέροχο με ένα παγωτό!». Περίμενε τις αντιδράσεις τους αλλά είχαν μείνει κι οι τρεις με ανοιχτό το στόμα, που αυτός, ο "καινούριος" της παρέας, ο ... "μικρός", είχε βρει μια λύση, όποια λύση κι αν ήταν αυτή, σε τόσο σύντομο χρόνο κι ήταν και σίγουρος μάλιστα ότι θα ήταν ακαταμάχητη. Ούτε κουνήθηκαν ούτε καν μια κοτσίδα δεν ανέμισε, ούτε μια φωνή δεν ακούστηκε, πράγμα δηλαδή εξαιρετικά σπάνιο από μόνο του! Έτσι ο Γρηγόρης αναγκάστηκε να συνεχίσει στα σβέλτα.
«Αυτές εκεί, οι μαμάδες σας δεν είναι;». Ε, τα αγόρια μπορούν να είναι εντελώς άσχετα! Πώς πηδάει το μυαλό τους από το παγωτό στις μαμάδες, δεν μπορούσε να το καταλάβει η Φώφη και είχε πάρει το "με κοροϊδεύεις" ύφος της. Αλλά ο Γρηγόρης ακάθεκτος τους έλεγε ήδη:
«Τι θα λέγατε να έβλεπαν πόση χαρά μπορεί να δώσει ένα παγωτό;»
«Δεν μας κατάλαβες καημένε. Τόση ώρα σου λέμε πως δεν καταλαβαίνουν από τέτοια!» Η Φώφη ήταν έτοιμη να του γυρίσει την πλάτη και πίστευε πως ήδη είχε περάσει πολύ ώρα που ασχολήθηκαν μαζί του και μάλιστα χωρίς αποτέλεσμα. Κι όμως, κάτι στα υπόλοιπα λόγια του την έκανε να γυρίσει να τον κοιτάξει ξανά.
«Μα, ο σκοπός σας είναι να τις κάνετε να καταλάβουν πόσο εξαιρετικά πολύτιμο μπορεί να είναι ένα παγωτό, και πόσο όμορφα μπορεί να σε κάνει να νιώσεις, πέρα από αν θα λερωθείς, αν θα αρρωστήσεις, αν θα σου χαλάσουν τα δόντια ή οτιδήποτε άλλο, σωστά;». Τις κοίταξε πάλι ερωτηματικά αλλά δεν τους έδωσε χρόνο να του πουν το οτιδήποτε. «Ε, λοιπόν, εγώ ξέρω πώς να γίνει αυτό!» Μπαμ! Κατακούτελα τους ήρθε!
Έσκυψε δίπλα τους συνωμοτικά. «Να, εκεί, στο παγκάκι που είναι μπροστά στο συντριβάνι, όχι, όχι, μην κοιτάτε έτσι άγαρμπα, δεν έχετε καθόλου τρόπους; Αφήστε πρώτα να σας πω και μετά κοιτάτε. Στο παγκάκι δηλαδή αυτό που σας λέω, κάθε απόγευμα, όπως και σήμερα, κάθονται και συζητούν ένας ηλικιωμένος κύριος και μια κυρία. Όλη την ώρα μιλάνε, και μερικές φορές ακούς "θυμάσαι τότε που.." ή τις άλλες πάλι "πότε ήταν που πήγαμε ...". Λένε ιστορίες από τα παλιά, και καμιά φορά τους ακούω, όχι δηλαδή πως το κάνω επίτηδες, αλλά να, μου αρέσουν έτσι όπως τα λένε και θυμούνται πώς ήταν κι αυτοί παιδιά και νέοι και δεν είχα και κανέναν να παίξω άλλωστε. Κι έχουν κάνει ένα σωρό σκανταλιές! Μένουν εκεί πολλές ώρες, μέχρι να σκοτεινιάσει σχεδόν, και πάντα έχουν κάτι να πουν, άλλοτε αστείο άλλοτε σοβαρό, πάντως όμως ποτέ δεν έχουν κάτι να πιουν ή να φάνε».
Η Φώφη έστρεψε προσεκτικά το κεφάλι της κατά τη μεριά των ηλικιωμένων. Η κυρία ήταν πολύ κομψή, με τον κότσο στα μαλλιά και την μπλούζα της που είχε δαντελένιο γιακά, και ο κύριος είχε άσπρα, πυκνά μαλλιά, σαν μπαμπάκι. «Και τι σε νοιάζε εσένα αν πίνουν ή δεν πίνουν κάτι;». Ξαναγύρισε προς τον Γρηγόρη.
«Θα μπορούσαμε ξέρετε να αγοράζαμε δυο παγωτά, από αυτά που σου βάζουν μέσα μπάλες με διάφορες γεύσεις, κι από πάνω σιρόπι και σαντιγύ και τρούφα και σου δίνουν και το κουταλάκι κι έτσι δε λερώνεσε! Να πηγαίναμε να τους κεράσουμε! Και να τους ζητήσουμε να μας πούνε τις ιστορίες τους, που είναι τόσο διαφορετικές από όσες ήδη ξέρουμε και που είναι κανονικές ιστορίες επειδή τις έχουν ηδη ζήσει και δεν είναι ψεύτικες!».
«Και οι μαμάδες μας θα δουν πόσο πολύ χαρούμενοι θα γίνουν αυτοί οι άνθρωποι επειδή θα τους κάνουμε παρέα και δεν θα είναι μόνοι κι επειδή, αυτή τη φορά, δεν θα σκεφτούμε καθόλου τον εαυτό μας, παρά θα κάνουμε κάτι για κάποιον άλλο!». Η Φώφη είχε επιτέλους καταλάβει. Ένιωθε ήδη όμορφα και μόνο που το σκεφτόταν! Κανείς δεν θα τους κατηγορούσε για λαιμαργία, αφού δεν θα έπαιρναν παγωτό για τις ίδιες, ούτε θα μπορούσαν να λερωθούν, επειδή κάποιος άλλος θα έτρωγε το παγωτό, και φυσικά, η δροσιά και η γλύκα του θα έκαναν το ηλικιωμένο ζευγάρι να δροστιστεί. Και γιατί όχι, να θυμηθούν το πόσο τρελαίνονταν κι εκείνοι κάποτε για ένα παγωτό!
Το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή χωρίς πολλή συζήτηση – άλλωστε δεν είχαν και καμία καλύτερη ιδέα! – και οι ρόλοι μοιράστηκαν. Η Γιολάντα πήγε να αγοράσει τα παγωτά μαζί με την Εύη, μην πάει μόνη της και της πέσουν ! Ο Γρηγόρης πήγε κοντά στην κυρία και στον κύριο κι άρχισε ένα σαχλό – μάλλον – ψιλοκούβεντο, έτσι, για να ξεκινήσουν από κάπου. Και η Φώφη μάζεψε το κουράγιο της και πήγε στη μαμά της.
«Θέλω να σου δείξω μαμά πόσο αληθινά ευτυχισμένους μπορεί να κάνει τους ανθρώπους μερικές φορές ένα παγωτό!», της είπε χωρίς περιστροφές και χωρίς πρόλογο, αφού δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι για να αρχίσει την κουβέντα, κι έφυγε βιαστική να βρει τους άλλους γιατί δεν ήθελε να πει περισσότερα.
Πραγματικά, καλύτερο πράγμα από αυτό δεν μπορούσαν να σκεφτούν. Ο Γρηγόρης και η Φώφη είχαν καθίσει στο παγκάκι μαζί με το ηλικιωμένο ζευγάρι και ήδη τους έλεγαν πώς περνούν τον καιρό τους τώρα που δεν έχουν σχολείο και διάβασμα. Κι η Γιολάντα με την Εύη έφτασαν με το κέρασμα, που ήταν και ιδιαίτερα περιποιημένο, τόσο που έμοιαζε μέσα στο κουπάκι σαν ένας μικρός πύργος από σαντιγύ και παγωτό. Ο παπούς και η γιαγιά, έκαναν σαν μικρά παιδιά. Ήθελαν να τα μοιραστούν μαζί τους, αλλά οι τέσσερεις φίλοι δεν ήθελαν ούτε να το ακούσουν. Τους έβλεπαν να τρώνε με πραγματική απόλαυση, κι αυτή έγινε η αρχή πολλών ιστοριών που τους διηγήθηκαν από όταν ήταν οι ίδιοι παιδιά, και πόσο νόστιμα ήταν τα παγωτά εκείνα τα μακρινά χρόνια, που η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουν και σηκώθηκαν από εκεί όταν ήταν πια πολύ νύχτα. Είχαν έρθει και οι μαμάδες τους κοντά, περίεργες να δουν αν σκάρωναν κάτι οι μικρές τους κόρες, κι ο παπούς του Γρηγόρη που βρήκε κι αυτός κοντά τους μια καλή παρέα.
Φεύγοντας έδωσαν ραντεβού για το απόγευμα της επόμενης ημέρας. Ο Γρηγόρης είχε πια κάνει τρεις φίλες κι ήταν σίγουρος πως θα έκανε πολύ καλύτερα πράγματα στην παιδική χαρά από το να σκαλίζει το χώμα με ένα κλαράκι. Ούτε νοιάστηκε που εκείνος δεν είχε φάει παγωτό. Η Φώφη αναγνώρισε στη μαμά της ότι θα έπρεπε να βάλει ένα μέτρο σ' αυτή την υπερβολική της λατρεία για τα παγωτά και πως στο εξής θα "έτρωγε σαν δεσποινίς και όχι σαν γουρουνάκι".
Η Γιολάντα υποσχέθηκε να πλένει τα δόντια της κάθε φορά που θα έτρωγε ένα παγωτό, αφού δεν ήθελε να καταλήξει στην καρέκλα του οδοντίατρου. Αλλά και οι μαμάδες κατάλαβαν πως τα κορίτσια τους, αυτή τουλάχιστον τη φορά, καθόλου δεν σκέφτηκαν τον εαυτό τους, παρά με το μικρό τους χαρτζιλίκι, έδωσαν μια νότα δροσιάς σε κάποιους που, ακόμη κι αν δεν τους ήξεραν, μπορούσαν να καταλάβουν και να συμμεριστούν τη μοναξιά τους. Τελικά, ο καθένας ένιωσε περήφανος με κάτι, μικρότερο ή μεγαλύτερο. Και τα κορίτσια ήξεραν πως πίσω από κάθε τι μπορεί να υπάρχει πράγματι μια καλoσύνη, αρκεί να ψάξεις να την βρεις!