Despoina’s little stories: «Όταν βλέπεις την πλάτη του παιδιού σου να απομακρύνεται…»
Είναι λίγο περίεργες αυτές οι μέρες…
Πολλή πίεση, πολύ στρες. Προσμονή για διακοπές και τρέξιμο να τα προλάβω όλα. Μέσα σε όλα αυτά, η Έλενα πήγε κατασκήνωση. Χμμμ… όχι, δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται.
Ας πούμε ότι είμαι μία χαλαρή μαμά. Γενικώς δεν είχα ποτέ κολλημένη στην ποδιά μου την Έλενα, την έστελνα από μικρή συχνά στον παππού και στη γιαγιά και δεν έκλαιγε ποτέ όταν ήταν για λίγο μακριά μου. Αντιθέτως πάντα έβρισκε τον τρόπο να περνά καλά με ή χωρίς εμένα.
Όπως οι περισσότερες μαμάδες με τις κόρες τους, έχουμε κι εμείς τις περίεργες στιγμές μας. Μαλώνουμε, τσακωνόμαστε, θυμώνουμε η μία στην άλλη. Η Έλενα μπορεί να με βγάλει κυριολεκτικά από τα ρούχα μου. Υπάρχουν στιγμές που κρατιέμαι σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί για να μην ουρλιάξω τις στιγμές που με αγνοεί, που αδιαφορεί, που είναι ακατάστατη, που νιώθω να με κουράζει απίστευτα πολύ. Στιγμές που λέω «τι καλά που θα ήταν να πάει λίγες μέρες στο χωριό με τη γιαγιά για να ηρεμίσω κι εγώ λίγο».
Τη μέρα που την άφησα στην πύλη της κατασκήνωσης όμως, έγινε κάτι περίεργο μέσα μου.
Κάτι που για όσους με ξέρουν καλά δε θα πίστευαν ότι μου συνέβη. Ήταν ο πρώτος ουσιαστικός αποχωρισμός μας.
Το Λενιώ μου, το μεγάλο μου μωρό, η πρώτη μου αγάπη, θα έφευγε μακριά μου για 20 ολόκληρες μέρες. Σε ένα ξένο περιβάλλον, με άγνωστους ανθρώπους να την προσέχουν και να την επιτηρούν, με παιδιά που δεν γνωρίζει και συνθήκες που δεν έχει ξαναζήσει.
Κανονικά θα έπρεπε να της δώσω μία σπρωξιά και να φύγει με φόρα για τις νέες, πολύτιμες εμπειρίες της ζωής της, κι όμως σφίχτηκα. Θα έπρεπε να ανακουφιστώ που θα είχε παρέα και θα έκανε διακοπές ενώ εγώ και ο μπαμπάς της δουλεύουμε όλη μέρα, κι όμως κόμπιασα. Κότεψα. Ποια; Εγώ, που στα δύσκολα παρακαλάω να πάει στο χωριό.
Σκούπισα αμήχανα τα μάτια μου κάτω από τα γυαλιά ηλίου την ώρα που την έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Οι ματιές των υπευθύνων με έκαναν να ντραπώ. Θα έπρεπε να την ενθαρρύνω, όχι να την αποθαρρύνω. Τι σόι μάνα είμαι εγώ; Η Έλενα βούρκωσε, με πήρε αγκαλιά και συνέχισε να ανεβαίνει προς το σπιτάκι σέρνοντας τη βαλίτσα της.
«Μαμά μη φύγεις!», την ακολούθησα, μπήκα στους κοιτώνες, στρώσαμε μαζί το κρεβάτι της, τακτοποιήσαμε τα πράγματά της και σε λίγα λεπτά η ομαδάρχισσα κάλεσε όλα τα κοριτσάκια της ομάδας της σε δυάδες για να πάνε για φαγητό. Προσπάθησα να την ακολουθήσω αλλά αισθανόμουν γραφική. Της έκανα νόημα από μακριά ότι θα έπρεπε να φύγω, γούρλωσε τα μάτια της, αλλά όταν την είδα να μιλάει με τα κοριτσάκια και να μαλακώνει το πρόσωπό της, εξαφανίστηκα διακριτικά χωρίς να της πω γεια.
Στο πρώτο επισκεπτήριο είδα ένα παιδί χαρούμενο, γεμάτο, ευτυχισμένο. Μου γνώρισε τις φίλες της, με ξενάγησε στην κατασκήνωση. Μαζέψαμε τα άπλυτά της και φύγαμε μαζί για μία διανυκτέρευση. Είχα φροντίσει να είναι όλα τέλεια για το μεγάλο μου μικρό, κάναμε αυτά που της αρέσουν, φάγαμε αυτά που της αρέσουν. Κι όμως κάποια στιγμή μου είπε «μαμά μπορείς να με επιστρέψεις στην κατασκήνωση;». Νόμιζα ότι μου κάνει πλάκα. Ένιωσα έναν πόνο στο στήθος, και μου βγήκε ένας βουβός λυγμός. «Είσαι σίγουρη ότι δε θες να μείνεις άλλο ένα βράδυ μαζί μας;», «Όχι μαμά, θέλω να επιστρέψω!».
Κρύφτηκα να μη με δει να κλαίω.
Δεν ξέρω πώς το εξέλαβα. Δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Ξέρω ότι το παιδί μου με αγαπάει. Έχω νιώσει την πλήρη αποδοχή της, όμως ήταν σα να μου ρίχνει ένα χαστούκι. Δεν ήμουν η επιλογή της. Όπως όταν ήταν μικρό κοριτσάκι με κοτσιδάκια στα μαλλιά που με έβλεπε και χοροπηδούσε. Έβλεπα μπροστά μου ένα μεγάλο παιδί, 8 ετών να μου λέει με σταθερή φωνή την ξεκάθαρη επιλογή της. Και έπρεπε να τη σεβαστώ. «Εντάξει μωρό μου, κάνε γρήγορα μπανάκι, ντύσου και σε 20’ θα είσαι εκεί!». Τα μάτια μου ποτάμι. Αντί να χαίρομαι, ένιωθα ότι χάνω το παιδί μου. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να την κρατήσω μαζί μου. Ούτε τα παγωτά, ούτε οι αγκαλιές μου ήταν αρκετές για να μείνει άλλο ένα βράδυ μαζί μας.
Καθώς οδηγούσα, ήταν αδύνατο να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Έκανα εικόνες στο μυαλό μου. Την έβλεπα μικρούλα στην αγκαλιά μου τότε που είχε την απόλυτη ανάγκη μου. Τότε που ήταν μωρό κι εγώ ήμουν όλο της ο κόσμος. Τους πρώτους μήνες που γεννήθηκε, ήταν η παρηγοριά μου στην άσχημη κατάθλιψη που πέρασα. Είναι μαζοχιστικό. Έπαθα κατάθλιψη γιατί την γέννησα και η Έλενα με έκανε καλά στις πιο δύσκολες στιγμές μου. Μαζί. Οι δυο μας. Το φάρμακό μου ένα μικροσκοπικό μωρό που μου έδινε δύναμη να παλέψω με όλους και με όλα.
Αυτό το μωρό με κοίταξε μέσα στο αυτοκίνητο με τα μεγάλα του μαύρα μάτια και για να μη με φέρει σε δύσκολη θέση απλώς μου χάιδεψε τα μαλλιά χωρίς να πει λέξη.
Φτάσαμε. Πάρκαρα. Βγάλαμε τα πράγματά της από το αυτοκίνητο. Φτάσαμε στην πύλη. Ο φύλακας δεν μου επέτρεψε να περάσω. Άλλωστε δεν ήταν μέρα επισκεπτηρίου. Ήταν επιστροφή από διανυκτέρευση. Μου κακοφάνηκε. Ήθελα να τον βρίσω και να του πω «Ξέρεις ποια είμαι εγώ; Είμαι η μαμά της!», αλλά κρατήθηκα. Δεν ήταν ώρα για τσακωμούς. Ήταν ώρα για τον δεύτερο αποχωρισμό μας. «Μαμά μην κλαις και μη στενοχωριέσαι. Θα έρθεις πάλι την άλλη Κυριακή να με δεις…». «Άντε πήγαινε μωρό μου, σ’ αγαπώ…». Το παιδάκι μου, το καλό μου παιδάκι, γύρισε την πλατούλα του και έφυγε.
Αυτή η πλάτη που απομακρύνεται βήμα βήμα, είναι μία εικόνα σκληρή. Πολύ σκληρή. Έμεινα εκεί να την κοιτάζω μέχρι που δεν την έβλεπα πια. Μπήκα στο αυτοκίνητο αποκαρδιωμένη. Μου έλειπε. Αχ πόσο μου έλειπε. Για λίγο ένιωθα λες και με τιμωρεί που την μαλώνω καμιά φορά. Που της φωνάζω και τη στενοχωρώ. Που της μιλάω απότομα…
Ναι εγώ έχω το πρόβλημα γαμώτο. Το παιδί είναι ευτυχισμένο. Μου το λέει η λογική μου, η συνείδησή μου. Εγώ άλλωστε πρότεινα την κατασκήνωση. Η Έλενα ούτε ήξερε τι είναι αυτό. Της έλεγα πόσο ευτυχισμένα είναι τα παιδάκια εκεί, πόσο σημαντικές φιλίες κάνουν, φιλίες που κρατάνε μια ζωή, πόσο δυναμικά και ανεξάρτητα γίνονται…
Εγώ το δημιούργησα όλο αυτό στον εαυτό μου και εγώ θα πρέπει τώρα να το διαχειριστώ.
Μέχρι την επόμενη φορά…
Μέχρι την άλλη Κυριακή.
Περιμένω τα μηνύματά σας εδώ!
Μπορείτε να με βρείτε και στην άλλη μου αγάπη ή να με ακολουθήσετε στο Instagram, στο Facebook και στο Twitter.