Κι όλα αυτά επειδή ήθελε να φορέσει το καινούριο κολάν στο σχολείο
Πόσα ακόμη θα ζήσω η μάνα;
Εντάξει, το έχουμε πει! Το παιδί δεν έρχεται με οδηγίες χρήσης. Τις οδηγίες πρέπει να τις εφεύρεις εσύ. Η δόλια η μάνα! Και να τις εξηγήσεις και στον μπαμπά!
Οι πρώτες εβδομάδες, οι πρώτοι μήνες, τα πρώτα χρόνια, ας πούμε, κυλάνε ρολόι! Μετά τα 5-6 χρόνια όμως, το παιδί αρχίζει να αποκτά προσωπικότητα, να επιμένει, να διεκδικεί (πράγμα που δεν είναι καθόλου κακό, κάθε άλλο) και να θέλει με λίγα λόγια να περάσει το δικό του. Και τι κάνεις όταν ένα παιδί 8 ετών, όπως είναι η δική μου κόρη, θέλει να περάσει το δικό του στις 7 και πέντε το πρωί που ξυπνάει; Απλά, λες «ναι» για να γλιτώσεις την πρωινή γκρίνια και την πρωινή καθυστέρηση που θα φέρει ο διαπληκτισμός. Γιατί κακά τα ψέματα, άπαξ και αρχίσεις καυγά με ένα παιδί το πρωί, τα πράγματα είναι δύσκολα για την υπόλοιπη ημέρα.
Αυτή ήταν και η δική μου επιλογή. Αποφάσισα να μην διαφωνήσω μαζί της. Και το αποτέλεσμα; Χα! Εδώ σε θέλω... και σίγουρα σου έχει συμβεί!
Ας πάρω τα πράγματα από την αρχή. Χθες, αποφάσισα να πάω να της αγοράσω 2 κολάν και 2 πουκάμισα, γιατί ΟΛΑ, όλα όμως τα περσινά, δεν της έκαναν. Επέστεψα στο σπίτι με την τσαντούλα, την άνοιξε, ενθουσιάστηκε, τα δοκίμασε και μου είπε ότι είναι ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ.
Τα πήρε, τα άφησε επάνω στο γραφείο της διπλωμένα και κοιμήθηκε! Το πρωί, ξύπνησε και όταν της έδωσα ένα παντελόνι και μια μπλούζα να φορέσει, μου είπε ότι ήθελε να βάλει τα καινούρια ρούχα στο σχολείο. «Βρε πουλάκι μου, βάλε αυτά που σου έβγαλα», «Όχι, θέλω το μπλε κολάν και το καρό πουκάμισο!».
«Χρυσή» την έκανα, αλλά εκείνη, εκεί! Επέμενε! «Οκ, φόρεσέ τα» της είπα και άρχισε να ντύνεται. (Ναι, τα φόρεσε άπλυτα θα συμπληρώσω εδώ, για όσες μαμάδες αναρωτηθούν «Μα, καλά άπλυτα της τα φόρεσε». Ναι, άπλυτα. Τα καινούρια ρούχα που θέλουμε να βάλουμε και δεν προλαβαίνω να τα πλύνω, τα φοράει άπλυτα και μη μου πείτε ότι δεν το έχετε κάνει και εσείς...).
Ντύθηκε, έφαγε το πρωινό της, έπλυνε πρόσωπο και δόντια, φόρεσε παπούτσια, πήρε στον ώμο την τσάντα της και κατεβήκαμε τα σκαλιά. Πάνω που έβαζα το κλειδί στην εξώπορτα, τσουπ... να τη η πρώτη διαμαρτυρία!
«Μαμά, με ενοχλεί το παντελόνι», «Μα, βρε αγάπη μου τώρα ήμασταν σπίτι, τόση ώρα φοράς το παντελόνι, τώρα σε ενοχλεί; Τώρα;». (Το παντελόνι Νο10, στη μέση έχει λάστιχο και της ήταν λίγο φαρδύ, της το γύρισα μια φορά και ήταν οκ! δεν την ενοχλούσε... ΕΙΠΕ)
«Ναι, δεν μου στέκεται γιατί φταίει το φανελάκι...».
Άκου τώρα... την ενοχλεί λέει το φανελάκι. Τη ρώτησα αν ήθελε να ανέβουμε να αλλάξει παντελόνι όσο ήμασταν ακόμη στην εξώπορτα, αλλά μου απάντησε «Όχι», έτσι φύγαμε για το σχολείο.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, φτάσαμε στο σχολείο και πάνω που πάμε να κατέβουμε, μου λέει: «Μαμά, μου πέφτει το παντελόνι!», «Βρε Νικόλ, σε ρώτησα αν είναι οκ, αν σε ενοχλεί, σου είπα να ανέβουμε να αλλάξεις και μου λες ότι σου πέφτει;». (εδώ να σας πω, επειδή είμαι νοικοκυρά, αν μου έλεγε ότι της πέφτει από το προηγούμενο βράδυ που δοκίμασε για πρώτη φορά το παντελόνι, θα της έραβα στο τσακ-μπαμ δυο πιετούλες και όλα σήμερα θα ήταν μια χαρά!).
Αλλά όχι, το κορίτσι μου ήθελε σώνει και ντε να βάλει το καινούριο κολάν στο σχολείο, γιατί ήταν καλό επάνω της, δεν την ενοχλούσε.
Της το δίπλωσα μια φορά, βεβαιώθηκα ότι είναι μια χαρά στη μεσούλα της και προχωρήσαμε προς την καγκελόπορτα του σχολείου.
Την ξινίλα που είχε και τη μούρη μέχρι τα πατώματα, δεν μπορώ να σας την περιγράψω. Άρχισα να βλέπω, ότι ενώ μου έλεγε ότι είναι μια χαρά, στην πραγματικότητα δεν ήταν. Τι να κάνω η δόλια η μάνα που έπρεπε να φύγω για το γραφείο. Το παιδί μου δεν φορούσε τα ρούχα, αλλά τη «φορούσαν». Την «έτρωγαν».
Μπήκα στο αυτοκίνητο. Από τη μία σκεφτόμουν το πόση ώρα θα μου πάρει μέχρι να επιστρέψω σπίτι, να παρκάρω, να κατέβω, να ανέβω σπίτι, να πάρω ένα άλλο κολάν, να κατέβω, να μπω στο αυτοκίνητο, να επιστρέψω στο σχολείο και να ψάξω να τη βρω και από την άλλη κοιτούσα το ρολόι και έβλεπα ο χρόνος να περνά και ότι έπρεπε να πάω στο γραφείο αμέσως.
Πήρα το κινητό και κάλεσα τη μαμά της φίλης της, Μαριτένιας. Χτύπαγε, χτύπαγε, χτύπαγε... τίποτε! Δεν απαντούσε. Αυτό ήταν! Έπρεπε να γυρίσω σπίτι. Δεν μπορούσα να νιώθω ότι το παιδί μου δεν νιώθει άνετα με το παντελόνι που φορούσε. Πάνω που πάω να κάνω αναστροφή, τσουπ, χτυπά το τηλέφωνό μου!
«Έλα, καλημέρα! Τι έγινε; Με ήθελες κάτι;», «Αλεξία, σε πρόλαβα;», «Ναι, ξέχασα το κινητό σπίτι και γύρισα να το πάρω!», «Σώσε με» της είπα και άρχισα να της εξηγώ όλο το πρωινό σκηνικό. «Μπορείς να δώσεις στη Μαριτένια ένα κολάν της, να το πάει στη Νικόλ;».
Μέσα στην ατυχία μου ήμουν τυχερή! Αν η Αλεξία, δεν είχε ξεχάσει το κινητό της σπίτι, την ώρα που την κάλεσα δεν θα ήταν στο σπίτι και δεν θα είχε πάρει μαζί της ένα κολάν για τη Νικόλ.
Τώρα, αν το φόρεσε το παιδί μου ή όχι, θα το ανακαλύψω στις 16.00 που θα πάω να το πάρω από το ολοήμερο (θυμάστε που σας είχα γράψει πόσο τυχερές είναι οι μανούλες που παίρνουν τα παιδιά τους από το σχολείο 13.15;).
Το μάθημα που πήρα από το σημερινό περιστατικό;
α) Να βάζω τα καινούρια ρούχα στο πλυντήριο ώστε να έχω μία ατράνταχτη δικαιολογία, όταν μου ζητά να τα φορέσει εκείνη τη στιγμή ή την επόμενη ημέρα.
β) Να τσεκάρω καλά εγώ η ίδια κατά το πόσο καλά είναι τα ρούχα πάνω της, ώστε να κάνω τις απαραίτητες διορθώσεις στην ώρα τους.
γ) Θα πρέπει να αρχίσω να διαφωνώ πού και πού μαζί της!